Του Δημήτρη Μάρτου
Με τον τίτλο αυτόν εκδίδεται αυτές τις μέρες, από τις εκδόσεις Γόρδιος (Βιβλιοπωλείο Το Παραγώνι - Κωλέττη 2, Αθήνα, Τηλ.: 2103803334 ), το νέο βιβλίο μου στο οποίο επιχειρώ να τεκμηριώσω, με ιστορικούς όρους, ότι το Δυτικό ‘’θαύμα’’ είναι συνυφασμένο με την ιμπεριαλιστική του ουσία.
Ότι την περίοδο που κρίθηκε η φυσιογνωμία του σύγχρονου κόσμου η Δύση είχε διαμορφώσει έναν πολιτισμικό κώδικα βίαιο και πολιτισμοκτόνο και μπόρεσε να αναδείξει μια μορφή οικονομίας που εγκλώβισε τον κόσμο στην κυριαρχία της.
Οι έννοιες της δυτικής πολιτικής οικονομίας, με τις οποίες συνήθως κατανοούμε την άνοδο της δυτικής Ευρώπης, υποτιμάνε το γεγονός ότι αυτή έχει τις βάσεις της στη ληστεία και τη βία. Ότι ο κόσμος ήταν το θύμα πρωταρχικών κρατών-ληστών, που ονόμασαν μετά τις ληστείες τους «ελεύθερη οικονομία», «εκπολιτισμό», «βιομηχανική και τεχνολογική επανάσταση», κλπ.
Επιπλέον, ότι η πλειονότητα αυτών που ασχολήθηκαν συστηματικά με τον ιμπεριαλισμό περιόρισαν τις οπτικές τους στις αναπαραγωγικές του διαστάσεις και ελάχιστα έως καθόλου στην παραγωγή του, όπως, πχ, συμβαίνει με την επικρατέστερη αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό, αυτή που πρότεινε ο Λένιν στο σύγγραμμά του «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», όπου αναλύεται ως φαινόμενο του τέλους του 19ου αιώνα, απόρροια της ανάπτυξης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.
Περιοδεύοντας κανείς στις ιστορίες του κόσμου θα διακρίνει ότι οι Δυτικοευρωπαίοι άρχισαν να κατασκευάζουν, ήδη από το 11ο αιώνα, την ιστορία του κόσμου με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί ότι από αυτούς περνούσανε οι δρόμοι που οδηγούσανε στο Θεό, στη λύτρωση. Οι δρόμοι προς τους «Αγίους Τόπους» και τις «Ινδίες» ήταν οι δρόμοι που οι Χριστιανοί έπρεπε να διανύσουν για να βρεθούν στο «βασίλειο του Ουρανού». Από τότε έβλεπαν τις χώρες των άλλων σαν σκηνικό δράσης των δικών τους ανθρώπων και, σχεδόν παντού, προσπάθησαν να επιβάλλουν μια τάξη στο «χάος» της νέας αποικίας, μέσα από μια «υπαλληλοκρατία», την οποία έφεραν αρχικά από τα μέρη τους, επιβάλλοντας κανόνες, προτεραιότητες, λέσχες και οργανισμούς, στρατιωτικές, διοικητικές και οικιστικές ιεραρχίες και πάνω απ’ όλα αυτά να δηλώνουν τη μητροπολιτική ισχύ.
