Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Η Ρούλα Πατεράκη Θεωρεί Γελοία τα Θεατρικά για Μετανάστες

Μιλήσαμε με μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες ηθοποιούς για το θέατρο το οποίο: «έχω βαρεθεί».

Tη βλέπω να κατηφορίζει τα σκαλιά στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης φορώντας ένα όμορφο φόρεμα το οποίο έχει ράψει -όπως όλα της τα ρούχα- και νιώθω σαν να της έχω κλέψει κάποια πολύτιμα λεπτά από τον χρόνο που θα είχε αφιερώσει σε κάποια πρόβα, στην ανάγνωση κάποιου θεατρικού κειμένου, στη σκηνοθεσία κάποιας παράστασης. Γνωρίζοντας το πρόγραμμά της και φέτος, απορώ αν άραγε έχει ζωή εκτός θεάτρου και είναι το πρώτο πράγμα που τη ρωτώ, όταν τη βλέπω. Προς επιβεβαίωσή μου, μού απαντά πως δεν περιλαμβάνει πολλά άλλα πράγματα η ημέρα της, πέραν από θέατρο και βραδινό διάβασμα. «Έχω βαρεθεί το θέατρο», όμως, παραδέχεται και με κάνει να αναρωτιέμαι αν γι’ αυτό φταίει μια δικαστική μάχη που αναμένεται να δώσει με δύο παραγωγούς που την άφησαν απλήρωτη, αν φταίει το σινάφι, το κοινό ή η γενικότερη κατάσταση. Ό,τι κι αν ευθύνεται τελικά, το βέβαιο είναι ένα. Ότι μπορεί η ίδια να έχει βαρεθεί το θέατρο, όμως το θέατρο δεν έχει βαρεθεί την ίδια.
Βαρέθηκα να διαβάζω για το θέατρο - και να σου πω την αλήθεια, το βαρέθηκα το θέατρο.
VICE: Όταν δεν κάνετε θέατρο, τι σας απασχολεί;
Ρούλα Πατεράκη: Όλα τα χρόνια της ζωής μου θέατρο κάνω. Τι άλλο να με απασχολεί;
Δεν σας απασχολεί κάτι άλλο μέσα στην ημέρα σας;
Δεν έχω μέρα. Σήμερα, για παράδειγμα, κουτουλώντας ήρθα μέχρι εδώ. Ξύπνησα, πλύθηκα, ντύθηκα και ήρθα. Τώρα αυτό θα πάει μέχρι τις 12. Κάνουμε αυτήν τη συνέντευξή μας, μετά έχω πρόβα και μετά έχω πρόβα στον Πειραιά. Συνήθως, το βράδυ που γυρίζω σπίτι διαβάζω και μπορώ να σου πω ότι δεν διαβάζω αυτά που αφορούν το θέατρο. Βαρέθηκα να διαβάζω για το θέατρο - και να σου πω την αλήθεια, το βαρέθηκα το θέατρο. Είναι κακό ένας άνθρωπος του θεάτρου να λέει ότι βαρέθηκε το θέατρο, αλλά εγώ το βαρέθηκα. Έτσι περνάω και τα καλοκαίρια μου, δεν πάω διακοπές. Οι μόνες διακοπές που κάνω τα καλοκαίρια είναι να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη και να κάθομαι. Αυτές είναι οι διακοπές μου.
Τι σας έχει κάνει, όμως, να βαρεθείτε το θέατρο;
Να σου πω. Το θέατρο είναι μια δουλειά, δυστυχώς σου λέω δουλειά, επειδή εγώ δεν το πίστευα έτσι, εγώ το πίστευα Τέχνη. Τέχνη είναι σπανίως, δουλειά είναι συνήθως. Προσπαθούσα πάντα να βρεθώ με ανθρώπους οι οποίοι έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις με εμένα. Αυτό δεν το πετυχαίνεις πάντοτε και έτσι το θέατρο ήταν και πεδίο δυστυχίας πάρα πολλές φορές. Όποιο επάγγελμα έχει να κάνει με πολλούς ανθρώπους και είναι πολύ ανταγωνιστικό το πλαίσιό του, δημιουργεί πολλά προβλήματα και στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά πολύ περισσότερο σου βρομίζει την ψυχή, πολύ, σε πολλά πράγματα σε βρομίζει. Και όταν έχει σχέση και με τα χρήματα -όπου στην Ελλάδα, γενικά, το θέατρο δεν έχει λεφτά- οι άνθρωποι κουράζονται και φαγώνονται μεταξύ τους. Έτσι, για όλα αυτά τα πράγματα επικρατεί γενικότερη μιζέρια και αυτό σου χαλάει την καλλιτεχνική απόλαυση. Γι’ αυτό με κούρασε το θέατρο. Θα μου πεις, αν έκανα ιατρική, δεν θα με κούραζε; Μπορεί ναι, αλλά δεν την έχω κάνει και δεν μπορώ να σου πω, μπορεί να με κούραζε πιο πολύ.
