Mark Rowlands
Ο φιλόσοφος και ο λύκος.
Τι μας διδάσκει η άγρια φύση για την αγάπη, τον θάνατο και την ευτυχία
μτφρ.: Ελένη Βαχλιώτη
Εκδόσεις του 21ου, σ. 281
Η συζήτηση περί των δικαιωμάτων των ζώων έχει εισβάλει στο προσκήνιο από τη δεκαετία του 1970 τουλάχιστον, σαν μέρος του κύματος των οικολογικών ανησυχιών της εποχής. Ενα από τα προδρομικά έργα, που παραμένει ακόμη μία από τις καλύτερες επισκοπήσεις του πεδίου, Η απελευθέρωση των ζώων του Αυστραλού καθηγητή βιοηθικής και ακτιβιστή στον αντίστοιχο τομέα Peter Singer, εκδόθηκε προσφάτως επίσης στα ελληνικά:1 ένα μάχιμο κείμενο που ανοίγει τον φάκελο των ωμών πρακτικών ενός ολόκληρου πολιτισμού απέναντι στην αιχμάλωτη ζωή, από τη βιομηχανική κτηνοτροφία μέχρι τους σαδιστικούς πειραματισμούς στα επιστημονικά εργαστήρια. Πολλαπλασιάζονται επίσης οι μελέτες που επιχειρούν να δώσουν συγκεκριμένη νομική μορφή στον κατά βάσιν ηθικό αυτό προβληματισμό, κι ένα επεκτεινόμενο παγκόσμιο κίνημα έχει κατορθώσει να διασφαλίσει αρκετές νομικές νίκες σε διάφορες χώρες, κυρίως της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Ο Mark Rowlands, ουαλικής καταγωγής, καθηγητής Φιλοσοφίας σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, έχει γράψει επίσης, μεταξύ άλλων έργων εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας, ένα σχετικό βιβλίο (Animal Rights: Α Philosophical Defence, McMillan 1998). Το έργο που έχουμε μπροστά μας όμως είναι κάτι αρκετά διαφορετικό. Πρόκειται μάλλον για ένα είδος αυτοβιογραφικής αφήγησης, μέσω της οποίας υποβάλλονται αναστοχασμοί με άξονα μια ιδιότυπη μαθητεία. Ο Ρουσό (χωρίς με αυτό να σκοπεύω να διαπράξω την ύβρη μιας σύγκρισης μεγεθών) έγραψε κάποτε ένα εκπαιδευτικό μυθιστόρημα από τη σκοπιά του παιδαγωγού ενός νεαρού μαθητή -του Αιμίλιου- όπου, με τη μορφή ελεύθερων αναστοχασμών σ' ένα δεύτερο επίπεδο, εκθέτει όλο το φάσμα των παιδαγωγικών, των πολιτικών, των θεολογικών και ανθρωπολογικών του πεποιθήσεων· ο Mark Rowlands θα μπορούσε να πει κάποιος ότι γράφει ένα ανάλογο εκπαιδευτικό μυθιστόρημα, μόνο που εδώ ο αφηγητής υιοθετεί ρητορικά τον ρόλο του μαθητή αντί του δασκάλου, και η εκπαιδευτική σχέση δεν είναι ανάμεσα σ' έναν ώριμο άνδρα και ένα αγόρι αλλά, παραδόξως, ανάμεσα σ' έναν άνθρωπο κι ένα ζώο: ακριβέστερα, έναν λύκο.