Θα διακρίνει ακόμη και τους φυσικούς αντιπάλους του ιμπεριαλισμού, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τα οποία αν και καλλιέργησαν μεγάλες προσδοκίες στους λαούς, δεν οδήγησαν στο ποθητό αποτέλεσμα. Και ότι σε αυτό συνετέλεσε και η αντεπανάσταση του δυτικού ιμπεριαλισμού, η οποία ήταν αδίστακτη, αιματηρή και βρώμικη. Πάνω σ’ αυτό, εξετάζοντας κανείς τη ρητορική-προπαγάνδα των «Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», τις δεκαετίες του 1960 και 1970, θα διαπιστώσει ότι οι ίδιοι άνθρωποι που αιματοκύλησαν τον κόσμο, από τη νοτιοανατολική Ασία μέχρι τη Νότια Αμερική, που χρηματοδότησαν τα δικτατορικά καθεστώτα, ήταν αυτοί που επαίρονταν για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Και ότι, παρόλα αυτά, πολλά μετεπαναστατικά κράτη θα αποσπαστούν από τον ιμπεριαλιστικό έλεγχο, αποδεικνύοντας ότι η ‘’ευημερία’’ τους δεν τον είχε ανάγκη.
Οριοθετώντας την ιστορική κατηγορία Δύση-Δυτικός πολιτισμός, βλέπουμε ότι καταλαμβάνει σήμερα 40 εκατ. τχ, περίπου, από τα 149 εκατ. τχ της Γης, και ότι δομείται πάνω σε επιλεγμένες πολιτιστικές συνέχειες-στάδια, όπως: ελληνική φιλοσοφία, ρωμαϊκό δίκαιο, ιουδαιοχριστιανική ηθική, γρηγοριανή επανάσταση και φιλελεύθερες επαναστάσεις. Η ανατολική Ευρώπη, η Ρωσία και τα Βαλκάνια, λόγω της Ορθοδοξίας-Βυζαντίου, της αντίστασης στον παποκαισαρισμό και την υποδούλωση στους Τούρκους, «μολύνθηκαν ιδεολογικά» και δεν γνώρισαν όλα τα στάδια, επόμενα, δεν συμπεριλαμβάνονται στον πολιτισμό και την κουλτούρα της Δύσης, είναι απλοί συγγενείς. Οι κοινωνίες που δεν γνώρισαν κανένα στάδιο θεωρούνται ξένες. Με βάση αυτά τα ιστορικά κριτήρια ο Δυτικός πολιτισμός θα περιλάβει τη δυτική Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική, δηλαδή, τις καθολικές και προτεσταντικές χώρες.
Η Δύση είναι δημιούργημα της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία, από το τέλος του 11ου αιώνα, διακήρυξε μια σειρά από θρησκευτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες και έστρωσαν το δρόμο στις μετέπειτα αστικές επαναστάσεις, την «αναγέννηση», το «διαφωτισμό», τον «οικονομικό φιλελευθερισμό» και το «σοσιαλισμό». Ο εναρκτήριος λόγος, το μανιφέστο του ιμπεριαλισμού της Δύσης είναι η didactus papae, ένα κείμενο υποδείξεων και νόμων που εκπόνησε ο πάπας Γρηγόριος Ζ΄, το 1075. Εκτός από μια διακήρυξη της απόλυτης δύναμης του παπικού ιερατείου στον κόσμο, θεμελίωσε την ενότητα των λαών της καθολικής Ευρώπης και διαμόρφωσε τη θέλησή τους για κυριαρχία.
Με μπούσουλα τη didactus papae και με διάφορα προπαγανδιστικά τεχνάσματα οι πάπες επέτυχαν την οργάνωση ενός κατακτητικού και ληστρικού μηχανισμού, τις σταυροφορίες, οι οποίες άρχισαν να διεισδύουν σε ανώτερους πολιτισμούς, επιχειρώντας μια νέα θεώρηση του κόσμου, ότι αυτός έπρεπε να εκπαπιστεί, προκειμένου να καταστεί η ανθρωπότητα ικανή να εκπληρώσει τους ηθικούς και εσχατολογικούς σκοπούς της. Τα βασικά δόγματά τους, αυτά του ’’πρωτείου’’ και του ‘’αλάθητου’’, θα μετατραπούν τους επόμενους αιώνες σε ‘’πρωτείο’’ και ‘’αλάθητο’’ της δυτικής Ευρώπης. Ο ‘’εκπαπισμός’’ θα μετονομαστεί σε ‘’εξευρωπαϊσμό’’ ή ‘’εκδυτικισμό’’.
