Ο ντόρος που προκλήθηκε έπειτα από το συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη αναφορικά με το περίφημο «Μακεδονικό ζήτημα» δείχνει από τη μια πλευρά το απογοητευτικό ιδεολογικό επίπεδο της σύγχρονης αριστεράς πάνω σε ένα πλέγμα ζητημάτων (εθνικισμός, λαϊκή συσπείρωση κ.λπ.). Από την άλλη, σε ό,τι έχει να κάνει με τις κωμικοτραγικές και άχρηστες αυτές κινητοποιήσεις, και πολύ περισσότερο τα άτομα που βρέθηκαν σε θέσεις κλειδιά (όπως ο ανεκδιήγητος Αμβρόσιος), όχι μόνο απουσιάζει κάθε προσπάθεια κατανόησης ενός περίπλοκου ζητήματος, δίχως υβριστικές τάσεις τζιγκοισμού, αλλά σε πολλές περιπτώσεις η δημαγωγία, ο λουμπενισμός και μια μεμψιμοιρία που αναπαράγει τη γνωστή ρητορική αυτοθυματοποίησης πως «όλη η ανθρωπότητα χρωστά κάτι σε εμάς» δυναμιτίζουν περαιτέρω το κλίμα, επιδεινώνοντας ένα πρόβλημα που όφειλε να είχε διευθετηθεί δεκαετίες πριν. Θα σταθούμε αρχικά στην πρώτη περίπτωση, όπου και συναντάμε όλα τα προβληματικά στοιχεία της ιδεολογίας της αριστεράς και των ελευθεριακών χώρων, την έλλειψη στοιχειώδους κοινωνικής ανάλυσης και, ως εκ τούτου, εκτίμησης της εκάστοτε συγκυρίας. Ιδεολογικοποιημένες προσεγγίσεις δίνουν και παίρνουν, συνοδευόμενες από αναλύσεις που προωθούν έναν μή κριτικό αντιεθνικισμό (που στην τελική μετατρέπεται σε ελιτίστικος αντιλαϊκισμός). Δεν δύναται, άλλωστε, να εξηγηθούν διαφορετικά όλα όσα εκστομίζονται τούτες τις μέρες σχετικά με το πλήθος που διαδήλωσε στη Θεσσαλονίκη εναντίον της χρήσης του ονόματος Μακεδονία από το κράτος της ΠΓΔΜ: τι για «Ελληναράδες και νεοναζί» ακούσαμε, τι για τους γνωστούς αφορισμούς «περί άμυαλου πλήθους ηλιθίων», τι για «κοινωνικό εκφασισμό και εθνικιστική στροφή»!
Στην πραγματικότητα, τούτες οι προσεγγίσεις δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο παρά μια ακόμα αντανάκλαση του ελιτίστικου αφηγήματος που καλλιέργησε η ίδια η φιλελεύθερη αριστερά τα τελευταία τρία χρόνια (όντας αδύναμη να αναχαιτίσει την άνοδο της λαϊκιστικής δεξιάς), ένα αφήγημα που αναπαράγει σύσσωμες τις προκαταλήψεις περί «ανόητων και αμαθών μαζών» που «ρέπουν προς τον φασισμό και τον ανορθολογισμό», όπως είχαμε δει στην περίπτωση του δημοψηφίσματος για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ και έπειτα τη νίκη του Trump. Φαντάζει άξιο απορίας πώς ο αριστερός πολιτικός χώρος, που συνεχώς καλούσε τους πολίτες σε επαγρύπνηση ενάντια στα μέτρα λιτότητας, κατάντησε φερέφωνο αντιδραστικών αντιλαϊκιστικών θεωριών (αν και μια πιο ενδελεχής μελέτη μπορεί να εντοπίσει τάσεις πολιτικού ελιτισμού στην αριστερά ήδη από την εποχή του 1920 και κυρίως κατά την περίοδο του progressive era στις ΗΠΑ). Πιο συγκεκριμένα, τούτες οι θεωρίες περί «ανίκανου πλήθους» ιστορικά και διαχρονικά αποτέλεσαν τη βάση της δεξιάς και νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Παρότι θα μπορούσε κανείς να στραφεί ακόμα και στον Πλάτωνα, όπου και εντοπίζουμε τα πρώτα ψήγματα πολιτικού ελιτισμού στην ιστορία της δυτικής πολιτικής σκέψης, την ιδέα πως μέσα σε μια συλλογικότητα ή ένα πλήθος η ατομική συνείδηση υπνωτίζεται από έναν έντονο σεντιμενταλισμό που αναδύεται μέσα από την αγέλη της μάζας, οδηγώντας προς την πιο ακραία μορφή ύβρεως, συναντάμε στα έργα του Gustave Le Bon [1], ο οποίος μεταξύ άλλων υπήρξε ένας από τους πιο εκλεκτούς στοχαστές του Μουσολίνι. Η σχολή του Le Bon, του Sigmund Freud (εν μέρη) μαζί και οι θεωρίες του Hippolyte Taine διατείνονται πως οι μάζες και τα πλήθη αποτελούν φορείς μέσα στους οποίους ο άνθρωπος (που μονάχα στην πλήρη απομόνωσή του μπορεί να καταστεί ικανός για την τέλεση λαμπρών έργων) μετατρέπεται σε ον καταστροφικό, τόσο για τον ίδιο του τον εαυτό όσο και για τους γύρω του. Την ίδια γνώμη ασπάζονται και οι Ιταλοί θετικιστές του 19ου αιώνα, για τους οποίους η έννοια του πλήθους κατέστη ταυτόσημη με την ανομία και το έγκλημα [2]. Άλλωστε, η αντίληψη πως οι ανορθολογικές μάζες των φτωχών μπορούν να αποτελέσουν εκκολαπτήριο κομμουνιστικών επαναστάσεων αποτέλεσε τη βάση της Μακαρθικής ιδεολογίας, του παρανοϊκού αντι-Σοβιετισμού τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες δυτικές χώρες, όπου πάρθηκαν δρακόντια μέτρα ενάντια στην ελευθερία του λόγου και στα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων.
Όπως φαίνεται, οι αριστερές γραφειοκρατίες αναγνωρίζουν τη λαϊκή συσπείρωση μονάχα όταν ένας λαός εμφανίζεται ως αιώνιο θύμα της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αν, βέβαια, τμήμα της κοινωνίας αποφασίσει να κινητοποιηθεί με έναν τρόπο που δεν βρίσκει σύμφωνη την «αριστερή γραμμή» τότε χαρακτηρίζεται ως «μάζα ανόητων και αμόρφωτων», όπως είχαμε δει μετά το δημοψήφισμα για το Brexit. Ανάλογη είναι και η περίπτωση του «Μακεδονικού συλλαλητηρίου» της προηγούμενης εβδομάδας (καθώς και αυτών που θα ακολουθήσουν). Τούτη η εκτίμηση, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι οι συγκεντρωμένοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για την παρουσία ακροδεξιών εγκληματικών οργανώσεων μέσα στο πλήθος (αυτές που αυτοπροβάλλονται ως θεματοφύλακες των «παραδόσεων» και της «ιστορίας μας» αλλά αρέσκονται να πυρπολούν ιστορικά νεοκλασικά κτίρια, και μάλιστα από τα λίγα που ξέμειναν στην πόλη), μήτε μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι λαϊκιστές δημαγωγοί, νάρκισσοι και διάφορες λούμπεν προσωπικότητες δίνουν τον τόνο με στόχο να αυξήσουν την επιρροή τους. Κι ενώ ο γαλανόλευκος θίασος κάνει λόγο για τάσεις αλυτρωτισμού από την πλευρά της ΠΓΔΜ (ισχυρισμός που, ωστόσο, κρίνεται βάσιμος, ανεξάρτητα από το ποιός πολιτικός χώρος θίγει