Αν δίνω στη δημοσίευση στο «Περιοδικόν μας» το παρακάτω κείμενο του Σικελιανού, πού αποτελεί μιαν απάντηση σε τρία ερωτήματα, που εγώ ο ίδιος του είχα κάνει, λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, το κάνω για δύο λόγους.
Ο ένας λόγος είναι γιατί το κείμενο αυτό αποτελεί και το τελευταίο του ιδιόγραφο, αφού η τελευταία κρίση συμφόρησης που έπαθε, έγινε αφορμή το κείμενο αυτό, να μείνει ημιτελές, να μη γραφεί, δηλαδή, η συνέχεια που θα το ολοκλήρωνε.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι οι απόψεις που εκθέτει εδώ ο Σικελιανός, δημοσιεύτηκαν σε μια βδομαδιάτικη εφημερίδα μικρής κυκλοφορίας, σε μέρες μάλιστα γενικής σύγχυσης και εσωτερικού εθνικού σπαραγμού που πέρασαν απαρατήρητες –πολύ περισσότερο γιατί η εφημερίδα αυτή ήταν πολιτική και δεν μπορούσε έτσι να περάσει στα χέρια των πνευματικών μας ανθρώπων.
Τα ερωτήματα που του έθεσα τότε ήταν ουσιαστικά για την εποχή εκείνη (1950) αλλά και σήμερα εξακολουθούν να παραμένουν ουσιαστικά. Κι οι απαντήσεις του, όσο ημιτελείς κι αν είναι άπτονται ενός μεγάλου προβλήματος με τη συνείδηση μιας ηγετικής πνευματικής ευθύνης.
Ο λαός μας «είναι ο λαός που κλείνει μέσα του την ικανότητα να πραγματοποιεί δια μέσου των αιώνων κάποιες εξορμήσεις, που φωτίζουν ένα «επέκεινα» της ιστορίας, ένα χώρο άπειρα πλατύτερο κι από του ίδιου του εαυτού του κι απ’ όλου του περίγυρά του ιστορικού πλαισίου….».
Από τη μεγάλη αρχή ξεκινάει και σήμερα το ερώτημα που τίθεται σε όλους τους Έλληνες. Πώς θα γίνουμε αντάξιοι αυτού του λαού; Γιατί, φυσικά, δε μπορούμε να δικαιωθούμε διατηρώντας τους τίτλους αυτής της αναξιότητας. Ο ύμνος που κάνει ο Σικελιανός στον ελληνικό λαό –και ποιόν ύμνο δεν αξίζει ο ελληνικός λαός;– έρχεται κάπως επίκαιρα, μια και βρισκόμαστε στον Οκτώβρη και η 28 του μήνα αυτού, αποτελεί μια από τις πολλές γιγάντιες εξορμήσεις και πραγματοποιήσεις του.
Μιας και δεν εννοούμε να πάρουμε καμιά ανώτερη, καμιά ιστορική εθνική πρωτοβουλία –εμείς οι διανοούμενοι– και μια που έχουμε ανάγκη από «παιδεία» ας πάρουμε ένα μάθημα ακόμα από το τελευτα0ίο αυτό ιδιόγραφο κείμενο του Σικελιανού. Δε θα μας κάνει κακό. Είμαστε μαθητές άλλωστε ακόμη σ’ ένα σχολείο –το σχολείο του ελληνικού λαού– ένα σχολείο που μεγαλύτερό του δεν υπάρχει στον κόσμο. Μπορεί κάποτε ν’ αποδείξουμε πως δεν είμαστε δα και εντελώς ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Η ΕΥΘΥΝΗ που μ’ επιφορτίζουν τα ερωτήματα που μου έθεσες στο τελευταίο σου γράμμα, για να χρησιμοποιηθούνε σαν προσάναμμα πνευματικής και ηθικής ανησυχίας στον τόπο μας, είναι μεγάλη, και πιστεύω πως δεν την καλύπτει ανακουφιστικά μια θεωρητική απάντηση και λίγο τυπογραφικό μελάνι. Με ρωτάς με τρία κατ’ αριθμητική σειρά ερωτήματα, που η αντιμετώπισή τους, απασχολεί ουσιαστικά ολόκληρη την ζωή μου και για τα οποία χρειάζεται ο ταύρος να πιαστεί από τα κέρατα και νάμπει εκόντας άκοντας στ’ αλέτρι με το οποίο θα οργώσει αύριο η συνείδησή μας όλο γενικά το ανόργανο χωράφι της πνευματικής και κοινωνικής μας ζωής.
