(29/01/2018)
Ένα χρόνο και κάτι μετά την έναρξη της εκθεσιακής δραστηριότητας του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο κτίριο του Φιξ κάνουμε μια αποτίμηση της και θέτουμε το ερώτημα του αν η πολιτική του μουσείου απαντά στα αιτήματα της τοπικής σκηνής και πραγματικότητας τη δεδομένη χρονική περίοδο.
Ο σκοπός και ο ρόλος του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) έχει υπάρξει θέμα πολλών συζητήσεων, ήδη από τη δεκαετία του ‘70 που οι καλλιτέχνες και επιμελητές της εποχής έθεταν το θέμα της αναγκαιότητας της ύπαρξής του αλλά και προβληματίζονταν σχετικά με την επιθυμητή ταυτότητά του. Ελλείψει πολιτικής βούλησης, από την εποχή της ίδρυσής του ως σήμερα, και ελλείψει πόρων στη συνέχεια, οι περιπέτειές του έχουν μείνει παροιμιώδεις και συχνά τείνουν να μετράνε ως άλλοθι απέναντι στην κατά καιρούς κριτική που έχει γίνει για το έργο του, τις εκθέσεις του και τη γενικότερη πολιτιστική πολιτική του.
Οι πολιτικές διεργασίες, η δαιδαλώδης γραφειοκρατία και οι αντικειμενικές δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει και η παρούσα διοίκηση του μουσείου για να καταφέρει να λειτουργήσει στο νέο κτίριο του Φιξ, όπως έχουν αναλυθεί από τη διευθύντριά του Κατερίνα Κοσκινά στη συνέντευξη που κάναμε το περασμένο καλοκαίρι , δεν είναι αμελητέα. Άλλωστε ένα τόσο μεγάλο κτίριο αλλά και γενικότερα το συγκεκριμένο μοντέλο μουσείου που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη της μόνιμης συλλογής του, είναι σαφές ότι έχει σχεδιαστεί με κριτήρια άλλων εποχών και φαίνεται μάλλον παρωχημένο αν όχι προβληματικό στην Αθήνα του σήμερα. Παράλληλα, η ανανέωση λίγο-λίγο της θητείας της Κοσκινά, χωρίς να της ανατίθεται μια κανονική τετραετής θητεία, σίγουρα δεν βοηθά στη χάραξη στρατηγικής.
Άνοιγμα στον κόσμο μεν, αλλά...
Παρ' όλα αυτά, τα διαχειριστικά προβλήματα, όσο κρίσιμα κι αν είναι, δεν πρέπει να μονοπωλούν τη συζήτηση για το μουσείο και ακόμη και σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, η χάραξη ταυτότητας και ουσιαστικής πολιτικής πρέπει να μας απασχολήσει εξίσου. Ένα χρόνο και μερικούς μήνες μετά την έναρξη της εκθεσιακής δραστηριότητας του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο κτίριο του Φιξ και με μια σειρά εκθέσεις και δράσεις στο ενεργητικό του, μπορούμε να εξάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα και να θέσουμε κάποιους προβληματισμούς. Ένα από τα προβλήματα που διακρίνουμε είναι ότι το μουσείο, έτσι όπως λειτουργεί αυτή τη στιγμή δεν μοιάζει να αφορά όσο θα έπρεπε την τοπική καλλιτεχνική κοινότητα.
Για να συνομιλήσει ενεργά με τη διεθνή σκηνή το ΕΜΣΤ πρέπει καταρχήν να έχει καταφέρει να δώσει περιεχόμενο και πλαίσιο στην τοπική πραγματικότητα.
Η εξωστρέφεια και ο διάλογος με το εξωτερικό, την οποία προκρίνει η παρούσα διεύθυνση, είναι προφανώς επιθυμητή, ως γενική κατεύθυνση. Όταν όμως αυτή εκφράζεται σε φιλοξενία και οργάνωση εκθέσεων σε συνεργασία με ξένα μουσεία και φορείς, όπως οι εκθέσεις «Κρίσιμοι Διάλογοι: Αθήνα- Αμβέρσα» και «Κινεζική ζωγραφική ΧΙΕΥΙ: Αριστουργήματα από το Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Κίνας», το τελικό αποτέλεσμα αποπνέει έναν ακαδημαϊσμό και μια αίσθηση δειγματοληπτικών εκθέσεων της δεκαετίας του ΄90 όταν βλέπαμε αφιερώματα σε ξένες σκηνές στην Art Athina, το Εργοστάσιο ή άλλους θεσμούς. To ερώτημα είναι με ποιόν τρόπο βγαίνει το ΕΜΣΤ στον κόσμο και τι λόγος αρθρώνεται από αυτήν την παρουσία. Το να περιοδεύουν, δηλαδή, κομμάτια της συλλογής σε ξένα μουσεία, από την Αμβέρσα ως την Κίνα και την Αγία Πετρούπολη, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι μπαίνουν σε ένα πλαίσιο, ότι ανοίγουν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για το σήμερα και ότι δεν περιορίζονται σε μια επιδερμική συνομιλία της τέχνης που έχει παραχθεί ή παράγεται στην Ελλάδα με τα διεθνή παραδείγματα.
