Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκε
κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιος καπάκωσε
μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα
να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου κοινοτικό
αίσθημα να συμπίπτει με κείνο των αρίστων; Τι
έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη
βλέπουμε; Ο αέρας που ακούμε αλλά δεν τον εισπνέουμε;
Ο. Ελύτης[1]
Η κοινότητα δεν υπήρξε μια συσσωμάτωση αδιάφορη για το μάτι των ερευνητών. Από νωρίς διαπιστώθηκε, ότι η εξέταση της θα έθετε κρίσιμα προβλήματα και θα αποκάλυπτε ουσιώδεις πτυχές της νέας ελληνικότητας.
Σε πολλές περιπτώσεις θεωρήθηκε ως δημοσιονομικός θεσμός της τουρκοκρατίας, ενώ σε άλλες προσδιορίστηκε η γενεαλογία της στο αρχαίο άστυ και σε σταθερούς γεωοικονομικούς παράγοντες. Δείγμα των ποικίλλων απόψεων που διατυπώθηκαν είναι και η σύνδεση της με την οργάνωση της οικονομικής ζωής κατά την εποχή του Βυζαντίου. Επιπροσθέτως υποστηρίχθηκε ότι η κοινότητα αποτέλεσε μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που άνθισε στα Βαλκάνια υπό διάφορες μορφές και γενικότερα στην ορθόδοξη ανατολή (Ρωσία, παρευξείνιες χώρες). Φαίνεται να υπάρχει μια γενική συμφωνία, ότι η σημασία της κοινότητας αρχίζει να υποχωρεί αμέσως μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους και το τέλος της κυβερνήσεως Καποδίστρια. Στα πλαίσια μιας απαισιόδοξης ερμηνείας, η κοινότητα δεν έχει πλέον θέση σε μια διαρκώς εκτεχνικευμένη κοινωνία και αναγκαστικά θα ακολουθήσει την μοίρα του διαρκώς συρρικνούμενου γεωργικού τομέα. Αντίθετα, κατά άλλες εκτιμήσεις, τα σύγχρονα πληροφοριακά δίκτυα και η αλματώδης ανάπτυξη των μέσων συγκοινωνίας, ευνοούν την αποκεντρωμένη οργάνωση του πολιτικού και κοινωνικού βίου.
Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ερεύνησε ενδελεχώς την νεοελληνική κοινότητα. Η σκέψη του μετατοπίστηκε απο μια εξαντλητική και επιτυχή συλλογή πρωτογενούς υλικού στην ανάδειξη της κοινότητας σε μια «πραγματική ουτοπία» προορισμένη να συγκρουστεί στο χώρο της ιδεολογίας με άλλες «πραγματικές ουτοπίες». Ο Καραβίδας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινότητα όχι μόνο υπήρξε, αλλά διεκπεραίωνε λειτουργίες διοικητικές και παραγωγικές. Γηγενής αντικαπιταλιστικός θεσμός, δημιούργημα εν πολλοίς γεωοικονομικών παραγόντων, είναι αναγκαία σε κάθε στάδιο της τεχνικής εξέλιξης και κλειδί για την κατανόηση του νεοελληνισμού.
Ο Κ. Καραβίδας βρίσκει έναν αναπάντεχο σύμμαχο σε ορισμένα κείμενα του Κ. Μαρξ, τα οποία ξεφεύγουν από τον νομοτελειακό εξελικτισμό που διακρίνει τον βασικό πυρήνα της σκέψης του.
Σε δύο επιστολές του ο Κ. Μαρξ το 1877, Προς τον Μιχαηλοφσκι και το 1881, προς τη Βέρα Ζάσουλιτς τάσσεται με όσους στην Ρωσία «στην ζωτικότητα της συνεργατικής αγροτικής κοινότητας» βλέπουν το σπόρο για εκέινο που θα ονομάζαμε σήμερα «μη καπιταλιστική ανάπτυξη» προμηνύοντας τον κομμουνισμό.[2] Όπως υπογραμμίζει Ε. Μπαλιμπάρ, που παραθέτει τα κείμενα του Μαρξ, η κοινότητα «μπορεί να χρησιμεύσει για την «αναγέννηση της Ρωσίας», δηλαδή για την οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, αποφεύγοντας τους «ανταγωνισμούς», τις «κρίσεις», τις «συγκρούσεις» και τις «καταστροφές» που σημάδεψαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δύση, δεδομένου ότι η κοινοτική μορφή είναι σύγχρονη (όρος στον οποίο ο Μαρξ επανέρχεται με επιμονή) με τις πιο αναπτυγμένες μορφές της καπιταλιστικής παραγωγής, τις τεχνικές της οποίας μπορεί να δανειστεί από τον περιβάλλοντα «χώρο».[3] Είναι βέβαιο ότι αν οι Σοβιετικοί είχαν επιλέξει να σεβαστούν την κοινοτική παράδοση θα ήταν εντελώς διαφορετική η εξέλιξη των κοινωνιών τους.
Η κοινότητα δεν αντιτίθεται απαραίτητα στην ύπαρξη ισχυρής κεντρικής αρχής, όπως τεκμηριώνεται από το γεγονός της παρουσίας της κατά την βυζαντινή και οθωμανική κυριαρχία. Θα αναμέναμε ενδεχομένως από τον Καραβίδα να ερμηνεύσει την κοινότητα, ως απότοκο της απουσίας προτεσταντικού ήθους που η δραστική του παρουσία σε χώρες της Δύσης ευνόησε την υπολογιστική οργάνωση του βίου και την ατομική συσσώρευση πλούτου. Μια τέτοια οπτική, που εκκινά βέβαια από τους προβληματισμούς του M. Weber αλλά και με την συνδρομή άλλων αιτιοτήτων, όπως του γεγονότος ότι στην οθωμανική κυριαρχία η γη θεωρείτο ότι ανήκε στον Θεό και στον γήινο εκπρόσωπο του τον Σουλτάνο, την ισότιμη αποδοχή του εθιμικού δικαίου και του ρωμαϊκού δικαίου, μπορεί να εξηγήσει την μακρά απουσία από την νεοελληνική κοινωνία μιας αυθεντικά δυτικής εκδοχής της κεφαλαιοκρατίας –που σημαίνει όχι μόνο συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις αλλά και συγκεκριμένο ήθος σαν αυτό που αδρότατα μας περιέγραψε ο W. Sombart στο έργο του «Αστοί» και την πεισματική εμμονή της, στην κοινότητα ή σε αποτυχημένες εκδοχές του κοινοτικού συνεργατισμού. Ο Καραβίδας δεν γοητεύτηκε από την σκέψη του M. Weber. Απέδωσε την κοινότητα σε ένα σύνολο αξιών που κληρονομούνται στον νεοελληνισμό κατευθείαν από το αρχαίο άστυ καθώς και σε αναλλοίωτους γεωοικονομικούς παράγοντες. Το έργο του είναι εκτενέστατο. Περιλαμβάνει δημοσιεύσεις σε περιοδικά που εκδίδονταν ανάμεσα στο 1920-1930 όπως στην Πολιτική Επιθεώρηση του Ι. Δραγούμη και στην Κοινότητα του Ν. Μαλούχου και έργα όπως Η κοινοτική πολιτεία, Αγροτικά, Μακεδονικοί Ύμνοι, Γεωοικονομία και κοινοτισμός, Ευρωπός, Η μακεδονοσλαβική αγροτική κοινότης, Η Δημοκρατία και η Αυτοδιοίκησις εν Ελλάδι, Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός, Η τοπική αυτοδιοίκησις και ο επιχώριος εν Ελλάδι οικονομικός ρεζιοναλισμός –οικονομικαί, κοινωνικαί και πολιτικαί εφαρμογαί του κοινοτισμού επί του ουσιαστικού περιεχομένου της δημοκρατίας εν Ελλάδι. Παρά τον ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο γραφής και τις επιμέρους πιθανές ενστάσεις το έργο του Κ. Καραβίδα περιέχει ανεκτίμητο πλήθος πρωτογενών παρατηρήσεων και σκέψεων.
