(Δημοσιευμένο στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Η βασική διαφορά ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό δεν είναι διαφορά τεχνικής
Τζ. Οργουελ1
Ο ρόλος του διανοούμενου είναι ένας και μοναδικός: να σε τσιγκλάει χωρίς την παραμικρή διάθεση εντυπωσιασμού, να φτιάχνει με τα χέρια του μια μπάλα χαρτιού και να σου την πετάει στο πίσω μέρος του κεφαλιού όσο εσύ, αμέριμνος, προσθέτεις ζάχαρη στον καφέ σου. Ενας γνήσιος διανοούμενος δεν έχει τον θεό του και συνεχίζει να μιλάει, ακόμα κι αν στέκει μόνος σε μια αίθουσα όπου τον καταριούνται όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Αν ο Όργουελ κέρδισε τον τίτλο του διανοούμενου, το κατάφερε διατηρώντας την αυτονομία της σκέψης του και παραμένοντας ίδιος και απαράλλακτος μέσα σε μία από τις χειρότερες περιόδους της δυτικής ιστορίας, όταν διανοούμενοι της Αριστεράς είτε ανέβαιναν στο ατσάλινο τρένο της Σοβιετικής Ένωσης, είτε παραδίνονταν στην απάθεια του πεσιμισμού και του πασιφισμού.
Ένας σοσιαλιστής που εχθρεύτηκε τον μπολσεβικισμό και μίσησε την κυριαρχία των -ξένων προς τα αισθήματα του λαού- διανοουμένων, ένας αναρχικός με κριτική στάση απέναντι στον διεθνισμό, όταν ο τελευταίος απαξίωνε τα πρωταρχικά αισθήματα αγάπης του ατόμου για τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ένας πατριώτης που διαφωνούσε με τη νεωτερική σύλληψη του έθνους-κράτους ως πηγή δύναμης και επεκτατισμού, ένας φιλελεύθερος που εναντιωνόταν στη λογική της προόδου.
Ο Όργουελ, παρεξηγημένος όσο λίγοι συγγραφείς, έμοιαζε να μη χωρά σε καμία από τις καθιερωμένες κατηγορίες σκέψης. Η ταύτισή του απλώς με την «προφητική» και «αντι-ολοκληρωτική» οπτική της Φάρμας των ζώων και του 1984 λαμβάνει διαστάσεις θεωρητικού αξιώματος στα καθ’ ημάς. Ωστόσο η αποσπασματική χρήση του έργου του συνιστά αυτό που λέμε: «η μισή αλήθεια είναι χειρότερη από ψέμα».
Στο βιβλίο του Ζαν-Κλοντ Μισεά, Τζορτζ Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός – Σχετικά με το 1984, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μάγμα, σε μετάφραση του Νίκου Ν. Μάλλιαρη, ο Γάλλος συγγραφέας συλλέγει τα κομμάτια του ιδεολογικού πορτρέτου του Οργουελ που με τα χρόνια είχαν σκίσει με τα χέρια τους κάθε λογής πολιτικές σέχτες, αποκαλύπτοντας παράλληλα το βάθος της σκέψης του, η οποία ταξιδεύει πολύ μακριά, αφήνοντας πίσω την ταμπέλα του δυστοπικού συγγραφέα που του έχουν κολλήσει κριτικοί και αναγνώστες.
Οπως πολύ ωραία αναλύει ο Μισεά, ο Όργουελ σχεδόν σε όλη τη συγγραφική του ζωή πραγματεύεται ουσιαστικά μια κριτική στον διανοούμενο της εποχής του και στον κόσμο τον οποίο αυτός πασχίζει να χτίσει. Αναφερόμαστε στον διανοούμενο που υποτάσσεται στο κόμμα-ιδέα, χάριν του οποίου θα μπορούσε να κάνει γης μαδιάμ ολόκληρες κοινωνίες. Τις επιδιώξεις τούτων των αριστερών διανοούμενων ο Όργουελ τις τοποθετεί στην τάση για επιστημονική θεμελίωση του οράματος της επανάστασης, μια τάση που σχηματίστηκε εντός του ιστορικού ρεύματος του σοσιαλισμού. Πρόκειται για τη σύσταση μιας διανοητικής ελίτ που με τη δράση της οδηγεί στην εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας διευθυντών κι επαγγελματικών τάξεων. Ο ρόλος των τελευταίων είναι να κατευθύνουν τη μάζα, η οποία ενστικτωδώς και μόνο προσεγγίζει το σοσιαλιστικό όραμα.