Αν προσθέσουμε εκθέσεις όπως τα «Νέα Αποκτήματα (2014-2017) της συλλογής του ΕΜΣΤ» ή η επερχόμενη συνεργασία με την Ένωση Ελλήνων Κριτικών Τέχνης AICA, μέσω του νέου θεσμού «Θεωρήματα», όπου κριτικοί της ένωσης προτείνουν καλλιτέχνες, το πρόγραμμα διαμορφώνεται ως μια αλληλουχία συνεργειών ανάμεσα σε φορείς που το σύνολό τους δεν αποτελεί κάτι παραπάνω από το άθροισμα των μερών του. Δεν φαίνεται να διαμορφώνεται ως τώρα μια πρόταση, μια ταυτότητα, ένα όραμα για το τι πρεσβεύει ένα τέτοιο μουσείο στη συγκεκριμένη πόλη τη δεδομένη στιγμή, παρά φαίνεται να προκρίνεται μια διαχειριστική λογική που εξασφαλίζει τη ροή εκθέσεων.
Ένα μουσείο που θα δώσει περιεχόμενο στο τοπικό σήμερα
Διαβάζοντας το αφιέρωμα του περιοδικού Αντί το 1976 «Για ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης» (τ. 50) βλέπεις ότι ήδη από την εποχή εκείνη οι καλλιτέχνες μιλούν για ένα «μουσείο-εργαστήρι» και ένα «μουσείο-βήμα» ένταντι ενός «μουσείου-ναός/ νεκροταφείο» (Β. Δημητρέας), για ένα χώρο που θα στεγάζει τις σύγχρονες καλλιτεχνικές δραστηριότητες και προβληματισμούς (Θόδωρος). Επιμένουν στη διάκριση ανάμεσα σε ένα μουσείο που δημιουργεί την παράδοση από ένα που τη στεγάζει, τονίζοντας την ανάγκη για ένα μουσείο όπου δρουν και αναπτύσσονται οι ζωντανές καλλιτεχνικές δυνάμεις δημιουργώντας την καινούργια παράδοση και φωτίζοντας την παλιά με ένα διαφορετικό τρόπο (Σ. Σόρογκας), ένα μουσείο που δεν διαφυλάσσει μόνο αλλά συμμετέχει στην πνευματική δημιουργία (Χρ. Καράς), που αναδεικνύει το τωρινό πρόσωπο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης σε σχέση με τον προβληματισμό της εποχής και το διάλογο με ξένα κέντρα πρωτοπορίας (Γ. Τούγιας).
Το αίτημα για ένα μουσείο που να παρακολουθεί και να πλαισιώνει τη σύγχρονη εικαστική παραγωγή της χώρας, να ξανασυστήνει τους πρωτοπόρους μέσα από τη γνώση του σήμερα, τοποθετώντας τους σε ένα ιστορικό πλαίσιο και όχι απλά ειδωμένους ως μυθοποιημένες μοναδικότητες, να ανοίγει διάλογο με παραδείγματα του εξωτερικού που θα μπορούσαν να δώσουν τροφή για σκέψηπαραμένει πιο ζωντανό από ποτέ. Το ποιά είναι αυτά τα παραδείγματα με τα οποία θα είχε νόημα να συνομιλήσει ένα μουσείο στην Αθήνα αυτή τη στιγμή είναι προς συζήτηση, αλλά η μόνιμη συλλογή ενός βελγικού μουσείου δεν μας φαίνεται μια επιλογή αιχμής σε αυτήν την κατεύθυνση.