Δύο είναι οι σημαντικές ιστορικές στιγμές που σφυρηλάτησαν την ισχύ της Δύσης. Η πτώση του Βυζαντίου, από το 1204 και η κατάκτηση της Αμερικής, το 1492. Η πρώτη θα προκαλέσει τη μεταφορά της ελληνικής γραμματείας-σπουδών-γνώσεων στις βιβλιοθήκες, τα πανεπιστήμια, τα μοναστήρια και τις επαύλεις των ηγεμόνων και των πλουσίων εμπόρων της Δύσης. Οι εξερευνήσεις-κατακτήσεις θα σφυρηλατήσουν περαιτέρω τον ιμπεριαλισμό της Δύσης. Το ασήμι και το χρυσάφι που θα αποσπαστούν από την Αμερική και την Αφρική, με βίαιο τρόπο, θα χρησιμοποιηθούν ως κίνητρο για την αύξηση των ανταλλαγών, την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς, ως ρευστό κεφάλαιο και ως θησαυρός - απόθεμα (ισπανικό θησαυροφυλάκιο) για την χρηματοδότηση του επεκτατισμού των Αψβούργων της Ισπανίας.
Με την κάλυψη του εμπορικού ισοζυγίου από το αιματοβαμμένο χρυσάφι των αποικιών θα τεθούν οι βάσεις της καπιταλιμπεριαλιστικής οικονομίας.
Όλες, όμως, οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις (προτεσταντισμός), που ακολούθησαν το «1453» και το «1492», προσπάθησαν να αναθεωρήσουν τη δυνατότητα που έδινε ο καθολικισμός στον Χριστιανό να μπορεί να ‘’αμαρτάνει’’ σε όλη του τη ζωή και να εξαγοράζει στο τέλος τις αμαρτίες του, εισάγοντας την απαίτηση για καλά έργα (εργατικότητα και επαγγελματισμό) σε όλη τη ζωή. Θεωρώντας οι Προτεστάντες ότι το κέρδος είναι γενετικό ένστικτο στον άνθρωπο και όχι επίκτητο (πολιτισμικό) και ότι αυτό που μετράει είναι το πώς θα τιθασευτεί και θα αξιοποιηθεί μέσα από μια συγκεκριμένη ηθική οργάνωση του κεφαλαίου και της εργασίας, θα προσφέρουν στον καπιταλισμό την κάλυψη να θεωρηθεί ως η ορθολογική οργάνωση της αξιοποίησης του ενστίκτου του κέρδους και να ανατραπεί η θεώρησή του ως μιας συνείδησης ή βουλιμίας κέρδους.
Η στοιχειοθέτηση του καπιταλισμού, όμως, μόνον υπό το πρίσμα της ορθολογικής οργάνωσης του κεφαλαίου-εργασίας, παράβλεπε ότι αυτός ο ‘’ορθολογισμός’’ ήταν βιώσιμος μόνον εντός του πνεύματος του ιμπεριαλισμού, ο οποίος του πρόσφερε τις δυνατότητες να καλύπτει τις χασούρες του, και ότι, τελικά, αυτό που έκρινε την άνοδο της Δύσης δεν ήταν η ορθολογική οργάνωση της οικονομίας αλλά της βίας.
Με τον καπιταλισμό το δίκαιο του ισχυρότερου θα αποκτήσει νέες υποστηρικτικές συνάφειες, όπως, πχ, το δίκαιο του παραγωγικότερου και ανταγωνιστικότερου. Και επειδή η αύξηση της παραγωγικότητας μέσα από την αύξηση της έντασης της ανθρώπινης εργασίας, ερχόταν σε αντίθεση με την παράδοση της προκαπιταλιστικής εργασίας, που κυοφορούσε μια αντικαπιταλιστική συμπεριφορά, ο πρώτος εχθρός στο πνεύμα του καπιταλισμού θα γίνει η «παραδοσιοκρατία».
