Ξεκινάει μια μέρα του Οκτωβρίου από μια τυχαία ανακάλυψη, μια φρυκτωρία που στεφανώνει ένα χαμηλό λόφο κατάφορτο με χρυσοκίτρινα κρινάκια. Και πιάνει το νήμα των φρυκτωριών της αρχαίας Σικυώνας. Δηλαδή των σταθμών από όπου περνούσαν τα πύρινα μηνύματα που μετέφεραν πληροφορίες κρίσιμες για την αρχαία πόλη-κράτος.
Μιαν άλλη φορά ξεκινάει από ένα μικρό τρούλο, κρυμμένο κάπου στον κάμπο της Βόχας. Κι ανακαλύπτει ένα βυζαντινό ξωκλήσι χτισμένο με αρχαίο υλικό, που τον οδηγεί στα Ταρσινά, στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας, στη θέση του ναού της Θεάς Άρτεμης. Εκεί ανταμώνει με τον Κυπάρισσο, το λατρεμένο φίλο του Απόλλωνα, με το Σεφέρη και με τις δυο Παρθένους, Άρτεμη και Παναγιά. Μετά ψάχνει την ψυχή του τόπου, κι αυτό τον πάει στο Κάστρο των Σφυρών, στην Παναγία των Βράχων, στον Ταρσό.
Και το ταξίδι συνεχίζεται με νέες ανακαλύψεις. «Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον», επιβεβαιώνει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και οδηγεί τον Καβάφη στην αρχαία Σικυώνα. Ο συγγραφέας φτάνει στη μακρινή Δαλματία, στο αρχαίο (Ελληνικό) Τραγούριον, και συναντάει το… Λύσιππο και το σπουδαίο του έργο, τον Καιρό, που τον λατρεύουν εκεί – όχι όμως στη σύγχρονη Σικυώνα, τη γενέτειρα του Λύσιππου…
Περπατάει στα ερείπια της Αρχαίας Σικυώνας και συναντάει το Δία να κάνει παζάρια με τους θνητούς, με μεσολαβητή τον Προμηθέα. Κι άλλα, κι άλλα… Για να αποδώσει φόρο τιμής σε μια σπουδαία μορφή που πέρασε από το Γυμνάσιο Κιάτου, που την ευγνωμονεί γιατί τους άνοιξε δρόμους στη ζωή. Και, τέλος, να φτάσει στη μορφή του πατέρα του, που τον σκέφτεται και τον ονειρεύεται ακόμα, του Τάκη Παππή, του ιστορικού τερματοφύλακα του Πέλοπα στις ένδοξες μέρες της ομάδας.