Επίσης, όταν τα μουσεία - εργαστήρια/τόποι συνάντησης αποτελούν σημείο αναφοράς στο εξωτερικό εδώ και δεκαετίες, το ΕΜΣΤ θα έπρεπε να ανοίξει διάλογο με την κοινότητα, με τους νέους καλλιτέχνες και επιμελητές που ζουν στην πόλη μας και τα ανεξάρτητα project spaces, σε μια εποχή που η εικαστική Αθήνα προκαλεί το διεθνές ενδιαφέρον λόγω αυτής ακριβώς της δυναμικής της. Πέρα από τον εμπλουτισμό της συλλογής ή την εκπαίδευση, μια από τις προτεραιότητες του μουσείου μες σ' αυτές τις συνθήκες θα έπρεπε κατά την γνώμη μας να είναι να δώσει περιεχόμενο και πλαίσιο σε αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια και τα όποια έχουν προκύψει μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Μες σ' αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να δοθεί βήμα στους επιμελητές του μουσείου να διατυπώσουν μικρότερου βεληνεκούς προτάσεις σε ένα project room.
Το σημαντικό δεν είναι απλά να είναι ανοιχτό το μουσείο αλλά να διαμορφώσει μια ταυτότητα, να κάνει μια παρέμβαση σε τοπικό καταρχήν και ιδανικά και σε ένα ευρύτερο επίπεδο. Η εκάστοτε διεύθυνση δεν οφείλει να ικανοποιήσει τους πάντες (άλλωστε γι αυτό έχει συγκεκριμένη θητεία), ούτε να σχεδιάζει μια πολιτική με στόχο ένα αφηρημένο ευρύ κοινό, ειδικά όταν διεθνώς η συζήτηση στρέφεται στα μικρά στοχευμένα κοινά έναντι μιας γενικόλογης επισκεπτο-θηρίας.
Σε μια εποχή που στο υπόλοιπο κόσμο η βιωσιμότητα αλλά και η ουσία των μουσείων σε καιρούς κρίσης βρίσκεται υπό αμφισβήτηση, το ΕΜΣΤ, ως το κατεξοχήν ίδρυμα σε μόνιμες συνθήκες κρίσης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα συμμετέχοντας ενεργά στη διεθνή συζήτηση.
Κοιτώντας πίσω, η προηγούμενη διεύθυνση, παρόλες τις επιμέρους αντιρρήσεις για πτυχές της πολιτικής της, σίγουρα έχτισε μια ταυτότητα, υποστήριξε δηλαδή ένα παράδειγμα,ένα καλλιτεχνικό genre που δεν ήταν το αυτονόητο στην Αθήνα εκείνης της εποχής. Δυστυχώς κάτι που δεν έκανε και εκείνη είναι όντως να φέρει την εικαστική σκηνή πιο ενεργά “μέσα” στο μουσείο, να δώσει χώρο σε νέες φωνές από την ίδια την επιμελητική ομάδα του μουσείου αλλά και από τους επιμελητές της πόλης, να καλέσει ξένους επιμελητές, να υποστηρίξει το εγχώριο καλλιτεχνικό δυναμικό μέσω της αγοράς έργων και άλλα που έχουμε κατά καιρούς γράψει. Παρεμπιπτόντως, αναζητώντας στοιχεία για εκθέσεις παρελθόντων ετών στο site του ΕΜΣΤ συνειδητοποιήσαμε με έκπληξη ότι δεν υπάρχει καμιά πληροφορία για τις εκθέσεις πριν το 2016. Σε μια εποχή που υπήρξε διεθνές ενδιαφέρον για το μουσείο και δόθηκε έμφαση στην επικοινωνία του έργου του διεθνώς, πώς είναι δυνατόν να μην είναι μια από τις προτεραιότητες η ιστορική καταγραφή της λειτουργίας του μουσείου;
Το ΕΜΣΤ και η documenta 14
Την περασμένη χρονιά ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας του μουσείου δόθηκε στο διάλογο και τη συνεργασία με τη documenta14. Η συνδιαλλαγή με την κορυφαία διοργάνωση και η παρουσία του ΕΜΣΤ στο Fridericianum στο Κάσελ, τον πιο εμβληματικό χώρο της documenta κομίζονται στα θετικά της Κοσκινά. Και εδώ όμως, ανεξάρτητα από την κριτική αποτίμηση της ίδιας της έκθεσης «Αντίδωρο, η συλλογή του ΕΜΣΤ», η όλη διαδικασία θα μπορούσε να είχε σταθεί αφορμή για την παραγωγή πιο ουσιαστικής σκέψης για το ίδιο το μουσείο.