Ναι, έναν λύκο. Ακολουθώντας ένα μάλλον δημοφιλές σε αγγλοσαξονικά ακροατήρια πρότυπο αφηγηματικής αυτοπαρουσίασης, ο συγγραφέας αυτοπροσωπογραφείται σε αρκετές λεπτομέρειες, όχι χωρίς κάποιο χιούμορ: ένας ελαφρώς εκκεντρικός ακαδημαϊκός λοιπόν, που σταδιοδρομεί στις Ηνωμένες Πολιτείες μολονότι θ' αλλάξει συχνά τόπους διαμονής (Ιρλανδία, Νότια Γαλλία), με μιαν ασυνήθιστη στη συντεχνία του αγάπη για την άγρια φύση και τα σπορ, εξοικειωμένος καλά, όπως φαίνεται, από το πρώιμο οικογενειακό του περιβάλλον με τα σκυλιά, ανταποκρίνεται σε μια αγγελία και από μια στιγμιαία παρόρμηση αγοράζει ένα κουτάβι λύκου. Η επιλογή αυτή θα δεσμεύσει απρόβλεπτα τη ζωή του επί 11 χρόνια -όσο θα ζήσει ο σύντροφός του Μπρένιν, όπως τον βάφτισε- και θα του χαρίσει μία σειρά από ασυνήθιστες εμπειρίες στην επεξεργασία των οποίων ανταποκρίνεται γράφοντας το βιβλίο. Η εξιστόρηση, όπως είπα, ακολουθεί το νήμα μιας μαθητείας όπου το ανθρώπινο υποκείμενο, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο ενός εκπροσώπου διαφορετικού είδους έναν πραγματικό σύντροφο και «αδελφό», θα ξύσει άγνωστα στρώματα της ίδιας του της υποκειμενικότητας, παρακαταθήκη μιας ξεχασμένης ζωικής κληρονομιάς. Και καθώς αυτό συμβαίνει, ένας ποταμός από σκέψεις πλαισιώνει τα συμβάντα -από κοινότοπες έως διορατικές, πάντα πνευματώδεις, μεταξύ των οποίων μια επανειλημμένη εξόρμηση σε τρέχοντα και γνωστά φιλοσοφικά προβλήματα, το οποία επιχειρεί να φωτίσει από τη σκοπιά των εμπειριών που ανακινεί αυτή η περίεργη συμβίωση.
Παρακάμπτοντας τα γεγονοτολογικά συστατικά της αφήγησης -επιφυλάσσονται άλλωστε κυρίως για την αναγνωστική ηδονή- θα ήθελα να θίξω δυο-τρεις τέτοιες, σημαντικές όπως θεωρώ, φιλοσοφικές παρεκβάσεις. Αναμενόμενα σχεδόν, στις σελίδες 52-58 θίγει την προβληματική της ελευθερίας στον Σαρτρ, σε σχέση με την ανάλυση (από το Είναι και Μηδέν) του καθεαυτό/διεαυτό. Ξεκινώντας από το ερώτημα εάν το είδος ζωής που ζει ο Μπρένιν παραβιάζει τη φύση του, οδηγείται στο γενικότερο: ποια είναι η «φύση» του ζώου; Η θέση του Σαρτρ είναι γνωστή και αρκούντως συζητημένη: ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που δεν «έχει» φύση, επειδή δημιουργεί ακατάπαυστα τον εαυτό του (ως είναι διεαυτό, είναι «καταδικασμένος να είναι ελεύθερος»)· όλη η υπόλοιπη φύση (ως είναι καθεαυτό), εξυπακούεται, μένει έγκλειστη στις σιδερένιες επιταγές μιας αδιάρρηκτης αναγκαιότητας. Γιατί; Δεν έχουμε εδώ την πιο παραδοσιακή ανθρωποκεντρική προκατάληψη, με ανεπίγνωστες θεολογικές (μονοθεϊστικές) ρίζες, που εξουσιοδοτεί όλη την αλαζονεία του ανθρώπινου είδους απέναντι στις άλλες μορφές ζωής; Είμαστε σε θέση να ξέρουμε καλά πλέον ότι ούτε ο άνθρωπος είναι εξ ολοκλήρου ελεύθερος, ούτε το ζώο πειθήνιος σκλάβος της βιολογίας· το πολύ να διαφέρει η αναλογία των συστατικών. Και, αν μου επιτρέπεται να προεκτείνω αυτή τη σκέψη, το σημαντικότερο θεωρητικό διακύβευμα πίσω απ' όλες τις σύγχρονες συζητήσεις περί «δικαιωμάτων των ζώων» είναι τούτο: θεμέλιο της νεωτερικής νομικής κατασκευής της έννοιας των «δικαιωμάτων» είναι μια ορισμένη σύλληψη του προσώπου - μιλώντας καρτεσιανά, του «υποκειμένου»· αν η έννοια των δικαιωμάτων μπορεί να επεκταθεί στα ζώα (ή και άλλους οργανισμούς), αυτομάτως τα προβιβάζει σε μέλη της πολιτικής κοινότητας που διέπεται από μια πραξεολογική αρχή αμοιβαιότητας, άρα αναγνωρίζεται σιωπηρώς ένα είδος «υποκειμενικότητας» στη φύση.
Μία άλλη σειρά σκέψεων του συγγραφέα αφορά το εξελικτικό πρόβλημα, και ιδίως το ζήτημα της γένεσης -και των διακριτών μορφών- της νοημοσύνης. Εδώ ως μοντέλο του χρησιμεύει η διαφορά λυκιδών-πιθηκιδών, σταθερή εμμονή της σκέψης του που επανέρχεται διαρκώς από την αρχή ώς το τέλος του βιβλίου. Η κορύφωση όλου αυτού του προβληματισμού είναι η εξής: αξιοποιώντας διεξοδικά τις γνώσεις που έχουν συσσωρευτεί πάνω στη συμπεριφορά των εξελιγμένων πρωτευόντων (και ιδίως του χιμπαντζή), οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το είδος εργαλειακής ευφυΐας που οδήγησε στην αυτοσυνειδησία/ανθρωποποίηση (μπορούμε επίσης να πούμε: εξατομίκευση) σχετίζεται εγγενώς με το κίνητρο της εξαπάτησης. Οπως το συνοψίζει, «η αύξηση της νοημοσύνης που παρατηρούμε στα πιθηκοειδή, αλλά όχι και στα υπόλοιπα κοινωνικά ζώα, είναι αποτέλεσμα δύο αλληλένδετων παραγόντων: της ανάγκης να μπορείς να συνωμοτείς εναντίον των άλλων καλύτερα απ' ό,τι οι άλλοι εναντίον σου και να τους εξαπατάς με μεγαλύτερη επιτυχία απ' ό,τι εκείνοι εσένα [...] Γίναμε πιο έξυπνοι για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε τις σκέψεις των ομοίων μας με στόχο να τους εξαπατούμε και να τους χρησιμοποιούμε για τους δικούς μας σκοπούς - κι εκείνοι βέβαια προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο ακριβώς εναντίον μας. Ολα τα υπόλοιπα -οι εντυπωσιακές μας γνώσεις για τον κόσμο που μας περιβάλλει και η καλλιτεχνική δημιουργικότητα- ήρθαν αργότερα. Ηταν συνέπεια της αυξημένης μας νοημοσύνης, όχι αιτία» (σελ. 92). Δεν ξέρω πόση ακριβώς είναι η εξελικτική αλήθεια αυτής της παρατήρησης, αλλά βέβαιον είναι πως η διαφορά λυκιδών-πιθηκιδών στο μυαλό του συγγραφέα μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί σαν μια βιολογική μεταφορά, μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ιστορία, της σχέσης προαστικών-αστικών κοινωνιών και αντίστοιχων νοοτροπιών και ανθρωπολογικών τύπων.
Στα τελευταία κεφάλαια, όπου η αφήγηση οδηγείται σε συγκινητική έξοδο με την αρρώστια και τον θάνατο του αγαπημένου του λύκου, ο Mark Rowlands παραδίδεται σε μια σειρά ελεγειακών στοχασμών γύρω από την ευτυχία, το νόημα της ζωής και την εμπειρία του χρόνου. Το έγχρονο Είναι του Χάιντεγκερ, η έννοια του «ορίου της ζωής» στον Βιτγκενστάιν (που ωθείται εδώ σε συνομιλία με τον Επίκουρο), η δομή του βιώματος του χρόνου στον Χούσερλ, ο μύθος του Σίσυφου στον Καμί και η προβληματική της «αιώνιας επαναφοράς» του Νίτσε είναι μερικά από τα επανερχόμενα φιλοσοφικά οδόσημα που κατευθύνουν αυτό το ρεύμα των σκέψεων, κατακλείδα και κορύφωση του βιβλίου. Η έσχατη υπεροχή του ζώου απέναντι στον άνθρωπο έγκειται στη ριζικά διαφορετική σχέση του με τον χρόνο: είναι πλάσμα της στιγμής, ζει την αιώνια πλησμονή ενός κυκλικά επανερχόμενου παρόντος· δεν υπάρχει γι' αυτό το «ποτέ πια». Για μας, η στιγμή τρεμουλιάζει αδιάκοπα, μας διαφεύγει διαρκώς στην ανάμνηση εκείνου που έχει προηγηθεί και στην αναμονή αυτού που πρόκειται να έρθει. Γι' αυτό και ο θάνατός μας είναι πολύ πιο τραγικός απ' τον θάνατο του ζώου -μας αποκόπτει οριστικά από το μέλλον, στο οποίο έχουμε επικρεμάσει την ευτυχία μας. Ετσι, η ελπίδα γίνεται η παγίδα μιας ζωής που γλιστράει διαρκώς από τον εαυτό της όπως η άμμος από τα δάχτυλα: «Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μας είναι αυτό που μένει από εμάς όταν δεν υπάρχει πλέον καμία ελπίδα. Στο τέλος, ο χρόνος μάς τα παίρνει όλα. Ολα όσα αποκτήσαμε με το ταλέντο, την εργατικότητα και την τύχη μας. Μας παίρνει τη δύναμη, τις επιθυμίες, τους στόχους, τα σχέδια, την ευτυχία, ακόμα και την ελπίδα. Οτιδήποτε κι αν έχουμε, θα μας το πάρει ο χρόνος. Το μόνο που δεν θα μας πάρει είναι αυτό που είμαστε στις καλύτερές μας στιγμές» (σελ.270). Δηλαδή τις σπάνιες, τις πολύτιμες, προνομιακές μας στιγμές όπου ήμασταν «ζώα». Το μάθημα που ο λύκος δίδαξε στον φιλόσοφο είναι προφανώς ότι η νοσταλγία του ζώου συνιστά το βαθύτερο στρώμα της ανθρώπινης ταυτότητας -γενετική ρίζα πιθανώς ακόμη κι εκείνου που ονομάζουν θρησκεία: «Πιο πολύ απ' όλα, χαίρομαι που υπήρξα κάποτε λύκος» (σελ. 274)· και προς επικύρωσιν αυτού: «Οταν βλέπουν τα σκούρα οι άνθρωποι στρέφονται στον Θεό. Εγώ όταν βλέπω τα σκούρα σκέφτομαι ένα κουταβάκι λύκου» (σελ. 133). *
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κέντρο Πληροφόρησης ΑΝΤΙΓΟΝΗ (Θεσσαλονίκη 2010), μετάφραση-επιμέλεια: Σταύρος Καραγεωργάκης.
Ο φιλόσοφος και ο λύκος.
Τι μας διδάσκει η άγρια φύση για την αγάπη, τον θάνατο και την ευτυχία
μτφρ.: Ελένη Βαχλιώτη
Εκδόσεις του 21ου, σ. 281
Η συζήτηση περί των δικαιωμάτων των ζώων έχει εισβάλει στο προσκήνιο από τη δεκαετία του 1970 τουλάχιστον, σαν μέρος του κύματος των οικολογικών ανησυχιών της εποχής. Ενα από τα προδρομικά έργα, που παραμένει ακόμη μία από τις καλύτερες επισκοπήσεις του πεδίου, Η απελευθέρωση των ζώων του Αυστραλού καθηγητή βιοηθικής και ακτιβιστή στον αντίστοιχο τομέα Peter Singer, εκδόθηκε προσφάτως επίσης στα ελληνικά:1 ένα μάχιμο κείμενο που ανοίγει τον φάκελο των ωμών πρακτικών ενός ολόκληρου πολιτισμού απέναντι στην αιχμάλωτη ζωή, από τη βιομηχανική κτηνοτροφία μέχρι τους σαδιστικούς πειραματισμούς στα επιστημονικά εργαστήρια. Πολλαπλασιάζονται επίσης οι μελέτες που επιχειρούν να δώσουν συγκεκριμένη νομική μορφή στον κατά βάσιν ηθικό αυτό προβληματισμό, κι ένα επεκτεινόμενο παγκόσμιο κίνημα έχει κατορθώσει να διασφαλίσει αρκετές νομικές νίκες σε διάφορες χώρες, κυρίως της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Ο Mark Rowlands, ουαλικής καταγωγής, καθηγητής Φιλοσοφίας σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, έχει γράψει επίσης, μεταξύ άλλων έργων εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας, ένα σχετικό βιβλίο (Animal Rights: Α Philosophical Defence, McMillan 1998). Το έργο που έχουμε μπροστά μας όμως είναι κάτι αρκετά διαφορετικό. Πρόκειται μάλλον για ένα είδος αυτοβιογραφικής αφήγησης, μέσω της οποίας υποβάλλονται αναστοχασμοί με άξονα μια ιδιότυπη μαθητεία. Ο Ρουσό (χωρίς με αυτό να σκοπεύω να διαπράξω την ύβρη μιας σύγκρισης μεγεθών) έγραψε κάποτε ένα εκπαιδευτικό μυθιστόρημα από τη σκοπιά του παιδαγωγού ενός νεαρού μαθητή -του Αιμίλιου- όπου, με τη μορφή ελεύθερων αναστοχασμών σ' ένα δεύτερο επίπεδο, εκθέτει όλο το φάσμα των παιδαγωγικών, των πολιτικών, των θεολογικών και ανθρωπολογικών του πεποιθήσεων· ο Mark Rowlands θα μπορούσε να πει κάποιος ότι γράφει ένα ανάλογο εκπαιδευτικό μυθιστόρημα, μόνο που εδώ ο αφηγητής υιοθετεί ρητορικά τον ρόλο του μαθητή αντί του δασκάλου, και η εκπαιδευτική σχέση δεν είναι ανάμεσα σ' έναν ώριμο άνδρα και ένα αγόρι αλλά, παραδόξως, ανάμεσα σ' έναν άνθρωπο κι ένα ζώο: ακριβέστερα, έναν λύκο.
Ναι, έναν λύκο. Ακολουθώντας ένα μάλλον δημοφιλές σε αγγλοσαξονικά ακροατήρια πρότυπο αφηγηματικής αυτοπαρουσίασης, ο συγγραφέας αυτοπροσωπογραφείται σε αρκετές λεπτομέρειες, όχι χωρίς κάποιο χιούμορ: ένας ελαφρώς εκκεντρικός ακαδημαϊκός λοιπόν, που σταδιοδρομεί στις Ηνωμένες Πολιτείες μολονότι θ' αλλάξει συχνά τόπους διαμονής (Ιρλανδία, Νότια Γαλλία), με μιαν ασυνήθιστη στη συντεχνία του αγάπη για την άγρια φύση και τα σπορ, εξοικειωμένος καλά, όπως φαίνεται, από το πρώιμο οικογενειακό του περιβάλλον με τα σκυλιά, ανταποκρίνεται σε μια αγγελία και από μια στιγμιαία παρόρμηση αγοράζει ένα κουτάβι λύκου. Η επιλογή αυτή θα δεσμεύσει απρόβλεπτα τη ζωή του επί 11 χρόνια -όσο θα ζήσει ο σύντροφός του Μπρένιν, όπως τον βάφτισε- και θα του χαρίσει μία σειρά από ασυνήθιστες εμπειρίες στην επεξεργασία των οποίων ανταποκρίνεται γράφοντας το βιβλίο. Η εξιστόρηση, όπως είπα, ακολουθεί το νήμα μιας μαθητείας όπου το ανθρώπινο υποκείμενο, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο ενός εκπροσώπου διαφορετικού είδους έναν πραγματικό σύντροφο και «αδελφό», θα ξύσει άγνωστα στρώματα της ίδιας του της υποκειμενικότητας, παρακαταθήκη μιας ξεχασμένης ζωικής κληρονομιάς. Και καθώς αυτό συμβαίνει, ένας ποταμός από σκέψεις πλαισιώνει τα συμβάντα -από κοινότοπες έως διορατικές, πάντα πνευματώδεις, μεταξύ των οποίων μια επανειλημμένη εξόρμηση σε τρέχοντα και γνωστά φιλοσοφικά προβλήματα, το οποία επιχειρεί να φωτίσει από τη σκοπιά των εμπειριών που ανακινεί αυτή η περίεργη συμβίωση.
Παρακάμπτοντας τα γεγονοτολογικά συστατικά της αφήγησης -επιφυλάσσονται άλλωστε κυρίως για την αναγνωστική ηδονή- θα ήθελα να θίξω δυο-τρεις τέτοιες, σημαντικές όπως θεωρώ, φιλοσοφικές παρεκβάσεις. Αναμενόμενα σχεδόν, στις σελίδες 52-58 θίγει την προβληματική της ελευθερίας στον Σαρτρ, σε σχέση με την ανάλυση (από το Είναι και Μηδέν) του καθεαυτό/διεαυτό. Ξεκινώντας από το ερώτημα εάν το είδος ζωής που ζει ο Μπρένιν παραβιάζει τη φύση του, οδηγείται στο γενικότερο: ποια είναι η «φύση» του ζώου; Η θέση του Σαρτρ είναι γνωστή και αρκούντως συζητημένη: ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που δεν «έχει» φύση, επειδή δημιουργεί ακατάπαυστα τον εαυτό του (ως είναι διεαυτό, είναι «καταδικασμένος να είναι ελεύθερος»)· όλη η υπόλοιπη φύση (ως είναι καθεαυτό), εξυπακούεται, μένει έγκλειστη στις σιδερένιες επιταγές μιας αδιάρρηκτης αναγκαιότητας. Γιατί; Δεν έχουμε εδώ την πιο παραδοσιακή ανθρωποκεντρική προκατάληψη, με ανεπίγνωστες θεολογικές (μονοθεϊστικές) ρίζες, που εξουσιοδοτεί όλη την αλαζονεία του ανθρώπινου είδους απέναντι στις άλλες μορφές ζωής; Είμαστε σε θέση να ξέρουμε καλά πλέον ότι ούτε ο άνθρωπος είναι εξ ολοκλήρου ελεύθερος, ούτε το ζώο πειθήνιος σκλάβος της βιολογίας· το πολύ να διαφέρει η αναλογία των συστατικών. Και, αν μου επιτρέπεται να προεκτείνω αυτή τη σκέψη, το σημαντικότερο θεωρητικό διακύβευμα πίσω απ' όλες τις σύγχρονες συζητήσεις περί «δικαιωμάτων των ζώων» είναι τούτο: θεμέλιο της νεωτερικής νομικής κατασκευής της έννοιας των «δικαιωμάτων» είναι μια ορισμένη σύλληψη του προσώπου - μιλώντας καρτεσιανά, του «υποκειμένου»· αν η έννοια των δικαιωμάτων μπορεί να επεκταθεί στα ζώα (ή και άλλους οργανισμούς), αυτομάτως τα προβιβάζει σε μέλη της πολιτικής κοινότητας που διέπεται από μια πραξεολογική αρχή αμοιβαιότητας, άρα αναγνωρίζεται σιωπηρώς ένα είδος «υποκειμενικότητας» στη φύση.
Μία άλλη σειρά σκέψεων του συγγραφέα αφορά το εξελικτικό πρόβλημα, και ιδίως το ζήτημα της γένεσης -και των διακριτών μορφών- της νοημοσύνης. Εδώ ως μοντέλο του χρησιμεύει η διαφορά λυκιδών-πιθηκιδών, σταθερή εμμονή της σκέψης του που επανέρχεται διαρκώς από την αρχή ώς το τέλος του βιβλίου. Η κορύφωση όλου αυτού του προβληματισμού είναι η εξής: αξιοποιώντας διεξοδικά τις γνώσεις που έχουν συσσωρευτεί πάνω στη συμπεριφορά των εξελιγμένων πρωτευόντων (και ιδίως του χιμπαντζή), οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το είδος εργαλειακής ευφυΐας που οδήγησε στην αυτοσυνειδησία/ανθρωποποίηση (μπορούμε επίσης να πούμε: εξατομίκευση) σχετίζεται εγγενώς με το κίνητρο της εξαπάτησης. Οπως το συνοψίζει, «η αύξηση της νοημοσύνης που παρατηρούμε στα πιθηκοειδή, αλλά όχι και στα υπόλοιπα κοινωνικά ζώα, είναι αποτέλεσμα δύο αλληλένδετων παραγόντων: της ανάγκης να μπορείς να συνωμοτείς εναντίον των άλλων καλύτερα απ' ό,τι οι άλλοι εναντίον σου και να τους εξαπατάς με μεγαλύτερη επιτυχία απ' ό,τι εκείνοι εσένα [...] Γίναμε πιο έξυπνοι για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε τις σκέψεις των ομοίων μας με στόχο να τους εξαπατούμε και να τους χρησιμοποιούμε για τους δικούς μας σκοπούς - κι εκείνοι βέβαια προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο ακριβώς εναντίον μας. Ολα τα υπόλοιπα -οι εντυπωσιακές μας γνώσεις για τον κόσμο που μας περιβάλλει και η καλλιτεχνική δημιουργικότητα- ήρθαν αργότερα. Ηταν συνέπεια της αυξημένης μας νοημοσύνης, όχι αιτία» (σελ. 92). Δεν ξέρω πόση ακριβώς είναι η εξελικτική αλήθεια αυτής της παρατήρησης, αλλά βέβαιον είναι πως η διαφορά λυκιδών-πιθηκιδών στο μυαλό του συγγραφέα μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί σαν μια βιολογική μεταφορά, μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ιστορία, της σχέσης προαστικών-αστικών κοινωνιών και αντίστοιχων νοοτροπιών και ανθρωπολογικών τύπων.
Στα τελευταία κεφάλαια, όπου η αφήγηση οδηγείται σε συγκινητική έξοδο με την αρρώστια και τον θάνατο του αγαπημένου του λύκου, ο Mark Rowlands παραδίδεται σε μια σειρά ελεγειακών στοχασμών γύρω από την ευτυχία, το νόημα της ζωής και την εμπειρία του χρόνου. Το έγχρονο Είναι του Χάιντεγκερ, η έννοια του «ορίου της ζωής» στον Βιτγκενστάιν (που ωθείται εδώ σε συνομιλία με τον Επίκουρο), η δομή του βιώματος του χρόνου στον Χούσερλ, ο μύθος του Σίσυφου στον Καμί και η προβληματική της «αιώνιας επαναφοράς» του Νίτσε είναι μερικά από τα επανερχόμενα φιλοσοφικά οδόσημα που κατευθύνουν αυτό το ρεύμα των σκέψεων, κατακλείδα και κορύφωση του βιβλίου. Η έσχατη υπεροχή του ζώου απέναντι στον άνθρωπο έγκειται στη ριζικά διαφορετική σχέση του με τον χρόνο: είναι πλάσμα της στιγμής, ζει την αιώνια πλησμονή ενός κυκλικά επανερχόμενου παρόντος· δεν υπάρχει γι' αυτό το «ποτέ πια». Για μας, η στιγμή τρεμουλιάζει αδιάκοπα, μας διαφεύγει διαρκώς στην ανάμνηση εκείνου που έχει προηγηθεί και στην αναμονή αυτού που πρόκειται να έρθει. Γι' αυτό και ο θάνατός μας είναι πολύ πιο τραγικός απ' τον θάνατο του ζώου -μας αποκόπτει οριστικά από το μέλλον, στο οποίο έχουμε επικρεμάσει την ευτυχία μας. Ετσι, η ελπίδα γίνεται η παγίδα μιας ζωής που γλιστράει διαρκώς από τον εαυτό της όπως η άμμος από τα δάχτυλα: «Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μας είναι αυτό που μένει από εμάς όταν δεν υπάρχει πλέον καμία ελπίδα. Στο τέλος, ο χρόνος μάς τα παίρνει όλα. Ολα όσα αποκτήσαμε με το ταλέντο, την εργατικότητα και την τύχη μας. Μας παίρνει τη δύναμη, τις επιθυμίες, τους στόχους, τα σχέδια, την ευτυχία, ακόμα και την ελπίδα. Οτιδήποτε κι αν έχουμε, θα μας το πάρει ο χρόνος. Το μόνο που δεν θα μας πάρει είναι αυτό που είμαστε στις καλύτερές μας στιγμές» (σελ.270). Δηλαδή τις σπάνιες, τις πολύτιμες, προνομιακές μας στιγμές όπου ήμασταν «ζώα». Το μάθημα που ο λύκος δίδαξε στον φιλόσοφο είναι προφανώς ότι η νοσταλγία του ζώου συνιστά το βαθύτερο στρώμα της ανθρώπινης ταυτότητας -γενετική ρίζα πιθανώς ακόμη κι εκείνου που ονομάζουν θρησκεία: «Πιο πολύ απ' όλα, χαίρομαι που υπήρξα κάποτε λύκος» (σελ. 274)· και προς επικύρωσιν αυτού: «Οταν βλέπουν τα σκούρα οι άνθρωποι στρέφονται στον Θεό. Εγώ όταν βλέπω τα σκούρα σκέφτομαι ένα κουταβάκι λύκου» (σελ. 133). *
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κέντρο Πληροφόρησης ΑΝΤΙΓΟΝΗ (Θεσσαλονίκη 2010), μετάφραση-επιμέλεια: Σταύρος Καραγεωργάκης.