ένα τέτοιο ζήτημα) την ίδια στιγμή αγνοείται η άλλη όψη της πραγματικότητας: αν ως αλυτρωτισμό ονομάζουμε κάθε εθνικιστική κίνηση που αποσκοπεί στην «απελευθέρωση» και προσάρτηση εδαφών στα οποία κατοικούν πληθυσμοί που θεωρούνται «υπόδουλοι ομοεθνείς», τότε στην περίπτωση αυτή η κατεξοχήν αλυτρωτική δύναμη στην περιοχή των Βαλκανίων, κατά τη νεότερη ιστορία, δεν ήταν τα σλαβικά έθνη. Το τουρκικό κράτος, ιδίως, στη νέο-οθωμανική του εκδοχή, εξακολουθεί να είναι το κακό σκυλί της Μεσογείου, δεδομένων των βλέψεων του προς τη δύση, που δεν θα δίσταζε να τις πραγματοποιήσει σε περίπτωση αποτυχίας στις επιχειρήσεις που τώρα διεξάγει στο ανατολικό μέτωπο εναντίον των Κούρδων. Συνεπώς, στη δεδομένη αυτή στιγμή, η κατεξοχήν απειλή δεν προέρχεται ούτε από την ΠΓΔΜ ούτε από το κράτος της Αλβανίας. Παρά τους έντονους εθνικισμούς που κατά καιρούς αναδύονται εντός των δύο αυτών εθνών-κρατών, η στροφή τους τα τελευταία χρόνια προς τη δυτικοποίηση και την ιδεολογία του Ευρωπαϊσμού δεν δίνει επίσημο βήμα σε παρωχημένους επιθετικούς εθνικισμούς (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μια στροφή προς τον ουτοπικό Ευρωπαϊσμό αποτελεί ιδανική πολιτική). Τί συμβαίνει, ωστόσο, με την περίπτωση της Τουρκίας, όπου ο επεκτατικός Ισλαμισμός έχει καταστεί κυρίαρχη κρατική ιδεολογία;
Από την άλλη, το Ελληνικό κράτος, υπήρξε πολύ πιο αλυτρωτική μηχανή από ότι τα σλαβικά έθνη και το αλβανικό κράτος μαζί, καθότι ήταν το μόνο που με τη βοήθεια της εγχώριας αστικής τάξης κατάφερε να τριπλασιάσει το μέγεθός του στις αρχές του 20ου αιώνα. Η λεγόμενη Μεγάλη Ιδέα, παρότι στηρίχθηκε ιστορικά από τις δυνάμεις της εγχώριας πατριαρχικής δεξιάς, από το παλάτι και την προ-Βενιζελική κρατική ιεραρχία, χρειάστηκε την ισχύ των ίδιων των εγχώριων φιλελεύθερων αστών προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή. Δεδομένου ότι η αστική τάξη ήταν η πρώτη που εισήγαγε την έννοια της κεφαλαιακής ανάπτυξης, μια τέτοια ανάπτυξη προϋποθέτει εκμετάλλευση εδαφών που δεν βρίσκονται κάτω από την καπιταλιστική κυριαρχία. Αυτά τα εδάφη δεν θα μπορούσαν να είναι άλλα από αυτά που δεν βρίσκονταν κάτω από την κηδεμονία του Ελληνικού κράτους, το οποίο παρότι ουδέποτε υπήρξε αμιγώς καπιταλιστικό, το ιδιαίτερα μικρό του μέγεθος εμπόδιζε την ανάδυση μιας οικονομίας που θα βασιζόταν όχι στην ορθολογική παραγωγή και κατανάλωση, αλλά στην ιδιότητα του ίδιου του κεφαλαίου να πολλαπλασιάζεται δίχως όρια και γεωγραφικούς περιορισμούς. Έτσι, η απελευθέρωση της εγχώριας αστικής τάξης, με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ήταν η πρώτη που έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο αλυτρωτισμού, που κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτό που η αιμοδιψής Ελληνική δεξιά πάντα ονειρευόταν. Για