Σίγουρα η documenta14 δεν στήριξε πλήρως (εώς και καθόλου) την επιλογή του καλλιτεχνικού διευθυντή της να δοθεί το Fridericianum στο ΕΜΣΤ, δεν το συμπεριέλαβε στους καταλόγους της, δεν το χρησιμοποίησε ως παράδειγμα περιφερειακού μουσείου που θα μπορούσε να υποστηρίξει το σκεπτικό της έκθεσης και να δώσει περιεχόμενο στο «Learning from Athens», με αποτέλεσμα η παρουσία του στο Κάσελ να μοιάζει με υποσημείωση και να αποκτά ένα χαρακτήρα χειρονομίας ανταλλαγής. Ακόμη και η προώθησή της συγκεκριμένης έκθεσης στο κοινό και τον Τύπο από την πλευρά της documenta14 ήταν προβληματική, ενώ ορισμένοι επιμελητές της documenta ήταν αμήχανοι ως και απαξιωτικοί για την παρουσία του ΕΜΣΤ εκεί.
Από την άλλη όμως, το ΕΜΣΤ θα μπορούσε να είχε στηρίξει περισσότερο το εγχείρημά του θεωρητικά. Θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει αυτήν τη σημαντική ανταλλαγή ιδεών και πρακτικών με τη documenta για να παραχθεί σκέψη, διοργανώνοντας π.χ. ένα συμπόσιο είτε πριν είτε μετά την έκθεση στο Κάσελ, ή αναθέτοντας την παραγωγή ουσιαστικών κειμένων που θα έδιναν έναν άλλο χαρακτήρα στην έκδοση που εξέδωσε και θα άνοιγαν διάλογο για το ρόλο του μουσείου τη δεδομένη στιγμή. Ο συγκεκριμένος κατάλογος άλλωστε δεν είχε νόημα ως guide, αφού κυκλοφόρησε προς το τέλος της έκθεσης, ενώ ένα μέρος του θυμίζει lifestyle περιοδικό της δεκαετίας του ‘90 με τις φωτογραφίες του στησίματος και των συμμετεχόντων και το μοναδικό κείμενο, αποσπάσματα από μια συζήτηση της Κοσκινά με τον Adam Szymczyk, δεν πλαισιώνει επαρκώς ιδεολογικά το γεγονός.
Ένα μουσείο - παράδειγμα για την κρίση των μουσείων
Ζούμε σε μια εποχή που στο υπόλοιπο κόσμο η βιωσιμότητα αλλά και η ουσία των μουσείων σε καιρούς κρίσης βρίσκεται υπό αμφισβήτηση και πυροδοτεί μια ολόκληρη συζήτηση για το “γκρέμισμα”, την αποδόμησή τους, την απο-αποικιοποίησή τους, με δίκτυα όπως το Radical Museum που συσπειρώνει καλλιτέχνες και θεωρητικούς για να εξετάσει το μέλλον των μουσείων. Πρόσφατα βρέθηκα καλεσμένη στο διεθνές συνέδριο «Humans of the Institutions» που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του Art Weekend του Άμστερνταμ που είχε ως αφετηρία τις συνθήκες εργασίας των freelancers στο χώρο του πολιτισμού αλλά σε μεγάλα βαθμό τη συζήτηση μονοπώλησαν τα πολιτιστικά ιδρύματα ως freelancers , αφού στο νέο πολιτικό και οικονομικό τοπίο που διαμορφώνεται στην Ευρώπη η υποστήριξη αλλά ακόμη και η ελευθερία των ιδρυμάτων της τέχνης καταντά παζλ για δυνατούς λύτες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το ΕΜΣΤ, ως το κατεξοχήν ίδρυμα σε μόνιμες συνθήκες κρίσης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα συμμετέχοντας ενεργά στη διεθνή συζήτηση. Να αξιοποιήσει δηλαδή τις ιδιαιτερότητες, τα μειονεκτήματα και την εμπειρία του και σε συνεργασία με την εικαστική κοινότητα να παράγουν λόγο και έργο με ειδικό βάρος και σχετικό με τον τόπο και τη χρονική στιγμή.
Σε αυτή την κατεύθυνση, πιστεύουμε ότι το μουσείο για να συνομιλήσει ενεργά με τη διεθνή σκηνή πρέπει καταρχήν να έχει καταφέρει να παράγει περιεχόμενο από την τοπική πραγματικότητα. Το να απευθύνει πρόσκληση διαλόγου και ανταλλαγής τεχνογνωσίας στην εικαστική σκηνή της πόλης είναι ένα μέσο προς αυτήν την κατεύθυνση. Το αθηνόραμα ανοίγει τη συζήτηση και καλεί τρεις επιμελήτριες και διευθύντριες χώρων που παράγουν σημαντικό έργο στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια να απαντήσουν στο ερώτημα του κατά πόσο η πολιτική του ΕΜΣΤ απαντά στα αιτήματα της τοπικής σκηνής και πραγματικότητας και τι μουσείο τελικά θέλουμε.