Ο Κ. Καραβίδας μεταβαίνει από την διοικητική-δικαιακή ερμηνεία της κοινότητας στην κοινωνική-οικονομική στο έργο του Κοινοτική Πολιτεία (έκδοση του ιδίου, Αθήναι 1935). Τυπικό παράδειγμα ανεξάρτητου στοχαστή –αν και κριτικός υποστηρικτής του Ε. Βενιζέλου–, σε έργα του όπως τα «Αγροτικά» είμαστε αντιμέτωποι με το ισχυρό πάθος του να συλλέξει πρωτογενή δεδομένα –πολύτιμα για τον κοινωνιολόγο όσο και τον ανθρωπολόγο– για το τσελιγκάτο, την Πατριά (Ζάντρουγκα), το βαλκανικό κεφαλοχώρι, το τσιφλίκι, τους ελεύθερους μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές, ενώ εξετάζει με ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο τα κοινωνικά αίτια της ληστείας. Στην Κοινοτική Πολιτεία περιέχονται οι θέσεις του Κ. Καραβίδα για την κοινοτική μεταρρύθμιση, διατυπωμένες με σαφή και συστηματικό τρόπο. Ενδιαφέρεται να παρουσιάσει την κοινότητα, τον κοινοτισμό ως διακριτό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα τόσο έναντι των συνεταιριστών όσο και έναντι των φιλελεύθερων και των κρατιστών. Δευτερευόντως ανιχνεύει την γενεαλογία της κοινότητας και της πολιτικής θεωρίας του κοινοτισμού.
Ο Κ. Καραβίδας αντί να ηθικολογεί για το θέμα της ληστείας επισημαίνει ως αίτιά της την εξασθένηση «της οικονομίας των ορεινών αυτών περιοχών το δε άλλο η έντασις των δημογραφικών περισσευμάτων του πληθυσμού εις τας ιδίας περιοχάς».[4] Περισσότερο αναλυτικά γράφει ότι οι μη απασχολούμενοι πληθυσμοί της ορεινής Ελλάδας είχαν τρεις διαφορετικές επιλογές: α. Μετανάστευση, β. Επάνδρωση του κρατικού τομέα, γ. Συγκρότηση ληστρικών ομάδων. Επίσης θεωρεί ότι η στήριξη της αγροτικής παραγωγής στο ανώνυμο κεφάλαιο, στην μηχανή και γενικά σε «εκκεφαλαιοκρατισμένες μορφές οργανώσεως» θα την καταστήσει ευαίσθητη στις κρίσεις. Καταλήγει δε ότι είναι ανόητο «να ζητάτε να βελτιώσετε, με μορφές οργανώσεως καφαλαιοκρατικές, μιαν χώραν φύσει μη κεφαλαιοκρατικήν˙ μόνον προσωρινάς θέσεις με μεγάλους μισθούς θα έχετε εις το κέντρον».[5]
Ο Κ. Καραβίδας διαβλέπει το οικονομικό ναυάγιο των μικροϊδιοκτητών και την επακόλουθη συγκέντρωση πλούτου. Γι’ αυτό τους συμβουλεύει ότι έχουν συμφέρον «να διατηρήσουν μεν το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και να υποταχθούν εις μιαν πολιτικήν αρμονιστικήν και συνθετικήν των μικρών-μικρών από πολλών πηγών πολλαπλών πόρων εφ’ ων στηρίζονται, και να ολοκληρώσουν την οικονομία των εντός του πλαισίου των πατροπαράδοτων κοινοτικών θεσμών˙ εξήγησα δε ότι η τοιαύτη ολοκληρωμένη κοινότης, η κοινότης δηλαδή της παραγωγής, της βιομηχανίας και ει δυνατόν και του εμπορίου ωρισμένων εκ των πρώτων υλών της χώρας μας, αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεσιν παντός ευρυτέρου ομαδικού σχηματισμού».[6]
Ο Κ. Καραβίδας υποστηρίζει ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία δεν μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά δίχως «την εγκαθίδρυσιν ειδικών λειτουργιών κοινοτικών και δη χαρακτήρος κατά βάσιν αναγκαστικού, ως είνε ο σχηματισμός της ντάμκας των ομοειδών καλλιεργειών, η κατάλληλος συγκρότησις της νομευτικής μονάδος (λειβάδι) και η αγροφυλακή».[7] Επίσης δίνοντας μια σύνοψη των στοιχείων που συμπίπτουν για την δημιουργία της κοινότητας ως πλήρους κοινωτικο-οικονομικής οντότητας αναφέρει ότι «η τελική φυσιογνωμία πάσης ανθρώπινης κοινωνικής συνθέσεως είναι πάντοτε προϊόν αλληλοπροσαρμογής των τριών τούτων στοιχείων του φυλετικού, του πολιτιστικού και κυριώτατα του γεωοικονομικού».[8]
Ο πολιτικός χαρακτήρας της κοινότητας περιέχει στοιχεία δημοκρατίας και αριστοκρατίας: «Η επιτυχής προσαρμογή των ως άνω στοιχείων μέσα εις τα τόσον ποικίλα και διαφορικώτατα τοπεία των βάθεως τετμημένων Μεσογειακών και δη των Ελλήνικών χωρών έφερεν εις την διαμόρφωσιν ωρισμένων ειδικών θεσμών –κατ’ ουσίαν ειδικών εν τη προσαρμογή παραλλαγών του εκάστοτε αναγκαίου δια την παραγωγήν συνδυασμού κεφαλαίου και εργασίας– θεσμών που είναι πανάρχαιοι εν Ελλάδι, γενικά δε γνωστοί με το όνομα «Κοινοτικοί», που έχουν τον τύπον της αληθινής αξιολογικής (προσωπικής δηλαδή και όχι κληρονομικής) αριστοκρατικής δημοκρατίας και που η άνθισις των συνέπεσε πάντοτε με τις ισχυρότερες εκλάμψεις του πολιτισμού εις την Μεσόγειον και με την γονιμωτέραν ατομικιστικήν κίνησιν και διασταύρωσιν των λαών αυτής».[9] Οι κοινοτικοί θεσμοί κατά τον Κ. Καραβίδα συνιστούν τον «έμπρακτο συνεργατισμό» και την «αληθή ελευθερία».