να μπορέσει, ωστόσο, να στεριώσει ο μύθος της Μεγάλης Ιδέας, ένας ακόμα μύθος έπρεπε να επινοηθεί: πρόκειται για την ιστορική διαστρέβλωση που συνδέει την αρχαία Ελλάδα με το Μακεδονικό βασίλειο, ως οργανική εξέλιξη των ελληνικών πόλεων. Πέρα του ότι δεν υφίσταται καμία ιστορική βάση που να συνδέει το αρχαίο Μακεδονικό βασίλειο τόσο με τα σλαβικά φύλα όσο και με το νεοελληνικό μόρφωμα, το ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί εδώ δεν είναι τόσο ποιος λαός βρίσκεται πιο κοντά (πολιτισμικά και φυλετικά) στην αρχαιότητα αλλά περισσότερο το γεγονός ότι ο περιβόητος Μέγας Αλέξανδρος ενώ προβάλλεται ως μια σωτήρια προσωπικότητα που «εκπολίτισε» τους άγριους Πέρσες, στην πραγματικότητα κατέκτησε και τις λοιπές ελληνικές πόλεις, παίρνοντας μάλιστα στα στρατεύματά του ως δούλους αρκετούς ελεύθερους πολίτες Αθηναίους, όπως οι συστηματικοί ερευνητές του αρχαίου κόσμου (από τον Moses Finley [3] και Cynthia Farrar [4]) έχουν αναγνωρίσει. Επί της ουσίας, ο βασιλιάς Αλέξανδρος δεν πέτυχε μονάχα τον εξελληνισμό των Περσών, αλλά περισσότερο «περσικοποίηση» των Ελλήνων («περσικοποίηση» με την έννοια της καθυπόταξης των δημοκρατιών σε μια μοναρχική δύναμη, το βασίλειο της Μακεδονίας, όντας πανομοιότυπο με τα μοναρχικά βασίλεια της ανατολής). Άλλωστε, ο ίδιος ήταν λάτρης της αριστοκρατικής βασιλείας του Δαρείου και ταγμένος πολέμιος της δημοκρατικής Αθήνας. Αναμφισβήτητα μετέφερε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις σε άλλους πολιτισμούς, γεγονός που, ωστόσο, επιτεύχθηκε μέσω της βίας αντί να συνδεθεί η ανάδυση αυτής της γνώσης με την δημοκρατική πολιτεία, η οποία δίνει τη δυνατότητα σε μια ανθρώπινη κοινότητα να αποφασίζει από μόνη της για τα δικά της ζητήματά. Τούτη η ιστορική διαστρέβλωση εξυπηρετεί το ανορθολογικό συναίσθημα του αλυτρωτισμού, τόσο σε ό,τι έχει να κάνει με το Ελληνικό κράτος όσο και αναφορικά με την περίπτωση της ΠΓΔΜ και τα γεωπολιτικά παιχνίδια που παίζονται στην πλάτη καί των δύο λαών, μαζί και τα εθνικιστικά αφηγήματα που υπόσχονται την εξάπλωση ενός κράτους, θέτοντας ως υπόδειγμα την ισχύ του αρχαίου Μακεδονικού βασιλείου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε το εξής: ποιός είναι ο λόγος που τάσεις επιθετικού παρτικουλατισμού καλλιεργούνται εντός των κοινωνιών, τάσεις που εκτρέφουν μια έντονη νοσταλγία προς το (κοντινό ή μακρινό και σβησμένο) παρελθόν, ανασύροντας από την ιστορική μνήμη «αρχαία μεγαλεία» και χαμένες δόξες; Σε παλαιότερες αναρτήσεις είχαμε εξηγήσει τούτο το φαινόμενο ως αντίδραση στη ρευστότητα του μεταμοντερνισμού και του άεθνου φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού. Την ίδια στιγμή αξίζει να σταθούμε και σε μια άλλη πτυχή της πραγματικότητας: πριν από μερικές δεκαετίες ο Reinhold Νiebuhr [5] υποστήριξε ότι κάθε συλλογικότητα μπορεί να αποτελεί φορέα συγκάλυψης εγωιστικών παρορμήσεων. Εν συντομία: όπως το εγωιστικό άτομο προσπαθεί με κάθε μέσο να επιβληθεί και να κυριαρχήσει, έτσι και η συλλογικότητα, μακράν του να ενισχύει αλτρουιστικές επιθυμίες, ωθεί το ίδιο το άτομο να ταυτίσει το ατομικό του συμφέρον με το συμφέρον της ίδιας της συλλογικότητας στην οποία ανήκει. Η θεμελιώδης διαφορά της θεωρίας του Niebuhr με αυτή των αντιδραστικών θεωριών περί «μαζικής ψυχολογίας» (crowd psychology) εντοπίζεται στην άρνηση του πρώτου να ασπαστεί τον πεσιμισμό τους αναφορικά με την δήθεν ανικανότητα του ανθρώπου να δράσει μέσα σε συλλογικό πλαίσιο, παρότι ο ίδιος θεωρεί το συλλογικό πράττειν υποδεέστερο του ατομικού. Η ηθική καλλιέργεια που υπερασπίζεται ο Niebuhr, η κοινωνική δικαιοσύνη που ασπάζεται ως αντίδοτο στον πόλεμο όλων εναντίον όλων δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο κεντρικού σχεδιασμού κάποιας «πεφωτισμένης αριστοκρατίας». Οι ηθικές αρχές αυτοπεριορισμού, ως φυσικό δίκαιο, δύναται να καταστούν κτήμα μας μόνο μέσα αυτό που ο William James [6] αποκαλούσε pragmatism, κάτι που θα μπορούσε να παραπέμπει στην πολιτική πράξη, δηλαδή στον λόγο και την εμπειρία μας από τη συμμετοχή στα κοινά. Τούτη η αντίληψη της δικαιοσύνης, ως μέσο εμπειρικής πρακτικής, δεν συνάδει με τον προοδευτισμό των αριστερών, των φιλελεύθερων και των πασιφιστών -οι οποίοι έχοντας δεχθεί την οπτιμιστική θεώρηση περί ανθρώπινης φύσης (με άλλα λόγια τη θεώρηση των Στωικών, του Λοκ και του Ρουσσώ περί έμφυτης καλοσύνης και ορθολογικότητας) προωθούν την ιδέα πως ένας κόσμος πλήρως απαλλαγμένος από πολέμους, εγωιστικές παρορμήσεις και πολιτική βία είναι εφικτός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η θεωρία του Niebuhr έρχεται σε αντίθεση με την οπτιμιστική προσέγγιση των αριστερών και των κονστρουκτιβιστών που κυριαρχούν σε διάφορους χώρους (από τα πανεπιστήμια μέχρι και σωματεία που απασχολούν κοινωνικούς λειτουργούς, και ισχυρίζονται πως μέσα από την αλλαγή των κοινωνικών θεσμών και τον σχεδιασμό κατάλληλων προγραμμάτων, θα εκλείψει κάθε μορφή εθνικιστικού εγωισμού). Παρόμοια κριτική στη λογική του κοινωνικού προγραμματισμού είχαν κατά καιρούς ασκήσει διάφοροι στοχαστές: από τον Lewis Mumford και τον Christopher Lasch [7] μέχρι τον Ντοστογιέφκσι και τον Νίτσε [8], από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, επικρίνεται η νεωτερική ιδέα πως οι ανθρώπινες κοινωνίες αποτελούν πλήκτρα ενός πιάνου που ανάλογα με τη χρήση τους παράγουν τις επιθυμητές μελωδίες, πως οι συλλογικότητες δεν είναι τίποτα παρά ένα κομμάτι ακατέργαστο ξύλο στο εργαστήρι ενός τεχνίτη, ενός homo faber (στα λόγια της Hannah Arendt [9]) ο οποίος θα πρέπει να του δώσει τη μορφή που ο ίδιος επιθυμεί.