Πώς σας έχει φερθεί το θέατρο; Όταν λέω το θέατρο, εννοώ οι παραγωγοί, οι θεατές, το σινάφι ξεχωριστά, επειδή δεν είναι ένα πράγμα το θέατρο.
Ακριβώς, υπάρχουν παραγωγοί και παραγωγοί, εγώ τώρα είμαι με έναν παραγωγό που είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη και τον θεωρώ και δικό μου άνθρωπο, τον Λυκιαρδόπουλο. Ε, υπάρχουν και παραγωγοί οι οποίοι παλαιότερα με ρίξανε. Άνθρωποι με τους οποίους πιστεύεις ότι τα πράγματα θα πάνε καλά, σου δείχνουν μια εικόνα και μετά, όταν κάνεις τη δουλειά, καταλαβαίνεις ότι εξαπατήθηκες. Έχω μιλήσει για την τελευταία κακή εμπειρία, η οποία κοιτάζω να λυθεί με τους νόμιμους τρόπους. Φυσικά, αυτά τα πράγματα είναι τζόγος, εφόσον κάνεις επάγγελμα και δεν έχεις δικά σου λεφτά να στηρίξεις δικές σου παραγωγές - επειδή μπορείς και εσύ να είσαι παραγωγός του εαυτού σου. Δηλαδή, για ένα διάστημα που υπήρχαν λεφτά παλιά, εγώ έκανα τις παραγωγές μου. Δεν χρειαζόταν να μπω σε περιπέτειες.
Με τόσα λίγα λεφτά, με τόσο κόπο και τόση μιζέρια - αυτό έχω βαρεθεί, όλο το περιβάλλον.
Με το σινάφι;
Εγώ με κάποιους ανθρώπους στο ελληνικό θέατρο έχω μια πολύ καλή σχέση, αυτό που δεν έχω είναι πνευματικούς φίλους. Δηλαδή, ορισμένοι άνθρωποι -που εγώ πιστεύω και μάλλον πιστεύουν και εκείνοι ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι κοινό, ως προς ένα θεωρητικό κομμάτι του θεάτρου- είναι κλεισμένοι στο καβούκι τους, είμαι και εγώ κλεισμένη στο καβούκι μου και δεν ερχόμαστε σε επαφή. Παλαιότερα τα πράγματα ήταν καλύτερα, οι άνθρωποι συνομιλούσαν καλλιτεχνικά, τώρα οι άνθρωποι δεν συνομιλούν καλλιτεχνικά. Το πιο φοβερό είναι ότι δεν βλέπει ο ένας τις δουλειές του άλλου. Παλιά, πάντα έβλεπα τις δουλειές των συναδέλφων μου και οι συνάδελφοί μου τις δικές μου και έτσι μπορούσαμε να έχουμε μια αλληλοαξιολόγηση των προσπαθειών μας. Ετούτο δεν γίνεται πλέον. Έχει γίνει πολύ πιο σκληρό το τοπίο, πολύ πιο άχαρο, αυτό εμένα με πειράζει, με ενοχλεί, επειδή δεν έχω πνευματικούς συντρόφους στο θέατρο. Φυσικά, στους νέους και ειδικά στους νέους μαθητές, τους νέους ηθοποιούς, με τους οποίους έρχομαι σε συχνότερη επαφή από ό,τι με τους μεγάλους, τα πράγματα είναι πιο καλά. Έχουν μεγαλύτερη αισιοδοξία και μεγαλύτερο όνειρο. Τώρα, πόσο θα κρατήσει αυτό, δεν ξέρω. Όμως, οι άνθρωποι αυτοί είναι μικροί, εγώ έχω ανάγκη από πιο μεγάλους ανθρώπους που και η εμπειρία τους στο θέατρο, αλλά και η παιδεία τους στο θέατρο είναι κάπως διαφορετική. Έχω ανάγκη από ανθρώπους που δεν χτίζεται τώρα η προσωπικότητά τους.

Το κοινό;
Δεν έχω παράπονο από το κοινό, ούτε και από το απλό κοινό. Έχω κινηθεί με έναν τρόπο λιγάκι άναρχο στο θέατρο. Είμαι ταγμένη σε ένα πιο ερευνητικό θέατρο, δεν με ενδιαφέρουν οι καλοκουρδισμένες παραστάσεις. Με ενδιαφέρει, όταν κάτι γίνεται, έστω και αν είναι μικρό, να είναι ριζοσπαστικό. Εκεί, όταν υπάρχουν έστω και λίγοι θεατές οι οποίοι κατανοούν ή ενδιαφέρονται για αυτό, είμαι πολύ ευτυχισμένη. Αλλά επειδή κινήθηκα και σε έναν χώρο πιο εμπορικό, δεν είδα το πλατύ κοινό, που λένε, να με απορρίψει. Είδα ότι και εκεί είμαι ευχαριστημένη με αυτό που κάνω και το κοινό μου έχει φερθεί καλά. Νομίζω ότι δεν είχα απογοητεύσεις, ούτε από το πιο απλό κοινό ούτε από το πιο ελιτίστικο, σε όλες τις περιπτώσεις το κοινό ήταν φιλικό.