Σε έργα, όπως τα εγγειωβελτικά, που είναι αδύνατο ή οικονομικά ασύμφορο να πραγματοποιηθούν από μεμονωμένους αγρότες ή αγροτικές οικογένειες, απαιτείται η σύνθεση κεφαλαίου-εργασίας από την κοινότητα, γεγονός που σε ορισμένες περιπτώσεις έγινε με θετικά αποτελέσματα.
Ο Καραβίδας ανιχνεύει στοιχεία κοινοτικού συνεργατισμού στους νομάδες ή ληστοπειρατές. Όπως και ο Μοσχοβάκης χρησιμοποιεί την αγγλική κοινωνία ως παράδειγμα. Γράφει χαρακτηριστικά αιτιολογών την αποικιακή αγγλική εξάπλωση: «Διισχυρίζομαι, ότι όλα αι κατόπιν επιτυχίαι δεν είναι παρά η λογική συνέπεια μιας προσφυούς προσαρμπγής των αρχικών οργανικών κυτάρων του νομαδικού Τσελιγκάτου και της ληστοπειρατικής Συντροφιάς εις τους όρους που απήτησεν η οργάνωσις της αποικιακής εξαπλώσεως των κομπανιών του διαμετακομιστικού εμπορίου, της ωκεανείου ναυτιλίας, του πολεμικού στόλου, της βιομηχανίας, της τραπεζικής πρακτικής, της πίστεως και της φινάτσας του διεθνούς κεφαλαίου, του οποίου την εμπιστοσύνην κατέκτησαν οι Άγγλοι».[10]
Δίχως την ανάπτυξη του κοινοτικού συνεργατισμού, η ανάπτυξη του οικονομικού προϊόντος (υπό διάφορες μορφές) είναι επικεφαλής, η παρουσία του ενός είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τον άλλο, ώστε δύο επιλογές αναγκαστικά ακολουθούν: η ερήμωση, η μετανάστευση ή ο εμφύλιος πόλεμος. Δυστυχώς στην Ελλάδα, μετά την παρακμή του κοινοτικού συνεργατισμού, τις δοκιμάσαμε και τις δύο.
Αναζητώντας ο Καραβίδας τους λόγους της προϊούσας αποσύνθεσης των κοινοτήτων επισημαίνει ότι: η «θανάσιμος γραμματολογία» και η «ηθοφθόρος αποσυνθετική αντίληψη του ατομικού ανθρώπου» που παρανόησε την αρχαία ελληνική παράδοση καθώς και οι παρεμφερείς αντιλήψεις της γαλλικής επανάστασης υπονόμευσαν τα πνευματικά θεμέλια του κοινοτισμού. Εξίσου δυσμενής υπήρξε η επίδραση του «ξενικού κοινοβουλευτισμού». Γνωρίζουμε ότι στην χώρα μας ο κοινοβουλευτισμός, παρά το γεγονός ότι υπήρξε από τις πρώτες χώρες που εισήγαγαν την καθολική ψηφοφορία, λειτούργησε ως μέσο διοχέτευσης της ξενικής επιρροής και της πολιτικής κυριαρχίας των «τζακιών».
Ο Καραβίδας μνημονεύει τον Παπαρηγόπουλο, τον Σάθα, τον Βλαχογιάννη, τον Κοκκώνη ως υπερασπιστές των κοινοτικών θεσμών. Μια ουσιώδης διαφορά που χαρακτηρίζει τη σκέψη του Καραβίδα σε σχέση με όλους αυτούς, αλλά και τον Μοσχοβάκη, είναι ότι δεν αρκείται να προσθέσει την κοινότητα ως μια επιπλέον διοικητική βαθμίδα, αλλά την αντιπαραθέτει προς το κοινοβούλιο. Οι προθέσεις όπως θα δούμε κατόπιν πιο συγκεκριμένα δεν είναι η δικτατορία, ούτε η πεφωτισμένη δεσποτεία (Καποδίστριας) που θα πραγματώσει εκ των άνω τον αστικό εκσυγχρονισμό, αλλά η ριζική μεταρρύθμιση του κοινοβουλίου. Περισσότερο αναλυτικά για την μεταρρύθμιση του κοινοβουλευτισμού γράφει ο Καραβίδας στο δοκίμιο του Η Δημοκρατία και η αυτοδιοίκησις εν Ελλάδι.[11]
Για τον Ι. Δραγούμη με τον όποιο είχε συνεργαστεί στην Πολιτική Επιθεώρηση σημειώνει: «εκ της αγωγής του και εκ του είδους της εργασίας του ως και εκ της ζωηράς αναμίξεώς του εις τας διεκδικήσεις της Μεγάλης Ιδέας (ήτις είχεν εννοηθεί κατά τρόπον αντίστροφον προς τα πραγματικά προβλήματα της οργανώσεως των Κρατών και της Διοικήσεως των λαών και των τόπων εις ους απέβλεπεν) αν και κατά σειράν παρεσύρθη εις όλας τας τότε κυκλόφορούσας κοσμοθεωρητικάς κοινωνικάς αντιλήψεις και καλλιτεχνικάς ροπάς – εν τούτοις δεν έλειψεν απο του να διαισθανθή και να διατυπώση ποιητικώς μεν περιγραφικώς (ούχι αναλυτικώς και συστηματικώς) πλην μετά μεγίστης οξύτητος την εγγενή δια τον ελληνισμόν αξίαν της κοινοτικής μας παραδόσεως».[12]
Έτσι η έννοια της κοινότητας σταδιακά λαμβάνει πολεμικό χαρακτήρα. Διακρίνει όσους επιλέγουν μία περισσότερο γηγενή και συλλογική οργάνωση του οικονομικού και πολιτικού βίου από όσους ευθυγραμμίζονται με έναν νόθο αστισμό και έναν κολοβωμένο κοινοβουλευτισμό, υπηρέτη της ξένης επέμβασης και των κυρίαρχων προαστικών δυνάμεων. Παρότι οι δυνάμεις αυτές συνήθως είχαν μια εξίσου κυρίαρχη παρουσία και στις κοινότητες, προτιμούν τελικώς να συνασπιστούν πίσω από τον μονάρχη και το κοινοβούλιο ή κατά προτίμηση να ακολουθήσουν στρατιωτικά κινήματα επιλέγοντας κατά τον προσφυή λόγο του Σ. Μάξιμου, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία. Ο Καραβίδας προβάλλοντας μεθοδικά τον κοινοτισμό προσπαθεί να επιτύχει ότι δεν επέτυχε η πεφωτισμένη δεσποτεία του Ι. Καποδίστρια, να αποδώσει πολιτική δυναμική στις λαϊκές συσσωματώσεις.
Συχνά ο Καραβίδας επανέρχεται στην συγκριτική διαφορά του γαλλικού ατομικισμού με τον αγγλικό κοινοτισμό. Η σημασία αυτής διαφοροποίησης, κι αν ακόμη υπήρξε, σταδιακά μηδενίζεται. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η νοηματοδότηση της ελευθερίας, όχι ως αποθέωση του ατομικισμού αλλά ως ιεραρχική ένταξη του ατόμου μέσα στην κοινότητα ή εναλλακτικά στην πατριαρχική ή νομαδική οικογένεια. Σημειώνει δε «Η καθυποβολή εις την ιεραρχίαν και εις την πειθαρχίαν του άστεως τούτου, ήτο πράγματι ο μόνος τρόπος ίνα ο καθείς αποκτήση την οντότητά του ως ανθρώπου, να περιβληθή την προσωπικότητα αυτού ως ατόμου, να καταστή δε ούτω ένας συντελεστής τάξεως και προκοπής, όχι αναρχίας.[13] Βέβαια η ένταξη του ατόμου στην πατριαρχική οικογένεια ή στην συνεργατική κοινότητα, μπορεί να ήταν αναγκαία και σωστική αλλά σε πολλές περιπτώσεις να ήταν ασφυκτική. Δίχως άλλο αν δεν υπήρχε μια ελάχιστη συναίνεση των μετεχόντων, οι συσσωματώσεις αυτές δεν θα επιβίωναν για το διάστημα που επιβίωσαν. Η ελευθερία, κατά τον Καραβίδα, δεν έχει αρνητικό νόημα –ελευθερία απο κάτι– αλλά θετικό, ελευθερία για κάτι: «η δική μας κοινότητα προϋποθέτει όχι μια αρνητική ατομιστική ελευθερία αλλά μια θετική κατάφασι και μια πύκνωσι της τάξεως των ατόμων μέσα στην οργανική ομάδα όπου ο καθένας ημπορεί να βρή της μόνες πιθανές δυνατότητες πρακτικής ατομικής ελευθερίας και ισότητος˙ έτσι ακριβώς ήταν και στο αρχαίον άστυ, έτσι είνε και τώρα στην κοινότητά μας».[14] Εμφατικότερα ο Καραβίδας επισημαίνει «ότι αντίθετα από αυτό που γίνεται στο σημερινό αστικό κράτος, το άτομο δεν θάχη πλήρη προσωπικότητα αν δεν μετέχη σε μια ωρισμένη ομαδική μονάδα της παραγωγής της χώρας όπου ζη».[15]
Ο Καραβίδας, είναι υποχρεωμένος να επανερμηνεύσει την θέση του πολίτη στο αρχαίο άστυ, διότι από αυτό προμηθεύονται υποδείγματα όλοι οι νεώτεροι απολογητές του ατομικισμού: «Η παρεξήγησις έγκειται εις το ότι πουθενά το ελεύθερο άτομο δεν ήταν τόσο οργανικά εντεταγμένο και αντικειμενικά ιεραρχημένο όσο στην αρχαία ελληνική κοινοτική ομάδα. Η πτώσις άλλωστε της Ελλάδος συνδέεται εσωτερικά όχι με την ύστερη υποδούλωση στους ξένους επιδρομείς αλλά με την διάλυσι εκείνης της πρώτης ομάδος και με την εξασθένησι του κοινοτικού εταιρικού πνεύματος, το οποίον βάσταξε από τον Πυθαγόρα έως το ύστατο σπαρτιατικό συσσίτιο κάτω από άπειρες μορφές και το οποίον εμφανίστηκε από περίοδο σε περίοδο πολύ συχνά όπως και πρόσφατα στης προεπαναστατικές κοινότητες της Ηπείρου των νησιών και άλλων μερών της Ελλάδος και της Μεσογείου».[16]
Ο Καραβίδας για να αποσαφηνίσει την έννοια του κοινοτικού συνεργατισμού αναφέρεται στους Υδρο-σπετσιώτες συντροφοναύτες και τα Ζαγόρια της Ηπείρου ανάμεσα στο 1700 και 1820. Στην δεύτερη περίπτωση η εισροή μεταναστευτικών πόρων δεν ευνοούσε την χαλάρωση αλλά αντίθετα συνέπεσε η ένταση της εργασίας με την ακμή της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της βιοτεχνίας. Επιπλέον η τοπική εξουσία εδεχόταν τον άμεσο και σκληρό έλεγχο της κοινότητας ώστε «η ισορροπία ήτο δυναμική, η ιεραρχία γνησία και οι κυρώσεις άμεσοι».[17] Παρ’ όλα τα θετικά στοιχεία, που ο Καραβίδας απαριθμεί, αποφεύγει να αναδείξει την κοινότητα, σε «παγκόσμιο πρότυπο», διατηρεί μια αναγκαιότητα τοπική. Όμως σε άλλα κείμενα του θα εγκαταλείψει τον συνεσταλμένο σκεπτικισμό του για χάρη ενός ενθουσιώδη «κοινοτισμού».
Ο Καραβίδας ονομάζει τις κοινότητες τα κυριότερα αντικαπιταλιστικά κύτταρα του ελληνικού χώρου. Η κριτική που ο ίδιος προβαίνει στον καπιταλισμό είναι εξαντλητική: «Τα αποτελέσματα της εξελίξεως ταύτης δεν ήργησαν να φανούν και ήσαν γενικώς μεν η απερίφραστος υποταγή των πάντων εις την ύλην, ειδικώτερον δε η υποδούλωσις των ως προς τας πρώτας μαζικάς ύλας πτωχών χωρών, ως και η συντριβή όλων των ασθενέστερων κλάδων της παραγωγής, έτι δε και αυτών των προσώπων, που δεν ηδύναντο να συναγωνισθούν εις την διεθνήν αγοράν – δηλαδή να δώσουν εις το ανώνυμον διεθνές κεφάλαιον το επιζητούμενον και, κατά το ελάχιστον αυτού όριον, εν τω συναγωνισμώ καθωρισμένον μείζον κέρδος εκ της παραγωγής αυτών και εκ της εργασίας των. Αλλά μήπως, θα μ’ ερωτήση τις, ως εκ του σχηματισμού του, το ανώνυμο αυτό διεθνές κεφάλαιον, ως και τα κέρδη του, δεν επρόκειτο πάντοτε να ξαναγυρίσουν και κατά τον δημοκρατικώτερον τρόπον να ξανακατανεμηθούν και να πλουτίσουν και την πτωχυτέραν καλύβην, ήτις θα ηδύνατο ανετώτατα να είχε συμμετάσχει εις την συμπόσωσιν αυτού; Δεν είναι όμως έτσι, δυστυχώς˙ διότι, πίσω από το προσκήνιον της ελευθερίας, η τεράστια αυτή δύναμις του διεθνούς ανωνύμου κεφαλαίου, εκφυγούσα από τας χείρας που επαξίως και υπευθύνως ηγούνται των διαφόρων κλάδων της παραγωγής, περιήλθεν εις την διάθεσιν της διεθνούς τραπεζιτικής γραφειοκρατίας και των πρωταθλητών του χρηματιστηρίου, των πλέον ανευθύνων δηλαδή προσώπων˙ η δε περιβόητος ανακατανομή δεν απέδωσεν παρά θύελλας μόνον και μάλιστα ιδιαιτέρως βαρείας εις εκείνα τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία είχαν εμπιστευθεί την τύχην των εις μηχανισμούς τόσον μεμακρυσμένους από την άμεσον αυτών αντίληψιν».[18]
Η σύγκρουση χρηματιστικού και παραγωγικού κεφαλαίου είναι μια σταθερά της καπιταλιστικής οικονομίας όσο και ο κερδοσκοπικός οίστρος των χρηματιστηρίων.
Οι κοινοτικοί θεσμοί τονίζουν το προσωπικό στοιχείο και μπορούν να εγγυηθούν την «προσφυεστέραν τεχνική και κοινωνική αγωγή» όπως και την οργανωμένη μεταναστευτική κίνηση πληθυσμών που δεν χωρούν μέσα στο ελληνικό γεωπολιτικό πλαίσιο.
Ο Καραβίδας θεωρεί ότι ο καπιταλισμός, όπως και κάθε κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, θα πρέπει να προσαρμόζεται στις αναγκαιότητες κάθε τόπου. Υποστηρίζει ότι η εισαγωγή του καπιταλισμού θα οδηγήσει πολλές περιοχές σε ερήμωση. Βέβαια ο καπιταλισμός δεν προϋποθέτει τον σεβασμό των παλαιότερων παραδόσεων αντίθετα στοχεύει στην ομογενοποίηση του κόσμου με την καταστροφή κάθε ετερότητας. Αυτό που ακολουθεί δεν είναι η επέλευση του παγκοσμίου προλεταριακού πολιτισμού, όπως θα επιθυμούσε ο Μαρξ, αλλά η γενικευμένη ανομία.
Ο Καραβίδας αποβλέπει στην αναζωογόνηση της γεωργικής οικογενείας, που θα ασχολείται με ποικιλία καλλιεργειών, αντί της μονοκαλλιέργειας και την συγκρότηση του κοινοτικού-συντροφικού συνεργατισμού. Περισσότερα στοιχεία για την γεωργική οικογένεια παραθέτει ο Καραβίδας στα Αγροτικά.
Ο Καραβίδας φαίνεται να μην λαμβάνει υπ’ όψιν του ή να αγνοεί τις κατηγοριοποιήσεις του Ταίνις στο Κοινότητα και Κοινωνία. Πολλές φορές διευρύνει τόσο πολύ τον ορισμό της κοινότητας ώστε την καθιστά εννοιακά αδρανή. Όμως αντιπαραθέτει τον οργανικό χαρακτήρα της κοινότητας προς τον μηχανικό των άλλων κοινωνικών σχηματισμών. Παρόμοια είναι και η ερμηνεία της κοινοτικής ιεραρχίας: «Στη μάζα (και του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού) η ιεραρχία είνε μηχανική, πλήρης συνεπώς και συντριπτική, εξαντλητική, πράγμα άλλως τε απαραίτητο για την οργάνωσι και την δημιουργική κίνησι των απεράντων όγκων του αψύχου και του εμψύχου υλικού, όγκων με τους οποίους τα καθεστώτα αυτά εργάζονται˙ επίσης στη μάζα η ισότης είνε εντελώς αφηρημένη, γιατί φυσικά στην πράξι δεν μπορεί να υπάρξη ποτέ η ιδανική και νομική μηχανική ισότης. Στην ομάδα η ιεραρχία και η ισότης είνε οργανικές και γι’ αυτό είνε πιο άνετες πιο εύπλαστες. Και η σχέσις του ατόμου προς το άτομον και προς την φύσιν είναι, με μια λέξι, άλλη στην ομάδα και άλλη στη μάζα».[19]
Οι συνεταιρισμοί όπως συγκροτούνται στην Αγγλία και την Γερμανία αυθόρμητα ή με την επιρροή των ιδεών των κοινοτιστών Φρ. Ραϊφάϊζεν και Χ. Σούλτσε είναι για τον Καραβίδα «προϊόν και συγχρόνως σύμπτωμα της επικρατήσεως της νέας επαναστάσεως και του καπιταλιστικού καθεστώτος»[20] και γι’ αυτό αναγκασμένοι να προσαρμόζονται ολοένα και περισσότερα στην καπιταλιστική πραγματικότητα. Κατά τον Καραβίδα η κρίση του καπιταλισμού είναι η αδυναμία εύρεσης νέων αγορών όπου θα τοποθετηθούν προϊόντα και εργατικά χέρια, Σταδιακά θα μεταβαίνει σε συστολή των ατομικών ελευθεριών, παρά των αντιθέτως διακηρυχθέντων, ενώ ο συνεταιρισμός αποτελεί αποκλειστικά την παθητική αντιμετώπιση των αδήριτων αναγκαιοτήτων της καπιταλιστικής οικονομίας. Αντί λοιπόν της ευρείας εισαγωγής συνεταιρισμών που θα δημιουργήσουν ένα πρόσθετο γραφειοκρατικό βάρος, ο Καραβίδας προτείνει να στηριχθούμε στην γηγενή αντικαπιταλιστική παράδοση του κοινοτικού συνεργατισμού.
Ενδιαφέρον είναι ότι ο Καραβίδας δεν αγνοεί τον Χέγκελ, αφού δίχως να τον κατονομάζει επικρίνει ανωνύμως τους φιλοσόφους «οίτινες αντί να επιδοθούν εις τα θεία έργα της μουσικής, της ποιήσεως και της φιλοσοφίας, επεζήτησαν να θεοποιήσουν την Πρωσικήν Μοναρχίαν και να πραγματοποιήσουν την ιδεατή έννοιαν της Πολιτείας».[21]
Ο Καραβίδας αναφέρεται στον αποθεμελιωτικό ρόλο της «θύραθεν εισαγώμενης νομοθεσίας». Στον παράγοντα αυτό δηλαδή στην δυσμενή επίδραση επί των κοινοτήτων του εισαγόμενου ρωμανο-γερμανικού δικαίου εξαντλητικό και πολύτιμο υπήρξε το έργο του καθηγητή Ν. Πανταζόπουλου.[22] Ο Καραβίδας ισχυρίζεται ότι οι νομοθέτες δεν αντιλήφθηκαν το κοινωνικό ζήτημα και γι’ αυτό απέφυγαν να προσαρμόσουν τον συνεργατισμό σε νέες πιο υγιείς βάσεις.
Ο Καραβίδας αποδίδει την συγκρότηση των κοινοτικών σχηματισμών στη μείξη παραδοσιακών και πολιτιστικών στοιχείων με την φύση της γεωοικονομίας. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει θετικά το έργο του Τσοποτού, Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, που θεωρεί το τσιφλίκι ως προϊόν των γεωφυσικών συνθηκών της χώρας που καθιστούν αντιοικονομική την μικρή ιδιοκτησία. Έτσι η κοινοτική εξουσία θα πρέπει να διαδεχθεί τον τσιφλικά στις λειτουργίες που αυτός διεκπεραίωνε.
Η απαρίθμηση στη συνέχεια των μορφών κοινοτικής δραστηριότητας (Υδραίοι συντροφοναύτες, Αμπελακιώτες εμποροβιοτέχνες, εμπορικές κομπανίες Σιάτιστας, Κοζάνης, Καστοριάς, Ιωαννίνων, Μετσόβου, παραδουνάβιων περιοχών, τσελιγκάτα, κεφαλοχώρια) αποδεικνύει την ευρύτητα του κοινοτικού συνεργατισμού.
Η συντροφικότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό που αποδίδει στον κοινοτισμό, ο Καραβίδας. Δηλαδή η δυσκολία των καταστάσεων και η σπανιότητα των αγαθών οδήγησε τους νεοέλληνες, να ξεπεράσουν τον άκρατο ατομικισμό τους, ώστε ο καθένας να αισθάνεται τον άλλο ως μέρος του εαυτού του. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο έσχατος γίνεται πρώτος και γίνονται κατανοητές συμπεριφορές που υπό άλλες συνθήκες είναι άμεσα καταδικαστέες. Ο Καραβίδας αναφέρει το περιστατικό όπου ένας απλός αγγελιοφόρος αποκάλεσε τον Καραϊσκάκη «γύφτο και κερατά» και αυτός αντί να τον τιμωρήσει τον «ενηγκαλίσθη και κατησπάσθη».[23]
Ο κοινοτισμός απορρίπτει τον απόλυτο χαρακτήρα της ατομικής ιδιοκτησίας, που της αναγνωρίζει το αστικό καθεστώς. Τίθεται δε ως μέσο στην εξυπηρέτηση των συλλογικών στόχων της κοινότητας. Η ρωμαϊκή νομοθεσία απορρυθμίζει την συντροφικότητα και την οργανική αλληλεγγύη του κοινοτικού συνεργατισμού: «διότι ο Ρωμαϊκός Νόμος όχι μόνον ηρνήθη την ευρυτέραν οργανικήν αυτή αλληλεγγύην, αλλά και την κατά κόγχην υπάρχουσαν τοιαύτην διέβρωσε βαθμηδόν, εισχωρήσας, ως σφήνα διαλυτική, κατά τρόπον ακριβώς άλλως τε όμοιον όπως γίνεται και σήμερον εις όλας τας παθητικώς εκκεφαλαιοκρατουμένας χώρας η παρείσδυσις του καπιταλιστικού κεφαλαίου, εις βάρος δηλαδή της ομαδικής αλληλεγγύης εφ’ ής εδράζονται αι τοπικαί οικονιμικαί μονάδες, μονάδες, εν τούτοις, τας οποίας – καθ’ ο αποτελούσας βασικόν εν ταις καθ’ ημάς χώραις όρον».[24]
Ο Καραβίδας είναι σαφέστατα αντίθετος με την δικτατορία Μεταξά και με τις διάφορες φασίζουσες ή φασιστικές θεωρίες που φαίνεται να αποτυπώνουν κάποιες επιρροές στον νεοελληνικό μεσοπόλεμο. Επικρίνει την δικτατορία Μεταξά διότι είχε φυλακίσει ως προδότη της πατρίδας τον συμπολεμιστή του Κλεινία επειδή «ούτος ενόμιζε, ότι ημπορούσε ελεύθερα μέσα στο γραφείο ο του να εκφράζη της προσωπικές του γνώμες συναφώς με τον τρίτον ελληνικό πολιτισμό».[25]
Ο φασιστικών εμπνεύσεων καθηγητής Δ. Βεζανής, επικρίνει τον κοινοτισμό ότι στην μεν περίπτωση της Ρωσίας η κοινότητα υπήρξε όργανο του τσαρισμού, ενώ στην Τουρκοκρατία υλοποιούσε αποκλειστικά δημοσιονομικές λειτουργίες. Ο Βεζανής ως κρατιστής ήταν κατανοητό να αντιτίθεται στον κοινοτισμό. Ο δε Καραβίδας του ανταπαντά ότι η ρωσική κοινότητα, προϋπήρξε των Ρωμανώφ και ξεκίνησε ως τρόπος διάκρισης της γης που προοριζόταν για την γεωργία και της γης που προοριζόταν για την κτηνοτροφία. Παρομοίως και η ελληνική κοινότητα, υπήρξε ανεξάρτητα των επιθυμιών του Οθωμανικού κράτους για να απαντήσει σε ζωτικά τοπικά προβλήματα.[26]
Ο Καραβίδας εισηγείται την συγκρότηση ενός πιστωτικού συστήματος, που στηρίζεται στην κοινότητα, το κοινοτικό ταμιευτήριο.
Ουσιαστική είναι η συμμετοχή των εργαζομένων στον κοινοτισμό. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Καραβίδας «οι εργάτες, που θα εισφέρουν την σωματική τους δύναμη και θα δουλέψουν σ’ αυτές τις βιομηχανίες, θα μπορούν να μετέχουν συντροφικά εις το διά τοιούτου συνδυασμού επενδεδυμένο σ’ αυτές κεφάλαιο˙ και τούτο δε τόσο μάλλον, όπου αυτές οι βιομηχανίες θα ειδικευθούν ώστε να παράγουν κατ’ αναλογίαν πλείονα μέσα παραγωγής, ήτοι μηχανές για άλλα εργοστάσια νέα και επίσης συντροφικά και ολιγώτερα βεβαίως αγαθά καταναλώσεως, ήτοι είδη, διατροφής..... το Συντροφικό Σύστημα δουλεύει με νομοτέλεια και αξιολογία κυριολεκτικά ανθρώπινη, γεγονός άλλως τε, το οποίον είνε αυτό κυρίως, που, μαζί με την επιθυμητή ανάπλαση του εν λόγω Συστήματος στη σημερινή οργάνωση της παραγωγής παρ’ ημίν, θα καταστήση τους εργάτες μας συμμετόχους όχι μόνο στα κέρδη της επιχείρησης αλλά και στην ευθύνη για την διοίκησή της και γενικά για την τύχη της».[27]
Ο Καραβίδας διανθίζει τον λόγο του με προσωπικά βιώματα. Ο θεσμός της λαϊκής συνέλευσης, συνέχειας της Εκκλησίας του Δήμου, όπου λαμβάνονταν οι αποφάσεις για τα κρίσιμα θέματα της κοινότητας, υπήρξε ζωντανός στον τόπο καταγωγής του και επηρέασε καταλυτικά την πολιτική του σκέψη: «Όταν πρωτοεγύρισε, γύρω στα 1897, ο πατέρας μου στο Ζωριάνου, οι Ζωριανίτες έκαμναν μεν την φθινοπωρινήν τακτικήν Γενική τους Συνέλευσι δια την συζήτησιν των κοινών (νοίκιασμα κοινοτικών κτισμάτων, βοσκές, νερά...) ότι, όμως, επειδή εκείνοι είχαν την συνήθειαν να ομιλούν όλοι μαζί, ο πατέρας μου εισήγαγε (όχι δε άνευ βίας) τον κανόνα, καθ’ όν –ο έχων να ειπή κάτι, ώφειλε ν’ ανεβή στο πεζούλι του Αγίου Νικολάου– τέχνασμα δε τούτο, δι’ ού και την σειράν του λόγου έκαμε σεβαστήν επί καιρόν πολύν και τους ρήτορας περιώρισε διότι ο καθένας εδίσταζε βέβαια ν’ ανέβει στο λιθάρι απάνω».[28]
Ο Καραβίδας περιγράφει τα οικονομικά και πολιτικά στοιχεία του Συντροφισμού, του Κοινοτικού Συνεργατισμού: «Η παραγωγική εργασία, η τροφή και η στέγη αποτελούν για κάθε πολίτη της κύριες ευθύνες του μέσα στην κοινωνία, αλλά συνάμα και τις πιο οργανικές προϋποθέσεις για την ομαλή διαμόρφωση, του χαρακτήρα του˙ εν ελλείψει τούτων, η οικεία Κοινότητα είνε αρμόδια υπόλογη να προβλέψη σχετικώς υπέρ όλων των πολιτών, που τυχόν ήθελαν αναγκασθή να προστρέξουν εις αυτήν, και να τους εξασφαλίση στοιχειώδη τροφήν και στέγην καθώς και εργασίαν παραγωγική, είτε δε εντός είτε και έξω των ορίων της Χώρας.
Η Κοινοτική Πολιτεία είνε οργανωμένη κάτω από της παραδεδομένες ανθρωπιστικές και συντροφικές αρχές, σύμφωνα με την θέληση του Λαού, η οποία ειδικεύεται και εν τη διαρκεία του χρόνου λαμβάνει μορφή νόμιμη δια μέσου μηχανισμών πολλαπλών πυκνώς διασταυρουμένων και επαρκών για την εξασφάλιση του σταθερού ερματισμού της αναγκαίας συντήρησης αλλά και της μεγαλυτέρας εκάστοτε προσιτής προόδου.
Η Ανωτάτη Πολιτική Διοίκηση φέρει εν τη Κοινοτική Πολιτεία κατ’ εξοχήν προσωπικόν χαρακτήρα και ορίζεται υπό των πολιτών διά καθολικής άμεσης και ίσης ψήφου. Ο ούτω πως εκλεγόμενος Αρχηγός του Κράτους διορίζει κατ’ οικείαν κρίσιν και παύει τους Υπουργούς του.
Το Νομοθετικό Σώμα εκλέγεται και ανανεώνεται κλιμακωτά, τμηματικά και έμμεσα από τους πολίτες που ο καθένας δηλώνει την προτίμησή του με ψήφο απλή ή πολλαπλή, ανάλογα πάντα με της ευθύνες που τον βαρύνουν, ευθύνες π.χ. πολυμελούς οικογένειας, διευθύνσεως κρισίμων για το κοινό συμφέρον επιχειρήσεων κ.λ.π. Η κάθε κοινότητα στην ύπαιθρο και η κάθε Ενορία μέσα στης πόλεις εκλέγει από όλους τους παραγωγικούς κλάδους ανάλογο αριθμό εκλεκτόρων, εκ των οποίων οι λαβόντες την απόλυτην πλειοψηφίαν καθώς επίσης και ένα ποσοστόν, οριζόμενον δια κλήρου, συμμετέχουν εις της κατά ομοίον τρόπον ενεργούμενες επαρχιακές εκλογές και ούτω καθεξής. Κοινότητα, με την έννοιαν αυτή θεωρούνται ότι αποτελούν και τα συντροφικά εργοστάσια, των οποίων οι εκλέκτορες συγκεντρώνονται και συμμετέχουν εις τον ορισμό των τελικών αντιπροσώπων κατά παραγωγικούς κλάδους˙ Κοινότητα επίσης, με την ίδια έννοια, αποτελούν τα Πανεπιστήμια, η Εκκλησία, οι τράπεζες, οι Δημόσιες και Κοινοτικές Υπηρεσίες, τα μεγάλα Επαγγελματικά και τα Κοινωφελή Σωματεία, οι Γεωργικοί και λοιποί Συνεταιρισμοί και οι Ενώσεις αυτών, η Υπερπόντια Ναυτιλία, οι Παροικίες του Εξωτερικού κ.λ.π.
Βασικήν προϋπόθεση, για την αναγνώριση ενός χωριού ή ενός μείζονος πολίσματος ως Κοινότητας Πολιτικής αποτελεί η εκ μέρους των κατοίκων αυτού αναγνώριση και η εκλογή της κατωτέρας Δικαστικής αρχής εξ ιδίων».[29]
Ο νεοελληνισμός βέβαια δεν ακολούθησε τις σκέψεις του Κ. Καραβίδα για τον Συντροφισμό και τον Κοινοτικό Συνεργατισμό. Αντιθέτως, αγνοώντας την αντικαπιταλιστική παράδοση της χώρας και τους υπαρκτούς θεσμούς άμεσης δημοκρατίας προτίμησε να ακολουθήσει μια αποτυχημένη πορεία προσαρμογής στα δυτικοευρωπαϊκά κεφαλαιοκρατικά πρότυπα, με τα ακόλουθα αποτελέσματα.
- μετανάστευση
- δημογραφική συρρίκνωση
- καταστροφή της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, γιγαντισμός του Αθηναϊκού κέντρου
- περιορισμένη ανάπτυξη της βιομηχανίας
- εμφύλιος πόλεμος
- κομματοκρατία
Η υιοθέτηση του καπιταλιστικού συστήματος είχε τις προφανείς δυσμενείς επιδράσεις στα κοινωνικά ζητήματα και στην περιβαλλοντική προστασία. Το κοινοβούλιο αντί να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία, ελέγχεται από αυτή. Το οικονομικό κυριαρχεί επί του πολιτικού. Η κομματοκρατία ευτέλισε την τοπική αυτοδιοίκηση και τους συνεταιρισμούς. Ο λαός πλέον δεν κυβερνά ούτε με τους αντιπροσώπους του.
Οι σκέψεις του Κ. Καραβίδα για τον Συντροφισμό και τον Κοινοτικό Συνεργατισμό παρουσιάζουν αναλογίες με ότι από άλλους ονομάζεται άμεση δημοκρατία-γενικευμένη αυτοδιαχείριση. Δυστυχώς η Αριστερά δεν ακολούθησε εκείνες τις θετικές αξιολογήσεις του Μαρξ για τις κοινότητες αλλά τις απόψεις του που υποστήριζαν ότι οι αναπτυγμένες χώρες της Δύσης έδειχναν τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουν αναγκαστικά και απαρέγκλιτα όλες οι υπόλοιπες.
Αντί του κοινοτισμού παγιδεύτηκαν στην κρατικά διευθυνομένη οικονομία, με την ανάδειξη της γραφειοκρατίας ως του κυρίαρχου στρώματος.
Ο Κ. Καραβίδας δεν στηρίχτηκε σε ρομαντικές θεωρητικές αναζητήσεις, αλλά στην βιωμένη παράδοση του ελληνικού χώρου. Εκεί η συντροφικότητα και η άμεση δημοκρατία δεν ήταν το ζητούμενο αλλά η απτή πραγματικότητα. Όπως έγραφε το 1922 στο περιοδικό Κοινότητα: «η Δημοκρατία δεν μας αρκεί». Πλησίασε τον λαό, έμαθε από τον λαό, από την αρχαία τραγωδία, την αρχαία σκέψη, το δημοτικό τραγούδι, τον Μακρυγιάννη. Καθώς σημειώνει: «Ο Πλάτων λέγει, ότι εδιδάχθη την γλώσσαν του από της γρηούλες, εις τα κατώφλια της γειτονιάς˙ εις τον Νέον Ελληνισμόν, ο καθένας που εζήτει κάτι παραπάνω, έφευγε από τον Λαόν και εβυθίζετο στην σχολαστική γραμματολογία. Έτσι εγίνετο ο πνευματικός αποκεφαλισμός του νέου Έθνους (και αυτή είνε η διαφορά) όχι τόσον εκ των Τούρκων, όσον εκ των ένδον».[30]
Η παρουσίαση του έργου του Κ. Καραβίδα είναι αναγκαστικά σύντομη και συνοπτική. Όμως αξίζει να ασχολούμεθα περισσότερο σήμερα με ένα πραγματικά ελεύθερο πνεύμα, γόνιμο που οι σκέψεις του σίγουρα μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα του καιρού μας. Καθώς έγραψε ο Π. Κανελλόπουλος: «Ο Κώστας Καραβίδας ήταν θαυμάσιος άνθρωπος. Είχε ρωμαλέο πνεύμα και καλή καρδιά. Δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Δεν ήξερε τι θα πει προσποίηση. Οι αλήθειες του ενοχλούσαν τους πιο πολλούς που έρχονταν σ’ επαφή μαζί του. Δεν χαριζόταν σε κανένα, ούτε στους φίλους που αγαπούσε....Ο τράχηλός του δεν υπέφερε κανένα ζυγό. Ο Κώστας Καραβίδας στάθηκε –μόνος– απέναντι όλων, συντηρητικών και προοδευτικών, εθνικιστών και διεθνιστών, εικονολατρών και εικονομάχων, ατομικιστών και σοσιαλιστών».[31]
(Στα κείμενα του Κ. Καραβίδα ακολουθείται η ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου)
[1] Ο Ο. Ελύτης, Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, εκδ. Ίκαρος, 1990, σελ.26.
[2] Ε. Μπαλιμπάρ, Η φιλοσοφία του Μαρξ Εκδ. Νήσος Αθήνα, 1996. Μετ-Επιμ. Άρης Στυλιανού, σελ.174.
[3] Όπως προηγούμενα σελ.176.
[4] Κ. Καραβίδας, Αγροτικά, Μελέτη Συγκριτική. Εκδ. Γ΄ Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος, 1990 (Πρόλογος Φ. Βεγλερής) σ. 584.
[5] Ό. π. σελ. 694.
[6] Ό. π. σελ. 697.
[7] Κ. Καραβίδας, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα, 1935 σελ.1.
[8] Ό. π. σελ. 2.
[9] Ό. π. σελ. 2,3.
[10] Ό. π. σελ. 23.
[11] Κ. Καραβίδας, «Η Δημοκρατία και η αυτοδιοίκησις εν Ελλάδι», Αθήνα, 1930 σελ.142. Περιέχεται στο Κ. Καραβίδας, Το πρόβλημα της αυτονομίας – Σοσιαλισμός και κοινοτισμός, Εκδ. Παπαζήση 1981 (Πρόλογος Π. Κανελλοπούλου, Εισαγωγή Κ. Βεργόπουλου).Προτάσεις για την μεταρρύθμιση του κοινοβουλίου είχε διατυπώσει και ο Αλ. Σβώλος, οι οποίες βέβαια έπεσαν στο κενό. Γράφει συγκεκριμένα: «αν πρόκειται και ωφελεί να διατηρηθή ο αντιπροσωπευτικός θεσμός, ας ορθωθή εις την θέσιν της σημερινής Βουλής έν επαγγελματικόν Κοινοβούλιον, εις το οποίον αντί ν’ αντιπροσωπεύονται αι πολιτικαί μερίδες του Λαού, θ’ αντιπροσωπεύονται τα διάφορα συμφέροντα των επαγγελματικών τάξεων. Κατά τον αυτόν τρόπον, αντί των συμφερόντων των πολιτών η επιμέλεια ν’ ανήκη εις τα δημόσιας υπηρεσίας, ως γνωρίζομεν σήμερον αυτάς, θα έπρεπε να ανατεθή αυτή εις τας επαγγελματικάς οργανώσεις εκάστης ενδιαφερόμενης τάξεως», (Περιέχεται στο Α. Σβώλος: Προβλήματα του Έθνους και της Δημοκρατίας, επιμ. Θ. Θεοδώρου, Στοχαστής Αθήνα 1972, τομ. Β΄ σελ. 17. Αναφέρεται στο Μ. Αγγελίδης, Φιλελευθερισμός κλασικός και νέος, Ίδρυμα Σ. Καράγιωργα σελ. 58. )
[12] Κ. Καραβίδας, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα, 1935 σελ. 27.
[13] Ό. π. σελ. 34.
[14] Κ. Καραβίδας, Σοσιαλισμός και Κοινότητα, Εκδ. Κοραής Αθήνα, 1930 και Εκδ. Παπαζήση 1981 σελ.43.
[15] Ό. π. σελ. 43.
[16] Ό. π. σελ. 44,45.
[17] Κ. Καραβίδας, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα, 1935 σελ. 38.
[18] Ό. π. σελ. 40.
[19] Κ. Καραβίδας, Σοσιαλισμός και Κοινότητα, Εκδ. Κοραής Αθήνα, 1930 και Εκδ. Παπαζήση 1981 σελ.57.
[20] Κ. Καραβίδας, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα, 1935 σελ. 58.
[21] Ό. π. σελ. 65
[22] Αναλυτικότερα: Ν. Πανταζόπουλου, «Ελλήνων Συσσωματώσεις κατά την Τουρκοκρατία», Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσ/νικης, Αντιχάρισμα στον Ν. Πανταζόπουλο Θεσ/νικη, 1986 Τόμος Γ΄ σελ. 93-119, «Κοινοτικός βίος εις την Θατταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας», όπως προηγούμενα Τόμος Γ΄ σελ. 351-445, «Η προς Ευρωπαϊκά πρότυπα ολοκληρωτική στροφή της Νεοελληνικής Νομοθεσίας G. Maurer, όπως προηγούμενα Τόμος Δ΄ σελ.283 0433, «Αστικός Κώδιξ και ‘Εθνικόν’ Δίκαιον, Σκέψεις επί της αντιθέσεως ‘λογίας’ και ‘δημοτικής’ παραδόσεως εις το δίκαιον» όπως προηγούμενα Τόμος Δ΄ σελ. 437-493, «Ο Ελληνικός Κοινοτισμός και η Νεοελληνική Κοινοτική Παράδοση», όπως προηγούμενα Τόμος Δ΄ σελ. 579-614.
[23] Κ. Καραβίδας, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα, 1935 σελ.86
[24] Ό. π. σελ. 166
[25] Κ. Καραβίδας, Μακεδονικοί Ύμνοι: Λυρισμός, δημοτικισμός, και κοινοτισμός, κομμουνισμός και μικροαστισμός, Δεύτερη έκδοση χ.χ. σελ 15.
[26] Κ. Καραβίδας, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα, 1935 σελ. 179,180,181.
[27] Κ. Καραβίδας, Μακεδονικοί Ύμνοι: Λυρισμός, δημοτικισμός, και κοινοτισμός, κομμουνισμός και μικροαστισμός, Δεύτερη έκδοση χ.χ. σελ 109.
[28] Κ. Καραβίδας, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα, 1935 σελ. 195.
[29] Κ. Καραβίδας, Μακεδονικοί Ύμνοι: Λυρισμός, δημοτικισμός, και κοινοτισμός, κομμουνισμός και μικροαστισμός, Δεύτερη έκδοση χ.χ. σελ 128,129
[30] Κ. Καραβίδας, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα, 1935 σελ. 220.
[31] Από τον πρόλογο του Π. Κανελλόπουλου που έγραψε το 1980 στο Κ. Καραβίδας, Το πρόβλημα της αυτονομίας-σοσιαλισμός και κοινοτισμός, Εκδ. Παπαζήση Αθήνα, 1981.