Παρατηρώντας κανείς τη μετάβαση από το ληστρικό ιμπεριαλισμό στον καπιταλιστικό διακρίνει ότι, ενώ οι προκαπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς ρυθμίζονταν από τις ανταλλαγές και τον ανταγωνισμό που διεξάγονταν με ίσους και διαφανείς όρους, ο καπιταλιμπεριαλισμός θα δημιουργήσει ατελείς ανταγωνισμούς και μονοπωλιακές καταστάσεις, που ενείχαν άνισες ανταλλαγές και γκρίζες καταστάσεις. Ότι οι προκαπιταλιστικές οικονομίες δεν υπήρχαν μόνο με διαφανείς πρωταγωνιστές: αγρότες, βιοτέχνες, εμπόρους, μαγαζάτορες, τεχνίτες και εργάτες, αλλά και αδιαφανείς: ληστές, ηγεμόνες, μισθοφόρους και υπαλλήλους που ζούσαν παρασιτικά, και ότι πάνω σ’ αυτούς τους τελευταίους θ’ αναπτυχθεί η αδιαφανής ζώνη του καπιταλισμού.
Η δεύτερη, μετά τον καπιταλισμό, μεγάλη ‘’ανακάλυψη’’ του Δυτικού ιμπεριαλισμού, το έθνος-κράτος, θα αναδειχθεί περισσότερο ως ένας τρόπος οργάνωσης της αλληλεγγύης των εσωτερικών κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων, απέναντι στα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του ανταγωνισμού, εξωτερικεύοντάς τα. Βέβαια, η σταθερή οικονομική επέκταση διαμορφώθηκε μόνον όταν το έθνος-κράτος της Δύσης έκανε σαφή τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του, όταν εξασφαλίστηκαν οι μηχανισμοί και τα δίκτυα της κατασταλτικής του εξουσίας στους ιθαγενείς πληθυσμούς.
Η βιομηχανική επανάσταση, ως τρίτος παράγοντας ανόδου της Δύσης, επαναστατικοποιώντας τις παραγωγικές δυνάμεις, χάρισε μεγάλη ευκινησία στον ιμπεριαλισμό της Δύσης, αφού μπορούσε πλέον να αξιοποιήσει τις μεταβαλλόμενες ευκαιρίες στην εσωτερική και εξωτερική αγορά, ν’ αυξήσει την απασχόληση και να μεταφέρει το πεδίο της ‘’σωτηρίας’’ από τον Ουρανό στη Γη, δηλαδή, ν’ αναζητηθεί ο παράδεισος στα καταναλωτικά αγαθά.
Παρεκκλίνοντας, μάλλον, από την επίσημη ακαδημαϊκή άποψη υποστηρίζω ότι η βιομηχανική επανάσταση εκδηλώθηκε κυρίως στην Αγγλία, όχι τόσο της ύπαρξης εκεί πολύτιμων πόρων, ή της υψηλής αποδοτικότητας του αγροτικού τομέα και των αναπτυγμένων μεταφορών, όσο στο γεγονός ότι εκεί το ιμπεριαλιστικό πνεύμα είχε συστηματοποιηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό απ΄ ό,τι σε άλλη περιοχή της καθολικο-προτεσταντικής Ευρώπης. Ενώ η ηπειρωτική Ευρώπη μαστιζόταν, το 18ο αιώνα, από εσωτερικές πολιτικοκοινωνικές συγκρούσεις, η νησιωτική Βρετανία πολεμούσε εκτός συνόρων, απαλλαγμένη από τέτοιες συγκρούσεις.
