ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Δυο καλές κουβέντες για τον Χρήστο Παπαδόπουλο / του Άκη Γαβριηλίδη (https://nomadicuniversality.com/)

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019 0 comments


Στην ελληνική τηλεόραση, τα τελευταία αρκετά χρόνια, υπάρχουν δύο εκπομπές με θέμα την ελληνική μουσική, τις οποίες ετοιμάζουν και παρουσιάζουν δύο μεσήλικες σήμερα άντρες που φέρουν και οι δύο το ίδιο επίθετο –το πιο κοινό ελληνικό επίθετο. Ο ένας λέγεται Σπύρος, ο άλλος Χρήστος.


(Μέχρι πρόσφατα, υπήρχε και μία τρίτη την οποία παρουσίαζε ένας υπερήλικας σήμερα άντρας με το ίδιο επίθετο, ονόματι Λευτέρης).

Πέρα από τις ομοιότητες που αναφέρθηκαν, οι εκπομπές κατά τα λοιπά μόνο διαφορές παρουσιάζουν. Η πρώτη έχει περάσει από όλα σχεδόν τα κανάλια, ιδιωτικά και δημόσια. Είναι πολυπρόσωπη, πολύωρη, θορυβώδης, έχει πλούσια σκηνικά, χρώματα, ορχήστρα, πολλούς διάσημους και λιγότερο διάσημους τραγουδιστές και τραγουδίστριες, χορευτές και, ιδίως, χορεύτριες (χορογραφημένες ή αυθόρμητες, πάντα όμως νέες και καλοντυμένες), φαγητό, πιοτό (ιδίως πιοτό, σε αντιστοιχία και με το όνομα της εκπομπής), και κουβέντα, όχι πάντοτε σχετική με τα τραγούδια που παρουσιάζονται.

Η δεύτερη μεταδίδεται σταθερά από το κανάλι της Βουλής, και δεν έχει τίποτε απ’ όλα αυτά, ή έχει τα αντίθετά τους.

Παρόλα αυτά, ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό, από τις δύο (/τρεις) αυτές εκπομπές, μακράν πιο ενδιαφέρουσα και άξια παρακολούθησης προσωπικά θεωρώ το «Χάριν ευφωνίας» του Χρήστου.

Σε αυτήν, τα τραγούδια –ή μουσικά κομμάτια- που παρουσιάζονται παιγμένα «λάιβ στο στούντιο» κατά τη γνωστή φαινομενικά οξύμωρη έκφραση, είναι πολύ λιγότερα απ’ ό,τι στο «Στην υγειά μας ρε παιδιά». Ωστόσο, η μουσική νιώθει κανείς ότι είναι στο επίκεντρο της εκπομπής, ότι είναι η πρωταγωνίστρια, πολύ περισσότερο εδώ απ’ ό,τι εκεί. Διότι, και όταν δεν ακούγεται, δεν παύει να αποτελεί το αποκλειστικό αντικείμενο του λόγου.

Ο Χρήστος μπορεί να μην είναι τόσο διαχυτικός και ενθουσιώδης όσο ο Σπύρος. Είναι όμως μουσικός ο ίδιος, και έχει μία ακατάπαυστη, σχεδόν βουλιμική περιέργεια για τη μουσική, σε όλες τις εκφάνσεις της. Μπορεί να είναι λίγο αδέξιος ως οικοδεσπότης, αλλά στα δικά μου μάτια είναι πιο φιλόξενος. Στο βαθμό που φιλοξενία δεν σημαίνει να μοιράζεις δεξιά και αριστερά επαίνους και κομπλιμέντα, (πράγμα το οποίο αργά ή γρήγορα οδηγεί σε κορεσμό), αλλά να δίνεις χώρο στον καλεσμένο σου να «παίξει», να πει τις ιστορίες του, με τα όργανα ή με τη φωνή. Ο χώρος αυτός μπορεί να μην γεμίζει πάντοτε, να αφήνει χάσματα. Αλλά τόσο το καλύτερο: μέσα από αυτά τα χάσματα μπορεί να περάσει η σκέψη και η ευαισθητοποίηση, να ξεπηδήσει κάτι καινούριο που δεν υπήρχε πριν. Αντίθετα, ο καταιγιστικός ρυθμός με τον οποίο παρελαύνουν τα «σουξέ» ή τα «μεγάλα τραγούδια» από την πίστα τού ΣΥΜΡΠ εκβιάζει από τον θεατή το θαυμασμό και τον εντυπωσιασμό, οι οποίοι συνήθως επιβεβαιώνουν το ήδη γνωστό και μας αφήνουν εκεί που ήμασταν ήδη.