Τι μουσείο θέλουμε;
Ελπίδα Καραμπά: «Το μουσείο είναι ένα πεδίο μάχης»
«Πάνω από τριάντα χρόνια, από τη δεκαετία του ’70, αναρωτιόμαστε ποια μπορεί να είναι η σκοπιμότητα ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Η συζήτηση αυτή εμπεριέχει όλες τους προβληματισμούς που αφορούν το ρόλο ενός τέτοιου μουσείου στην πολιτιστική πολιτική, την ενίσχυση της τοπικής (καλλιτεχνικής) παραγωγής, το όραμα μιας δυναμικής σχέσης μεταξύ της περιφέρειας και του κέντρου. Η παρουσία του ΕΜΣΤ, που στεγάζεται πλέον στο δικό του εντυπωσιακό φαραωνικό κέλυφος, στο πρώην εργοστάσιο ΦΙΞ φαίνεται αμήχανη προς το παρόν, όχι γιατί δεν έχει δώσει μια σαφή απάντηση σε τέτοια ερωτήματα, γιατί κάτι τέτοιο είναι εξ’ ορισμού αδύνατον, αλλά γιατί δεν έχει συστηματοποιήσει αρκούντος αυτούς τους προβληματισμούς μέσα από το εκθεσιακό και εκπαιδευτικό πρόγραμμα, τις συνεργασίες που επιδιώκει σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Θα μπορούσε ένα τέτοιο μουσείο να αναλάβει τον παραδοσιακό του ρόλο για την κατασκευή μιας ιστορίας σύγχρονης (ελληνικής) τέχνης. Αυτή όμως η ιστορική προοπτική, για την καταγραφή μιας ιστορίας της πρόσφατης (ελληνικής) τέχνης, με μονογραφικές και άλλες εκθέσεις που να προσεγγίζουν κριτικά τη διαδικασία εγκαθίδρυσης ‘καλλιτεχνικών περιπτώσεων’ που θα έδινε μια δυναμική προοπτική για το πώς κατασκευάζεται η ιστορία και πώς παράγεται ένα υλικό προς μελέτη για τους σύγχρονους παραγωγούς, που θα άφηνε ένα συστηματικό ίχνος με το οποίο θα καλούνταν να αναμετρηθούν κριτικά οι νεότερες γενιές, που θα δημιουργούσε έναν λόγο σχετικά με τις αναγνώσεις του εγχώριου πεδίου έξωθεν, τοποθετώντας την εγχώρια παραγωγή σε ένα πλαίσιο αναφορικά με τον τοπικό και διεθνή λόγο, δεν φαίνεται να βρίσκει έναν συστηματικό παρόν μέσα στο ίδρυμα. Καλώς, μπορεί να μην είναι αυτό το ζητούμενο.
Ίσως η εκμετάλλευση της συγκυρίας των πέντε λεπτών δημοσιότητας, που απολαμβάνει η σύγχρονη Αθήνα, μέσα από την σαγήνη της κρίσης, με πλήθος ξένων περιηγητών και χίπστερ καλλιτεχνών να επιθυμούν να ζήσουν ή να κάνουν δουλειές εδώ, να είναι μια άλλη ευκαιρία την οποία μπορεί να εκμεταλλευτεί ένα τέτοιο μουσείο. Η εμπερίεξη αυτής της ιδιότυπης χίπστερ σκηνής, νέων φιλόδοξων επισκεπτών, η πρόκληση που ενέχει αυτή η ιδιαίτερη συνθήκη, δεν διαφαίνεται, προς το παρόν, στις προθέσεις του μουσείου. Επίσης καλώς.
Ίσως τότε με την άνθιση μεγάλων ιδιωτικών ιδρυμάτων που διαμορφώνουν ένα νέο πολιτιστικό τοπίο εξευγενισμού και κυρίαρχης εκπαιδευτικής/ψυχαγωγικής δράσης, που κατασκευάζει ένα νέο αστικό κοινό, στον άξονα της λεωφόρου Συγγρού, να είναι η ευκαιρία για το μουσείο σύγχρονης τέχνης να μπορέσει να βρει μια δυναμική θέση αναφοράς σε αυτόν τον πολιτιστικό άξονα και να δημιουργήσει ένα διευρυμένο φιλοθεάμον κοινό. Ίσως.
«Ίσως, το ζήτημα για ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης σήμερα, δεν αφορά το έσω του μουσείου αλλά το έξω του πεδίου και πως αυτό το έξω μπορεί να συστρέψει την παρουσία στο ντόπιο σκηνικό αυτού του κτηριακού κέλυφους προς ένα σημαίνον των μαχών που εξελίσσονται εντός του.»