Στην πραγματικότητα, εκτός από τις προσωρινές κοινωνικές συνθήκες, υφίστανται θεμελιώδεις πραγματικότητες που ποτέ δεν άλλαξαν ιστορικά (όπως η πολυπλοκότητα της ανθρώπινη φύση, ή της ψυχής, όπως την είχε κατανοήσει ο Καστοριάδης, ο χώρος και ο χρόνος). Έτσι κάθε προσπάθεια κοινωνικού πειραματισμού, κάθε πρόγραμμα δημιουργίας νέων «κοινωνικών κατασκευών» -με στόχο την πλήρη εξάλειψη του εθνικισμού (εκ των άνω) μια κι έξω- αποτυγχάνει, καθώς αγνοεί την ύπαρξη αμετάβλητων θεμελίων (όπως για παράδειγμα η ανάγκη της ψυχής για ρίζες, με βάση τη Simone Weil), ενώ την ίδια στιγμή δεν ωθεί την ηθική αυτο-διαπαιδαγώγηση (δίχως καθοδήγηση και κεντρικό έλεγχο) ως αντίδοτο στην ύβρη. Η άρνηση των μαζών να δεχτούν τούτα τα κοινωνικά πειράματα (που, τουλάχιστον, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και ο Καναδάς έχουν καταστεί κρατική πολιτική) καλλιέργησε την αντίληψη ότι οι ίδιες οι μάζες είναι «ανεπίδεκτες μαθήσεως», πως «επιμένουν να ζουν στις παρωχημένες τους μικρές κοινότητες», «αρνούμενες να γίνουν ένα κομμάτι του παγκόσμιου χωριού». Οι συνεχόμενες προσπάθειες περιορισμού της ελευθερίας του λόγου (με στόχο την αποφυγή «ρατσιστικών σχολίων»), η λεγόμενη Πολιτική Ορθότητα, όχι μόνο δεν ενδυνάμωσε τα αντιρατσιστικά και αλτρουιστικά αντανακλαστικά των κοινωνιών, αλλά απεναντίας καλλιέργησε τη αντίληψη πως η άρχουσα τάξη των μητροπόλεων αντιμετωπίζει με δυσπιστία τον μέσο άνθρωπο, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει ένα τμήμα των παραδόσεών του, ως ασπίδα προστασίας σε μια κουλτούρα μαζικού μηδενισμού. Το γεγονός ότι η φιλελεύθερη αριστερά δεν μπορεί να προτάξει τίποτα περισσότερο, εκτός από το να υπόσχεται νέα κοινωνικά προγράμματα -που οι κοινωνίες έχουν ήδη απορρίψει-, απαιτώντας περισσότερη λογοκρισία, εντονότερο έλεγχο στη γλώσσα μας και τη συμπεριφορά μας (πολιτικές αντιδραστικές, καθότι σε παλαιότερες εποχές και κυρίως κατά την περίοδο του μακαρθισμού, αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα της τότε κυρίαρχης WASP δεξιάς ιδεολογίας [10] ), φανερώνει άλλωστε πως ο ιστορικός της κύκλος έχει κλείσει για τα καλά, όπως άλλωστε δείχνει και η συνεχόμενη καθίζηση των αριστερών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη (τόσο της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς του όσο και της πιο «ριζοσπαστικής» που σε πολλές δυτικές χώρες έχει πλήρως εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη). Έτσι, η άνοδος της λαϊκιστικής δεξιάς, με έντονα συνωμοσιολογικό και εθνικιστικό τόνο, τόσο στην Ελλάδα (όπως εκδηλώνεται μέσα από αυτά τούτα τα εθνικιστικά συλλαλητήρια) όσο και στις υπόλοιπες δυτικές χώρες, συνδέεται από τη μια με τα εγωιστικά πάθη που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εκδήλωσης μέσα από συλλογικότητες, αλλά την ίδια στιγμή και με τη συνεχόμενη δυσφορία προς την πολιτική του πολιτικού φιλελευθερισμού, του κεντρικού σχεδιασμού και της μετατροπής ολόκληρης της κοινωνίας σε ένα πειραματικό εργαστήρι, καθώς και με τη συγχώνευσή της στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της πολιτικής, στα πλαίσια του liberal paradigm.