Αν και οι θεμελιωτές της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας (Σμιθ, Ρικάρντο, Μαρξ) θεώρησαν ότι η πρωταρχική συσσώρευση προηγείται και προετοιμάζει την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, την υποβάθμισαν σε τέτοιο σημείο, όμως, που, τελικά, όλη η θεωρία της γέννησης του καπιταλισμού να γίνεται δραματικά ελλιπής. Η προσπάθεια αργότερα του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και, ιδιαίτερα, των νεομαρξιστών να διακρίνουν τα διαρθρωτικά στοιχεία ανάμεσα στην πρωταρχική συσσώρευση και την ανάπτυξη του καπιταλισμού σε πιο διευρυμένη κλίμακα, δεν ξεπέρασε τον ορίζοντα της αναπαραγωγής του καπιταλιμπεριαλισμού, αφήνοντας την «πρωταρχική συσσώρευση» στη μεροληπτική-δυτική προσέγγιση των κλασσικών.
Μια νέα οπτική που εισάγει το βιβλίο είναι ότι η Δύση βρήκε στο μαρξισμό έναν ικανό εκφραστή του ιμπεριαλισμού της, που έδωσε στις σωτηριολογικές εσχατολογίες της μια νέα πνοή και ένα νέο εννοιολογικό πλαίσιο (τις κοινωνικές επιστήμες) και στην έννοια της κυριαρχίας μια νέα αισθητική (κρυφή, μυστηριώδη) και νέα υποκείμενα (τους κοινωνικούς θεραπευτές). Ο μαρξισμός κατάφερε, με το γραμμικό χρόνο και τη θεωρία της εξέλιξης, να πείσει ότι ο χρόνος τελειώνει στη Δύση και ότι έχει το όνομα της «ευημερίας» και του «κομμουνισμού». Καθολικεύοντας ιδεολογικά τα αξιώματα της πολιτικής οικονομίας, έστω και με μια οπτική υπέρβασής τους, όχι, όμως, έξω από το έδαφός τους, θα συμβάλλει περισσότερο στη διαιώνιση της βασικής ουσίας τους, της δύναμης-εξουσίας.
Κατανοώντας τη φύση ως υλικό της παραγωγικής διαδικασίας θα κατανοήσει και την ιστορία ως υλικό του Δυτικού τρόπου παραγωγής και της επέκτασής του. Θα δικαιολογήσει τις παραχαράξεις των πολιτισμών κάτω από περίβλεπτες αφαιρετικές και αποδιοργανωτικές δομές, όπως «οι Νόμοι της Φύσης», «οι Νόμοι της Κοινωνίας» ή «οι Νόμοι της Ιστορίας». Στην πραγματικότητα, η εξομοίωση των δυνατοτήτων και των μεθόδων ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση αφαιρούσε τη δυνατότητα από τους ανθρώπους να αυτοπροσδιορίζονται.
Οι μαρξιστές θα αξιολογήσουν τους ανθρώπους μόνον ως εργατική δύναμη, ως αποδοτικότερους εργάτες δικαιούμενους την υπεραξία που παρήγαγαν και θα τους εκπαιδεύσουν για να διακινήσουν στον κόσμο τις θεμελιώδεις έννοιες και αξίες του Δυτικού πολιτισμού, από τη μια ‘’καταγγέλλοντάς τες’’ και από την άλλη υπερασπίζοντάς τες στο μέτωπο αντιμετώπισης των τοπικών κουλτούρων (συγγένειες, θρησκεία, τοπικισμός και θεμελιώδη ιστορικά σύμβολα).
Μερικές από τις επιδιώξεις αυτού του βιβλίου είναι να καταδείξει:
- α) Ότι το πρόβλημα του κόσμου δεν είναι ο εθνι(κι)σμός των λαών αλλά ο ιμπεριαλισμός. Ότι οι εθνικές διαφοροποιήσεις των ανθρώπων δεν σημαίνει ότι είναι κατώτερες από τις καθολικές έννοιες που διαπερνούν τις ανθρώπινες συμπεριφορές, διότι, στη χειρότερη περίπτωση, είναι τάσεις εξισορροπητικές της ομοιομορφίας και του μονοπολιτισμού-ολιγοεθνισμού που κυοφορεί ο δυτικός ιμπεριαλισμός.