Όλα τα παραπάνω απαιτούν έναν προγραμματικό σχεδιασμό, ένα όραμα, μια οικονομική και πολιτική μεθόδευση που μοιάζει πολύ σύνθετη στον ορίζοντα των ντόπιων κοινωνικών και πολιτικών κλονισμών. Από την άλλη το μουσείο-που είναι διεθνώς πια μια έντονα διαφιλονικούμενη οντότητα- είναι ένα πεδίο μάχης, εκεί δοκιμάζονται τα όρια της οικονομίας μας, σωματικής, υλικής και συναισθηματικής (των εργαζομένων, των επενδυτών, του κοινού) και αποκαλύπτονται τα αντικρουόμενα συμφέροντα, οι επιθυμίες και οι αντιφάσεις των υποκειμένων και των θεσμών. Δοκιμάζεται η αντίσταση μας, το εύρος των διαπραγματευτικών μας εργαλείων απέναντι στην αυξανόμενη καπιταλιστική απαίτηση της εξάντλησης των μέσων και των πόρων μας και της ελαστικότητας μας σχετικά με τη σχέση των ιδρυμάτων αυτών με τη βιομηχανία, τις εργασιακές συνθήκες, την οικονομία, τα ιδεολογικά προτάγματα. Ίσως λοιπόν, το ζήτημα για ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης σήμερα, δεν αφορά το έσω του μουσείου αλλά το έξω του πεδίου και πως (αυτό το έξω) μπορεί να συστρέψει την παρουσία στο ντόπιο σκηνικό αυτού του κτηριακού κέλυφους προς ένα σημαίνον αυτών των μαχών. Η συμμετοχή του μουσείου σε κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως μια πιθανή προοπτική.»
Η Ελπίδα Καραμπά είναι θεωρητικός της τέχνης, επιμελήτρια και ιδρύτρια της Προσωρινής Ακαδημίας Τεχνών.
Έλενα Παπαδοπούλου: «Ένα μουσείο που θα δημιουργεί περιεχόμενο και συνεργασίες ακόμη και με περιορισμένα μέσα»
Το μουσείο που θα έχει νόημα θα στηρίζει έμπρακτα την τοπική σκηνή, θα είναι ευέλικτο, του 21ου αιώνα, θα δημιουργεί γέφυρες, θα είναι νέο, πάντα, ακόμα και όταν δείχνει κάτι παλιό, θα δημιουργεί ‘πλαίσια’ χωρίς να καταπιέζει, θα προσφέρει γνώση χωρίς να είναι διδακτικό, δεν θα είναι μίζερο, θα εμπνέει, θα εκπαιδεύει έμμεσα και άμεσα μέσα απο κάθε λεπτομέρεια που το απαρτίζει, από το στήσιμο των εκθέσεων, τις εκδόσεις, τις ταμπέλες, έως τα καθίσματα και τις τουαλέττες, θα προσελκύει κατ’αρχήν τους καλλιτέχνες, θα προσελκύει υποστηρικτές, θα είναι τόπος συνάντησης.
«Το μουσείο που θα έχει νόημα θα στηρίζει έμπρακτα την τοπική σκηνή, θα είναι ευέλικτο, θα εμπνέει, θα προσελκύει κατ’αρχήν τους καλλιτέχνες, θα προσελκύει υποστηρικτές, θα είναι τόπος συνάντησης.»
Θα ανυπομονείς να δεις την επόμενη έκθεση, ομιλία, περφόρμανς, ταινία, παρουσίαση και θα είναι στην λίστα των ανθρώπων της τέχνης / ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την σύγχρονη τέχνη που περνούν απο την Αθήνα. Υπάρχουν τα θέματα που ακούμε όλοι τα τελευταία χρόνια, όμως είναι εφικτό να δημιουργεί κανείς ‘περιεχόμενο’ και συνεργασίες ακόμη και με περιορισμένα μέσα. Είναι ζήτημα οράματος.»
Η Έλενα Παπαδοπούλου είναι επιμελήτρια και ιδρύτρια του ινστιτούτου σύγχρονης τέχνης Radio Athènes.