Ο Οργουελ, όντας ένας αμετανόητος αντι-λενινιστής, αντιτάχθηκε στην πίστη του Ρώσου επαναστάτη ότι η σοσιαλιστική συνείδηση θα εισαχθεί στην εργατική τάξη από τα έξω, ισχυριζόμενος ακριβώς το αντίθετο: ότι η σοσιαλιστική συνείδηση δεν μπορεί παρά να πηγάζει από τα μέσα, από τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις. Ο ‘Αγγλος συγγραφέας, εκφράζοντας ένα είδος λαϊκού σοσιαλισμού, αξιοποιεί τις ποικίλες και ιστορικά καταγεγραμμένες, αυθόρμητες και διαισθητικές αντιλήψεις των απλών ανθρώπων, κωδικοποιώντας τες σε έννοιες όπως αυτή της common decency, που ο μεταφραστής την αποδίδει ως «κοινή ευπρέπεια». Η έννοια αυτή, μαζί με άλλες, αποτελεί και το όπλο του Όργουελ απέναντι στο τείχος απαξίωσης που συνήθως χτίζουν οι διανοούμενοι αποφεύγοντας την επαφή με τις λαϊκές αντιλήψεις, αλλά και -εν τέλει- την ίδια την πραγματικότητα.
Τι μπορεί όμως να δηλώνει αυτός ο βολονταρισμός του Οργουελ; Αρχικά οι αναζητήσεις του, η πίστη του στους απλούς ανθρώπους ή ακόμα η πεποίθησή του ότι η γλώσσα μπορεί να παραμείνει ζωντανή ακόμη και μέσα στα ψυχρά νερά στα οποία έπνιξαν οι στρατευμένοι διανοούμενοι τη Δύση, αποδεικνύουν ότι επ’ ουδενί ήταν ένας πεσιμιστής συγγραφέας, όπως κατά κόρον χαρακτηρίστηκε μετά τη συγγραφή του «1984». Αντιθέτως, τον χαρακτήριζε ένας βολονταρισμός και μια ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να βελτιωθούν.
Ο βολονταρισμός του Οργουελ ενίοτε μπορεί να οδηγεί σε υπερβολές όπως η αστόχαστη υποστήριξη των λαϊκών τάξεων ή σε διανοητικές παγίδες όπως η τυφλή αγάπη για τον κόσμο των εργατών. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι ο Οργουελ μέσα σ’ αυτές τις άκρως διχαστικές στιγμές της εποχής του επέλεξε να μιλήσει εκ μέρους των λαϊκών ανθρώπων, οι οποίοι βίωναν τότε τις συνέπειες του καπιταλισμού. Πίστευε ότι η διανόηση, εάν θέλει να λειτουργήσει ηθικά, θα πρέπει να αντλήσει τη ζωντάνια της από κει, αφουγκραζόμενη τη φωνή τους.
Αλήθεια, μήπως ο Οργουελ ήταν από τους τελευταίους που ανέπτυξαν τον στοχασμό τους πάνω σε μια ηθική του σοσιαλισμού; Η υποστήριξη του λαϊκού σοσιαλισμού έναντι του επιστημονικού αποτελεί τη μεγάλη παρακαταθήκη του συγγραφέα αλλά κι ένα καλό παράδειγμα για τους σύγχρονους διανοητές της Αριστεράς, της Αναρχίας και της Προόδου, οι οποίοι απαξιώνουν τα λαϊκά αισθήματα, ή αντίστοιχα τους φόβους τους, προτρέχοντας να χαρακτηρίσουν τον μέσο άνθρωπο βλάχο και εν δυνάμει φασίστα γιατί δεν αποδέχεται τα κοσμοπολίτικα οράματα της φιλελεύθερης ελίτ ή τα ελευθεριακά διεθνιστικά συνθήματα του open borders.
1 Τζορτζ Οργουελ, Το λιοντάρι και ο μονόκερος, μτφρ. Χρ. Τσαλικίδου, Αθήνα, Εξάντας, 2003.