Μήπως αυτό είναι που σας κρατάει να συνεχίζετε το θέατρο, ενώ το έχετε βαρεθεί;
Ίσως αν ήμουν στη Νέα Υόρκη να είχα ένα ερέθισμα με το οποίο θα έβρισκα ξανά όλον μου τον ενθουσιασμό. Αλλά εδώ αδικείται το θέατρο. Με τόσα λίγα λεφτά, με τόσο κόπο και τόση μιζέρια - αυτό έχω βαρεθεί, όλο το περιβάλλον.

Πάντως το περιβάλλον είναι πολύ περίεργο για όλους μας τα τελευταία χρόνια, με αυτά που γίνονται και δεν εξαιρούνται οι ηθοποιοί.
Όχι, η Τέχνη βάλλεται.
Παρακολουθείτε τι γίνεται στην πολιτική;
Ναι, βέβαια παρακολουθώ, παρακολουθώ και τι γίνεται διεθνώς, όχι μόνο την εδώ επικαιρότητα, την οποία είναι εύκολο να τη διαβάζει κανείς, δεν θέλει μεγάλη ευφυΐα και ευστροφία, για να καταλάβεις τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει. Είναι, όμως, ένα αδιέξοδο γενικά παγκόσμιο. Όλα είναι καπιταλισμός - και μάλιστα πολυτελές καπιταλιστικό σύστημα, υπάρχει μια πολυτέλεια στον καπιταλισμό. Τώρα λένε ψυχορραγεί, δεν ξέρω, μπορεί να ψυχορραγεί. Αλλά επειδή και νεκραναστάσεις γίνονται πάρα πολλές, εγώ νομίζω ότι ο καπιταλισμός έχει μια ικανότητα νεκρανάστασης θεαματική. Από εκεί που νομίζεις ότι σβήνει, βγαίνει περίτρανος. Δεν βρίσκω ότι ψυχορραγεί. Αλλάζει μορφές, αλλάζει μεθόδους, αλλάζει τρόπους, το βίαιο και το σκοτεινό του πρόσωπο το δείχνει εκεί που μπορεί να το δείξει και το γλυκό πρόσωπό του, το ζαχαρωτό του, το δείχνει πάλι εκεί που μπορεί.

Καλό θέατρο γράφεται σε τέτοιες συνθήκες ή σε συνθήκες ευημερίας;
Δεν έχει σημασία. Είναι τι σου χάρισε η φύση. Αν είσαι πολύ καλός συγγραφέας, μπορεί να έχεις γεννηθεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Όποιες και αν είναι οι συνθήκες, θα γράψεις θέατρο.
Όλο αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, έχετε δει αποτυπώνεται κάπως στο θέατρο;
Βέβαια, το έχω δει, όμως με έναν τρόπο θλιβερό, επειδή είναι ευκαιριακά αυτά τα πράγματα. Ο καθένας αρπάζει και κάνει κάτι για τους μετανάστες, για τους πρόσφυγες, για το Ιράκ, για δεν ξέρω τι. Συνέχεια γίνονται τέτοιες κινήσεις, ας πούμε «πολιτικού» περιεχομένου, αλλά δεν βλέπω να γεννιέται ένας Brecht. Φυσικά και γίνονται πράγματα και μάλιστα γίνονται πια ως σπέκουλα, δεν γίνονται, επειδή υπάρχει ανάγκη. Για να γράψεις για γεγονότα πολύ δύσκολα, δεν τα γράφεις τη στιγμή που συμβαίνουν, ακόμη και να είσαι καλός συγγραφέας. Πρέπει κάπως να σουρώσουν μέσα σου, να περάσουν από ένα σουρωτήρι, να εμπλακούν με άλλα προσωπικά σου πράγματα, να αναμειχθούν με την παιδεία σου και έπειτα να γράψεις. Τώρα, για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, τη στιγμή που υπάρχουν αυτοί οι κραδασμοί σε όλη την Ευρώπη και πνίγονται δίπλα μας άνθρωποι, το να γράψεις, να βγεις στο θέατρο και να πεις έναν μονόλογο, είναι γελοίο για εμένα.