Ηλιάνα Φωκιανάκη: «Ένα μουσείο με οικονομικές δυνατότητες που να συνομιλεί με την τοπική σκηνή και με την σύγχρονη διεθνή σκηνή»
«Το αν η πολιτική του ΕΜΣΤ απαντά στα αιτήματα της τοπικής σκηνής και πραγματικότητας είναι μια δύσκολη ερώτηση αυτή, καταρχήν γιατί η πολιτική ενός μουσείου που χρηματοδοτείται εξ' ολοκλήρου από το κράτος και οι υπάλληλοι του διορίζονται από το κράτος, ακολουθεί την πολιτική του Υπουργείου και της κυβέρνησης. Και ως εκ τούτου, το ζήτημα δυστυχώς είναι οτι δεν υπήρξε ποτέ μια εμπεριστατωμένη και στοχευμένη πολιτική από την κρατική μηχανή απέναντι στην σύγχρονη τέχνη ώστε να αντανακλάται και αυτή στα μουσεία της χώρας τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια που παρακολουθώ την σύγχρονη τέχνη της Ελλάδας ως ενήλικας.
Θυμίζω ότι οι εκάστοτε διευθυντές του "Γραφείο/Διεύθυνση Σύγχρονου Πολιτισμού" είναι ως επί το πλείστον αρχαιολόγοι με ελάχιστη γνώση στα σύγχρονα εικαστικά και αν έχουν γνώση περιορίζεται σε τοπικούς ζωγράφους με μηδενική αναγνώριση στο εξωτερικό. Οπότε το κράτος δεν έχει χαράξει πορεία καταρχήν. Επίσης η Ελλάδα δεν είχε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη κριτικού λόγου μεταξύ του εξωτερικού και της εγχώριας σκηνής, ειδικά θα λέγαμε από την μεταπολίτευση και έπειτα, παράγων που συνετέλεσε στην "μοναστική" ύπαρξη της ελληνικής εικαστικής σκηνής. Και όμως αυτή τη στιγμή υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά από νέους Έλληνες καλλιτέχνες που συμμετέχουν σε εκθέσεις του εξωτερικού, κάνουν εκθέσεις και αναγνωρίζονται από σημαίνοντες ανθρώπους της σύγχρονης ακαδημαϊκής, μουσειακής και επιμελητικής σκηνής και το Υπουργείο δεν τους γνωρίζει καν, διότι οι σύμβουλοι και υπάλληλοι του δεν έχουν εμπεριστατωμένες γνώσεις επί του σύγχρονου διεθνούς εικαστικού πεδίου. Το είδαμε και με την documenta 14 αυτό, η οποία πρωτίστως έπρεπε να εκπαιδεύσει τους δημοσίους υπαλλήλους και μετά το κοινό.
Σε αυτό το καίριο πρόβλημα για μένα έρχεται το ΕΜΣΤ το οποίο μπορεί να προσφέρει αυτό που δεν έχουν όσο χρειάζονται οι νέοι Έλληνες εικαστικοί- μια στήριξη μέσω ανάδειξης. Το κάνει αλλά χρειάζεται να γίνει για πολύ περισσότερους ανθρώπους, ειδικά στους νέους εικαστικούς μεταξύ 35-45. Και καθώς τα χρήματα διαθέσιμα για προγραμματισμό είναι πολύ λίγα σε σχέση με αυτά που θα μπορούσε το μουσείο να κάνει αν είχε σωστή χρηματοδότηση, τότε οι εγχώριοι νέοι καλλιτέχνες είναι και μια λύση που συμβαδίζει με τις οικονομικές δυνατότητες του μουσείου (αποφεύγονται τα τεράστια κονδύλια μεταφοράς και ασφάλισης έργων από το εξωτερικό π.χ.). Το ΕΜΣΤ μπορεί να αποτελέσει μια σύνοψη, μια συγκέντρωση, μια αντανάκλαση και μια επισημοποίηση αν θέλετε της δυναμικότητας που διακρίνεται εμφανώς στην εικαστική παραγωγή και διάλογο της Ελλάδας του σήμερα.
«Θέλουμε ένα μουσείο που να είναι σαν σπίτι μας, ένα μουσείο που να μας ενώνει, αλλά και ένα μουσείο που να καταφέρει αυτό που δεν κατάφερε κανείς στο παρελθόν: την ουσιαστική εκπαίδευση του ελληνικού κοινού στη σύγχρονη τέχνη.»
