Aναμφισβήτητα ο μετασχηματισμός της κοινωνίας σε κάτι (ενδεχομένως) καλύτερο, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, αλλά και σύνθετα ζητήματα. Ο «καλύτερος κόσμος» από τον Τ. Λοκ μέχρι τον Κ. Μαρξ και από τον Α. Σμιθ μέχρι τον Κ. Καστοριάδη, ήταν και παραμένει ένα από τα μεγάλα ζητούμενα. Σε γενικές γραμμές υπάρχει η άποψη ότι ο μετασχηματισμός της κοινωνίας είναι πάντα μερικός και γίνεται μόνο όταν κάποια νέα πρότυπα και αντιλήψεις περί ανθρώπου ή κοινωνικής, οικονομικής, θρησκευτικής κ.λπ. δομής, αντικαταστήσουν κατά έναν ικανό βαθμό τα παλιά. Από την άλλη, υπάρχει η άποψη ότι όποιος ή όποιοι έχουν την κοινωνική ισχύ, μπορούν να επιβάλουν τα νέα και δικά τους πρότυπα ως κυρίαρχα αντικαθιστώντας τα παλαιά. Αν λοιπόν κανείς τελικά αποκτήσει την απαραίτητη κοινωνική ισχύ (χρησιμοποιώντας την οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, αριθμητική ισχύ του), μπορεί να επιβάλλει και τα πρότυπά του ως δίκαια, αυτονόητα, γενικώς αποδεκτά και ηθικά. Προφανώς οι παραπάνω απόψεις εξετάζουν τα αίτια του μετασχηματισμού σε διαφορετική χρονική στιγμή και από διαφορετική σκοπιά. Στην πρώτη περίπτωση ο μετασχηματισμός προκύπτει ως κάτι νομοτελειακό και αυθόρμητο ή κάτι αόριστο και γενικευμένο, ενώ στην δεύτερη είναι αποτέλεσμα μια οργανωμένης προσπάθειας διασποράς και επιβολής από κάποιον ή κάποιους. Μπορεί ασφαλώς και μια απότομη «από τα πάνω» επιβολή ενός προτύπου μέσω της βίας να προσπαθήσει να αλλάξει μια κοινωνία, όμως αυτή η αλλαγή (που έχει σχεδόν πάντα αποδειχθεί οδυνηρή και απάνθρωπη) είναι περιορισμένη, επιφανειακή και η επικράτησή της – με όρους ιστορικού χρόνου – σχετικά σύντομη. Στην ουσία του θέματος λοιπόν σε έναν πραγματικό μετασχηματισμό μιας κοινωνίας πρέπει το πρότυπο που θα επικρατήσει να είναι και κατά κάποιο τρόπο κοινώς αποδεκτό ή τουλάχιστον να μην οδηγεί σε μαζικές και μεγάλες αντιδράσεις.
Ωστόσο σε ό,τι αφορά στην τελική του επικράτηση, μάλλον είναι ο συνδυασμός προτύπου και ισχύος αυτός που κάνει την κατάσταση κυριαρχίας περισσότερο ή λιγότερο μόνιμη. Στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να υπάρξει μια ακριβής ποσόστωση μεταξύ προτύπου και ισχύος. Έτσι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ή και η καθολικότητα ενός προτύπου δεν μπορούν να θεωρηθούν με ασφάλεια ως καθοριστικά για την επικράτησή του, καθώς παράλληλα η διασπορά ή η επιβολή της κοινωνικής ισχύος του, είναι στοιχεία απολύτως απαραίτητα. Επομένως από τη στιγμή όπου μια κοινωνία μπορεί να θεωρηθεί ως ένα δυνητικά καλλιεργήσιμο πεδίο, το σημαντικό στοιχείο είναι η επικράτηση μιας συγκεκριμένης σποράς σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Στις κοινωνίες των ανθρώπων, ευτυχώς, δεν υπάρχουν απολύτως στείρα περιβάλλοντα μέσα στα οποία να μπορεί να ανθίσει με «καθαρότητα» ένα νέο πρότυπο, ούτε ασφαλώς μπορεί να υπάρξει μια ριζική κατάσταση μετασχηματισμού. Δηλαδή μετά από κάτι που θα επιφέρει έναν κοινωνικό tabula rasa, πάνω στον οποίο θα δομηθεί μια νέα κοινωνία.