- β) Ότι οι μαρξιστές και οι αναρχικοί, οχυρωμένοι πίσω από την έννοια της καθολικότητας και τη βασική της τάση να λειτουργεί σε αντίθεση με τις πολιτισμικές-εθνικές ιδιαιτερότητες, δεν κατανόησαν ότι οι εθνικές και πολιτισμικές φιλοδοξίες των μη Δυτικών λαών δεν είναι απλά ζήτημα πολιτικής στρατηγικής απέναντι στον ιμπεριαλισμό της Δύσης, αλλά και τρόπος ζωής καθετοποιημένος με την παράδοση, που ξεπερνάει την οριζόντια οργάνωση της κοινωνικής μνήμης. Και ότι τα «αυταρχικά καθεστώτα», που ενίοτε εγκατέστησαν τα εθνικά κινήματα, δεν προέκυψαν λόγω του εθνι(κι)σμού τους, δηλαδή, λόγω της επίκλησης των ιστορικών τους παραδόσεων, αλλά λόγω της εισαγωγής καταψυγμένων προγραμμάτων κοινωνικής ανασυγκρότησης.
- γ) Ότι ο Δυτικός πολιτισμός επιβάλλοντας, ως βασικό κριτήριο στην αξιολόγηση των πολιτισμών, την τεχνολογική ανάπτυξη, τις ανέσεις και την πληθώρα των αγαθών και όχι το βαθμό αυτοπροσδιορισμού, του χαμηλού αγχώδους βίου, το βαθμό εκμετάλλευσης και των αδικιών, μετατρέπει τον άνθρωπο από υποκείμενο σε αντικείμενο των επιτευγμάτων του. Μέσα από σημεία, όπως λέξεις και χειρονομίες, σχεδιάσματα, μουσικούς ήχους, αρχιτεκτονικές και μηχανικές συσκευές, εικονικούς αγίους και ήρωες, επιδιώκει ν’ αποσπάσει τους λαούς από τα δικά τους πολιτιστικά υποστρώματα-σημεία, ν’ αποδομήσουν αυτό που τους έκανε ιστορικά υποκείμενα και να τους εντάξει σε μια νέα πραγματικότητα που δημιουργείται έξω από τη δική τους ιστορική συνέχεια.
- δ) Ότι ο Δυτικός πολιτισμός είναι ηθικά ένας υποδεέστερος πολιτισμός από τον αρχαίο ελληνικό, ακριβώς γιατί στηρίζεται στην πλεονεξία του αξιακού του κώδικα και εκφράζεται στην αχαλίνωτη διαδικασία της τεχνικότητας και της κατάκτησης της φύσης. Ότι ο Δυτικός πολιτισμός είναι αμετροεπής και αήθης ενώ ο αξιακός κώδικας της αρχαίας ελληνικής σκέψης έχει συνείδηση του μέτρου και του ήθους στις ανθρώπινες παρεμβάσεις.
Ο Δημήτρης Μάρτος σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία και Πολεοδομικό Σχεδιασμό στη Ρώμη. Ζει και εργάζεται στη Βέροια ως Αρχιτέκτων Μηχανικός. Η συγγραφική του δραστηριότητα περιστράφηκε κυρίως γύρω από το φαινόμενο του γιγαντισμού της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους και των επιπτώσεών του στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική συγκρότηση και εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Με τη μελέτη του, πάνω στο φαινόμενο των μηχανισμών ανάδειξης, επιλογής και επιβολής της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους και ως νέου πολιτικού, γεωγραφικού και ιδεολογικού κέντρου του ελληνισμού, ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίού Θεσσαλονίκης.
Βιβλία του Δημήτρη Μάρτου
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ΓΟΡΔΙΟΣ