Με ρωτάς λοιπόν αρχίζοντας, πώς βρίσκω γενικά τη στάθμη του πολιτισμού μας σήμερα; Και την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα τη βλέπω κάθε άλλο παρά άνετη και απλοϊκή. Τη βλέπω πρώτα στο επίπεδο του απύθμενου υποσυνειδήτου του ελληνικού λαού, όπου κρύβονται κάθε φορά οι πηγές των θείων ηρωισμών του, της πνευματικής του έμφυτης και κληρονομικής ανωτερότητας κ’ η οξύτητα των αντιδράσεών του, στις αναφομοίωτες, από έλλειψη άξιας ηγεσίας πνευματικής είτε πολιτικής, ζυμώσεις του, ως πάσχοντος λαού.
Με ρωτάς έπειτα τι θα μπορούσε να γινότανε για την προώθηση της όλης μας πνευματικής ζωής; Και τι θα μπορούσε νάκανε το Κράτος και οι πνευματικοί άνθρωποι γι’ αυτό;
Και τέλος, με ποιο τρόπον αντικρίζω τους πνευματικούς οργανισμούς μας κι από πού θενά μπορούσε να γινόταν μια πραγματική αξιοποίηση για τα πνευματικά μας σωματεία;
Στα ερωτήματα λοιπόν αυτά καθεαυτά, που θέτεις στη συνείδησή μου, η διάταξή τους αντιπροσωπεύει τόσα χωριστά σκαλιά για με, πού από το ένα στο άλλο υπάρχουν πολλά δυσαναπλήρωτα κενά πού δεν μπορεί να τα καλύψει τίποτα το πρόχειρο και που οφείλω να τα ιδώ και ν’ απαντήσω –έτσι πιστεύω με ρωτάς και συ ο ίδιος σαν «ποιητής– και φυσικά έχω και εγώ την υποχρέωση να απαντήσω σαν «ποιητής», σε μια στιγμή προπάντων που αυτός ο όρος ξαναπαίρνει όλη την αδρή έννοιά του, όπως την είχε στην απώτατη δημιουργική αρχαιότητα ο «ποιητής» (ως παιδευτής του σύμπαντος του ανθρώπου βίου).
Γιατί στην εποχή μας, ασφαλώς η ύπαρξη του ποιητή, θέτει έναν όρο προβληματικότητας πνευματικής προς τον οποίο οφείλει αυτός ν’ ανταποκρίνεται ουσιαστικά και προσδιορίζεται από κάποιον τρόπο από τις νέες του υποχρεώσεις που του επιβάλλει η γύρω του ολοένα μεταμορφωνόμενη Ιστορία. Κι έτσι για μένα, τα ερωτήματά σου συναιρούνται σε ένα, που είναι και το πρώτο που μας αφορά όλους μαζί σαν Έλληνες και συγκεντρώνεται για μένα πρώτα καθώς σούπα στο απύθμενο υποσυνείδητο του Ελληνικού λαού. Το κυριώτατο λοιπόν σημείο απ’ τα ερωτήματά σου, είναι για μένα τούτο. Πώς και με ποιο τρόπο, εμείς οι «διαβασμένοι» οι «γραμματισμένοι» θα πραγματοποιήσουμε μια φωτεινή εποχή μ’ αυτό το υποσυνείδητο και πως θε να μπορούσαμε να το βοηθήσουμε αυτό το ίδιο, ν’ ανεβάσει μόνο του την στάθμη του πολιτισμού μας.
Στο σημείο αυτό θα επιχειρήσω λοιπόν πρώτα να σ’ αποκριθώ για σήμερα, περιοριζόμενος στο θέμα της αντιμετώπισης της από μέρους μας επιβαλλόμενης διαφώτισης του Ελληνικού λαού. Κι είναι ακριβώς το χρέος που έχω σαν ποιητής να στέκομαι μπροστά του ως ένας που τον διαφωτίζει και τον καθοδηγεί.
Βεβαιότατα, κάθε άνθρωπος που αναλαβαίνει να γνωρίσει αντικειμενικά τον εαυτό του, τελικά βασίζεται στην Ιστορία για ν’ αποχτήσει αυτή τη γνώση. Αλλά πόσο ο αγωγός της γνήσιας Ιστορικής συνείδησης κατάντησε άτονος τον τελευταίο ιδίως αυτό καιρό, αυτό το ξέρει μόνο εκείνος που παλεύει ολόκληρη την ζωή του να διευρύνει αυτό τον αγωγό, για να εξασφαλίσει στοιχειωδώς, την ηθική και την πνευματική αναπνοή του λαού του.
Τι είναι λοιπόν για μένα αυτός ο λαός, και ποια είναι τα κυριώτερα γνωρίσματά του, να τι οφείλω πρώτα να σου ανακοινώσω, για να προχωρήσω έπειτα στο χρέος που έχουμε απέναντί του οι πνευματικοί άνθρωποί του –άλλο ζήτημα αν οι διάφοροι συμφεροντολογικοί πολιτικοί του κόσμου, προσπαθούνε να κρατήσουνε τον Έλληνα μ’ όλους τους τρόπους που διαθέτουν, στην κατάσταση ενός απέραντου ιστορικού συσκοτισμού. Συμβαίνει ωστόσο μες στη γενική εξάπλωση του ηθικοϊστορικού αυτού συσκοτισμού που προάγουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι γι’ αυτόν, ο Ελληνικός λαός να διατηρεί την αίσθηση της καθαρής πνευματικής ηθικής «καθολικότητας» όσο κανένας άλλος λαός του κόσμου. Είναι γενικά ο «υπερβατικός» θένα μπορούσαμε να πούμε λαός , καθώς τον ονειρεύτη κάποτε στους γενικούς του στοχασμούς ο Thomas Mann. Είναι ο λαός που κλείνει μέσα του την ικανότητα να πραγματοποιεί δια μέσου των αιώνων κάποιες εξορμήσεις, που φωτίζουν ένα «επέκεινα» της Ιστορίας, ένα χώρο άπειρα πλατύτερο και από του Ίδιου του εαυτού κι όλου του περίγυρά του Ιστορικού πλαισίου. Είν’ ο λαός που στην παράδοσή του από την απώτατη αρχαιότητα έχει ποιητές καθολικούς καθώς ο Όμηρος και ο Αισχύλος, έχει στοχαστές καθώς ο Ηράκλειτος, ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής, ο Πλάτων έχει το ασύγκριτο δημοτικό τραγούδι, ακροστεφάνωμα της ποίησης του λαού, έχει παγκόσμια πνευματικές και ηθικές γιγάντιες νίκες σαν του Μαραθώνα και στης Σαλαμίνας, έχει κείμενα γραμμένα με το πνεύμα του και με τη γλώσσα του, σαν το Ευαγγέλιο, παλιγγενετικούς αγώνες σαν την επανάσταση του ’21 κ’ είναι ο ίδιος πούχε χθές μιάν Αλβανία και την αντίσταση στους Γερμανούς, όσο και δράματα εσωτερικά τεράστια που στην τραγικότητά τους περικλείνουν μέσα τους αυτόματα σχεδόν, την κάθαρση, έστω και αν υπογραμμίζονται από σφάλματα ζωγραφισμένα με το ίδιο του αίμα. Γιατί βέβαια οι αρετές του δεν τον εμποδίζουν να μπλέκεται μοιραία σε καταστάσεις άπειρα κατώτερές του, σε πολιτικά και ιστορικά ανώριμες γι’ αυτόν στιγμές. Αλλά μήπως είναι υπαίτιος απ’ άκρη σ’ άκρη ο ίδιος σ’ όλα αυτά τα σφάλματα και μήπως στάθηκαν καθόλου από το 1821 οι λεγόμενοι «πνευματικοί» του άνθρωποι, εκτός από ελάχιστες ανάμεσά τους εξαιρέσεις, άξιοι οδηγοί του και ταγοί; Μήπως από τον καιρό που ο λαός αυτός καλέστηκε να ζήσει ελεύθερος, εκρεμάστηκε πάλι από πάνω του ένας πίνακας αξιών πού νάναι σ’ ανταπόκριση, με τις πραγματικά δημιουργικές του ικανότητες; Υπήρξε ολότελα έκτοτε γι’ αυτόν μια υπεύθυνη πνευματική οργάνωση, μια μόνιμη εκπαιδευτική προσπάθεια που να μην υπάκουε στον πιο πρόχειρο μιμητισμό μεθόδων ξένων και άσχετων προς τις δημιουργικές προθέσεις του ίδιου;
Υπήρξεν ολότελα ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικό με σταθερά κατεύθυνση που να πετάξει τη «Διχόνοια πού μας κατατρέχει» όπως λέει ο Σολωμός, αφού η Διχόνοια τούτη καλλιεργούντανε στις ρίζες της Παιδείας του, τοποθετώντας σε διαρκή ανταγωνισμό γι αυτόν (ανταγωνισμό που οξύνθηκε στις μέρες μας, παρά ποτέ) τη Γνώση με τη Ζωή, ώστε να την μπάσει σ’ ένα δρόμο αυτοπειθαρχίας και αυτοκριτικής;
Άγγελος Σικελιανός
περιοδικό ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ, χρόνος Α΄ φύλλο 4 Οκτώβριος 1958 σελ. 83
Σημείωση από τον ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟ: Σε μερικές μέρες θα γιορτάσουμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, σκέφτηκα για τους αναγνώστες εντός και εκτός της χώρας, (που δεν γνωρίζω αν είναι Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό ή κάτοικοι άλλων χωρών που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα, την λογοτεχνία της, την ιστορία της και τον πολιτισμό της) να αντιγράψω μέχρι την 28η Οκτωβρίου, ορισμένα ίσως σε πολλούς γνωστά και διαβασμένα κείμενα, που αφορούν όχι τόσο τα πολεμικά γεγονότα και τις ανδραγαθίες των Ελλήνων, εκείνης της τραγικής περιόδου, αλλά την ιδιοσυγκρασία και την πολιτιστική και κοινωνική ταυτότητα, τον χαρακτήρα των Ελλήνων συμπολιτών μας. Την ταυτότητα των Ελλήνων μιας άλλης εποχής με άλλες αξίες, άλλα ιδανικά, άλλα οράματα, άλλες εθνικές φιλοδοξίες, όπως την γνώρισαν, την είδαν και την ερμήνευσαν οι ποιητές και οι πεζογράφοι μας τις προηγούμενες δεκαετίες μετά τον πόλεμο και την κατοχή. Κείμενα αφιερωμένα στην μνήμη των Ελλήνων και των Ελληνίδων που πρόσφεραν την ζωή τους, θυσίασαν την ζωή τους αυτών και των οικογενειών τους, τραυματίστηκαν θανάσιμα σωματικά και ψυχικά, κουρελιάστηκαν πνευματικά και ψυχικά, πείνασαν, για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι και να ζούμε όπως ζούμε. Οι συνθήκες οι ιστορικές και οι πολιτικές έχουν αλλάξει δραματικά όπως ασφαλώς και οι κοινωνικές. Η σημερινή Ελλάδα, η Ελλάδα του 2018 είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των δεκαετιών του 1940, 1950 και μετέπειτα, και ευτυχώς. Οι συνθήκες άλλαξαν ραγδαία ιδιαίτερα, την τελευταία τριακονταετία. Όπως επίσης, και η ταυτότητα των νεοελλήνων άλλαξε, η κοινωνική, η πολιτιστική, η οικονομική, η θρησκευτική, η εθιμική, με δυο λόγια, ο σύγχρονος των ημερών μας χαρακτήρας των Ελλήνων δεν έχει καμία σχεδόν σχέση με αυτόν των πριν περίπου 70 χρόνια εποχών. Αυτό, εύκολα το διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας όχι μόνο την ιστορία της εποχής αλλά ιδιαίτερα, την λογοτεχνία. Και εννοώ την πεζογραφία, τα διηγήματα, την ποίηση, τις αφηγήσεις, τις προφορικές ή γραπτές εξομολογήσεις επώνυμων ή ανώνυμων Ελλήνων που βίωσαν τα δραματικά εκείνα γεγονότα και τις επιπτώσεις τους ερήμην των προσωπικών τους οραμάτων και ονείρων.
Η λογοτεχνία όσο και αν ορισμένες φορές δεν την κατανοούμε μάλλον σωστά, έπαιξε ρόλο καταλυτικό στο να παραμείνει η μνήμη των ανθρώπων εναργή και παρούσα. Μπορεί, και έχουν γραφτεί εκατοντάδες μελέτες και έχουν εκδοθεί επίσης εκατοντάδες βιβλία που αναφέρονται σε εκείνη την περίοδο από ιστορικούς και ερευνητές, ανθρώπους της ιστορικής επιστήμης και ειδικούς, όμως εμείς οι απλοί άνθρωποι, οι καθημερινοί Έλληνες, που δεν διαθέτουμε τις περγαμηνές των ιστορικών, κατανοούμε την ιστορία, συγκινούμαστε και ξαναθυμόμαστε διαβάζοντας ένα πεζογράφημα που ιστορεί τα πολεμικά γεγονότα, διαβάζουμε μια ποιητική συλλογή που υμνεί τα πολεμικά και άλλα ανδραγαθήματα των Ελλήνων και Ελληνίδων εκείνης της εποχής.
Θέλω να πω, η λογοτεχνία, κρατά εναργή την ιστορική μας μνήμη από την δική της σκοπιά. Είναι το άλλο απαραίτητο δεκανίκι της ιστορίας ώστε να μην λησμονηθεί στις επερχόμενες συνειδήσεις των ανθρώπων. Η Λογοτεχνία συμπορεύεται μαζί με την Ιστορία. Το αν εμείς, οι σύγχρονοι νεοέλληνες τις απορρίπτουμε και τις δύο, και προτιμούμε την λήθη ή την χαβαλεδιάρικη ερμηνεία τους είναι άλλο κεφάλαιο. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, έχει να κάνει και με την ατομική στάση του καθενός και κάθε μίας από εμάς, τους σύγχρονους νεοέλληνες. Τι προσωπική στάση κρατάμε απέναντι στους παλαιότερους Έλληνες και την ατομική ή συλλογική τους ιστορική περιπέτεια που έζησαν για να είμαστε εμείς σήμερα όρθιοι να τους αμφισβητούμε ή ηθελημένα να τους αγνοούμε.
Μεταφέρω τα κείμενα χωρίς φιλολογικές ή άλλες αναλύσεις και σχολιασμούς, που θα μετατόπιζαν το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντος των αναγνωστών από το κείμενο στα συμπληρωματικά ή άλλα υποστηρίγματα. Εξάλλου, και τα πρόσωπα της λογοτεχνίας και τα κείμενα ή βιβλία είναι σε πολλούς θέλω να πιστεύω γνωστά. Αν όχι, ευκαιρία να τα επαναφέρουμε στην επιφάνεια. Ο στόχος θα είναι διπλός.
Προτίμησα να μεταφέρω σαν πρώτο κείμενο την συζήτηση αυτή των δύο μεγάλων μας και γνωστών μας ποιητών, του Νικηφόρου Βρεττάκου (1/1/1912-4/8/1991) και του Άγγελου Σικελιανού (28/3/1884-1951), που δημοσιεύτηκε στο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ, παρότι έχει περάσει σχεδόν μια εικοσαετία (1958) από τα δραματικά εκείνα γεγονότα, για να δούμε εμείς οι σημερινοί αναγνώστες το τι απασχολούσε τους δύο ποιητές και τι απόψεις είχαν για τον ελληνικό λαό. Αντί παραδείγματος χάριν να αντιγράψω το κείμενο του συγγραφέα και εκδότη Γεράσιμου Βώκου «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ» που είναι αναδημοσίευση στο περιοδικό τεύχος 12/6, 1959. Μια και κατά την γνώμη μου, είναι πολύ μάλλον θεωρητικό και γενικόλογο.
Οκτώβριος 22, 2018
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
Ο Γιώργος Μπαλούρδος γεννήθηκε στον Πειραιά. Έχει εκδόσει τα εξής βιβλία: "Άσμα ασμάτων - Τάκης Σινόπουλος" (δοκίμιο, 1990), "Ολίγη Λίβας" (ποίηση 1998), "Μυρτιώτισσα", επιμέλεια, παρουσίαση Γ.Μπαλούρδος (2002). Δοκίμια, κριτικές λογοτεχνίας και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί στα εξής περιοδικά: Διαβάζω, Πόρφυρας, Μανδραγόρας, Ο Πολίτης, Κυμοθόη, Επτανησιακά Φύλλα, Οδός Πανός, Αιολικά Γράμματα, Πειραϊκά Γράμματα, Φιλολογική Στέγη, Κ.ΛΠ., Η Γραφή, Μικροφιλολογικά και σε πολλά άλλα καθώς και σε διάφορές εφημερίδε