Από αυτή την άποψη, η βασική σύλληψη της εκπομπής τού Σπύρου Παπαδόπουλου είναι μία εις άπειρον μεγέθυνση της στιγμής «βραδυνή έξοδος στα μπουζούκια» από τις ταινίες τού εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου. Η νοσταλγική αναφορά στην «καλή παλιά εποχή» των ασπρόμαυρων εικόνων, της λιγότερο πολυπρόσωπης και εκσυγχρονισμένης Αθήνας, των παιδιών που έπαιζαν ξένοιαστα στις αλάνες κ.ο.κ. υπάρχει ήδη στο εκτενές βίντεο κλιπ-σήμα της εκπομπής, και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο: οι εκπομπές είναι σαν μία διαρκής επίσκεψη στα μπουζούκια χωρίς σκηνές διαλόγου, ένα τηλεοπτικό αντίστοιχο της ελληνικής ταινίας χωρίς την υπόθεση.

Αντίθετα, η βασική σύλληψη της εκπομπής τού Χρήστου είναι προέκταση της δισκογραφικής στρατηγικής που είχε ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια (όσο υπήρχε δισκογραφία) με το συγκρότημα στο οποίο αναδείχθηκε. Μιας στρατηγικής την οποία έτσι μπορέσαμε να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε καλύτερα. Τουλάχιστον εγώ. Διότι όταν τα «Παιδιά από την Πάτρα» είχαν πρωτοβγεί τη δεκαετία τού 80, ομολογώ ότι δεν τα είχα πάρει πολύ στα σοβαρά, ούτε μπορώ να πω ότι μου άρεσαν ιδιαίτερα· με βάση τους πρώτους τους δίσκους, τα είχα κατατάξει λίγο-πολύ στο χώρο του κιτς και της φτηνής, επιφανειακής διασκέδασης. Με τον καιρό, όμως, (και επίσης με την βελτίωση της τεχνικής των μελών του συγκροτήματος, η οποία στην αρχή ήταν μάλλον στοιχειώδης), μπορέσαμε να καταλάβουμε ότι οι επιλογές των τραγουδιών ακόμα και σε εκείνους τους δίσκους δεν βασίζονταν στην ευκολία, αλλά σε μία συνεπή και επεξεργασμένη λογική. Και, κυρίως, σε μία ανεπιφύλακτη αγάπη. Αγάπη για ένα είδος μουσικής, αναμφίβολα, αλλά ειδικότερα αγάπη για κάποια τραγούδια τα οποία, όταν είχαν πρωτοβγεί, είχαν αγνοηθεί ή και απαξιωθεί, και στα οποία το συγκρότημα ήθελε να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Και πράγματι έδωσε, σε πολλά.

Την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου και την πρώτη αυτού εδώ του αιώνα, τα «Παιδιά από την Πάτρα» συνέχισαν και τελειοποίησαν αυτό το δρόμο σε μια σειρά δίσκων οι οποίοι, όπως και οι πρώτοι τους, περιείχαν αποκλειστικά επανεκτελέσεις τραγουδιών κυρίως από τη δεκαετία τού 70, ως επί το πλείστον φτηνών μπουζουκοτράγουδων ή λαϊκοδημοτικών, (σπανιότερα και κάποιες πρωτότυπες συνθέσεις στο ίδιο πνεύμα), σε συνεργασία με μία πολύ ευρεία γκάμα άλλων καλλιτεχνών, ενίοτε επίσης ξεχασμένων και παροπλισμένων, και με την εμφανή –και επιτυχώς υλοποιημένη- πρόθεση να φωτίσουν με νέο τρόπο τα τραγούδια αυτά, να μας κάνουν να τα ξαναδούμε ή να τα ξαναακούσουμε σε μια νέα σύνδεση και να τα βγάλουμε από το γκέτο των κατηγοριοποιήσεων. Μπορεί να μην ξαναέβγαλαν το φοβερό εμπορικό σουξέ που είχαν στην αρχή, αλλά έβγαλαν κάποιους δίσκους, όπως τα «Ξηγημένα και παρεξηγημένα» ή το «51 έξτρα», οι οποίοι υπηρετούσαν μία σαφή στοχοθεσία, εμπέδωναν ένα πνεύμα συναδελφικότητας, και μετέδιδαν μία πολύ θετική ενέργεια που βασιζόταν στην επαν-ενθύμιση και επαναξιολόγηση[1]. Πράγμα που δεν είναι καθόλου ίδιο με τη νοσταλγία ενός ένδοξου ή εξωραϊσμένου παρελθόντος. Διότι δεν είναι αναπαραγωγή του ίδιου, αλλά επανάληψη με διαφορά. Η επιλογή να παρουσιάζονται στον ίδιο δίσκο ακούσματα ετερογενή με βάση τις υπάρχουσες κατηγοριοποιήσεις (π.χ. τραγούδια των Ξυδάκη-Ρασούλη δίπλα στον Σπύρο Ζαγοραίο, ο Λάκης Χαλκιάς και ο Ηλίας Κλωναρίδης δίπλα στον Δημήτρη Ζάχο και τον Κώστα Μεντζελόπουλο) δεν καταλήγει καθόλου σε αχταρμά και «πολυσυλλεκτικότητα», αλλά αντιθέτως αναδεικνύει ότι κάποια πράγματα μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα απ’ όσο φανταζόμασταν και ότι συχνά οι λόγοι για τους οποίους δεν τα βάζαμε ποτέ μαζί ως τώρα ήταν κυρίως κοινωνικοί, δηλαδή εξω-μουσικοί.