Εντούτοις η χρονική προτεραιότητα της εμφάνισης του νέου προτύπου σχετικά με την εκδίπλωση της ισχύος του φορέα του, δεν σημαίνει πάντα ότι το πρότυπο προηγείται έναντι της ισχύος. Γιατί μέσα σε μια κοινωνία υπάρχουν πολλά πρότυπα, λίγα ή ένα μπορεί να είναι κυρίαρχα, πολλά όμως – ανεξάρτητα από τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά – είναι περιθωριακά (όπως για παράδειγμα ο αναρχισμός). Όπως σε ένα χωράφι υπάρχουν πολλοί σπόροι αλλά ελάχιστοι ή και ένας επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Έτσι σε διάφορες, ιστορικής σημασίας, στιγμές δημιουργείται στα μυαλά λίγων ή ενός ανθρώπου ένα νέο πρότυπο περί Ανθρώπου/Κοινωνίας…μια σπορά. Το γεγονός αυτό όμως δε σημαίνει απολύτως τίποτε για την κοινωνία, εάν δεν υπάρχει εκείνη τη δεδομένη στιγμή ή κάποια επόμενη και η κοινωνική ισχύς που θα το κάνει εμφανές, υπολογίσιμο, πειστικό και περαιτέρω ελκυστικό στα μάτια της υπόλοιπης κοινωνίας.
Όταν η δυναμική του μηχανισμού προτύπου-ισχύος εκδιπλωθεί και αργότερα, αφού το νέο πρότυπο αναγνωριστεί ως κυρίαρχο κοινωνικά, δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ ούτε αποκλειστικά χάρη στην «ανωτερότητα» ή την αίγλη των ιδεών του, αλλά ούτε και αποκλειστικά χάρη στην (πλέον) έννομη βία που ασκούν οι φορείς του (κυρίως μέσω του κράτους). Έτσι χρησιμοποιείται η με πειθώ εκλογίκευση, η διαφημιστική προώθηση, η χαοτική υπερ-πληροφόρηση (όπως γίνεται ειδικά σήμερα) και γενικότερα η δημιουργία ενός κατεστημένου (με την έννοια του οικονομικού και κοινωνικού ελέγχου) που δείχνει πως η πραγματικότητα – στην οποία κυριαρχεί το συγκεκριμένο πρότυπο – είναι λογική, φυσιολογική και πρέπει να συνεχιστεί να υπάρχει (ακόμη και εάν αυτό έχει αποτύχει παταγωδώς), έτσι ώστε να είναι δίκαιη και νόμιμη (ή καλύτερα νομιμοποιημένη) η βία που απορρέει από την ίδια την επικράτηση του προτύπου. Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι κανείς δεν είναι διατεθειμένος να χάσει την εξουσία η οποία συνδυάζεται και απορρέει από την κυριαρχία ενός προτύπου. Έτσι οποιοδήποτε εναλλακτικό πρότυπο παρουσιάζεται ως ανέφικτο, επικίνδυνο ή ακόμη και γραφικό εφόσον η μόνη «πραγματική αλήθεια» είναι αυτή που φέρει και αντιπροσωπεύει το κυρίαρχο πρότυπο. Κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα σήμερα με την επικράτηση του δόγματος της «μη εναλλακτικής» (ΤΙΝΑ) που δείχνει με την όξυνση των ανισοτήτων να βυθίζει στο ταξικό μίσος και στον συνεχώς αυξανόμενο φόβο ολόκληρη την Ευρώπη, καταπίνοντας τα όποια ενοποιητικά όνειρα και προσδοκίες.
Η παραπάνω σύντομη και γενική θεωρητική προσέγγιση αποσκοπεί στο να καταδείξει ότι η σταδιακή επίγνωση της ανάγκης για κοινωνικό μετασχηματισμό – η οποία σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο επιτακτική – δεν είναι αρκετή, ούτε μπορεί να αφεθεί στην καλή προαίρεση των πολιτικών κομμάτων. Καθώς η αλλαγή του διαχειριστή της εξουσίας (που εκφράζεται από το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα) δεν συνεπάγεται και αλλαγή πολιτικής πόσο μάλλον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Για παράδειγμα, ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός (σε συνδυασμό με τον υπερκαταναλωτισμό και την εμμονική αναζήτηση του κέρδους) και οι φορείς αυτού, θα πρέπει όχι μόνο να αμφισβητηθούν μαζικά και γενικευμένα, αλλά και να απορριφθούν σε τέτοιο σημείο ώστε αυτός να καταστεί έκπτωτος στο βλέμμα της κοινωνίας. Έτσι ενδεχομένως η ίδια η κοινωνία να αποφασίσει να απορρίψει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνδέονται με την ζωή και τον βίο και την αφορούν άμεσα και συμβάλλουν καθοριστικά στην κυριαρχία του. Ασφαλώς, προκειμένου να υπάρξει αμφισβήτηση και απόρριψη του κυρίαρχου προτύπου, πρέπει να υπάρξουν κάποιοι οι οποίοι αμφισβητούν, σκέφτονται, δημιουργούν και φαντάζονται ένα νέο πρότυπο/αντίληψη περί ανθρώπου-κοινωνίας, το οποίο θα αντιπροταθεί απέναντι στο κυρίαρχο. Έτσι ώστε να προκύψει ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος που θα λειτουργήσει ως φορέας μιας σαφούς και πειστικής πολιτικής πρότασης μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Επομένως μεγάλα ερωτηματικά αποτελούν όχι μόνον το Ποιοι θα είναι αυτοί οι άνθρωποι αλλά και το Πώς, Πότε και Πού θα βασιστεί αυτή η μηχανική του μετασχηματισμού. Δηλαδή θα είναι μια αντιστροφή του υπάρχοντος ή μια μεθερμηνεία του με βάση τις νέες συνθήκες και ανάγκες; Θα είναι μια συνειδητή και ριζική αλλαγή προς μια νέα κατεύθυνση ή θα είναι μια αποκατάσταση της ορθής ερμηνείας ενός προϋπάρχοντος προτύπου (πράγμα που συνεχίζει να συμβαίνει στην περίπτωση του σοσιαλισμού). Θα είναι μια αυτόνομη οντότητα με διάρκεια και υπόσταση ή μια λάμψη που σύντομα θα αφομοιωθεί από το κυρίαρχο; Θα είναι μια νέα εκκίνηση ή απλά μια παράταση χρόνου; Θα χρησιμοποιήσει τις παλαιές και δοκιμασμένες μεθόδους διασποράς και επιβολής ή θα δημιουργήσει νέους θεσμούς και μεθόδους; Εάν προκύψει, θα προκύψει με τρόπο κεντρικό (μέσα από τα αποτυχημένα κόμματα και τις γραφειοκρατίες) ή με τρόπο αποκεντρωμένο (μέσα από τη δημοκρατία των πολιτών και την αυτοδιαχείριση); Τελικά ποιος θα είναι ο φορέας αυτή της αλλαγής, ένας κοινοβουλευτισμός που θα σχετικοποιείται κάθε φορά για οικονομικούς σκοπούς ή θα είναι μια δημοκρατία που θα εδράζεται στη συνεχή αναζήτηση της πολιτικής νομιμοποίησης μέσω της συμμετοχής των πολιτών;
Σήμερα – ανεξάρτητα από την ακόμη ελάχιστη κοινωνική τους ισχύ, το μικρό μέγεθός τους και τα επιμέρους ποιοτικά τους στοιχεία – τα κινήματα και οι ομάδες πολιτών που εξελίσσονται έχοντας κατά νου την άμεση δημοκρατία, την τοπικοποίηση, την αποσυγκέντρωση, την προστασία του περιβάλλοντος και των κοινών αγαθών, την αυτοδιαχείριση και την αυτονομία, αποτελούν κατά πάσα πιθανότητα και τους βλαστικούς πυρήνες ενός αυριανού κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε έναν κόσμο άλογης επιτάχυνσης και σπατάλης, συνιστούν έναν επιβραδυντικό παράγοντα που δεν αποτελεί μόνο φορέα αντίστασης και ανυπακοής, αλλά και ένα γενετήσιο υλικό. Φυσικά δεν παρουσιάζονται όλα τα κινήματα/ομάδες ως φορείς ενός πανανθρώπινου αξιακού και ηθικού περιεχομένου, αντιθέτως υπάρχουν διάφορα και δυστυχώς αναδύονται νέα, τα οποία βασίζονται στο μίσος και στον αυτοματισμό των πλέον ποταπών ανθρώπινων γνωρισμάτων, εμμένοντας σε μια επικίνδυνη και πιθανότατα άκαρπη αντίσταση και στον υπερτονισμό των διαφορών μεταξύ των ανθρώπων.
Θεωρώ ότι στα παραπάνω βασικά ερωτήματα, δεν έχουν ακόμη δοθεί συνολικά πειστικές και ελκυστικές απαντήσεις. Στη γενετήσια αναζήτηση αυτών των απαντήσεων νομίζω ότι θα μπορούσαμε να εστιάσουμε στα κοινά εκείνα στοιχεία που χαρακτηρίζονται από πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες. Σε στοιχεία που βασίζονται σε μια ειλικρινή πίστη στο δίκαιο μιας υπόθεσης που αναζητά το μέτρο ανάμεσα στην ανάγκη και στο όραμα. Ανάμεσα στη ζωή και τον βίο. Ανάμεσα στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα (με στόχο τη μεταξύ τους συμφιλίωση). Ανάμεσα στο νεωτερικά εικονικό και στο διαχρονικά πραγματικό. Έτσι ώστε οι άνθρωποι οι οποίοι θα συμβάλλουν σε ένα άλλο αύριο – μιας νέας ηθικής – να είναι πολυάριθμοι, αποφασισμένοι, αποτελεσματικοί και συνεπώς, στηριζόμενοι σε στέρεες ατομικές και κοινωνικές βάσεις, να βρουν τη λύση δημιουργώντας έναν καλύτερο κόσμο.