ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40 ...νίκη και μέλλον, δεν υπάρχει για τους λαούς που δεν έχουν τη δύναμη ...(γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΔΗΣ)
"Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάι να τ'αφήσω
Να πάρω το τουφέκι μου να πάω να πολεμήσω
Δε το βαστάω σπλάχνο μου να κάθομαι εδώ πέρα
και τα παιδιά να πολεμούν κει-πάνω νύχτα μέρα"
(Στέλιος Κερομύτης)
Φωτογραφία του Georgios Kondis.
Τ’ήταν αυτό που έκανε χιλιάδες πολίτες, νέους και γέρους, γυναίκες και άνδρες να ξεχυθούν στους δρόμους με το άκουσμα της έναρξης ενός πολέμου και να στήσουν πρωτόγνωρο πανηγύρι χαράς; Ποια ηθική και πίστη κινούσε τον ψυχισμό όλων αυτών των ανθρώπων ώστε να πηγαίνουν στο σφαγείο του πολέμου με χαμόγελα, τραγούδια και χαρά παιδική, ενώ γνώριζαν πως ίσως και να μην ξαναγυρίσουν πίσω; Ποια δύναμη εσωτερική τους έστελνε όλο μπροστά, να μάχονται χωρίς όπλα, να κινούνται χωρίς τροφή κι έχοντας μόνο το χιόνι για να ξεδιψάσουν λίγο το σκελετωμένο σώμα τους; Κι έμεναν πετρωμένοι σκελετοί πάνω στο χώμα, δίπλα στα βράχια, μέχρι που σάλπιζε με όση δύναμη του είχε απομείνει ο σαλπιγκτής ή έδινε το σύνθημα ανάμεσα στους σκελετούς εκείνος του λοχία, για να πεταχτούν ξάφνου σαν τα θεριά και με τις λόγχες, τις πέτρες ή τα χέρια να πέσουν πάνω στις οργανωμένες στρατιές των φασιστών και να τους στείλουν ακόμη πιο πίσω προς τη θάλασσα, εκεί όπου η ιαχή καλούσε από την αρχή του πολέμου να τους πετάξουν! Ποιας μάνας ευχή να έδωσε τη δύναμη και ποιας γυναίκας προσευχή να έπιασε για να γίνει τούτο το θάμα;
Εκτός από τη Σοφία Βέμπο, την τραγουδίστρια της νίκης, από την πρώτη μέρα του πολέμου οι λαϊκοί τραγουδιστές, οι ρεμπέτες, έγραψαν και τραγούδησαν για το Έπος του 40. Από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι και τον Μάρτιο του 1941 που έκλεισε το εργοστάσιο της Columbia στον Περισσό, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απ. Χατζηχρήστος, ο Γ. Φωτίδας, ο Μπαγιαντέρας (Μήτσος Γκόγκος), ο Γιάννης Σταμούλης, ο νεαρός Β. Τσιτσάνης, ο Δημ. Περδικόπουλος, ο Στ. Κερομύτης και πολλοί άλλοι έκαναν εγγραφές τραγουδιών για το Έπος της Αλβανίας.
Ο Ελληνικός λαός στο σύνολό του ανταποκρίθηκε με αφάνταστη αισιοδοξία σε έναν ακόμη πόλεμο που υποσχόταν δυστυχίες και θάνατο. Για την ελευθερία του και την αξιοπρέπειά του. Γι'αυτό και γιορτάζει το ΟΧΙ, την αρχή του πολέμου και όχι το τέλος του. Γιατί το τέλος, δηλαδή νίκη και μέλλον, δεν υπάρχει για τους λαούς που δεν έχουν τη δύναμη να βροντοφωνάξουν τραγουδώντας "παρών" σε μια μεγάλη αρχή. Ας θυμηθούμε και πάλι "το χαμόγελο στα χείλη" για να πάμε μπροστά κι ας προετοιμάζουν ντόπιοι και ξένοι νέα σκηνικά δυστυχίας, καταστροφής και θανάτου. http://www.tinakanoume.gr/2016/10/40.html
ΕΧΟΥΝ λεχθεί από σημαίνοντα ιστορικά πρόσωπα της εποχής εκείνης κολακευτικά λόγια για τους Έλληνες και την πρωτοφανή, ανέλπιστη αντίστασή τους στον Άξονα.
ΜΙΑ, όχι πολύ γνωστή, πτυχή εκείνου του έπους παραμένει ο αντίκτυπός του στους θεωρούμενους μεν περιθωριακούς αλλά πολύ αγαπημένους στο λαό συνθέτες. Τους ρεμπέτες.
Το Ρεμπέτικο Τραγούδι της Κατοχής, όπως και το αγωνιστικό τραγούδι εκείνων των χρόνων, φυσικά, δεν εγγραφόταν σε «πλάκες γραμμοφώνου», αλλά μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα και φτερούγιζε ελεύθερο σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή χαφιέδες. Ορισμένα από τα τραγούδια αυτά ηχογραφήθηκαν αργότερα, ή πολύ αργότερα, ενώ άλλα έμειναν ακυκλοφόρητα στη δισκογραφία και έφθασαν ως εμάς μόνοι οι στίχοι τους, ως ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής, ιστορημένης από λαϊκούς δημιουργούς, αρκετοί από τους οποίους «έφυγαν» στα μαύρα εκείνα χρόνια.
ΜΙΑ, όχι πολύ γνωστή, πτυχή εκείνου του έπους παραμένει ο αντίκτυπός του στους θεωρούμενους μεν περιθωριακούς αλλά πολύ αγαπημένους στο λαό συνθέτες. Τους ρεμπέτες.
Το Ρεμπέτικο Τραγούδι της Κατοχής, όπως και το αγωνιστικό τραγούδι εκείνων των χρόνων, φυσικά, δεν εγγραφόταν σε «πλάκες γραμμοφώνου», αλλά μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα και φτερούγιζε ελεύθερο σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή χαφιέδες. Ορισμένα από τα τραγούδια αυτά ηχογραφήθηκαν αργότερα, ή πολύ αργότερα, ενώ άλλα έμειναν ακυκλοφόρητα στη δισκογραφία και έφθασαν ως εμάς μόνοι οι στίχοι τους, ως ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής, ιστορημένης από λαϊκούς δημιουργούς, αρκετοί από τους οποίους «έφυγαν» στα μαύρα εκείνα χρόνια.
Γιώργος Βιδάκης Ιστορίες ανθρώπων της Κατοχής
(...) Και του δίνουνε μια κιθάρα να παίξει και σηκώνεται να χορέψει ένας τραυματίας του Αλβανικού μ’ ένα πόδι – το άλλο το’ χε κομμένο. Σηκώθηκε να χορέψει με το δεκανίκι και δεν μπόρεσε να πάρει βόλτα. Το ξέχασε με το χορό πως είχε ένα πόδι, φαίνεται, κι έπεσε κάτω... Ο χορός έμεινε στη μέση κι ο Βαγγέλης καρδιοκάηκε.
¨Βλέπεις¨, λέει ¨γιατί μες στον πόλεμο δε θέλω να παίξω;
Γιατί γι’ αυτούς που θέλω να παίξω εγώ, τους έχουνε κόψει τα πόδια…¨.
Κι ήρθε σπίτι. Αυτό ήτανε το τελευταίο νταλαβέρι με τη δουλειά του… Ο Βαγγέλης σταμάτησε στην Κατοχή να τραγουδά. Ήξερε πως με το τραγούδι δεν εξυπηρετιούτανε κανείς, αφού πεθαίναμε απ’ την πείνα, παρά μόνο οι μαυραγορίτες, οι σαλταδόροι, οι Ιταλοί κι οι Γερμανοτσολιάδες…
Και πέθανε, ξέρεις γιατί; Γιατί φώναζε μ’ όλη τη δύναμη που είχαν τα πλεμόνια του: ¨Μην πεθαίνετε βρε! Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τους εκδικηθούμε. Μην πεθαίνετε…¨.
Πέθανε και δεν άλλαξε κεφάλι. Καλά έκανε και δεν πρόδωσε ούτε τον εαυτό του, ούτε εμάς. (...)
Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του γιου του μεγάλου ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, Γιώργου Παπάζογλου «Τα χαϊρια μας εδώ, ονείρατα της άκαυτης και καμμένης Σμύρνης» (1896-1943), όπου καταγράφει τις αναμνήσεις της μητέρας του, Αγγέλας.
Διαχείριση(...) Και του δίνουνε μια κιθάρα να παίξει και σηκώνεται να χορέψει ένας τραυματίας του Αλβανικού μ’ ένα πόδι – το άλλο το’ χε κομμένο. Σηκώθηκε να χορέψει με το δεκανίκι και δεν μπόρεσε να πάρει βόλτα. Το ξέχασε με το χορό πως είχε ένα πόδι, φαίνεται, κι έπεσε κάτω... Ο χορός έμεινε στη μέση κι ο Βαγγέλης καρδιοκάηκε.
¨Βλέπεις¨, λέει ¨γιατί μες στον πόλεμο δε θέλω να παίξω;
Γιατί γι’ αυτούς που θέλω να παίξω εγώ, τους έχουνε κόψει τα πόδια…¨.
Κι ήρθε σπίτι. Αυτό ήτανε το τελευταίο νταλαβέρι με τη δουλειά του… Ο Βαγγέλης σταμάτησε στην Κατοχή να τραγουδά. Ήξερε πως με το τραγούδι δεν εξυπηρετιούτανε κανείς, αφού πεθαίναμε απ’ την πείνα, παρά μόνο οι μαυραγορίτες, οι σαλταδόροι, οι Ιταλοί κι οι Γερμανοτσολιάδες…
Και πέθανε, ξέρεις γιατί; Γιατί φώναζε μ’ όλη τη δύναμη που είχαν τα πλεμόνια του: ¨Μην πεθαίνετε βρε! Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τους εκδικηθούμε. Μην πεθαίνετε…¨.
Πέθανε και δεν άλλαξε κεφάλι. Καλά έκανε και δεν πρόδωσε ούτε τον εαυτό του, ούτε εμάς. (...)
Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του γιου του μεγάλου ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, Γιώργου Παπάζογλου «Τα χαϊρια μας εδώ, ονείρατα της άκαυτης και καμμένης Σμύρνης» (1896-1943), όπου καταγράφει τις αναμνήσεις της μητέρας του, Αγγέλας.