Πέρα από αυτά, βέβαια, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι -αναφορικά πάντα με το Μακεδονικό- αυτή τη στιγμή διεξάγεται μια διαπραγμάτευση από μια κυβέρνηση ανίκανων ιδεολόγων, από μια ομάδα ανθρώπων που οι προηγούμενες προσπάθειες της οδήγησαν σε βατερλό, καταλήγοντας στο 3ο μνημόνιο (καλοκαίρι του 2015) και στο 4ο, το λεγόμενο «συμπληρωματικό» (άνοιξη 2016), με το 5ο να είναι καθ’ οδών. Είναι απόλυτο κατανοητό ότι μια μερίδα του πληθυσμού δεν επιθυμεί τούτη η κυβέρνηση να διεκπεραιώσει ένα τέτοιο θέμα που ενδεχομένως να κρύβει γεωπολιτικά παιχνίδια. Μια τέτοια εκδοχή αναιρεί τους ελιτίστικους αφορισμούς της αριστεράς πως όλοι όσοι παρευρέθηκαν στο συλλαλητήριο δεν ήταν τίποτα παρά μια αρμαθιά «ηλιθίων» και «φασιστών». Εν συντομία, μπορεί να μην συμμεριζόμαστε τούτη την ασχήμια, την υπεροψία, τον άκρατο αντιλαϊκισμό και το μίσος προς τον μέσο άνθρωπο που εκτρέφουν διάφοροι πολιτικοί χώροι, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν υποδηλώνει αυτομάτως ότι κάθε λαϊκή κινητοποίηση θα πρέπει σώνει και καλά να μας βρίσκει σύμφωνους. Από την άλλη, μπορεί ο παραδοσιακός αντι-εθνικισμός της αριστεράς να αποτελεί βάσιμη πολιτική θέση, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται άκριτη αποδοχή της πολιτισμικής ρευστότητας που χαρακτηρίζει την εποχή μας, διαλύοντας ήθη, έθιμα, παραδόσεις και λαϊκές ταυτότητες. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι αρχικά ήταν το ίδιο το έθνος-κράτος που τσάκισε εθιμικές παραδόσεις, στην προσπάθειά του να επεκταθεί, που εκρίζωσε πληθυσμούς με στόχο να τους εντάξει σε μια ευρεία κοινότητα, σε αυτό ο Benedict Anderson [11] ονομάζει «φαντασιακή κοινότητα», φαντασιακή ακριβώς επειδή οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη αυτής της εκάστοτε εθνικής ομάδας δεν τρέφουν μεταξύ τους δεσμούς φιλίας που βασίζονται στην καθημερινή επαφή της γειτονιάς, του χωριού και της πόλης, σαν αυτούς που συναντάμε στις προνεωτερικές εθνικές κοινότητες, αλλά γαντζώνονται από μια ιδέα που καλλιεργείται σε νοητικό επίπεδο και γίνεται αντικείμενο (ειδωλο)λατρείας από τους υπηκόους (όπως θα έλεγε η Simone Weil [12]).
Εν κατακλείδι, γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε σε μια γεωγραφική περιοχή που ένα τέτοιο ζήτημα εθνο-πολιτικών διαφορών απαιτεί λεπτό και προσεκτικό χειρισμό, καθότι η Βαλκανική χερσόνησος ουδέποτε κατάφερε να απογαλακτιστεί από τους αδιέξοδους εθνικισμούς. Θα θέλαμε πραγματικά πολύ να δούμε μια ενδιάμεση στάση από τους δύο λαούς, που ούτε θα ενδίδει στον διχαστικό εθνικισμό, μήτε θα υποστηρίξει πειθήνια τον πολιτικό λιμπεραλισμό –που θα ακολουθήσει η ένταξη της ΠΓΔΜ στο Ευρωπαϊκό μαντρί και στο ΝΑΤΟ, όπου και θα συμμετέχει σε πολέμους που ζημιώνουν πρωτίστως την ίδια τη χώρα. Φαίνεται όμως δυστυχώς πως αυτός ο τρίτος πόλος, που θα μιλά για την ανάγκη ομοσπονδοιοποίησης των Βαλκανίων και θα μετέτρεπε τον πόλεμο όλων εναντίον όλων σε απόπειρα συνεργατισμού δεν είναι παρά ένας ευσεβής πόθος. Θα θέλαμε πραγματικά να δούμε μια απάντηση στο φαινόμενο της μαζικής εκρίζωσης, έναν πατριωτισμό που δεν θα αγνοεί την αρετή του παρτικουλαρισμού μήτε θα εγκλωβίζεται στα αδιέξοδα του εθνοκρατισμού, μια ιδεολογία που δεν απαντά σε σωρεία προβλημάτων τα οποία απαιτούν την ενίσχυση των δεσμών μας με τη γειτονιά και την πόλη, έναντι του απρόσωπου έθνους-κράτους. Στην πραγματικότητα, αποτελεί τρανή ψευδαίσθηση πως τα «μεγάλα κουμπιά», τα πανίσχυρα πυρηνικά, τα τείχη (στο Μεξικό) ή τα τζιγκοϊστικά όργια και τα βέτο (αναφορικά με το όνομα) θα μας προστατέψουν από την εκρίζωση της κουλτούρας του μαζικού μηδενισμού, και όχι οι δικές μας προσπάθειες να αγαπήσουμε τον κοινό μας χώρο, την μικρή μας γειτονιά (μαζί και αυτούς που επιμένουν να ζήσουν σε αυτήν), όχι όμως για να τη μετατρέψουμε σε αντικείμενο συγκάλυψης του εγωισμού μας, αλλά για να την τροφοδοτήσουμε με όλη μας τη διάθεση ώστε να μετατραπεί σε χώρος στωικής θαλπωρής μέσα σε έναν άκαρδο κόσμο!
Σημειώσεις
[1] Gustave Le Bon. 2002. The Crowd: a study of the popular mind. New York: Dover Publications, INC.
[2] Ernesto Laclau. 2005. On Populist Reason. London: Verso.
[3] Moses Finley. 1963. The Ancient Greeks. New York: Penguin Books.
[4] Cynthia Farrar. 1989. The Origins of Democratic Thinking: The Invention of Politics in Classical Athens. Cambridge: Cambridge University Press.
[5] Reinhold Niebuhr. 1960. Moral Man Immoral Society. New York: Charlges Scribner’s Sons.
[6] William James. 1975, Pragmatism: A New Name for Some Old Ways of Thinking. Harvard: Harvard University Press.
[7] Christopher Lasch. 1991. The True and Only Heaven. New York & London. W. W. Norton & Company.
[8] Fyodor Dostoyevsky. 1993. Notes from the Underground. New York: Alfred A. Knopf
[9] Hannah Arendt. 1998. The Human Condition. Chicago & London: The University of Chicago Press.
[10] David Brooks. 2000. Bobos in Paradise: The New Upper Class and How They Got There. New York: Simon and Schuster.
[11] Benedict Anderson. 2001. Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism. London: Verso.
[12] Για τη Weil, η διαφορά μεταξύ του δεσμού και της αγάπης που τρέφει κάποιος για τον τόπο του (αυτό που η ίδια χαρακτηρίζει ως «πατριωτισμό») και τον εθνικισμό (δηλαδή την αγάπη προς το έθνος-κράτος, δεν είναι παρά λατρεία του κράτους ως αντικείμενο, παρά ως ένα πλέγμα σημασιών και έντονων βιωμάτων. Ως εκ τούτου πρόκειται για «ειδωλολατρία».
Βλ. Simone Weil. 2014. Ανάγκη Για Ρίζες: Μια διακήρυξη καθηκόντων απέναντι στον άνθρωπο και στην κοινωνία. Αθήνα: Κέδρος.