Πρέπει να παίρνουν ρίσκα οι άνθρωποι. Γι’ αυτό έφερα το παράδειγμα της νύχτας. Επειδή εκεί είναι πιο γλιστερά τα μονοπάτια.
Για ποιον λόγο;
Είναι γελοίο. Είναι σαν μην έχεις να πεις τίποτα. Καλύτερα θα έλεγες για τον Λόρδο Βύρωνα, δηλαδή, θα ήταν πιο χρήσιμο να πεις για το ’21, παρά γι’ αυτό.
Επειδή δεν μπορείς να λύσεις το πρόβλημα με αυτό τον τρόπο;
Όχι επειδή δεν μπορείς να το λύσεις. Επειδή, αφού είναι τόσο νωπό το πράγμα και έχει πέτσες και πληγές, δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Το κάνεις, για να πουλήσεις ή επειδή νομίζεις ότι προσφέρεις. Αν θες να προσφέρεις, μπες στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και πήγαινε στη Συρία, εκεί προσφέρεις. Αλλά το να γράψεις έναν μονόλογο, για να σε χειροκροτεί ο κόσμος, τι; Έλυσες το προσφυγικό; Ή δημιούργησες ένα συναισθηματικό πλαίσιο για το παιδάκι που πνίγηκε; Σε αυτήν την περίπτωση, γιατί να μην ανεβάσουμε έναν Brecht, κατάλαβες; Αυτό το θεωρώ θεμιτό, νόμιμο.
Φέτος με τι ασχολείστε;Παίζω στην Baby Jane, η οποία ήταν περσινή παράσταση και λόγω της επιτυχίας επαναλαμβάνεται - στη θέση της Ρένης Πιττακή είναι η Μπέτυ Λιβανού. Παράλληλα, ετοιμάζουμε ένα καινούργιο έργο που έχει κάνει διασκευή ο Άρης Ασπρούλης και η Ιόλη Ανδρεάδη επάνω στο Φονικό στην Εκκλησιά του T.S. Eliot, σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη. Ο νέος τίτλος είναι «Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν» και έχει πρωταγωνιστή τον Thomas Becket που τον παίζει ο Γιώργος Νανούρης και σε μένα συνοψίζονται πάρα πολλοί ρόλοι. Εκτός από αυτά, σκηνοθετώ και ένα project για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Τι θα λέγατε σε νέους ανθρώπους που αγαπούν το θέατρο και που θα ήθελαν οι ίδιοι να γίνουν ηθοποιοί; Δεδομένου ότι λέτε ότι το έχετε βαρεθεί.
Είναι πολύ κακό ένας μεγάλος άνθρωπος να δώσει μια συμβουλή και να στερήσει από τους νέους ανθρώπους τον τρόπο που θα κινηθούν στα πράγματα και τον επαναστατικό τρόπο που θα φερθούν. Δεν θα τους πω τι είναι καλό και τι κακό, επειδή δεν ξέρω κιόλας. Αυτό που είναι καλό για μένα μπορεί να αποδειχθεί κακό γι’ αυτούς. Σίγουρα θα πω να παρακολουθούν την εποχή τους με ένα μάτι πιο ενεργητικό, απ' ό,τι μπορώ να την παρακολουθήσω εγώ, επειδή λόγω ηλικίας κινούνται με πολύ μεγάλη αντοχή, και μέσα στη νύχτα και μέσα στη μέρα. Εγώ, ας πούμε, τη νύχτα δεν μπορώ να την παρακολουθήσω, όπως μπορούσα, όταν ήμουν νέα και είναι πολύ σημαντικό αυτό για μένα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι να παρακολουθούν και τη νύχτα.
Τι μπορεί να μάθουν τη νύχτα;
Δεν θέλω να μάθουν, δεν με ενδιαφέρει να μάθουν. Θέλω να ζήσουν. Να μην περιοριστούν και φοβηθούν. Να μη φοβηθούν ούτε τη νύχτα. Ίσως τη μέρα να τη φοβηθούν πιο πολύ από τη νύχτα, αλλά γενικά να μη φοβηθούν και να ρισκάρουν. Πρέπει να παίρνουν ρίσκα οι άνθρωποι. Να τους πω να ρισκάρουν; Να ρισκάρουν, λοιπόν. Γι’ αυτό έφερα το παράδειγμα της νύχτας. Επειδή εκεί είναι πιο γλιστερά τα μονοπάτια. Σκοντάφτεις πιο εύκολα, κατάλαβες; Δεν μπορείς να επιβιώσεις μόνο με το φως του ήλιου - και το φως της Σελήνης έχει και αυτό τη γοητεία του.
Η Ρούλα Πατεράκη πρωταγωνιστεί στο έργο «Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν» στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15. Και τις υπόλοιπες ημέρες στην παράσταση «Τι απέγινε η Baby Jane» στο Θέατρο Σφενδόνη.