Αυτό το ακατάπαυστο ενδιαφέρον για παλιότερες, αλλά και σύγχρονες, μορφές μουσικής προσδιορίζει και τις επιλογές τού Παπαδόπουλου στο «Χάριν ευφωνίας», μόνο που εδώ δεν αφορά μόνο το λαϊκό ή το παραδοσιακό τραγούδι· από την εκπομπή έχουν παρελάσει, και έχουν «τζαμάρει» με τον Χρήστο μπροστά στην κάμερα, όχι μόνο ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Μπάμπης Μπακάλης ή ο Αντώνης Ρεπάνης, όχι μόνο ο Φίλιππος Νικολάου και η Πίτσα Παπαδοπούλου, αλλά και μουσικοί από την κλασική ή την τζαζ μουσική –για να μην αναφέρουμε και ένα αφιέρωμα στη μουσική των μειονοτικών της Αλμωπίας, έστω κι αν σε αυτό δεν αναφέρθηκε η λέξη από Μ[2]. Χωρίς να σνομπάρεται, αλλά και χωρίς να θεοποιείται κανένας, με σεβασμό στην πρακτική, στη δραστηριότητα και στα ενδιαφέροντα του καθενός.

Όλες αυτές οι εκπομπές έχουν μια αυτοτελή σημασία, η οποία δεν εξαρτάται από το πόσο σημαντικό ή ενδιαφέροντα κρίνει ο καθένας μας τον εκάστοτε καλλιτέχνη. Το άκουσμα ενός τραγουδιού μπορεί να είναι πιο φορτισμένη συγκινησιακά στιγμή, να συναρπάζει περισσότερο και άρα να ταιριάζει καλύτερα στο τηλεοπτικό μέσο (εφόσον βέβαια μας αρέσει· εάν όχι, μας οδηγεί να αλλάξουμε κανάλι). Αλλά και όταν κάποιος αφηγείται μια ιστορία για το πώς έφτιαξε αυτό το τραγούδι, γενικά όταν οι άνθρωποι μιλάνε γι’ αυτό που έκαναν και κάνουν, αυτό επίσης έχει τη δύναμη να συγκρατήσει την προσοχή μας εξίσου, ή και περισσότερο, από την ακρόαση –ή πάντως κατά τρόπο ανεξάρτητο απ’ αυτήν. Και αυτές οι αφηγήσεις, έστω με κενά, με αμηχανίες, με σιωπές, ενίοτε και με κοινοτοπίες και επαναλήψεις, είναι που δίνουν στο «Χάριν ευφωνίας» ένα ιδιαίτερο καθεστώς απόλαυσης, που είναι η απόλαυση του μη Όλου: το μινιμαλιστικό ύφος αυτής της εκπομπής, της γυρισμένης με τρεις-τέσσερις κάμερες και φτωχικά σκηνικά και φωτισμούς μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα, θα το παραλλήλιζα με τις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη. Όχι βέβαια την Κατάχρησιν Εξουσίας και τις άλλες της πρώτης του περιόδου, όπου υπηρετούσε μία λογική φαλλικής απόλαυσης, μια λογική πλειοδοσίας, διαρκούς εντυπωσιασμού και εμμονικού βομβαρδισμού τού θεατή με καταιγιστικά ευρήματα και συγκινήσεις· αλλά τις όψιμες, αυτές που έχουν πάντα έναν ηθελημένο ερασιτεχνισμό, πολλούς τσιγγάνους μουσικούς και μια υπόθεση εκ πρώτης όψεως χαοτική όπου σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει, αλλά πολλή αγάπη, για τον κινηματογράφο αλλά και για τους ανθρώπους (του). Γι’ αυτό και οι ταινίες αυτές, μακροπρόθεσμα, αγαπήθηκαν περισσότερο από τις πρώτες. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, νομίζω ότι το «Χάριν ευφωνίας» μακροπρόθεσμα θα παρακολουθείται περισσότερο, ή πάντως με περισσότερη ένταση, απ’ ότι το «Στην υγειά μας ρε παιδιά».

[1] Οι δίσκοι αυτοί νομίζω ότι αδικήθηκαν εκδοτικά από τις εταιρίες: ενώ συγκροτούσαν ο καθένας ένα μικρό αρχείο, στο βιβλιαράκι του CD περιλαμβάνονταν κάθε φορά μόνο οι απολύτως στοιχειώδεις πληροφορίες, συχνά μάλιστα ούτε κι αυτές, με μία δυσδιάκριτη γραμματοσειρά και χωρίς καμία αναφορά π.χ. στις πρώτες εκτελέσεις ή στους εκτελεστές που συμμετέχουν σε κάθε κομμάτι.

[2] Πάντως η εντύπωσή μου είναι ότι αυτή η μη αναφορά ήταν επιλογή των ίδιων των μουσικών.
Ετικέτες: