ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Ο χούμος του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ο αντιλαϊκιστικός ελιτισμός της Αριστεράς και η εκλογική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019 0 comments


Γλύπτης στον πάγκο με τρυπάνι, Μουσείο/Εκκλησία Ορσανμικέλε, Φλωρεντία.

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης ΑΠΌ: http://www.respublica.gr/2019/06/post/politic-humus/ - • ResPublica, διαδικτυακό περιοδικό

Για να περιγραφεί, σε γενικές γραμμές, το εγχώριο πολιτικό σύστημα οφείλει κανείς να επικεντρωθεί στα δύο χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Πρώτον στο ότι πρόκειται για ένα παλαιοπολιτικό και παλαιοκομματικό σύστημα, με την έννοια ότι εξακολουθεί να μένει εγκλωβισμένο σε παθογένειες τις οποίες ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει, παθογένειες που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στις ιδιόρρυθμες ιστορικο-πολιτικές (και γεωπολιτικές) συνθήκες από τα πρώτα χρόνια της σύστασης του νεοελληνικού κράτους. Δεύτερον, θα πρέπει να γίνουν εκτενείς αναφορές και στον τρόπο με τον οποίο η αριστερή ιδεολογία υπήρξε απόλυτος κυρίαρχος και/ή ρυθμιστής των πραγμάτων σε πολιτισμικά ζητήματα, ιδίως από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα. Με λίγα λόγια, μπορούμε εξαρχής να πούμε ότι το ελληνικό σύστημα περισσότερο ομοιάζει με έναν κομματικό βάλτο· παρότι φαινομενικά όλα δείχνουν να κινούνται και να μεταλλάσσονται, με μια Ηρακλείτεια τάση θαρρεί κανείς, στην πραγματικότητα κυριαρχεί η αδράνεια και η ακινησία, στοιχεία που συνεπάγονται την πλήρη παράλυση της κριτικής ενδοσκόπησης. Κι ενώ ο πυρήνας του πολιτικού συστήματος φαίνεται να παραμένει στάσιμος και αμετάβλητος, οι κοινωνικές δυναμικές συνθέτουν ένα νέο τοπίο ραγδαίων μεταβολών, ιδίως λόγω της επικράτησης ενός ακραίου καταναλωτισμού, που συνοδεύεται από έναν επιθετικό μηδενισμό, που στο όνομα της εξέλιξης, της προόδου, της «απελευθέρωσης από τις παρωχημένες συμβάσεις», διαβρώνει κάθε αυθεντικό λαϊκό στοιχείο, διαλύει τους κοινωνικούς δεσμούς καθώς και τα θεμέλια πάνω στα οποία θα μπορούσαν να βασιστούν ενωτικές αξίες. Σε ό,τι έχει να κάνει με τη βαλτώδη κατάσταση της ελληνικής εμπειρίας, κάτι παρόμοιο είχε βιώσει ο γαλλικός λαός με την 4η Γαλλική Δημοκρατία κατά τη δεκαετία του πενήντα του περασμένου αιώνα. Πράγματι ο Maurice Duverger επεσήμανε πως ο βάλτος αποτελεί τον ιδανικό χούμο[1] μιας πολιτικής που έχει χάσει την αίσθηση κάθε έννοιας καθήκοντος, οράματος και αποστολής[2]. Στην περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα προσθέταμε και την επαφή με τα προβλήματα και τις ανάγκες της μικρομεσαίας τάξης[3]. Θεωρητικά ο χούμος αυτός θα μπορούσε να αποτελέσει το μοιραίο, πλην όμως ιδανικό υπόστρωμα για την βλάστηση και ανάπτυξη νέων πολιτικών προτάσεων. Με άλλα λόγια να φέρει την πολιτική αναγέννηση της χώρας.
Ας δούμε όμως, σε πρώτη φάση, γιατί το ελληνικό σύστημα παραμένει παλαιοπολιτικό και ποια είναι, κατά την τελευταία δεκαετία, τα δυστυχώς ανώφελα και επιζήμια για τη χώρα παράγωγα αυτού του χούμος. Η αποσάθρωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος μαζί με τα οικονομικά της χώρας ήταν εμφανής, ήδη από την κυβέρνηση του Κώστα Α. Καραμανλή[4], ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η περίοδος εκείνης της διακυβέρνησης τείνει -εν πολλοίς- να αγνοείται κατά την αποτίμηση του «τι μας έφερε ως εδώ, στην κατάρρευση και στην οικονομική[5] (και μη) χρεοκοπία». Στη συνέχεια, είναι γνωστό, ότι μετά το Καστελόριζο του 2010[6] για την Ελλάδα ξεκίνησε ένας σύγχρονος εθνικός Γολγοθάς. Η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, το γεγονός ότι απώλεσε τμήμα της εθνικής της κυριαρχίας με στόχο την ένταξή της σε έναν ακραία συγκεντρωτικό, αντιδημοκρατικό και αυταρχικό μηχανισμό που, υπό μια έννοια, θυμίζει γραφειοκρατικό και δημοσιοϋπαλληλικό μοντέλο Σοβιετικής Ένωσης, επέφερε ελάχιστα οφέλη, ιδίως αν κρίνουμε από τον σχεδόν αποικιοκρατικό τρόπο με οποίο αντιμετωπίστηκε και χλευάστηκε σύσσωμος ο ελληνικός πληθυσμός κατά τη διάρκεια της κρίσης. Κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με όλα όσα έλαβαν χώρα στη διεθνή σκηνή (όπως η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007) καθόλου δεν απαλλάσσει των ευθυνών του το εγχώριο πολιτικό σύστημα[7]. Επιπλέον, η συνηθισμένη κατηγορία περί συνυπευθυνότητας πολιτικού προσωπικού και εκλογικού σώματος, ή αλλιώς το γνωστό: «οι πολιτικοί είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας», ενώ δεν μπορεί να απορριφθεί ως μια γενικώς αβάσιμη κατηγορία, είναι μια απλοϊκή προσέγγιση που αντί να δίνει καίριες απαντήσεις, αναπαράγει ενοχικά σύνδρομα, τα οποία θεμελιώνουν ακόμα περισσότερο την αδράνεια, δεδομένου ότι προσπαθούν -συχνά με έμμεσο τρόπο- να αποτρέψουν οποιαδήποτε διαμεσολάβηση των πολιτών με στόχο την αλλαγή του συστήματος, πείθοντας την πλειοψηφία πως είναι ανίκανη να αναλάβει έργο, εθισμένη στη διαφθορά, και, συνεπώς, αδύναμη να κρίνει ορθά και με βάση το κοινό καλό. Επί της ουσίας, οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είναι οντότητες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Αυτό που πρέπει, εξαρχής, να γίνει κατανοητό είναι ότι εφόσον κάθε λαός είναι διαφορετικός, ως σύνολο ανθρώπων που ζουν μόνιμα και σταθερά σε ένα ορισμένο έθνος/κράτος της Ευρώπης, δηλαδή διαθέτει διαφορετική κουλτούρα, ιστορία, συνήθειες, έθιμα, κλπ., τότε διαφορετική θα είναι και η «δημοκρατία» του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα βρούμε κοινά στοιχεία στα επιμέρους Συντάγματα και στους Πολιτειακούς Κανόνες, εθιμικούς και μη, αντιθέτως σημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο η δημοκρατία γίνεται πράξη και τα αποτελέσματα αυτής της πράξης, διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα. Η θέση αυτή μπορεί φαινομενικά να ενισχύει την κατηγορία περί συνυπευθυνότητας, όμως στην πραγματικότητα αυτό που μας λέει, με απλά λόγια, είναι ότι κάθε προσπάθεια σύγκρισης (των πολιτικών συστημάτων) και αναλογίας μεταξύ χωρών της ΕΕ, αν και χρήσιμη, ως μέθοδος ανταλλαγής εμπειριών και βελτίωσης, είναι καταδικασμένη να λέει μόνο ένα μέρος της αλήθειας και να μην περιγράφει καλά την εθνική πραγματικότητα. Η ανεύρεση των ιδιαίτερων αιτιών οφείλει να εστιάζει στο επίπεδο συγκεκριμένης χώρας. Γιατί επομένως λέμε ότι το ελληνικό είναι ένα παλαιοπολιτικό σύστημα; Με ποιο άλλο το συγκρίνουμε για να φτάσουμε σε αυτή την παραδοχή; Το κριτήριο που θέτουμε εδώ, όπως διαφαίνεται, από την εισαγωγή αυτού του δοκιμίου, είναι η παραγωγή δημοκρατικών αποτελεσμάτων[8], δηλαδή η αποτροπή της ακινησίας, του λιμνάσματος και της αδράνειας που οδηγεί σε αυτό που αρχικά ονομάσαμε ως χούμος (ενν. του πολιτικού συστήματος). Υπό αυτή την έννοια η ελληνική περίπτωση -μετά από σχεδόν 10 χρόνια κρίσης- είναι χαρακτηριστική και, υπό αυτό το πρίσμα και μόνο, μπορεί να συγκριθεί με άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία και η Κύπρος, που πέρασαν παρόμοια προβλήματα και σήμερα φαίνεται ότι έχουν, έστω μερικά, ορθοποδήσει, τουλάχιστον οικονομικά[9]. Η έποψη είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα την τελευταία δεκαετία βιώνει μια παρατεταμένη -άνω του αναμενόμενου συγκριτικά- κατάσταση αποσύνθεσης που είχε ήδη ξεκινήσει παλαιότερα. Για να γίνει κατανοητό αυτό το «άνω του αναμενόμενου» πρέπει να δούμε τι συνέβη μετά και κυρίως κατά τη διάρκεια του 2011. Τότε οι κινητοποιήσεις των πλατειών και των αγανακτισμένων δημιούργησαν κάποιες προσδοκίες για ουσιαστικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση μιας δημοκρατίας πιο άμεσης και τέλος πάντων περισσότερο ελεγχόμενης από τους πολίτες, πιο κοντά στις πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας. Εκ του αποτελέσματος φυσικά – και αφήνοντας στην άκρη κόμματα όπως αυτό των ΑΝ.ΕΛ και της Ένωσης Κέντρου που σταδιακά απορροφήθηκαν και τελικά εξαϋλώθηκαν – μπορούμε να καταλάβουμε ότι τα δύο κεντρικά εκβλαστήματα αυτού του χούμος υπήρξαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή. Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν γεννήθηκε από τις πλατείες του 2011, όμως εκεί κατάφερε να κάνει αποτελεσματικό εισοδισμό σε αντίθεση με τις μακροχρόνιες αποτυχημένες, και γραφικές, μέχρι τότε προσπάθειές του να «εισχωρήσει» σε ευρύτερα στρώματα ή να επηρεάσει την τροπή των κοινωνικών κινημάτων του millennium. Παρά τις διαφορετικές ιδεολογίες, απαρχές, σκοπούς, στάσεις και τρόπους, τα δύο αυτά, προϋπάρχοντα εν υπνώσει, πολιτικά κόμματα, που μεγάλωσαν εξαιτίας της παλαιότερης σήψης, έχουν ως κοινό στοιχείο ότι ήρθαν να «ανακινήσουν» την ελληνική πολιτική σκηνή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως φορέας αντιλαϊκισμού και ελιτισμού
Ας γίνει λόγος, στο σημείο αυτό, για τη σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Επιμένουμε στον όρο Ριζοσπαστική Αριστερά ασχέτως και αν η μικρή μειοψηφία των ακτιβιστών δεν επιθυμεί να την αποκαλεί έτσι, εκτρέφοντας αυταπάτες ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ «δεν ήταν πραγματική Αριστερά» αλλά μια ακόμη «λανθασμένη εφαρμογή του αριστερού προγράμματος». Αυτή είναι η συνήθης δικαιολογία, που εξακοντίζεται σχεδόν μηχανικά και άμεσα όταν κάποιο σοσιαλιστικό καθεστώς ή μια αριστερή κυβέρνηση αποτυγχάνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, που αξιώνεται να αντιπροσωπεύσει στην Ελλάδα το νέο ΠΑΣΟΚ (βλ. προοδευτικές δυνάμεις της κεντροαριστεράς), μας έδωσε την εντύπωση πως είδε την πρόσφατη ήττα του στις ευρωεκλογές[10]σαν ένα αναπάντεχο φυσικό φαινόμενο -σαν κεραυνό που πέφτει σπανίως και τυχαία στο κεφάλι ενός αγέρωχου περιπατητή. Ένα φαινόμενο επομένως ανεξάρτητο από τα πεπραγμένα και τις ρητές πολιτικές επιλογές της διακυβέρνησής του. Για να καταλάβουμε την εκλογική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ -που κατά πάσα πιθανότητα θα επιβεβαιωθεί στις προσεχείς εθνικές εκλογές (07 Ιουλίου 2019)- πρέπει να σημειώσουμε ότι η γενικά Αριστερά και ειδικά η μεταπολεμική χαρακτηρίζεται από τα εξής γνωρίσματα στα οποία βασίζεται διαχρονικά:
  1. στην ιδεολογία ενός μεσσιανικού οπτιμισμού ο οποίος είναι, εν μέρει, κληροδότημα του Διαφωτισμού. Αυτός ο οπτιμιστικός τρόπος προσέγγισης καλλιεργεί ευσεβείς πόθους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μιλά για «ανώτερες» επιδιώξεις, πως θα μετασχηματίσει δηλαδή η κοινωνία με βάση κάποιες αλάνθαστες ιδέες[11],
  2. σε έναν προσεκτικά κεκαλυμμένο αντιλαϊκισμό και περιφρόνηση για τον μέσο άνθρωπο, τον λεγόμενο μικροαστό. Παρότι όλες οι αποχρώσεις της Αριστεράς και σε κάθε τους βήμα μιλούν υπέρ «του λαού», χρησιμοποιούν πομπώδεις εκφράσεις υπέρ της «λαϊκής κυριαρχίας», στην πραγματικότητα αυτό που διατυμπανίζουν δεν είναι η λαϊκή κυριαρχία, με την έννοια της δημοκρατίας, δηλαδή της άμεσης συμμετοχής, αλλά η αναγνώριση ότι υφίσταται μια volonté générale (γενική βούληση κατά τον Ρουσσώ[12]) που εκφράζει το σύνολο των λαϊκών αιτημάτων. Αν η εξουσία της Αριστεράς δεν βρίσκει σύμφωνη την πλειοψηφική γνώμη, τότε αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία δεν εκφράζει με σωστό τρόπο τη βούλησή της· έχει ψευδή συνείδηση (διότι έχει διαφθαρεί από τα μέσα ενημέρωσης και τους μηχανισμούς του συστήματος[13]), άρα δεν είναι και έτοιμη να εκφραστεί.
Τα παραπάνω φυσικά γνωρίσματα, σε συνδυασμό με τα αρνητικά εκλογικά αποτελέσματα, προκάλεσαν μια θόλωση στους ηττημένους ριζοσπάστες του κόμματος. Το εγγενές στοιχείο αυτού του αντιλαϊκισμού και της περιφρόνησης για τον μικροαστό (κοινώς για την πλειοψηφία του λαού), είχε ήδη φανεί κυρίως κατά την περίοδο υπογραφής της συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά φάνηκε ακόμη πιο καθαρά τις πρώτες ημέρες μετά τις ευρωεκλογές. Βέβαια πρέπει να αναφέρουμε ότι και στο παρελθόν, και αλλού, η ευαίσθητη και πολιτικά ορθή αριστερή ψυχή έχει δεχθεί πλήγματα, ήττες, «αναπάντεχα γεγονότα», αλλά και αρνητικές στάσεις από ιδιαίτερα αξιόλογα πρόσωπα του ευρύτερου χώρου της. Αξίζει να θυμηθούμε τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, στο διάσημο ποίημά του για τον Μάη του 1968 (βλ. μεταφρασμένο απόσπασμα[14]), όπου τάχθηκε στο πλευρό των προλετάριων αστυνομικών εναντίον των αλαζόνων, καλομαθημένων και ελιτιστών φοιτητών της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Αναρχίας που ήθελαν να αλλάξουν τα πάντα. Σε παρόμοιες δηλώσεις είχε προβεί και ο Άγγλος φιλόσοφος Roger Scruton: όντας στο Παρίσι κατά την περίοδο του εξεγερσιακού Μάη, διαπιστώνει, ξαφνιασμένος από τη μνησικακία και την αυθάδεια των φοιτητών, ότι οι πραγματικοί προλετάριοι δεν είναι οι διαδηλωτές, αλλά οι αστυνομικοί που εισέπρατταν χλευασμό και προσβολές ενώ κινδύνευε η ίδια τους η σωματική ακεραιότητα. Εν συντομία, αυτού του είδους ο «λαϊκισμός αλά Παζολίνι», ενώ μερικές φορές μπορούσε να σοκάρει, τελικά «απορροφήθηκε» από τα αριστερά, δηλαδή από τις ευσεβείς αριστερές ψυχές. Άλλωστε ο προγραμματικός/κομματικός λαϊκισμός και η ταυτόχρονη ταύτιση των λογοτεχνών και γενικά των οργανικών διανοούμενων με τους φοιτητές είναι πράγματα απολύτως συμβατά με τη σιωπηρή διατήρηση εκείνων των λεπτών προνομίων, έμπλεων διανοητικής αλαζονείας, τα οποία προνόμια οι μορφωμένες ελίτ της Αριστεράς θέλουν πάση θυσία να διατηρήσουν, συχνά κατ’ αποκλειστικότητα. Ας θυμηθούμε πόσο αποτελεσματικός υπήρξε ο «φιλολαϊκός» κυνισμός του Massimo D’Alema, της Ιταλικής Δημοκρατικής Αριστεράς, να προωθήσει στην Ιταλία τον φιλελεύθερο αμερικανισμό και τον υπερκαταναλωτισμό. Ο φαινομενικός λαϊκισμός, πιο συγκεκριμένα, δεν είναι απλά συμβατός, αλλά ο συμπληρωματικός ιδεολογικός παράγοντας που ενσωματώνει την ελιτίστικη ταυτότητα του μορφωμένου και καλοστεκούμενου αριστερού. Τις τελευταίες δεκαετίες, φυσικά όχι μόνο στην Ελλάδα, μπορεί κανείς να εντοπίσει ανυπολόγιστες σφαίρες υποκρισίας και ελιτισμού της Αριστεράς που θα έκαναν ακόμη και τον Δάντη Αλιγκέρι να σαστίσει. Ας μην ξεχνάμε την έκδηλη ασχήμια της Βρετανικής Αριστεράς μετά το δημοψήφισμα αναφορικά με την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση· η 24η Ιουνίου του 2016 βρήκε τους Βρετανούς αριστερούς στην κυριολεξία να βράζουν στο ζουμί τους! Έχοντας ταυτίσει την αποχώρηση με τον εθνικισμό και την ακροδεξιά, τα μηνύματα που κατακλύζουν τους ψηφιακούς χώρους «κοινωνικής δικτύωσης» είναι ανάλογα των φιλοτεχνοκρατικών «Μένουμε Ευρώπη» που οι ίδιοι οι αριστεροί ένα χρόνο πριν (2015) απέρριπταν ως «ελιτιστές» και «νεοφιλελεύθερους»: «πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος λαός να αποφασίζει για τόσο σοβαρά ζητήματα»; «η Βρετανία είναι ένα συνονθύλευμα από ρατσιστές κωλόγερους» ήταν μερικές από τις πιο συνηθισμένες εκφράσεις! Αντί να μιλάμε για πάγια λαϊκά αιτήματα τα οποία ενδέχεται να εκφράζουν δημοκρατικότερες αντιλήψεις από αυτές των αριστερών τεχνοκρατών, αιτήματα όπως η «εθνική κυριαρχία», ο «έλεγχος των συνόρων», η υπεράσπιση του ιστορικού common law έναντι του Ευρωπαϊκού νόμου (που σε πολλά είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με τον πρώτο), αυτόματα, όλα αυτά, βαφτίστηκαν «ακροδεξιές διεκδικήσεις», νοσταλγία «υπέρ της αποικιοκρατίας», κτλ.
Επί της ουσίας, το διαχρονικό προπύργιο του αριστερού επιχειρήματος, το οποίο βλέπουμε πολύ έντονα στην περίπτωση του προεκλογικού ΣΥΡΙΖΑ, είναι η νομιμοποίηση της κούρσας για τη νομή της εξουσίας -και του κοινωνικού κύρους- στο όνομα μιας φερόμενης ανωτερότητας σε σχέση με την επαίσχυντη «φύση της Δεξιάς» και του νεοφιλελευθερισμού. Παρ’όλα αυτά, ετούτο το επιχείρημα, τον 21ο αιώνα, από ένα κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει τόσο πρόσφατα κυβερνήσει και έχει δείξει τί ακριβώς πρεσβεύει και πόσο αντιπροσωπεύει το καλύτερο, ικανότερο και «ηθικά ανώτερο άλλο», είναι σίγουρα αποδυναμωμένο[15]. Ωστόσο στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία δεν έχει ζήσει τον στυγνό αυταρχισμό εξ αριστερών ορμώμενο, όπως λ.χ. η Ουγγαρία, το παραπάνω επιχείρημα, περί αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος, μπορεί να είναι αποδυναμωμένο, είναι όμως υπαρκτό στο μυαλό κάποιων ανθρώπων. Μάλιστα η επικοινωνία και η αίσθηση αυτού του ηθικού πλεονεκτήματος, καλλιεργείται συστηματικά εδώ και δεκαετίες από την Αριστερά και είναι αναμενόμενο να έχει αφήσει στίγματα στην κοινωνία. Επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ μεθοδικά, και όχι μόνο κατά την προεκλογική περίοδο κατάφερνε, ως ένα σημείο, να επιβάλει μια λογοκρισία με όχημα τις ρητορικές των φιλικά προσκείμενων εντύπων και τηλεοπτικών μέσων που με περισσή ευκολία χαρακτήριζαν το τάδε ή το δείνα «ως ακροδεξιό και δείγμα εκκολαπτόμενου εκφασισμού». Όταν ένα κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση, φτάσει στο σημείο απόγνωσης, προγραμματικής και αυτο-συνειδησιακής, να παρουσιάζει, στους υποψήφιους ψηφοφόρους του, την ΝΔ -που είναι αμιγώς κόμμα της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς- ως μια ακροδεξιά πολιτική δύναμη, τότε το πολιτικό σύστημα έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα, τόσο αυτοκαθορισμού, όσο και αξιοπιστίας.
Τούτη η ταύτιση κάθε ίχνους και κάθε στοιχείου «συντηρητισμού» με την ακροδεξιά και τον φασισμό, δεν είναι παρά η πάγια τακτική της Πολιτικής Ορθότητας, της Αριστεράς και του κομμουνισμού, σε παγκόσμιο επίπεδο: όπως ακριβώς στη Βρετανία μετριοπαθείς συντηρητικές θέσεις βαφτίστηκαν «ακροδεξιές», το Brexit Party που δημιουργήθηκε από τον Nigel Farage, και που φυσικά όχι μόνο δεν έχει εκφράσει ακροδεξιά ρητορική αλλά έχει συσπειρώσει και άτομα αριστερόστροφων αντιλήψεων – όπως η Claire Fox – κατηγορήθηκε για «εθνικισμό». Παραδόξως, δεν είδαμε την ίδια κατακραυγή από τους ακτιβιστές ενάντια στο Εργατικό Κόμμα του Jeremy Corbyn που στους κόλπους του έχουν παρεισφρήσει άνθρωποι με ακραία αντισημιτική ιδεολογία και ρητορική, άτομα που αναπαράγουν θεωρίες συνωμοσίας περί παγκόσμιας κυριαρχίας των εβραίων, ή διάφοροι τσαρλατάνοι που διαδηλώνουν κάτω από την παντιέρα του Στάλιν και του Μάο! Πολύ χειρότερα, βέβαια, η πραγματική ζημιά που προκαλεί η ταύτιση του συντηρητισμού με την ακροδεξιά είναι να «ξεπλένει» τη δεύτερη, επιτρέποντάς της να ταυτιστεί με τη μετριοπάθεια ενάντια στον ασύδοτο μηδενισμό του εκφυλισμένου (πλέον) φιλελευθερισμού και του κίβδηλου αντιεθνικισμού της Αριστεράς.
Επιστρέφοντας στην εγχώρια πολιτική σκηνή, κανείς δεν μπορεί να χρεώσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για όλα τα δεινά της ελληνικής μεταπολίτευσης, αυτό θα ήταν καί παράλογο καί άδικο. Μπορεί όμως και πρέπει κάθε κυβέρνηση να κρίνεται για τα πεπραγμένα της. Δυστυχώς και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: α) από τη μία, υπήρξε σπατάλη πολύτιμου χρόνου, πράγματι σήμερα η περίοδος ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ακόμη παράταση της ακινησίας η οποία αφήνει μια κακή γεύση σχετικά με τις οικονομικές/αναπτυξιακές ανάγκες μιας χώρας με υψηλότατα ποσοστά ανεργίας (ειδικά στους παραμένοντες, στη χώρα, νέους) και αρνητικές παρεμβάσεις σε εσωτερικά ζητήματα της κοινωνίας και εθνικά θέματα, β) από την άλλη, έχουμε να κάνουμε με την επανάληψη μιας συστηματικής παρελθοντολογίας που παραμένει στα προφανή, δίνοντας της αίσθηση ότι αυτό το κόμμα δεν κυβέρνησε -με τις όποιες ετερόκλητες και αλλοπρόσαλλες συμμαχίες του- και μάλιστα αδιάλειπτα για μια ολόκληρη τετραετία. Πρέπει να είμαστε σαφείς, η πλειοψηφία των Ελλήνων αναγνωρίζει ρητά τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ για την πορεία της χώρας και δεν φαίνεται ότι έχει ανάγκη υπενθύμισης, άλλωστε το έδειξε στην πράξη προσφέροντας την εμπιστοσύνη της σε άλλες πολιτικές δυνάμεις (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ). Έχει όμως πραγματική ανάγκη να δει επιτέλους τα πολιτικά προγράμματα -που η ίδια επιλέγει- να υλοποιούνται στην πράξη και όχι στη σφαίρα της φαντασίας. Το ερώτημα αν ο Έλληνας ψηφοφόρος χρέωσε πολιτικά -με ορθό και δίκαιο τρόπο- τα δυο αυτά κόμματα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) είναι άλλο ζήτημα και σίγουρα δεν είναι αντικείμενο αυτής της ανάλυσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ -ο οποίος σε μεγάλο βαθμό έχει ενσωματώσει στελέχη του «παλαιού» συστήματος και επομένως εκείνου του πολιτικού προσωπικού που θεωρείται συνυπεύθυνο για την πορεία της χώρας, τόσο από το ΠΑΣΟΚ, όσο και από τους ΑΝ.ΕΛ, την ΔΗΜΑΡ και τη ΝΔ- δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ουδέτερος και αμερόληπτος κριτής. Αυτό που προφανώς αδυνατεί να καταλάβει η σύγχρονη Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι μπορεί (και πρέπει) να έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου και μια πολιτική ωριμότητα στο εκλογικό σώμα. Ειδικά τώρα που φάνηκε τόσο η ικανότητα της Αριστεράς, όσο και δυναμική των συγκυβερνήσεων, η ρητορική της καμένης γης, της έντιμης διαπραγμάτευσης και του αναγκαστικού συμβιβασμού[16] -ως ένας αέναος μηχανισμός αποφυγής των πολιτικών ευθυνών και αναζήτησης άλλοθι – δεν πείθει, δεν αρκεί και δεν αποτελεί πολιτικό επιχείρημα, ώστε να παρουσιάσει κάποιος τον εαυτό του ως το νέοτο άλλοκαι το καλύτερο από τους προηγούμενους που μας έφεραν εδώ και που έχουν φύσει ανεξέλεγκτο το κεντρί του σκορπιού. Η θεωρία του χούμος, ως προς την βλαστικότητα (κομματική εδώ), μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη: πράγματι μέσα στην κοινωνία, όπως σε ένα χωράφι, προϋπάρχουν ποικίλοι πολιτικοί σπόροι που την κατάλληλη στιγμή, με το αντίστοιχο υπόστρωμα, μπορεί να βλαστήσουν, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ευδοκίμησή τους θα είναι ωφέλιμη για την κοινωνία συνολικά. Ένα γόνιμο έδαφος, ενίοτε παράγει επιζήμια αγριόχορτα που, πέρα από την προσωπική τους ανάπτυξη, δεν αποφέρουν καρπό για την κοινότητα, την δυσκολεύουν και καθυστερούν την εξέλιξή της!
Εντούτοις οφείλουμε να τονίσουμε ότι όταν μιλάμε για «αποτυχία» του ΣΥΡΙΖΑ αναφερόμαστε στην εκλογική του ήττα στις ευρωεκλογές και στην μετέπειτα διαχείρισή της, διότι μετά τον μεγάλο συμβιβασμό (κυβίστηση) με την ΕΕ και τους θεσμούς, ως προς τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του, να προωθήσει στην χώρα τον μεταμοντέρνο προοδευτισμό και την πολυπολιτισμικότητα, τα πήγε μια χαρά. Έφερε σκληρά νεοφιλελεύθερα και αντιλαϊκά μέτρα με ουσιαστικά μηδενικές αντιδράσεις -καθώς οι συντηρητικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να αντιταχθούν, ενώ οι νοούμενες ως «άλλες» προοδευτικές φωνές στην ουσία συναίνεσαν και σώπασαν. Έτσι τα κοινωνικά προγράμματα επιδοματισμού, «αλληλεγγύης» και ζητιανιάς, εκτόνωσαν τις βαλβίδες μιας ενδεχόμενης κοινωνικής έκρηξης. Αυτή η κυβέρνηση κατάφερε επίσης να θέσει πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα, ολόκληρης της κοινωνίας, θέματα όπως η αλλαγή φύλου, η μεταρρύθμιση της γραμματικής, η επιβολή φυλετικών ποσοστώσεων στα κόμματα και τις δημοτικές παρατάξεις, η περισσότερη χαλάρωση του σωφρονιστικού συστήματος, κλπ. Είναι ξεκάθαρο ότι όλα τα παραπάνω υπήρξαν οι θεσμικές προτεραιότητες και τα κοινωνικά «κατορθώματα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που ενδεχομένως την κάνουν να αισθάνεται, στο ιδεολογικό επίπεδο, αν όχι άριστη, τουλάχιστον περήφανη και επιτυχημένη.
Τα προηγούμενα έχουν ασφαλώς και τις αιτίες τους. Αυτό που συνέβη είναι ότι μια κομβική περίοδο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν, για διάφορους λόγους, να είναι πιο «ριζοσπάστες» απ’ τον εσωτερικό μηχανισμό του κόμματος. Όντως, όταν έγινε ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση ένα τμήμα του κόσμου που τον ψήφισε, ενδόμυχα πίστευε ότι με κάποιον μαγικό τρόπο θα αφαιρούσε την ευρωπαϊκή θηλιά[17] απ’ τον λαιμό της χώρας, θα άνοιγε τις αίθουσες των δημοτικών συμβουλίων στους πολίτες, θα διοργάνωνε δημοψηφίσματα, θα εθνικοποιούσε κομβικούς τομείς της παραγωγής, θα ευνοούσε την κοινωνικοποιημένη εργασία έναντι της ανεργίας κ.ά. Με ακόμη πιο απλά λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά πήρε την εξουσία γιατί υποσχέθηκε σε πολλούς ένα άλλο ΠΑΣΟΚ (νέο, κάπως καλύτερο και καθαρότερο) και στη συνέχεια την έχασε γιατί δεν μπόρεσε να «κάνει το ΠΑΣΟΚ». Μάλιστα πρέπει να δηλώσουμε την υποψία μας ότι αυτός ο ελληνικής ιδιοσυστασίας πολιτικός χούμος, ενδέχεται να κρύβει και άλλες εκπλήξεις. Μπορεί η «Αριστερή Παρένθεση», που είχε αναφερθεί στο παρελθόν, να μετεξελιχθεί σε μια «Γαλάζια Παρένθεση», μετά τις εθνικές εκλογές, ενδεχομένως αρκετά σύντομα. Άλλωστε μετά τις επερχόμενες βουλευτικές θα έχουμε και προεδρικές εκλογές στα τέλη του χρόνου για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας, οι οποίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες βουλευτικές εκλογές, όπως συνέβη το 2015, αν φυσικά δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη συναίνεση, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα. Την ίδια στιγμή στην παρούσα συγκυρία, το εκκρεμές του Μπάουμαν γέρνει προς την μεριά του αιτήματος για ασφάλεια και λιγότερο για ελευθερία, πραγματικότητα που δείχνει να ευνοεί τη ΝΔ κατά το μεγαλύτερο βαθμό. Αν μάλιστα η ΝΔ κερδίσει την αυτοδυναμία, υπό την αίρεσιν των γεωπολιτικών εξελίξεων, μπορεί – με τη προϋπόθεση ότι θα αποφύγει τη λογική των σκληρών μέτρων-σοκ και θα ωθήσει προς τα άνω την οικονομική ανάπτυξη- να πρωταγωνιστήσει τα επόμενα χρόνια. Παραδόξως, η ίδια φορά του εκκρεμούς ευνοεί και το ΣΥΡΙΖΑ. Η απροβλημάτιστη πορεία του στη διακυβέρνηση, μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2015, παρά το πολύ μεγάλο κόστος της για τη χώρα (χρόνου και χρημάτων), οφείλεται ακριβώς στο ότι ο περισσότερος κόσμος, ο μέσος απλός άνθρωπος, δεν πιστεύει πλέον σε απελευθερωτικές διαδικασίες, ριζοσπαστικού και ταχέος αποτελέσματος, και αντιμετωπίζει πια τα μνημόνια όχι ως κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αλλά ως μια κανονικότητα στην οποία πρέπει και όντως προσαρμόζεται καθημερινά. Οι εθνικές εκλογές, εκτός ποσοστιαίου απροόπτου που θα δημιουργηθεί από μια πιθανή μεγάλη αύξηση της αποχής, θα σηματοδοτήσουν το νέο δικομματισμό μιας μνημονιακής κανονικότητας (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) με το ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως να απορροφά το ΚΙΝΑΛ.  Ίσως η 7η Ιουλίου, ημέρα των εκλογών, ενταφιάσει οριστικά το άταφο πτώμα της Μεταπολίτευσης, έχοντας εξαντλήσει και την τελευταία εφεδρεία που ήταν η μεταπολιτευτική Αριστερά. Μολαταύτα, ας έχουμε κατά νου ότι η τυχαιότητα (fortuna) που επισήμανε με την κοσμική χροιά της ο Μακιαβέλλι -σε αντίθεση με τον Δάντη που την θεωρούσε σχέδιο θεϊκό- ήταν και παραμένει μια σημαντική παράμετρος στη πολιτική ζωή.
Σήμερα, είναι σαφές, ότι οι περισσότεροι πολιτικοί, δημοσιολόγοι, διανοούμενοι και opinion makers του Δυτικού κόσμου έχουν ενσωματώσει πλήρως τη ρητορική του μηδενισμού, ως ένα ιστορικό στοιχείο μη αναστρέψιμο, που εξελίσσεται παράλληλα με τα οικονομικά ήθη και την «κουλτούρα» της παγκοσμιοποίησης και σαφώς η Αριστερά στην εξουσία, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο την επόμενη περίοδο η πληγωμένη σοσιαλδημοκρατία θα προσπαθήσει να ανακάμψει, φρονούμε με την αξιοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος (στο οποίο βασίζεται το μέλλον της Κεντροαριστεράς), αλλά και με την βοήθεια των πασπαρτού δυνάμεων της οικολογίας. Από αυτή την προσπάθεια ίσως ανακύψουν νέα προπύργια ανωτερότητας που, κυρίως με άξονα την κλιματική αλλαγή, θα προσπαθήσουν να πιέσουν με τη σειρά τους για περισσότερο συγκεντρωτισμό και αυταρχική τεχνοκρατία και γενικά να συμβάλλουν στην βίαιη πορεία προς την παγκοσμιοποίηση. Σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να ανέβει και σε αυτό το τραίνο, άλλωστε είναι στη φύση του η οικολογική νοοτροπία της πράσινης ανάπτυξης και του Green New Deal, και όχι μια πολιτική πρόταση ουσίας, στη βάση της αναδιανομής της εξουσίας, της αποκέντρωσης, της αποσυγκέντρωσης, της δημοκρατικής εμβάθυνσης, της εθνικής ταυτότητας, της τοπικότητας και της λαϊκότητας. Βέβαια ο αντιδημοκρατικός, παγκοσμιοποιητικός κανόνας δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται και στους ίδιους τους ευρωπαϊκούς λαούς, οι οποίοι δείχνουν ότι μάλλον δεν θα υποκύψουν τόσο εύκολα στις καλοκουρδισμένες σειρήνες του μεταμοντέρνου παγκόσμιου χωριού. Δηλαδή στις επιταγές όλων εκείνων που βλέπουν δημοκρατία μόνο εκεί όπου οι στόχοι τους και οι επιθυμίες τους συμπίπτουν με αυτές των μαζών, ενώ όταν αυτό δεν συμβαίνει, εκκινούν τις ντουντούκες του «εκφασισμού της κοινωνίας» και της επικίνδυνης ανόδου του ακροδεξιού λαϊκισμού. Από την άλλη, μέσα σε όλο αυτό το πολυπολιτισμικό και μεταμοντέρνο μπάχαλο δεν είναι και τόσο άμοιρα ευθυνών τα λαϊκά ήθη. Διότι είναι αλήθεια ότι αυτά τα ήθη απειλούνται από παντού, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι το να θρηνεί κανείς για τις συνέπειες, τη στιγμή που φαίνεται ότι μάλλον αγαπάει τις αιτίες, είναι τουλάχιστον αντιφατικό και σίγουρα ατελέσφορο. Αυτή η εξαιρετικά σημαντική τελευταία κουβέντα δεν θα αναπτυχθεί περισσότερο εδώ γιατί αξίζει το δικό της αποκλειστικό χώρο.
Επανερχόμενοι και πάλι στα της χώρας μας, έχουμε επίγνωση ότι για να γίνει μια το δυνατό ολοκληρωμένη, λεπτομερής και ρητή αποτίμηση της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιδιαιτερότητας, ειδικά κατά τα χρόνια της κρίσης, θα χρειαστεί να περάσει περισσότερος χρόνος, αναμφισβήτητα είναι ακόμη νωρίς. Αντιθέτως, δεν είναι νωρίς για να αρχίσει μια μεγάλη συζήτηση. Για να υπάρξουν προοπτικές πολιτικής βελτίωσης, κρίνουμε ότι θα χρειαστούν βαθιές πολιτειακές τομές, οι οποίες για να συμβούν θα πρέπει να βγει η χώρα από τη αδράνεια. Πρέπει όμως να είμαστε πραγματιστές: δυστυχώς σε τούτο τον χούμος έχει καταλήξει να συμμετέχει καθοριστικά μόνο η κοινωνική τάξη των επαγγελματιών πολιτικών και των δημόσιων υπαλλήλων[18], με εξοβελισμένη σχεδόν ολοκληρωτικά την υπόλοιπη κοινωνία. Το καίριο ζήτημα σήμερα είναι η πολιτική στειρότητα, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχουν ακόμη εκείνα τα «ένζυμα» και τα ωφέλιμα σπερματικά αποθέματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ουσιαστικές και δημιουργικές ανακατατάξεις. Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες προοπτικές βελτίωσης συνδέονται άμεσα με την αναδιανομή της εξουσίας στους πολίτες, έτσι κρίνoνται απαραίτητα τα εξής:
  1. ο μετασχηματισμός του πολιτικού μας μοντέλου, με γνώμονα εκείνες τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και συνταγματικές αλλαγές, τις οποίες η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος μας δίδαξε ότι είναι ζωτικής σημασίας. Για παράδειγμα η μεταρρύθμιση του Συντάγματος προς μια κατεύθυνση που θα επιτρέπει τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων πρωτοβουλίας πολιτών και την ομοσπονδοποίηση της διοίκησης, όπως είχε προτείνει ο Rousseau στο The Government of Poland[19]. Ακόμη, τη δεδομένη στιγμή, είναι απαραίτητη η καθιέρωση της ελευθερίας του λόγου, κατά τα πρότυπα του Αμερικανικού First Amendment. Σκοπός ενός Συντάγματος δεν είναι απλά ο περιορισμός των εξουσιών μιας κυβέρνησης, κατά το πρότυπο του Magna Carta, αλλά και να προστατεύει το πολίτευμα από φράξιες και καρτέλ. Απαιτείται η υπέρβαση και απαξίωση των πολιτικών κομμάτων και η σταδιακή αντικατάστασή τους με νέους δημοκρατικούς θεσμούς που θα περιλαμβάνουν εργαλεία αποσυγκέντρωσης της εξουσίας και πιο άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη πολιτική. Το Σύνταγμα θα πρέπει να ανοίγει χώρους εντός των οποίων μπορούν να αναδυθούν δημόσια πεδία που θα καλλιεργήσουν το ήθος, την αρετή και την έννοια του δημόσιου αγαθού, στη βάση ενός αμιγώς ελληνικού κοσμοειδώλου. Επίσης σκοπός ενός Συντάγματος, ως ανώτατο πολιτικό και πολιτειακό κείμενο, είναι η καθιέρωση και ο καθορισμός της πολιτικής ανυπακοής απέναντι σε φαινόμενα κυβερνητικού ή άλλου αυταρχισμού, αλλά και αυτοελέγχου. Επομένως κρίνεται απαραίτητη η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου που θα ελέγχει τις πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της επίσης πληγωμένης ελληνικής Δικαιοσύνης που καθυστερεί πολύ και χρειάζεται να ενισχύσει σημαντικά την αξιοπιστία της. Οι κεντρικές κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι αποκλειστικά και μόνο εκτελεστικές (με εξαίρεση την περίπτωση πολέμου) και η διάρκεια της θητείας τους θα πρέπει να περιοριστεί σημαντικά σε σχέση με την ισχύουσα. Σε αυτή την κατεύθυνση, αναδιανομής της εξουσίας στους πολίτες και πολιτικού αγνισμού, είναι απαραίτητες και άλλες πολιτειακές τομές που χρειάζεται να συζητηθούν και/ή να επινοηθούν.
  2. η κριτική του ανόητου και αβάσιμου -αδιάφορο αν είναι αριστερής ή άλλης  προέλευσης- πνεύματος ανωτερότητας, παντογνωσίας, αντιλαϊκισμού και ελιτισμού που βλέπει τη δημοκρατία τελεολογικά ως το μέσο για την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης (προκάτ) ιδεολογίας. Αυτό το πνεύμα στις μέρες μας δημιουργεί μια φαινομενική μόνο διαφοροποίηση ανάμεσα στην αριστερή/προοδευτική  και την επονομαζόμενη νεοφιλελεύθερη πτέρυγα, αλλά και μια τεχνητή πόλωση που στα μεγάλα πολιτικά, οικονομικά και εθνικά-υπαρξιακά ζητήματα, που οπωσδήποτε βρίσκονται μπροστά μας, δεν ωφελεί συνολικά την ελληνική κοινωνία. Αντιθέτως διαιωνίζει την πολιτική ακινησία και αποδυναμώνει περαιτέρω την πολιτική βούληση εκείνων των δυνάμεων της κοινωνίας που θέλουν να συμβάλλουν σε μια ουσιαστική πολιτειακή αλλαγή.
Αν γίνει αντιληπτή αυτή η αδιαίρετη και ζωτική ανάγκη, ενδεχομένως σε δεύτερο χρόνο, μπορεί ως λαός να δημιουργήσουμε ένα κοινό όραμα και να αποφασίσουμε, επιτέλους, να αλλάξουμε το πολιτικό μας μοντέλο, διότι όπως έχουμε πει, και σε άλλες περιπτώσεις, τα καίριο ερώτημα είναι: ποιος αποφασίζει στο τέλος; Μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα μπορεί να είναι παλαιοπολιτική, να φαίνεται τώρα αδύναμη και καθυστερημένη -σε σχέση με τους μεγάλους παγκόσμιους παίκτες- αλλά το μέγεθός της, ειδικά στην ιστορική φάση που βρίσκεται η πατρίδα μας, μπορεί να αποτελέσει το βασικό της πλεονέκτημα, ώστε σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα να ξεκινήσει μια πολιτική, κοινωνική και οικονομική αναγέννηση που θα αποφασίσει να στηρίξει μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Άλλωστε πάντα ο χρόνος επουλώνει τις πληγές, ακόμη και τις χρόνιες, αρκεί να αντιμετωπιστεί ο παθογόνος και τραυματικός παράγοντας, που στην προκειμένη περίπτωση, από την πλευρά του ελληνικού πολιτικού συστήματος, είναι η βαλτώδης ακινησία του, δηλαδή η νομή της εξουσίας από ένα στενό περιβάλλον επαγγελματιών πολιτικών και δημοσίων υπαλλήλων που βρίσκονται σε στενή συνεργασία με τις ανώτατες, οικονομικά και κοινωνικά βαθμίδες.

[1] Χούμος (λατ. humus) είναι το παράγωγο οργανικό υλικό της αποδόμησης, δηλαδή του σαπίσματος των φυτών. Κάποιοι το ονομάζουν μαυρόχωμα το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα εύφορο, ενώ άλλοι το ταυτίζουν με την κοπριά (το γνωστό γόνιμο οργανικό λίπασμα που παράγεται από τα κόπρανα των φυτοφάγων ζώων).
[2] Maurice Duverger, Political Parties: Their Organization and Activity in the Modern State, London, Methuen; New York, Wiley (1954).
[3] Η μικρομεσαία τάξη είναι το αριθμητικά μεγαλύτερο, δηλαδή το πλειοψηφικό, τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που δεν χαρακτηρίζεται ως τέτοιο αποκλειστικά και μόνο με εισοδηματικά κριτήρια -πράγμα που αρέσκεται να κάνει η μαρξιστική και άλλη Αριστερά μέσα από τις ποικίλες οικονομίστικες αναλύσεις της- αλλά και με αξιακά, λαϊκής φύσης, εθνικά και ιδιαίτερα πολιτισμικά κριτήρια, όπως αυτά περιγράφονται επιτυχώς, εκτός των άλλων, με τη βοήθεια της Ελληνικής Λαογραφίας.
[4] ΤΟ ΒΗΜΑ [online], 20 January 2013. Available from: https://www.tovima.gr/2013/01/20/politics/i-dietia-poy-ektinakse-to-xreos/ (Accessed 26/06/2019).
[5] Το κόστος των ολυμπιακών αγώνων με τις απευθείας αναθέσεις έργων και τα υπέρογκα ποσά για την ασφάλεια των αγώνων, συνέβαλαν σημαντικά στον συνολικό υπερδανεισμό της χώρας.
[6] Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, κ. Γεώργιος Παπανδρέου, ανακοινώνει από το Καστελόριζο την προσφυγή της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης βάζοντας για πρώτη φορά τη χώρα σε ένα δρόμο μέτρων λιτότητας, υπό τη κηδεμονία του ΔΝΤ.
[7] Όταν λέμε πολιτικό σύστημα εννοούμε τόσο το σύνολο των θεσμών, το Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Κοινοβουλίου, κ.ά. που υποστηρίζουν το πολίτευμα όσο και το προσωπικό -αιρετό και μη- που το υπηρετεί.
[8] Το δημοκρατικό αποτέλεσμα (ή αλλιώς παράγωγο) νοείται ως ένα σύνολο αποφάσεων και πολιτικών πράξεων που επιφέρουν σημαντική αλλαγή στην κοινωνία ή μια ουσιαστική σταθεροποίηση μιας κατάστασης (επιστροφή σε μια κανονικότητα/ομαλότητα) και γίνονται με τρόπο μη αυταρχικό με την ρητή συμφωνία, απόφαση ή την συναίνεση του εκλογικού σώματος. Είναι αδιάφορο, για τους σκοπούς της ανάλυσης, αν το πρόσημο του αποτελέσματος αυτού από κάποιους εκλαμβάνεται ως θετικό και από άλλους ως αρνητικό, το βασικό κριτήριο έχει τρεις πτυχές: α) αν γίνεται με τρόπο δημοκρατικό, β) αν γίνεται στην κατεύθυνση της αναδιανομής εξουσίας στους πολλούς (τους πολίτες) και γ) αν επιφέρει πράγματι αλλαγή ή σταθεροποίηση.
[9] Ασφαλώς, σε καμία περίπτωση, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει, τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, κάποια ευρωπαϊκή χώρα -εντός της ζώνης του ευρώ- που να μην αντιμετωπίζει η κοινωνία της προβλήματα. Είτε αυτά έχουν να κάνουν με τα μέτρα λιτότητας που στα πλαίσια του ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας και ανάπτυξης επιβάλλουν άτυπα μίνι μνημόνια, είτε με τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές που οδηγούν σε πολιτισμικά και οικονομικά ζητήματα και φέρνουν αντιδράσεις.
[10] Οι ευρωεκλογές διεξήχθησαν στην Ελλάδα στις 26 Μαΐου 2019. Το εκλογικό σύστημα ήταν η απλή αναλογική. Εκτός από την Ελλάδα κάλπες στήθηκαν σε Λονδίνο, Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η Ελλάδα εξέλεξε 21 ευρωβουλευτές. Πρώτο κόμμα αναδείχθηκε η ΝΔ με ποσοστό 33,12% και οκτώ έδρες, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε 23,76% και έξι έδρες.
[11] Αναφορικά με τον οπτιμισμό και την Αριστερά, βλ. παλαιότερη ανάρτηση. Εν συντομία, μπορεί βασικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ κατά το 2015 να ήταν η «ελπίδα», ωστόσο αυτό που διακυβεύεται κάτω από βαρύγδουπες δηλώσεις του τύπου «αποκλείεται η Μέρκελ να μην δεχθεί το πρόγραμμά μας» ή «ο μόνος φόβος είναι ο φόβος» (όπως είχε δηλώσει ο πρωθυπουργός σε συγκέντρωση για το δημοψήφισμα, παραφράζοντας τον Ρούσβελτ). Αυτή η στάση δεν υποδηλώνει ελπίδα, η οποία δεν παραπέμπει στη σιγουριά της επιτυχίας, αλλά στην πιθανότητα. Αντίθετα, παραπέμπει στον φιλελεύθερο οπτιμισμό, σε αυτό που οι Γάλλοι επαναστάτες αποκαλούσαν Providencia, τη βέβαιη νίκη που θα έρθει αν το δίκιο είναι με το μέρος μας!
[12] Βλ. Jean-Jacques Rousseau, The Social Contract. Cambridge: Cambridge University Press. 1997.
[13] Με βάση τον Μαρξ (βλ. The German Ideology), οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι παρά αυτές της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή των αστών. Κατά τον Ρουσσώ (βλ. Discourse On The Origin of Inequality, 2004, Dover Publications: New York, ιδίως β’ μέρος), ο άνθρωπος γεννιέται πάντα καλός· o άνθρωπος στη φυσική του κατάσταση, για να το θέσουμε διαφορετικά, είναι αγνός και συμπονετικός, αλλά διαφθείρεται από την κοινωνία. Αν συνδυάσουμε αυτές τις δύο θεωρίες οδηγούμαστε στο εξής συμπέρασμα: η volonté générale (βλ. Rousseau, Social Contract) διαφθείρεται από τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης. Συνεπώς, ο «αγνός και συμπονετικός άνθρωπος», παρότι έχει δίκιο, δεν μπορεί να το εκφράσει σωστά διότι συνεχώς διαβάλλεται από τους παμπόνηρους αστούς. Άρα, η αντιπροσώπευση και, ιδίως, η ανάθεση της εξουσίας σε μια μικρή κομματική κλίκα επαγγελματιών πολιτικών κρίνεται σκόπιμη.
[14]
Όταν χθες στην Βάλλε Τζούλια χτυπηθήκατε με τους αστυνομικούς,
εγώ ήμουν με το μέρος τους!
Διότι οι αστυνομικοί είναι παιδιά φτωχών ανθρώπων.
Κατάγονται από την επαρχία και τις περιφέρειες των πόλεων.
Και όσο για μένα, ξέρω πολύ καλά
πώς έζησαν σαν παιδιά, όταν ήταν έφηβοι,
τις ανεκτίμητες χίλιες λίρες, τον πατέρα τους που έμεινε κι αυτός παιδί,
από την πολλή μιζέρια –που κύρος δεν προσδίδει ασφαλώς […]
Έχετε τη φάτσα του βουτυρομπεμπέ.
Σας σιχαίνομαι, όπως σιχαίνομαι τους πατεράδες σας.
(Πιέρ Πάολο Παζολίνι)
[15] Σε σχέση με τις προγραμματικές δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ κατά την προεκλογική περίοδο του 2014-2015 είναι γνωστό στο πανελλήνιο τι υλοποιήθηκε και τι όχι. Η κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, επιγραμματικά και μόνο: 1. έφερε δύο επιπλέον μνημόνια: το εξαιρετικά σκληρό, τρίτο μνημόνιο και το τέταρτο (το συμπληρωματικό) την άνοιξη του 2016. 2. μετάλλαξε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που η ίδια κάλεσε και στήριξε, εκφυλίζοντας τον σημαντικό αυτό δημοκρατικό θεσμό στα μάτια των πολιτών, 3. δημιούργησε το γνωστό Υπερταμείο, δεσμεύοντας (υποθηκεύοντας) την ελληνική δημόσια περιουσία για πολλές δεκαετίες, 4. οδήγησε σε πρωτογενή (υπερ)πλεονάσματα διαμέσου της αύξησης των χρεών προς τους Προμηθευτές του Δημοσίου, της μείωσης σε τεράστιο βαθμό του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, μέσω της καθυστέρηση των Παραγωγικών Επενδύσεων και απόδοσης των νέων συντάξεων (σε δεκάδες χιλιάδες ασφαλισμένων για πάνω από τρία χρόνια, 5. φορολόγησε βαριά (με αύξηση άμεσων και έμμεσων φόρων, εκ των οποίων πάνω από 25 ήταν νέοι) τη μικρομεσαία τάξη χωρίς αυτό το επιπλέον φορολογικό βάρος να απορροφηθεί από τα ανάλογα ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης, 6. προχώρησε στην κατάργηση του ΕΚΑΣ, 7. υπέγραψε μια κακή εθνική συμφωνία, αυτή των Πρεσπών, κάνοντας μια βιαστική προχειροδουλειά γεμάτη ασάφειες και αυταρχισμό, αδιαφορώντας για τους ξένους εθνικισμούς και για ζητήματα όπως ο σλαβομακεδονικός και ο αλβανικός αλυτρωτισμός, ο τουρκικός επεκτατισμός κλπ., 8. το μέλλον θα δείξει, ενδεχομένως, αν αυτή η κυβέρνηση έκανε εξωθεσμικές ενέργειες και παρεμβάσεις στη λειτουργία της δικαιοσύνης, 9. οι νομοθετικές παρεμβάσεις της σε ζητήματα που αφορούν το σωφρονιστικό σύστημα (βλ. Νόμο Παρασκευόπουλου) κρίνονται ήδη, ως άκρως ιδεοληπτικές και ζημιογόνες για την κοινωνία, 10. οι χειρισμοί της κυβέρνησης σχετικά με την ανεξάρτητη και αυτόνομη λειτουργία της δημόσιας τηλεόρασης (ΕΡΤ) υπήρξαν απελπιστικές καθώς τα τηλεοπτικά μέσα της ΕΡΤ μετατράπηκαν σε ένα είδος PRAVDA, κοινώς σε επικοινωνιακά εργαλεία υπό τον πλήρη κομματικό έλεγχο του πολιτμπιρό του ΣΥΡΙΖΑ, 11. οι αλλαγές στην δημόσια εκπαίδευση έγιναν με συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόσημο -κατά τη γνώμη μας καταστροφικό- και όχι με κριτήριο τη βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά με βάση το μηδενισμό και το μίσος για την ελληνική παράδοση και την ιστορία (βλ. κατάργηση των αρχαίων και των λατινικών, κατάργηση της αρχαίας γραμματείας στο σύνολό της, εισαγωγή της κοινωνιολογίας, κ.ά), 12. η κυβέρνηση και τα κομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ προώθησαν συστηματικά λογικές πολιτικής ορθότητας και λογοκρισίας/αυτολογοκρισίας δείχνοντας ανησυχητικά σημάδια αυταρχισμού και προσπάθειας περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, 13. η διαχείριση του τεράστιου μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε από ανύπαρκτη ως άκρως ανεπαρκής, 14. συνέβαλλε καθοριστικά στον εκχυδαϊσμό του δημόσιου λόγου πλήττοντας περαιτέρω το ήθος και το ύφος της πολιτικής επικοινωνίας, 15. δεν έφερε απτά αποτελέσματα σε σχέση, με την πολυδιαφημισμένη προεκλογικά, πάταξη της μεγάλης διαφθοράς και του πελατειακού κράτους, αντιθέτως μας έδωσε την αίσθηση ότι στην καλύτερη περίπτωση άφησε το «σύστημα» ανέγγιχτο και στην χειρότερη προσπάθησε (και κατάφερε) να εδραιώσει το δικό της πελατειακό σύστημα, με διορισμούς ημετέρων ακολουθώντας τις συνήθεις πρακτικές.
[16] Μια τέτοια θέση εξέφρασε, για πολλοστή φορά, ο κ. Κώστας Δουζίνας, ακαδημαϊκός και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, σε πολιτική εκπομπή (26/06/2019) όπου ήταν φιλοξενούμενος στο τηλεοπτικό κανάλι Alpha.
[17] Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, ως προς την Ευρώπη, ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη απ’ τα χρόνια του ΚΚΕ Εσωτερικού δήλωνε κόμμα ευρωκομμουνιστικό και υπέρ της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σήμερα φαντάζει τουλάχιστον αντιφατικό να λέγεται από τους ριζοσπάστες πως οι Έλληνες που μένουν στο εξωτερικό -για έναν περίεργο λόγο- είναι «δυστυχία» για τη χώρα και όχι ενθουσιασμός και χειροκροτήματα για τη συμμετοχή στο μεγάλο πολυπολιτισμικό χάπενινγκ!
[18] Σίγουρα θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μια ανάλυση του ελληνικού δημόσιου κλάδου, των υποκατηγοριών και των ιεραρχιών του. Ώστε να γίνει αντιληπτό ποιοι είναι σήμερα οι δημόσιοι υπάλληλοι, σε τι πιστεύουν, πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι τον εαυτό τους σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες. Είναι μια αυτοτελής τάξη; Τα σημεία δείχνουν ότι αυτό που λέμε γενικά και αφηρημένα «ελληνική Αριστερά» μάλλον συμπίπτει κοινωνιολογικά με τη μεγαλύτερη πλειοψηφία του πιο εύρωστου -οικονομικά και κοινωνικά- δημοσίου τομέα με εξαίρεση τους περισσότερους κληρικούς -για ιστορικούς κυρίως λόγους. Η αίσθησή μας είναι ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στων οποίων τις ανάγκες και τα προβλήματα επικεντρώνεται συνεχώς και εντελώς ασύμμετρα (δίπλα σε αυτά των συνταξιούχων) ο δημόσιος λόγος, στην πραγματικότητα βρίσκονται, κατά μέσο όρο, πολύ πιο ψηλά στην κλίμακα ευημερίας (οικονομικής και κοινωνικής) της χώρας, από όσο κάποιοι, τα ΜΜΕ για παράδειγμα, αρέσκονται να παρουσιάζουν.
[19] Βλ. Jean-Jacques Rousseau. The Government of Poland. 2005. New England: Dartmouth College Press
Ετικέτες: