ΒΛΕΠΩ τα αυτοκίνητα να ανεβαίνουν την Πανεπιστημίου, με αναμμένα φώτα. Κι ΑΚΟΥΩ τον Κώστα ΜΠΟΥΓΙΩΤΗ να τραγουδά: «Βρέχει στο Σαντιάγκο/ στη σκοτεινή τη νύχτα…».«Με την αγριάδα του ερημίτη και την κρυφή φωνή του μυστικιστή» Χτες το βράδυ...
ΘΥΜΑΜΑΙ τους δίσκους που η δική μου γενιά γνώρισε τον ΛΟΡΚΑ : Το «Αχ έρωτα» του Χρήστου ΛΕΟΝΤΗ και τα «12 τραγούδια» του Γιάννη ΓΛΕΖΟΥ. Και τα δυό, σε ελληνική μεταφορά του ΛΕΥΤΕΡΗ Παπαδόπουλου. Θυμάμαι τον Γιάννη ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟ, σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις, να τραγουδά «ΚΟΡΝΤΟΒΑ ΜΑΚΡΙΝΗ και ΜΟΝΗ» στην παραλία. Στη «Φαντασία» ήταν; Προτού αναδειχτεί ο Νίκος Κουρκούλης, τραγουδώντας «Παίζεις με τη φλόγα». Θυμάμαι, τα «Ασημιά κουδούνια» να «αντηχούν στον κάμπο» με την Τάνια ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ και τον Μανώλη ΜΗΤΣΙΑ να επιμένει μέσα στην μεταπολιτευτική φασαρία πως «Όταν βγαίνει το ΦΕΓΓΑΡΙ, πέφτουν στη σιωπή οι ΚΑΜΠΑΝΕΣ/ και τ’ ΑΔΙΑΒΑΤΑ δρομάκια / φανερώνονται».
ΒΛΕΠΩ απέναντί μου όρθιο τον Νότη ΜΑΥΡΟΥΔΗ, θεατή στην παράσταση της Βουκουρεστίου. Μού έρχεται στο νού η τρελή «ΧΟΣΕΦΑ» του : «Μπερνάρντα πεισματάρα …ύαινα Μαγκνταλένα». Αλλά και ο τρόπος που ο Κραουνάκης τραγουδά «Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα/ μες στο βιβλίο της ζωής μας το κλειστό/ που κάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα/ κι αντί μελάνι έχει γραφτεί μ’ ένα λυγμό». Αυτό μού ταιριάζει εδώ.
ΘΥΜΑΜΑΙ τις διηγήσεις της ΡΗΝΙΩΣ Παπανικόλα και της ΑΡΛΕΤΑΣ : Η νεαρή Αρλέτα έχει πάει στο σπίτι της Ρηνιώς τις πρώτες μέρες της δικτατορίας. Της παίζει και της τραγουδά τα καινούργια τραγούδια που ετοίμαζε. Ενώ «ο κύριος ο αψηλός» ήταν …κρυμμένος στο δώμα. Κι έτσι άκουσε για πρώτη φορά ζωντανά, τα τραγούδια του πάνω στο «ΡΟΜΑΝΣΕΡΟ ΧΙΤΑΝΟ» του ΛΟΡΚΑ, όπως τα είδε ο Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ : «Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί / σκάβουν ζητώντας την αυγή / την ώρα που στα σκοτεινά / βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά».
ΑΚΟΥΩ τον Σταμάτη ΚΡΑΟΥΝΑΚΗ να διηγείται την περιπέτεια του δικού του ΛΟΡΚΑ: Θέατρο ΔΙΟΝΥΣΙΑ. 1976; Μάνος ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ. Θα ‘θελα πολύ να ακούσω ηχογραφήσεις εποχής – αν υπάρχουν… Και θα θελα να συζητήσω με το Σταμάτη τι τον έκανε να «κρύψει» αυτά τα τραγούδια, 40 χρόνια σχεδόν!
ΘΥΜΑΜΑΙ την Βίκυ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ, μια νύχτα αργά, στο στούντιο «Digital» - πίσω μου κάθεται ο Yannis Ioannidis, η ψυχή εκείνου του στούντιο. Αρχές ’90. Παρακολουθεί την τηλεοπτική εκδοχή του «ΜΑΤΩΜΕΝΟΥ ΓΑΜΟΥ» με την ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ και τα τραγούδια του ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ. Σχεδόν κλαίγοντας. Μετά μπαίνει μέσα και τραγουδά «Μα εγώ την ξέφυγα τη λίστα/ γιατί ήμουν ΛΟΛΑ και αρτίστα». Κάπου υπάρχει με τη φωνή της από το «ΖΥΓΟ», το «ΑΓΑΠΗ, ΑΓΑΠΗ» του Σταύρου ΞΑΡΧΑΚΟΥ και του Γκάτσου, γραμμένο για το «Περλιμπλίν και Μπελίσα». Αλλά και η 24άχρονη Δήμητρα ΓΑΛΑΝΗ στη «Συμφωνία της Γιάλτας», κουβαλάει όλο το «φορτίο» : «Αγάπη, αγάπη / κουράστηκα να σε περιμένω…».
ΒΛΕΠΩ τον Μπουγιώτη, τον ΧΡΗΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΔΗ και τους μουσικούς, να λένε τα ίδια τραγούδια στη σκηνή του θεάτρου ΤΕΧΝΗΣ στη Φρυνίχου. Ενώ ο Κραουνάκης «ξετυλίγει» τη διάλεξη του Λόρκα για το «ΝΤΟΥΕΝΤΕ». Δυο μέρες απανωτά, έζησα την παράσταση. «Μέσα απ’ τα κλαριά της δάφνης / είδα δυο γκρίζα περιστέρια… Το ένα ήταν τ’ άλλο και τα δυό κανένα» : Ο πιο φορτισμένος πρόλογος για εσωτερική αναδιοργάνωση. Μπροστά στη Μεγάλη Εβδομάδα του 2018.
ΘΥΜΑΜΑΙ την «Πηγή των δακρύων», στον πρόλογο του ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ στο «ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ». Οι φίλοι του Λόρκα, τού λένε να μην κατέβει από την Μαδρίτη στη Γρανάδα : «Αλλά, εκείνος δεν τους άκουσε. Γιατί παρά τον ατίθασο χαρακτήρα και τις ελεύθερες ιδέες του, δεν είχε υποπτευθεί ότι στις εποχές της μισαλλοδοξίας και της εξάρτησης οι άνθρωποι δεν ανέχονται την ελευθερία του άλλου και δεν παραδέχονται ότι κάποιος μπορεί να μην ανήκει σε κανένα στρατόπεδο». Θυμάμαι τη Φλέρυ ΝΤΑΝΤΩΝΑΚΗ. «Πέρα στο θολό ποτάμι», στο «ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΙΚΟ». Αλλά και μ’ εκείνο το «Τριαντάφυλλο» της ¨"Δόνια Ροζίτα", πού «είναι κόκκινο σαν αίμα σαν ανοίγει το πρωί» αλλά «μέσα στο βαθύ σκοτάδι / σιγανά θα μαραθεί». Θυμάμαι τον «ΘΡΗΝΟ για τον ΙΓΝΑΘΙΟ» του Ξαρχάκου και τη φωνή του Μάνου ΚΑΤΡΑΚΗ. «Πέντε η ώρα που βραδιάζει…»Θυμάμαι τις μεταφράσεις της Αγαθής ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ και μάλιστα εκείνες που έκανε δίσκο ο Νίκος ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ και τραγούδησε η Νένα ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ αρχές του ’80.
«Ξυλοκόπε / κόψε μου τον ίσκιο / γλύτωσέ με απ’ το μαρτύριο /να βλέπω τον εαυτό μου άκαρπο» : ΒΛΕΠΩ ότι στην πιο έντονη ΠΟΛΙΤΙΚΗ και κοινωνική ΚΑΘΙΖΗΣΗ της ενήλικης ζωής μου, ο «παλιός» λόγος του Λόρκα και η «σύγχρονη» αντιμετώπισή του, δείχνει δρόμο. Έτσι κι αλλιώς, «ο ερχομός του «Ντουέντε», προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται στις παλιές βάσεις». Ίσως είναι και που τα τελευταία χρόνια, πιστεύω περισσότερο στους ποιητές από τους λογής «αυλοκόλακες» του τραγουδιού. Χωρίς άλλο, «η εξυπνάδα είναι εχθρός της ποίησης, γιατί μιμείται πολύ, γιατί υψώνει τον ποιητή σ’ ένα θρόνο στημένο με κοφτερές και απότομες άκρες». Ισχύει και με τις έννοιες σε εισαγωγικά!
Dimitris N. Maniatis και Antonis Boskoitis,εσείς ξέρετε καλά - μάλλον - ότι «το ΝΤΟΥΕΝΤΕ είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη και του μελαγχολικού δαίμονα του Ντεκάρτ». Και βέβαια, ότι «κλωτσάει όλα τα στυλ» … Ωστόσο, όλοι έχουμε τον κίνδυνο να μάς πλανέψει ο δαίμων του διαδικτύου, καθώς προσπαθούμε να «διορθώσουμε την επιπολαιότητά μας». Κι εγώ τώρα… Πολύ καιρό είχε να με παρασύρει η ευκολία του fb, σ’ έναν παραληρηματικό μονόλογο… Ποιος μαζεύει …«κομμάτια κι αποσπάσματα»;
ΘΥΜΑΜΑΙ τους δίσκους που η δική μου γενιά γνώρισε τον ΛΟΡΚΑ : Το «Αχ έρωτα» του Χρήστου ΛΕΟΝΤΗ και τα «12 τραγούδια» του Γιάννη ΓΛΕΖΟΥ. Και τα δυό, σε ελληνική μεταφορά του ΛΕΥΤΕΡΗ Παπαδόπουλου. Θυμάμαι τον Γιάννη ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟ, σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις, να τραγουδά «ΚΟΡΝΤΟΒΑ ΜΑΚΡΙΝΗ και ΜΟΝΗ» στην παραλία. Στη «Φαντασία» ήταν; Προτού αναδειχτεί ο Νίκος Κουρκούλης, τραγουδώντας «Παίζεις με τη φλόγα». Θυμάμαι, τα «Ασημιά κουδούνια» να «αντηχούν στον κάμπο» με την Τάνια ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ και τον Μανώλη ΜΗΤΣΙΑ να επιμένει μέσα στην μεταπολιτευτική φασαρία πως «Όταν βγαίνει το ΦΕΓΓΑΡΙ, πέφτουν στη σιωπή οι ΚΑΜΠΑΝΕΣ/ και τ’ ΑΔΙΑΒΑΤΑ δρομάκια / φανερώνονται».
ΒΛΕΠΩ απέναντί μου όρθιο τον Νότη ΜΑΥΡΟΥΔΗ, θεατή στην παράσταση της Βουκουρεστίου. Μού έρχεται στο νού η τρελή «ΧΟΣΕΦΑ» του : «Μπερνάρντα πεισματάρα …ύαινα Μαγκνταλένα». Αλλά και ο τρόπος που ο Κραουνάκης τραγουδά «Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα/ μες στο βιβλίο της ζωής μας το κλειστό/ που κάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα/ κι αντί μελάνι έχει γραφτεί μ’ ένα λυγμό». Αυτό μού ταιριάζει εδώ.
ΘΥΜΑΜΑΙ τις διηγήσεις της ΡΗΝΙΩΣ Παπανικόλα και της ΑΡΛΕΤΑΣ : Η νεαρή Αρλέτα έχει πάει στο σπίτι της Ρηνιώς τις πρώτες μέρες της δικτατορίας. Της παίζει και της τραγουδά τα καινούργια τραγούδια που ετοίμαζε. Ενώ «ο κύριος ο αψηλός» ήταν …κρυμμένος στο δώμα. Κι έτσι άκουσε για πρώτη φορά ζωντανά, τα τραγούδια του πάνω στο «ΡΟΜΑΝΣΕΡΟ ΧΙΤΑΝΟ» του ΛΟΡΚΑ, όπως τα είδε ο Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ : «Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί / σκάβουν ζητώντας την αυγή / την ώρα που στα σκοτεινά / βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά».
ΑΚΟΥΩ τον Σταμάτη ΚΡΑΟΥΝΑΚΗ να διηγείται την περιπέτεια του δικού του ΛΟΡΚΑ: Θέατρο ΔΙΟΝΥΣΙΑ. 1976; Μάνος ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ. Θα ‘θελα πολύ να ακούσω ηχογραφήσεις εποχής – αν υπάρχουν… Και θα θελα να συζητήσω με το Σταμάτη τι τον έκανε να «κρύψει» αυτά τα τραγούδια, 40 χρόνια σχεδόν!
ΘΥΜΑΜΑΙ την Βίκυ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ, μια νύχτα αργά, στο στούντιο «Digital» - πίσω μου κάθεται ο Yannis Ioannidis, η ψυχή εκείνου του στούντιο. Αρχές ’90. Παρακολουθεί την τηλεοπτική εκδοχή του «ΜΑΤΩΜΕΝΟΥ ΓΑΜΟΥ» με την ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ και τα τραγούδια του ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ. Σχεδόν κλαίγοντας. Μετά μπαίνει μέσα και τραγουδά «Μα εγώ την ξέφυγα τη λίστα/ γιατί ήμουν ΛΟΛΑ και αρτίστα». Κάπου υπάρχει με τη φωνή της από το «ΖΥΓΟ», το «ΑΓΑΠΗ, ΑΓΑΠΗ» του Σταύρου ΞΑΡΧΑΚΟΥ και του Γκάτσου, γραμμένο για το «Περλιμπλίν και Μπελίσα». Αλλά και η 24άχρονη Δήμητρα ΓΑΛΑΝΗ στη «Συμφωνία της Γιάλτας», κουβαλάει όλο το «φορτίο» : «Αγάπη, αγάπη / κουράστηκα να σε περιμένω…».
ΒΛΕΠΩ τον Μπουγιώτη, τον ΧΡΗΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΔΗ και τους μουσικούς, να λένε τα ίδια τραγούδια στη σκηνή του θεάτρου ΤΕΧΝΗΣ στη Φρυνίχου. Ενώ ο Κραουνάκης «ξετυλίγει» τη διάλεξη του Λόρκα για το «ΝΤΟΥΕΝΤΕ». Δυο μέρες απανωτά, έζησα την παράσταση. «Μέσα απ’ τα κλαριά της δάφνης / είδα δυο γκρίζα περιστέρια… Το ένα ήταν τ’ άλλο και τα δυό κανένα» : Ο πιο φορτισμένος πρόλογος για εσωτερική αναδιοργάνωση. Μπροστά στη Μεγάλη Εβδομάδα του 2018.
ΘΥΜΑΜΑΙ την «Πηγή των δακρύων», στον πρόλογο του ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ στο «ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ». Οι φίλοι του Λόρκα, τού λένε να μην κατέβει από την Μαδρίτη στη Γρανάδα : «Αλλά, εκείνος δεν τους άκουσε. Γιατί παρά τον ατίθασο χαρακτήρα και τις ελεύθερες ιδέες του, δεν είχε υποπτευθεί ότι στις εποχές της μισαλλοδοξίας και της εξάρτησης οι άνθρωποι δεν ανέχονται την ελευθερία του άλλου και δεν παραδέχονται ότι κάποιος μπορεί να μην ανήκει σε κανένα στρατόπεδο». Θυμάμαι τη Φλέρυ ΝΤΑΝΤΩΝΑΚΗ. «Πέρα στο θολό ποτάμι», στο «ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΙΚΟ». Αλλά και μ’ εκείνο το «Τριαντάφυλλο» της ¨"Δόνια Ροζίτα", πού «είναι κόκκινο σαν αίμα σαν ανοίγει το πρωί» αλλά «μέσα στο βαθύ σκοτάδι / σιγανά θα μαραθεί». Θυμάμαι τον «ΘΡΗΝΟ για τον ΙΓΝΑΘΙΟ» του Ξαρχάκου και τη φωνή του Μάνου ΚΑΤΡΑΚΗ. «Πέντε η ώρα που βραδιάζει…»Θυμάμαι τις μεταφράσεις της Αγαθής ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ και μάλιστα εκείνες που έκανε δίσκο ο Νίκος ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ και τραγούδησε η Νένα ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ αρχές του ’80.
«Ξυλοκόπε / κόψε μου τον ίσκιο / γλύτωσέ με απ’ το μαρτύριο /να βλέπω τον εαυτό μου άκαρπο» : ΒΛΕΠΩ ότι στην πιο έντονη ΠΟΛΙΤΙΚΗ και κοινωνική ΚΑΘΙΖΗΣΗ της ενήλικης ζωής μου, ο «παλιός» λόγος του Λόρκα και η «σύγχρονη» αντιμετώπισή του, δείχνει δρόμο. Έτσι κι αλλιώς, «ο ερχομός του «Ντουέντε», προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται στις παλιές βάσεις». Ίσως είναι και που τα τελευταία χρόνια, πιστεύω περισσότερο στους ποιητές από τους λογής «αυλοκόλακες» του τραγουδιού. Χωρίς άλλο, «η εξυπνάδα είναι εχθρός της ποίησης, γιατί μιμείται πολύ, γιατί υψώνει τον ποιητή σ’ ένα θρόνο στημένο με κοφτερές και απότομες άκρες». Ισχύει και με τις έννοιες σε εισαγωγικά!
Dimitris N. Maniatis και Antonis Boskoitis,εσείς ξέρετε καλά - μάλλον - ότι «το ΝΤΟΥΕΝΤΕ είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη και του μελαγχολικού δαίμονα του Ντεκάρτ». Και βέβαια, ότι «κλωτσάει όλα τα στυλ» … Ωστόσο, όλοι έχουμε τον κίνδυνο να μάς πλανέψει ο δαίμων του διαδικτύου, καθώς προσπαθούμε να «διορθώσουμε την επιπολαιότητά μας». Κι εγώ τώρα… Πολύ καιρό είχε να με παρασύρει η ευκολία του fb, σ’ έναν παραληρηματικό μονόλογο… Ποιος μαζεύει …«κομμάτια κι αποσπάσματα»;