Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο της Άλκης Κυριακίδου Νέστορος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, Κριτική Ανάλυση, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1978.
—— ○ ——
Η επίσημη ελληνική λαογραφία, όπως την ονομάσαμε στην αρχή, για να τη διακρίνουμε από την προ- και πρώτο-επιστημονική, ανεπίσημη μορφή της, έμπασε το λαό στο σύστημα της παιδείας που εγκαθιδρύθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα από το 1837 (έτος ιδρύσεως του Οθώνειου, τότε, Πανεπιστημίου Αθηνών) από την πίσω, θα λέγαμε, πόρτα: ο «χυδαίος και αγροίκος όχλος» του Μιστριώτη παρουσιάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως ο γνησιότερος κληρονόμος του προγονικού κλέους, αφού στις ταπεινές εκδηλώσεις του βίου του οι λαογράφοι είχαν ανακαλύψει ένα πλήθος μνημείων της ελληνικής αρχαιότητας. Φυσικά το ενδιαφέρον των λογίων για το λαό περιορίστηκε σ’ αυτά μονάχα τα μνημεία, ενώ οι φορείς τους παρέμειναν στο σκοτάδι. Ακόμη και η προσπάθεια του Ν. Γ. Πολίτη*, στα 1909, να ορίσει το λαό της λαογραφίας, δε φάνηκε να φωτίζει τα πράγματα.
Ο Πολίτης δίστασε να ξεχωρίσει το λαό από τον όχλο και να θεωρήσει τις εκδηλώσεις του δεύτερου (όπως έκαναν οι περισσότεροι λαογράφοι της εποχής του) ως αντικείμενο της λαογραφίας, γιατί δε διαπίστωσε, καθώς γράφει, τη διαφορά τους: «Αλλά τίνα τά διακρίνοντα τόν όχλον από του λαού χαρακτηριστικά γνωρίσματα; Οι αποτελούντες εν προηγμέναις είς τόν πολιτισμόν χώραις τόν όχλον δέν διαφέρουσι, λόγω μορφώσεως, τών ανωτάτων κοινωνικών τάξεων άλλων χωρών απολιτίστων, άκόμη δέ και έν τή αυτή πολλάκις χώρα ό όχλος της σήμερον είναι ό λαός της χθές». Γι’ αυτό παρακάμπτει, κατά κάποιον τρόπο, το πρόβλημα, υιοθετώντας την άποψη του Λασκαράτου, που λέει ότι όχλος «δεν είναι όσοι φορούν σκούφια ή ψηλό καπέλο, άλλ’ όσοι αποκάτω σε σκούφια ή σε ψηλό καπέλο κρύβουν λίγο μυαλό και πολλές πρόληψες». Σημασία λοιπόν για τον Πολίτη —και γι’ αυτό επαινείται, καθώς θα δούμε, από τον Κυριακίδη— δεν έχει το που ανήκει κανείς, δηλαδή σε ποιο κοινωνικό στρώμα ή τάξη, άλλα το τί μυαλό βαστά (σαν να ήταν άσχετο το ένα από το άλλο). Έτσι η ουσία του ανθρώπου, που συνοψίζεται, τελικά, στην ελεύθερη βούλησή του (μια και στο χέρι του είναι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να έχει ή να μην έχει προλήψεις) παραμένει άθιχτη, ενώ η διάκριση που θα καθορίσει το αντικείμενο της λαογραφίας γίνεται σ’ ένα άλλο επίπεδο, το επίπεδο των εκδηλώσεων του βίου, που διακρίνονται σ’ αυτές που «οφείλονται είς την ανατροφήν και την μόρφωσιν» και στις «κατά παράδοσιν». Η λαογραφία, κατά τον Πολίτη, εξετάζει τις δεύτερες, δηλαδή «τα κατά παράδοσιν λεγόμενα ή γινόμενα».
Ο ορισμός αυτός ταιριάζει πολύ καλά με τον όρο της λαογραφίας που καθιερώθηκε διεθνώς (έστω και αν δεν είχε παντού την ίδια ακριβώς σημασία), δηλαδή τον όρο folklore. Η λέξη είναι σύνθετη από το folk, που σημαίνει λαός, και το lore, που σημαίνει τη γνώση που έχει ο λαός (the lore of the people, le savoir du peuple ), δηλαδή τo τί πιστεύει, τί λέει και πράττει κατά παράδοση.[1] Ποιος είναι ο λαός και ποια τα χαρακτηριστικά του δεν ενδιαφέρει τη συγκεκριμένη αυτή άποψη. Φυσικά το πρόβλημα, αργά ή γρήγορα, προκύπτει μόλις γίνει φανερό ότι η έρευνα «των λεγομένων και των γινομένων» χωρίς αναφορά στους φορείς τους είναι ελλιπής και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα.[2] Την εποχή όμως που ο Πολίτης διαμορφώνει την επιστήμη της λαογραφίας στην Ελλάδα, ο περιορισμός του αντικειμένου της στις εκδηλώσεις, αποκλειστικά του λαϊκού βίου —μάλιστα η αγγλοσαξονική λαογραφία περιορίζει το αντικείμενό της ακόμη περισσότερο, στα «λεγόμενα», μόνο, δηλαδή στη λαϊκή λογοτεχνία[3]— είναι γενικά παραδεκτός, εκτός από τη Γερμανία. Οι Γερμανοί προτιμούν τον δικό τους όρο Volkskunde, που σημαίνει όχι αυτό που ξέρει ο λαός, αλλά αυτό που εμείς μαθαίνουμε γι’ αυτόν: λαογνωσία. Έτσι ορισμένοι Γερμανοί λαογράφοι περιέλαβαν στο αντικείμενο της λαογραφίας και τη φυσική διάπλαση του λαού, την τροφή τον και τον τρόπο της παρασκευής της, τον οπλισμό, τις ασκήσεις κτλ. Αυτή όμως η ευρύτατη και αόριστη εκδοχή του έργου της λαογραφίας δεν έγινε, κατά τον Πολίτη, αποδεκτή, και λίγοι είναι οι λαογράφοι που ασχολούνται με «αλλότρια θέματα».[4] Ο ίδιος ο Πολίτης ακολούθησε βασικά τη γραμμή που χάραξε ή αγγλική λαογραφία, η οποία έπλασε, βέβαια, τον όρο folklore με βάση τη δική της πραγματικότητα, δηλαδή την πραγματικότητα μιας πολύ προηγμένης βιομηχανικής κοινωνίας χωρίς άμεσα εθνικά προβλήματα (όπως ήταν λ.χ. τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η γερμανική λαογραφία όπου οι λαογραφικές εκδηλώσεις δεν ήταν παρά επιβιώματα, απομεινάρια μιας περασμένης εποχής. Για τους Άγγλους των μέσων του 19ου αιώνα επιβίωμα ήταν και ο ξύλινος αργαλειός με την παραδοσιακή σαΐτα[5]· στην ‘Ελλάδα όμως της ίδιας εποχής, όχι μονάχα ο αργαλειός, αλλά και πολύ πιο εξωτικές εκδηλώσεις ήταν ακόμη μέρος της ζωής των ανθρώπων. Γι’ αυτό και ο Πολίτης αναγκάστηκε να διευρύνει, καθώς θα δούμε, τον ορισμό του της λαογραφίας, για να περιλάβει και τα ζωντανά στοιχεία της παράδοσης.
Έχουμε ήδη συζητήσει για τη θέση που κατέχουν τα επιβιώματα μέσα στο σύνολο της συγκριτικής-εξελικτικής θεωρίας, από την οποία είναι τόσο επηρεασμένο το λαογραφικό έργο του Πολίτη. Εκείνο που θα πρέπει να εξετάσουμε τώρα εδώ είναι πως ή έννοια των επιβιωμάτων ενσωματώνεται στον ορισμό της λαογραφίας του Πολίτη. Πριν όμως προχωρήσουμε στην ανάλυση του ορισμού αυτού, θα ήταν χρήσιμο να προστρέξουμε σε ένα κείμενο που συγκεφαλαιώνει, θα μπορούσε να πει κανείς, τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η αγγλική λαογραφική θεωρία και διαγράφει έτσι το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί και η δική μας ανάλυση. Το κείμενο αυτό είναι ο ορισμός του folklore που δημοσιεύτηκε στην πρώτη έκδοση του περιοδικού της Λαογραφικής Εταιρείας (Folklore Society) του Λονδίνου στα 1878:
«Γενικά, μπορεί κανείς να πει ότι το folklore κατέχει στην ιστορία ενός λαού μια θέση που αντιστοιχεί, ακριβώς, με τη θέση του περίφημου άγραφου νόμου σε σχέση με τους νομικούς κώδικες (λ.χ. αστικός κώδικας, ποινικός κώδικας) και μπορεί έτσι να το ορίσει κανείς ως άγραφη ιστορία. Και κάτι ακόμη: είναι άγραφη ιστορία μιας πρώιμης εποχής της ανθρωπότητας, των προϊστορικών της χρόνων. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του πολιτισμένου βίου, πολλοί από τους αρχαίους τρόπους, τα έθιμα, τις δοξασίες και τις λατρευτικές πράξεις περασμένων εποχών δεν έγιναν αποδεκτά από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, και έτσι βαθμιαία κατάντησαν προλήψεις και παραδόσεις των κατωτέρων τάξεων.
»Μπορεί κανείς να πει ότι η λαογραφία περιλαμβάνει όλα τα πολιτιστικά φαινόμενα ενός λαού που δεν ενσωματώθηκαν στην επίσημη θρησκεία ή στην ιστορία, υπήρξαν όμως πάντοτε προϊόντα αυτού του ίδιου του λαού. Στην ιστορία του πολιτισμού, η λαογραφία αντιπροσωπεύεται από παράξενα έθιμα, προλήψεις, πίστη και μαγεία στις νεράιδες, στα πνεύματα κτλ., από τα δημοτικά τραγούδια και τα παραμύθια κ.ά.
»Στη ζωή των πρωτογονικών λαών (των αγρίων) όλα αυτά υπάρχουν, όχι όμως σαν επιβιώματα αλλά σαν φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνικής ζωής τους. Τα επιβιώματα του πολιτισμού και το folklore των αγρίων φυλών ανήκουν και τα δυο στην προϊστορία της ανθρωπότητας»[6]
Βάση του ορισμού αυτού είναι, όπως γίνεται αμέσως φανερό, η θεωρία της εξέλιξης του πολιτισμού: ότι δηλαδή η ανθρωπότητα ανέβηκε με αργά αλλά σταθερά βήματα την κλίμακα που οδηγεί από το κατώτερο στάδιο της αγριότητας στις κάπως υψηλότερες βαθμίδες της βαρβαρότητας, ώσπου έφτασε στο ανώτερο επίπεδο που μπορεί ο άνθρωπος να κατακτήσει, τον μοντέρνο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Αυτή είναι, όπως ξέρουμε, η ανθρωπολογική άποψη του 19ου αιώνα. Καθώς τώρα προχωρούσε ο πολιτισμός, ορισμένα στοιχεία του από παλαιότερα στρώματα διατηρούνταν και στη σύγχρονη ζωή, χάρη στη δύναμη της συνήθειας και στη συντηρητικότητα των λαών: αυτά ονομάζονται επιβιώματα (survivals). Στους πολιτισμένους λαούς τα επιβιώματα αυτά δεν τα συναντά κανείς σε όλες τις κοινωνικές τάξεις: οι ανώτερες, που ενστερνίζονται γρηγορότερα στις καινούριες ιδέες και τον καινούριο τρόπο ζωής, τα αποβάλλουν γρηγορότερα, ενώ οι κατώτερες, που προχωρούν προς τον πολιτισμό με βραδύτερο ρυθμό, τα διατηρούν. Στον κάθε λαό λοιπόν υπάρχει μια καθυστέρηση, μια απόσταση ανάμεσα στον πολιτισμό των ανώτερων και στον πολιτισμό των κατώτερων τάξεων (culture lag). O «λαός» επομένως της λαογραφίας ταυτίζεται, σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, με τις κατώτερες τάξεις των πολιτισμένων λαών. Και όσο για το δεύτερο συνθετικό του όρου folk-lore, δηλαδή «ό,τι γνωρίζει ό λαός», αυτό ταυτίζεται με τα επιβιώματα.
Βέβαια ή θεωρία των επιβιωμάτων, έτσι όπως τη χρησιμοποίησε ο εισηγητής της Ε. Β. Tylor, είχε σκοπό να αποκαταστήσει τη λογική του ανθρώπινου γένους και να πιστοποιήσει την ανοδική του πορεία προς όλο και υψηλότερες μορφές πολιτισμού. Στην Ελλάδα όμως, όπου οι ανάγκες ήταν διαφορετικές, φυσικό ήταν και η χρήση της θεωρίας αυτής να προσαρμοστεί σε διαφορετική σκοπιμότητα: εδώ τα επιβιώματα δεν ενδιέφεραν από την άποψη των πανανθρώπινων ψυχολογικών τους αιτιών (αν και ο Πολίτης το επιχείρησε και αυτό, καθώς είδαμε) άλλα κυρίως από την άποψη της ιστορικής τους καταγωγής, και μάλιστα της καταγωγής τους από την ελληνική, αποκλειστικά, αρχαιότητα. Έτσι πιστοποιούνταν η αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους και αποκρούονταν οι κατηγορίες του Fallmerayer**. Τα επιβιώματα επομένως του Πολίτη είναι στην ουσία η επιστημονική μορφή —κατοχυρωμένη μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο της συγκριτικής-εξελικτικής θεωρίας – των γνωστών μας «μνημείων της ελληνικής αρχαιότητας των ζώντων παρά τω νυν ελληνικώ λαώ», που η συλλογή τους είχε ήδη αρχίσει από τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε τοποθετείται και η αρχής της επίσημης λαογραφίας στην Ελλάδα [7]
Ο όρος λαογραφία είναι, ωστόσο, νεώτερος. Η πατρότητά του ανήκει στον Ν. Γ. Πολίτη και αναφέρεται για πρώτη φορά το 1884, στον πρώτο τόμο του Δελτίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, η οποία ιδρύθηκε το 1882 με σκοπό τη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού. Στη βιβλιογραφία, που περιέχεται στο Δελτίο, «συγγραφών αναφερομένων εις την Μέσην και Νεωτέραν Ελληνικήν Ιστορίαν και Φιλολογίαν» που εκδόθηκαν μεταξύ 1883-1884, ανάμεσα στους άλλους τίτλους (λ.χ. Γεωγραφία της Ελλάδος και Απογραφική, Βυζαντινή και Χριστιανική Αρχαιολογία κτλ.) υπάρχει και ο τίτλος «Ελληνική Λαογραφία», ο οποίος αντικατέστησε τον προηγούμενο, «Νεοελληνική Εθιμογραφία και Μυθολογία». [8]
Η ίδια η λέξη λαογραφία, όπως παρατηρεί ο Ν. Γ. Πολίτης, δεν είναι καινούρια: βρίσκεται σε κείμενα των τελευταίων αλεξανδρινών χρόνων με τη σημασία του κεφαλικού φόρου που έπρεπε να πληρώνουν οι περισσότεροι κάτοικοι της Αιγύπτου από 14ων ως 50 ετών. Παρά τη διαφορά της σημασίας, ωστόσο, ο Πολίτης είχε τη γνώμη ότι «η λέξις είναι καταλληλότατη προς ονομασίαν μαθήσεως, εχούσης υποκείμενον την σπουδήν του λαού. Άλλως δ’ είναι εισηγμέναι ήδη έν τη επιστήμη και παρελήφθησαν και παρ’ ημίν όμοιαι λέξεις, εκ συνωνύμων της λέξεως λαός και του γράφω συντεθειμέναι, προς δήλωσιν επιστημών ουχί παντελώς ασχέτων προς την λαογραφίαν, οίον δημογραφία, εθνογραφία». [9] Το βάρος της γνώμης του Πολίτη και η χρήση του όρου από επίσημο βήμα, όπως η πανεπιστημιακή έδρα, συνετέλεσαν στην καθιέρωση της λαογραφίας, ενώ άλλοι όροι που είχαν επίσης προταθεί, όπως λαογνωσία και λαολογία, ξεχάστηκαν.
Ο ορισμός τώρα της λαογραφίας διατυπώθηκε επίσημα από τον Πολίτη στα 1909, στον πρώτο τόμο του Δελτίου της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, που είναι γνωστό με τον συντομότερο τίτλο Λαογραφία. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, «η λαογραφία εξετάζει τας κατά παράδοσιν διά λόγων, πράξεων ή ενεργειών εκδηλώσεις τους ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού». [10] Η πρώτη παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι ο ορισμός αυτός δεν περιορίζει το αντικείμενο της λαογραφίας σε ένα μόνο μέρος του λαογραφικού υλικού, τη λαϊκή λογοτεχνία, όπως συμβαίνει με το αγγλοσαξονικό fοlklore, αλλά περιλαμβάνει και τις δύο μεγάλες κατηγορίες των λαογραφικών εκδηλώσεων, δηλαδή τη λαϊκή λογοτεχνία (παραμύθια, τραγούδια, παροιμίες, ξόρκια και οποιαδήποτε άλλη έκφραση της τέχνης του λόγου) και τη λεγόμενη παραδοσιακή εθνογραφία (περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος και του υλικού, κοινωνικού και πνευματικού βίου, εκτός από τη λογοτεχνία).[11] Από την άποψη αυτή οι νεώτεροι Έλληνες λαογράφοι δεν έχουν λόγο να προσθέτουν την εθνογραφία στη λαογραφία —αν βέβαια με την εθνογραφία εννοούν απλώς ό,τι δεν είναι λαϊκή λογοτεχνία. Αν όμως η διάκριση λαογραφίας-έθνογραφίας γίνει με κριτήριο μεθοδολογικό, αν δηλαδή στη λημματογραφική (itemized) έρευνα που ακολουθεί η λαογραφία, αντιπαραθέσουμε την ολιστική (holistic) έρευνα που ακολουθεί η εθνογραφία, τότε μοιραία αντιμετωπίζουμε και το δίλημμα ποια από τις δύο μεθόδους να ακολουθήσουμε.[12] Τέτοιου είδους δίλημμα δεν είχε βέβαια να αντιμετωπίσει στην εποχή του ο Ν. Γ. Πολίτης.
Κατά τον ορισμό του, αντικείμενο της λαογραφίας είναι οι «εκδηλώσεις του λαϊκού βίου»—και όχι ο λαϊκός βίος συνολικά— Πράγμα που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η μέθοδος που εξυπακούεται είναι η λημματογραφική. Σκοπός της είναι να ανιχνεύσει την καταγωγή του συγκεκριμένου θέματος που ερευνά κάθε φορά. Η ιστορική αυτή κατεύθυνση γίνεται σαφέστατη μέσα στον ίδιο τον ορισμό της λαογραφίας, εφόσον το κριτήριο που χρησιμοποιεί ο Πολίτης για να διακρίνει τις «κατά παράδοσιν» εκδηλώσεις από τις άλλες είναι, ακριβώς, το κριτήριο της καταγωγής. Μ’ αυτή τη βάση διακρίνει —πάντα μέσα στον ορισμό της λαογραφίας— τρείς κατηγορίες εκδηλώσεων: 1) τις εκδηλώσεις εκείνες «ών η πρώτη αρχή είναι άγνωστος, μη προελθούσα έκ της επιδράσεως υπερόχου τινός ανδρός, αίτινες κατ’ ακολουθίαν δεν οφείλονται εις την ανατροφήν και την μόρφωσιν», 2) τις εκδηλώσεις εκείνες οι οποίες είναι: α) «μεταβολή ή παραφθορά άλογος ελλόγων εκδηλώσεων του βίου έν ται παρελθόντι, ή β) «συνέχεια ή διαδοχή προηγηθείσης κοινωνικής καταστάσεως», και 3) «τάς έκδηλώσεις τάς μή έκπορευομένας μέν αμέσως έκ της παραδόσεως, άλλ’ άφομοιουμένας ή συναπτομένας στενώς πρός τάς κατά παράδοσιν»,[13]
Η πρώτη και η δεύτερη κατηγορία είναι σαφές ότι καθορίζονται με βάση τη θεωρία των επιβιωμάτων. Στον καθορισμό όμως της τρίτης κατηγορίας ο Πολίτης απομακρύνεται από τη θεωρία αυτή και αναγνωρίζει και σύγχρονη λαϊκή δημιουργία τονίζει, ωστόσο, ότι η δημιουργία αυτή, για να χαρακτηριστεί λαϊκή, θα πρέπει να αφομοιώνεται με την κατά παράδοση. Η αφομοίωση προϋποθέτει ότι τα νεώτερα στοιχεία που εισέρχονται στον κύκλο της παράδοσης μεταβάλλουν ουσιαστικά το χαρακτήρα τους και προσαρμόζονται στον λαϊκό παραδοσιακό χαρακτήρα. Ποιος είναι τώρα ο χαρακτήρας αυτός είναι ένα ερώτημα που θα παραμείνει ανοιχτό για αρκετά χρόνια, ως την αναθεώρηση του ορισμού της λαογραφίας από τον μαθητή του Πολίτης, τον Στίλπωνα Κυριακίδη.
Ο ορισμός της λαογραφίας διατυπώθηκε, καθώς είδαμε, το 1909, χρονιά ιδιαίτερα σημαντική για το στρατόπεδο των Φιλελευθέρων, στο οποίο ανήκε και ο Πολίτης. Αν ωστόσο θελήσουμε να κρίνουμε την προσωπικότητά του —μια από τις σημαντικότερες της κρίσιμης εποχής 1880-1922, που σημάδεψε βαθιά τη μετέπειτα ιστορία μας — και πάρουμε για οδηγό μας τον λαογραφικό του, καθαρά, προσανατολισμό, όπως εκφράζεται στον ορισμό της λαογραφίας, φοβούμαι πως θα καταλήξουμε σε μια μονόπλευρη, τελικά, εκτίμηση. Γιατί θα χάσουμε από τα μάτια μας μίαν άλλη του διάσταση, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής, ακριβώς, που αναφέραμε, αυτής δηλαδή που αρχίζει στα 1880, με την πρώτη πρωθυπουργία του Χαρίλαου Τρικούπη και την άνοδο των αστών στην εξουσία.
Ενώ η προηγούμενη εποχή, μέσα στην οποία μεγάλωσε ο Πολίτης και έγραψε τα πρώτα λαογραφικά του έργα, καταδυναστευόταν από την προγονολατρία και από την ιδέα του έθνους που είναι αποκλειστικά συνάρτηση του παρελθόντος, η εποχή που αρχίζει τώρα με τον Τρικούπη ξανοίγεται σε μια καινούρια ιδεολογία, που εγκαταλείπει το παρελθόν και στρέφεται προς το μέλλον: προς τον εκσυγχρονισμό και την ανόρθωση του κράτους.[14] Το όραμα της επιστροφής στην Αρχαία τάξη πραγμάτων, που το καλλιεργούσε η ιδεολογία της ολιγαρχίας,[15] αρχίζει τώρα να υποχωρεί μπροστά στο όραμα της νεοελληνικής πραγματικότητας του 1821, που θεωρείται δημιούργημα του λαού (και όχι των λογίων) και προβάλλεται από την ιδεολογία της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ο προσανατολισμός, όπως είναι φανερό, έχει ριζικά αλλάξει: ο Ρωμιός παίρνει τώρα το προβάδισμα από τον Έλληνα,[16] ο Μακρυγιάννης και το δημοτικό τραγούδι από τη λόγια παράδοση. Με δυο λόγια, στο βάθρο των ένδοξων προγόνων ανεβαίνει τώρα ο λαός, και ο αρχαϊσμός δίνει τη θέση του στο λαϊκισμό.
Λαϊκισμός δεν είναι ίσως ο χαρακτηρισμός που θα ικανοποιούσε τους θιασώτες αυτής της ιδεολογίας- αντίθετα, θα αισθάνονταν, φαντάζομαι, πολύ μειωμένοι. Ωστόσο, με την προοπτική που μας χαρίζει σήμερα η χρονική απόσταση, μπορούμε, νομίζω, να δούμε τα πράγματα καθαρότερα και να τα εκτιμήσουμε σωστότερα —δηλαδή με λιγότερο ενθουσιασμό. Αναμφισβήτητα, η στροφή προς τη νεοελληνική πραγματικότητα ήταν πρόοδος: σήμαινε εντατική μελέτη της πρόσφατης ιστορίας μας, της λαογραφίας, στροφή της λογοτεχνίας σε θέματα από τη λαϊκή αγροτική ζωή·[17] σήμαινε ακόμη, ότι οι διανοούμενοι της εποχής, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η μορφή τον Ίωνα Δραγούμη, δεν προβάλλουν πια την αρετή των προγόνων, αλλά τις αξίες του λαϊκού μας πολιτισμού, άξιες σαν την «εσωτερική ελευθερία» και τη λαϊκή ευαισθησία,[18]που συγκεφαλαιώνονται, θα μπορούσε να πει κανείς, στο «ήθος του Νεοέλληνα», όπως εκφράζεται, κατά τον Γιάννη Αποστολάκη,[19] στο κλέφτικο τραγούδι.—Αλλά τί άπ’ όλα αυτά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Στη λογοτεχνία, ο λαϊκισμός καλλιεργεί μιαν ειδυλλιακή εικόνα της υπαίθρου, που δεν έχει καμιά σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της ζωής των αγροτών. Και όσο για τον Αποστολάκη — αυστηρό κριτή του Κρυστάλλη και όλων των λαϊκιστών[20]—η αλήθεια είναι ότι το κλέφτικο τραγούδι το ξέρει. Τί ξέρει όμως για τον φορέα του, τον ελληνικό λαό; Απολύτως τίποτε. Και εδώ, ακριβώς, βρίσκεται το πρόβλημα: λαός και λαϊκός πολιτισμός είναι για τη φιλελεύθερη ιδεολογία αυτής της εποχής ιδέες εξίσου μυθοποιημένες όσο και η ιδέα των προγόνων της ολιγαρχικής ιδεολογίας. Αν οι πρόγονοι βρίσκονται στα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, μέσα σε μια εξίσου ρομαντική αντίληψη, ο λαός βρίσκεται στην ύπαιθρο, όπου πρέπει να προστρέξουν οι μορφωμένοι για ν’ανακαλύψουν τη μαγική δύναμη που κρύβει μέσα του, τη «λαϊκή ψυχή». «Ας λουστούν στα φεγγερά και διάφανα νερά της», προτρέπει ο Δραγούμης, «ας συνταραχτούν και ας θελήσουν κάτι, και ο λαός θα τους ακολουθήσει έπειτα.» Γιατί ο «ξαναγεννημός», όπως λέει, της Ελλάδας έτσι μονάχα μπορεί να πετύχει, αν αρχίσει «όχι από κάτω, παρά από πάνω». Οι εξαιρετικοί άνδρες, η αριστοκρατία του πνεύματος, θα σκύψουν πρώτα επάνω στο λαό, θα αντλήσουν από την ψυχή του την έμπνευσή τους, και έπειτα θα απευθυνθούν πάλι σ’ αυτόν, για να τον φωτίσουν.[21]
Η άποψη του Ίωνα Δραγούμη μπορεί, νομίζω, να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική του μεγάλου κινήματος του δημοτικισμού, το οποίο εμφανίζεται στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας σαν μια συγκροτημένη ιδεολογία.[22] «Ο δημοτικισμός», γράφει ο ιστορικός του βενιζελισμού Γεώργιος Βεντήρης, «υιοθέτησε την τέχνην, την μουσικήν, την κοινοτικήν οργάνωσιν των λαϊκών τάξεων. Ιδού πελώριον πρόγραμμα, του οποίου η εφαρμογή θα ανέτρεπεν ολόκληρον το ολιγαρχικόν οικοδόμημα»[23] Με την πραγματική όμως ζωή των «λαϊκών τάξεων» —που είναι, στην περίπτωση αυτή, οι χωρικοί— πέρα από την καταγραφή των τραγουδιών, των παραμυθιών και των εθίμων τους, ποιος είχε, την εποχή αυτή, ασχοληθεί;[24]
O Ν. Γ. Πολίτης δεν ήταν, βέβαια, δημοτικιστής. Εντάχθηκε όμως αβίαστα μέσα στη φιλελεύθερη ιδεολογία, και γιατί από πολιτική άποψη αυτός ήταν ο φυσικός του χώρος, αλλά και γιατί «τα προσφιλή του θέματα», όπως παρατηρεί ο Κυριακίδης,[25] ήταν τα νεοελληνικά. Διαπιστώνουμε πραγματικά ένα διχασμό στο έργο του Πολίτη: από τη μια μεριά, ο επιστημονικός προσανατολισμός που δίνει στη λαογραφία (εκτός από τη συγκριτική-εξελικτική της διάσταση) εντάσσεται στο προγενέστερο, το ολιγαρχικό Ιδεολογικό κλίμα, όπου κυριαρχεί το φάντασμα του Fallmerayer, ενώ από την άλλη μεριά, η γενικότερη λαογραφική του δραστηριότητα,[26] καθώς και η παιδευτική του, γενικά, δράση εντάσσονται αναμφισβήτητα στη φιλελεύθερη ιδεολογία, και όχι απλώς δεν αντιμάχονται αλλά και ενσυνείδητα ενισχύουν το δημοτικισμό.
Μιλήσαμε ήδη, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, για τη συμβολή του Πολίτη στην καθιέρωση της δημοτικής στην πεζογραφία. Εξίσου έντονο ήταν, φαίνεται, και το ενδιαφέρον του για τη δημοτική στην ποίηση.[27] Αλώστε, ένα από τα ευρύτερα διαδεδομένα έργα του, η έκδοση των δημοτικών τραγουδιών, με τίτλο Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914), που είχε μεγάλη επίδραση στους λόγιους και, μέσο της εκπαίδευσης, και στο λαό, δημοσιεύτηκε με χορηγία ενός από τους κορυφαίους δημοτικιστές, του Αλέξανδρου Πάλλη. Υπάρχουν ωστόσο και πιο άμεσες ενέργειες του Πολίτη υπέρ του δημοτικισμού: στη διάρκεια της θητείας του στο Υπουργείο Παιδείας ως Γενικός Επιθεωρητής, συνετέλεσε αποφασιστικά στην εισαγωγή της διδασκαλίας των νέων ελληνικών στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης, και όχι μόνον αυτό, αλλά καθόρισε και τους συγγραφείς, όπως σημειώνει ο Κυριακίδης, και «κατήρτισε τον πρώτον κανόνα της εκλογής των τεμαχίων, τα όποια θα πρέπει να περιληφθούν εις τα σχετικά διδακτικά βιβλία»[28]
Μαζί με το ενδιαφέρον για τη δημοτική γλώσσα, η φιλελεύθερη ιδεολογία συνδυάζει, καθώς είδαμε, και το ενδιαφέρον για τη νεώτερη ελληνική ιστορία, δηλαδή την ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του ’21. Η ιστορία βέβαια την εποχή αυτή, δηλαδή στις αρχές του αιώνα μας —αλλά και σήμερα ακόμη, όσον αφορά την επίσημη αντίληψη που επικρατεί— νοείται ως «ιστορία των γεγονότων». Έτσι δεν είναι δυνατόν να καλύψει όλο το φάσμα των πληροφοριών για τις οποίες ενδιαφέρονται οι φιλελεύθεροι λόγιοι, οι οποίοι ήθελαν να συγκεντρώσουν καθετί που αφορά τη ζωή των Ελλήνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Για να καλύψουν λοιπόν ολόκληρη αυτή την περιοχή του επιστητού, ονόμασαν την Εταιρεία που ίδρυσαν το 1882 «Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος». Στον Πρόλογο του πρώτου τόμου του Δελτίου που άρχισε να εκδίδει η Εταιρεία από το 1883 διαβάζουμε τα παρακάτω πολύ, χαρακτηριστικά:
«Η Εταιρεία ανέλαβε το έργον της περισυναγωγής πάντων των μνημείων του ελληνικού βίου, κατά τους χρόνους της εκλείψεως αυτού από του ελευθέρου κόσμου και καθ’ ας ημέρας ετέλει το έλληνικόν Γένος δούλον ταύτη ή εκείνη τή ξένη κατακτήσει. Ούδέν ξένον τή μελέτη ήμών έκ τών αφορώντων εις των καθ’ όλα βίον του ελληνικού έθνους, είτε τον κατ’ οίκον, είτε των κατ’ εκκλησίαν, είτε των κατά τους ποικίλους κλάδους της ανθρωπίνης εργασίας. Δέον ίνα περισυναχθή και αυτό το σμίκριστον λείψανον, και αυτό το περιφρονούμενον θρύμμα της έκλιπούσης υπάρξεως· διότι πολλάκις η λύσις σπουδαιοτάτων αποριών και θεμελιωδών προβλημάτων ήρτηται άπό της διασώσεως ενός ασήμαντου λειψάνου. Η επιστήμη από ενός οστού πολλάκις ανωκοδόμησεν ολόκληρον ζώον έκλιπόν. Ο μαργαρίτης εύρηται έν τω βορβόρω, εις τα έγκατα τά σκοτεινά της γης τά πολύτιμα μέταλλα».
Είναι νομίζω, φανερό όρο ο όρος εθνολογία στον τίτλο της Εταιρείας ταυτίζεται, σχεδόν, με τη μετέπειτα λαογραφία, με τη διαφορά ότι εδώ τα εθνολογικά στοιχεία έχουν αξία καθαυτά, και όχι ως επιβιώματα ή μνημεία της αρχαιότητας. Βρισκόμαστε πραγματικά σε μια καινούρια εποχή, όπου ο νέος ελληνισμός, δηλαδή ο ελληνισμός της Τουρκοκρατίας —μολονότι ο μόνιμος κατηγορηματικός προσδιορισμός του είναι ακόμη το επίθετο δούλος— αρχίζει να διεκδικεί και να αποκτά, σιγά σιγά, τη δική του, ιδιαίτερη μορφή. Για την αποκατάσταση της μορφής αυτής συνεργάστηκαν στο Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας πολλοί ιστορικοί, φιλόλογοι, γεωγράφοι (όπως ο Αντώνιος Μηλιαράκης), γλωσσολόγοι, λογοτέχνες και, φυσικά, ανάμεσα στους πιο δραστήριους, ο Ν. Γ. Πολίτης, που υπήρξε και Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας.
*Ο Νικόλαος Πολίτης (Καλαμάτα, 3/04/1852 – Αθήνα, 12/01/1921) ήταν Έλληνας λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεωρείται ο πρόδρομος της λαογραφίας στην Ελλάδα.
**O περιώνυμος αυτός ιστορικός (πιο γνωστός στην Ελλάδα από ό,τι στην πατρίδα του, την Αυστρία) κατηγόρησε τους Νεοέλληνες, ό,τι στις φλέβες τους δεν έχουν σταγόνα αίμα ελληνικό (Βλ. Γ.Βελούδης, 1970, 43-90).
[1] Η πατρότητα του όρου folklore ανήκει στον Άγγλο αρχαιολόγο William John Thoms. Βλ. Πολίτης, 1909, 4 και Κυριακίδης, 1965, 15
[2] Sydow, 1948, 11-43.
[3] Κυριακίδου-Νέστορος, 1975, 68.
[4] Πολίτης, 1909, 6.
[5] Tylor, 1913, 16.
[6] Sébillot 1913, 6.
[7] Κυριακίδης, 1965, 14.
[8] Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, 1884, 180 και 750.
[9] Πολίτης, 1909, 4.
[10] Idid., 7.
[11] Sébillot 1913, 6.
[12] Λουκάτος, 1968, 10.
[13] Πολίτης, 1909, 7.
[14] Βεντήρης, 1970, 25 έπ. Βλ. επίσης Vitti, 1974, 48-67, όπου η εποχή αυτή περιγράφεται παραστατικά —από τη σκοπιά, φυσικά, της λογοτεχνίας.
[15] Επιστροφή στην αρχαία τάξη πραγμάτων σήμαινε επιστροφή στη γλώσσα του Θουκυδίδη, όχι όμως και στην αθηναϊκή δημοκρατία· στη θέση της είχε, αντίθετα, προβληθεί το πρότυπο της βυζαντινής μοναρχίας, χάρη στον Παπαρρηγόπουλο, κυρίως, που κατόρθωσε να συγκεράσει τα πράγματα. Βλ. Δημαράς, 1970, 11.
[16] Κυριακίδου-Νέστορος, 1975, 217 έπ.
[17] Vίttί, 1974, 56-63.
[18] Πίστας, 1975, 250.
[19] Aποστολάκης, 1950, 111 έπ.
[20] Aποστολάκης, 1937.
[21] Δραγούμης, 1927, 210, 216-219 και passim.
[22] Στην αρχή ο δημοτικισμός ένωσε κάτω από την παντιέρα του όλους όσους στρέφονταν στο λαό: τους σοσιαλιστές «κοινωνιολόγους» και τους φιλελεύθερους αστούς. Ο Σκληρός στο Κοινωνικόν μας ζήτημα (1907) συνέδεσε καθαρά το γλωσσικό με το κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα και αντιμετώπισε το δημοτικισμό σαν κίνημα κοινωνικό, στενά δεμένο με τα ταξικά συμφέροντα. Η άποψή του ήταν ότι ο δρόμος του δημοτικισμού είναι ο δρόμος του σοσιαλισμού. Στην πορεία όμως του κινήματος οι «κοινωνιολόγοι» έκαναν πίσω, και η ηγεσία πέρασε στα χέρια των φιλελεύθερων αστών. Βλ. Σταυρίδη-Πατρικίου, 1976, και Ελεφάντης, 1976, 332-340.
[23] Βεντήρης, 1970, 31.
[24] Είναι καθήκον του λαογράφου να αναφέρει εδώ —σαν μόνη, ίσως, εξαίρεση— το έργο του Κ. Δ. Καραβίδα, ο οποίος μελέτησε επί τόπου τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των χωρικών.
[25] Κυριακίδης, 1923, σελ. ιβ’. Για την προσωπικότητα του Πολίτη και για τη δράση του γενικά, την καλύτερη εικόνα μάς τη δίνει, νομίζω, η νεκρολογία που έγραψε ο Κυριακίδης (Λαογραφία 7, σελ. θ’-κζ’) και η βιβλιογραφία των έργων του (ibid., σελ. κη’-να’ ), όπου σημειώνεται όλη η συγγραφική του δραστηριότητα, δηλαδή και τα άρθρα του στις εφημερίδες, επώνυμα και ανώνυμα, οι συνεντεύξεις του, ακόμη και οι ανέκδοτες εκθέσεις του για διάφορα θέματα. Βλ. επίσης την προσωπογραφία του Πολίτη, πάλι από τον Στίλπωνα Κυριακίδη, στο «Αφιέρωμα στον Ν. Γ. Πολίτη» της Νέας Εστίας 55 (1954).
[26] Ο Vitti, 1974, 51 παρατήρησε τη στροφή αυτή του Πολίτη από το κλίμα του Fallmerayer στη φιλελεύθερη ιδεολογία μετά το 1880. Αναφέρει σχετικά τις δημοσιεύσεις των λαϊκών κειμένων, λ.χ. παραδόσεων και παραμυθιών, σε περιοδικά όπως η Εστία και ο Παρνασσός. Επίσης ο Βάρναλης, 1958, 115, σημειώνει τον αντίκτυπο που είχε για τη φιλελεύθερη παράταξη ο πρυτανικός λόγος του Ν. Γ. Πολίτη, Περί του έθνικου έπους των νεωτέρων Ελλήνων (14 Ιανουαρίου 1907): «Ο λόγος αυτός», γράφει ο Βάρναλης, «σημείωσε μια νέαν εποχή στην πνευματική ζωή του τόπου». Οι λόγιοι, που θέλανε να συγχρονίσουνε το έθνος και να καταστήσουνε την περιφρονημένη του γλώσσα όργανο της λογοτεχνίας, της επιστήμης και της παιδείας, αλαλάξανε από χαρά. Ώστε ο ελληνικός λαός δεν είχε μονάχα στοματική φιλολογία (τραγούδια, παραδόσεις) δεν είχε μονάχα την πρακτική του φιλοσοφία για τη ζωή (παροιμίες), δεν είχε μονάχα τη δική του τέχνη (μουσική, χορό, χειροτεχνία, αρχιτεκτονική ), άλλα είχε και εποποιία δική του, το Διγενή Ακρίτα, όπως ακριβώς οι δοξασμένοι πρόγονοί μας είχανε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια». Επίσης, η ίδρυση της «Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας» το Δεκέμβριο του 1908 εντάσσεται στο ίδιο φιλελεύθερο κλίμα, αν κρίνει κανείς από τα ονόματα των Ιδρυτικών μελών που επέλεξε ο Πολίτης. Βλ. Λαογραφία 13 (1950) 174-178.
[27] Κυριακίδης, 1954β, 502-503. Για να αποδείξει την προτίμηση του Πολίτη στη δημοτική γλώσσα, όσον αφορά την ποίηση, ο Κυριακίδης σταχυολογεί από την κρίση του Φιλαδελφείου Ποιητικού Αγώνα του 1889, στον οποίο ο Πολίτης μετείχε ως εισηγητής, ορισμένες περικοπές όπως οι εξής: «Συγκρίνων τις τά έν τη καθαρευούση γλώσση πρός τά έν τη όμιλουμένη, αναγκάζεται να αναγνωρίση την υπεροχή των τελευταίων. Καίτοι δ’ ο ποιητής χειρίζεται μετά πλείονος ανέσεως τήν γραφομένην γλωσσαν και ύπό την άποψιν του έξωτερικού τύπου τά έν ταύτη συντεθειμένα είν’ εντελέστερα, άλλά καί πάλιν το ακαταμάχητον θέλγητρον τής άληθινής γλώσσης του αισθήματος καταφαίνεται εν ταις στροφαίς της Επανόδου και της Νησιώτισσας». Και σ’ άλλο σημείο, κρίνοντας το ποίημα «Ύμνος της Αθήνας» πού είχε υποβάλει στο διαγωνισμό ο Παλαμάς, αφού επαινέσει τη γλώσσα του, καταλήγει: «Γνώστης εμπειρότατος τής γλώσσης του λαού ο ποιητής, κατώρθωσε νά μή παρεκκλίνη ταύτης, άποφεύγων παν τό προσκρούον εις αυτήν, διά δέ του παραδείγματός του ευγλώττως ανασκευάζων τήν γνώμην τών φρονούντων ότι ή δημώδης γλώσσα είναι έν τη ποιήσει όργανον άνεπιτήδευτον και έν πολλοίς ανεπαρκές».
[28] Κυριακίδης, 1923, ις’.