Γνωρίζω την Κατερίνα Κοσκινά και εκτιμώ το διευθυντικό της έργο, ίσως μου λείπει περισσότερο πυγμή από τους επιμελητές του Μουσείου σε ιδέες για εκθέσεις που να υπερτονίζουν την λέξη "σύγχρονης" στο ακρωνύμιο του ΕΜΣΤ και να δραπετεύουν από τον μοντερνισμό. Yπάρχει η Εθνική Πινακοθήκη, η οποία οφείλει και αυτή να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης για τον διαχωρισμό μεταξύ του σύγχρονου και του μοντέρνου και το ΕΜΣΤ να αφοσιωθεί περισσότερο στη νέα γενιά. Επιστρέφοντας σε αυτό που έλεγα για τον προγραμματισμό: έχουμε αυτή τη στιγμή τεράστια κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που ταλανίζουν την χώρα εδώ και σχεδόν δεκαετία. Οπότε προσωπικά σαν θεατής θα ήθελα να δω εκθέσεις που να πραγματεύονται έννοιες όπως το μεταναστευτικό, την ευρωπαϊκή ταυτότητα, την χρηματοπιστωτική κρίση, την κρίση αξιών, την πόλωση, την αναβίωση του εθνικισμού κτλ. αλλά και ερωτήματα σχετικά με την Τεχνητή Νοημοσύνη, την αυτοματοποιημένη εργασία, την διαφθορά, την έννοια της ελληνικότητας (τι σημαίνει να είσαι Έλληνας ακριβώς το 2018)-- και ότι άλλο απασχολεί την κοινωνία μας αυτές τις μέρες.
Θέλουμε ένα μουσείο που να μπορεί να κάνει αυτό που κάθε μουσείο κάνει στο εξωτερικό, έστω σε μικρότερη κλίμακα. Πάνω από όλα δηλαδή ένα μουσείο με οικονομικές δυνατότητες ώστε να μπορεί να παράγει καταρχήν έργο και έργο ενδιαφέρον και σχετικό με το σήμερα. Για αυτό θα πρέπει και οι ιδιωτικοί φορείς να συνδράμουν σε αυτό. Οφείλουμε όλοι να βοηθήσουμε στην ανάδειξη, στήριξη και μακροημέρευση του ΕΜΣΤ. Θέλουμε ένα μουσείο που να συνομιλεί καταρχήν με την τοπική σκηνή και να είναι ανοιχτό σε συνεργασίες -ένα εξαιρετικό παράδειγμα τέτοιας πρακτικής είναι το μουσείο Vanabbe στο Αϊντχόβεν της Ολλανδίας το οποίο έχει μια επιμελητική ομάδα αλλά έχει και εξωτερικές συνεργασίες φέρνοντας πάρα πολύ νέους ανθρώπους στους χώρους του. Επίσης, όλοι εμείς που τρέχουμε εθελοντικά χώρους που παράγουν σύγχρονο πολιτισμό, γύρω από το Μουσείο, επιθυμούμε τον διάλογο, επιθυμούμε όχι χρήματα ή θέσεις στο δημόσιο, αλλά συνδιάλογο και συντονισμένη προσπάθεια για αρωγή στους εικαστικούς που παλεύουν στην Ελλάδα της κρίσης χωρίς την οικονομική βοήθεια από το κράτος που προσφέρουν άλλες χώρες της ΕΕ, χωρίς καν ελαφρυντικά στα συνταξιοδοτικά των πενιχρών εισοδημάτων τους.
Άρα θέλουμε ένα μουσείο που να συνομιλεί ενεργά με την σύγχρονη -και ξανάτονίζω το σύγχρονη- διεθνή σκηνή, όπως για παράδειγμα η έκθεση με την οποία άνοιξε το ΕΜΣΤ με το μουσείο MHKA της Αμβέρσας. Θέλουμε ένα μουσείο που να λειτουργεί ως ομπρέλα και ως σταθερά για όλη την σύγχρονη ελληνική εικαστική σκηνή η οποία έχει εξαιρετικά παραδείγματα εικαστικών και επιμελητών. Θέλουμε ένα μουσείο με άλλα λόγια που να είναι σαν σπίτι μας, ένα μουσείο που να μας ενώνει, να μας κάνει να δουλεύουμε ομαδικά με κοινό στόχο την διεθνή προώθηση της ελληνικής τέχνης αλλά και ένα μουσείο που να καταφέρει αυτό που δεν κατάφερε κανείς στο παρελθόν: την ουσιαστική εκπαίδευση του ελληνικού κοινού στη σύγχρονη τέχνη γιατί και αυτό είναι πολύ σημαντικό για την μελλοντική άνθηση και συνέχιση του χώρου.»
Η Ηλιάνα Φωκιανάκη είναι ιδρύτρια και διευθύντρια του κέντρου σύγχρονης τέχνης State of Concept στην Αθήνα και επιμελήτρια στο κέντρο σύγχρονης τέχνης Extra City Kunsthal Antwerp στο Βέλγιο.