Μπορούμε να διασαφηνίσουμε περαιτέρω τη στενή σχέση ανάμεσα στην πολιτισμική δημιουργία και στον κοινωνικό προβληματισμό του καιρού μας. Μπορούμε να το κάνουμε με τη βοήθεια ορισμένων ερωτημάτων, των προϋποθέσεων τους, των συνεπειών τους και των επιπτώσεών τους ως διαπιστώσεων γεγονότων, ακόμα και αν είναι συζητήσιμες, ή ως διασυνδέσεις νοήματος;
– Μήπως το πρόταγμα μας κοινωνίας αυτόνομης (όσο και η απλή ιδέα ενός αυτόνομου ατόμου) παραμένει, κατά μία έννοια, «τυπθκό» ή «καντιανό», καθόσον φαίνεται να μην αποδέχεται άλλη αξία από την ίδια την αυτονομία; Πιο συγκεκριμένα: μια κοινωνία μπορεί να «θέλει» να είναι αυτόνομη για να είναι αυτόνομη; Ή, ακόμη: αυτοκυβέρνηση – βεβαίως, αλλά για ποιόν σκοπό; Η παραδοσιακή απάντηση είναι συνήθως: για να ικανοποιηθούν καλύτερα οι ανάγκες. Η απάντηση στην απάντηση είναι: Ποιές ανάγκες; Όταν κινδυνεύει πια κανείς να πεθάνει από πείνα, τί σημαίνει να ζει;
– Μια αυτόνομη κοινωνία θα μπορούσε «καλύτερα να πραγματώσει» τις αξίες – ή «να πραγματώσει άλλες αξίες» (υπονοείται καλύτερες)· ποιός όμως; Και τί θα πει «καλύτερες αξίες»; Πώς να αξιολογηθούν οι αξίες; Ερώτηση που παίρνει το πλήρες νόημά της από την εξής άλλη «πραγματική» ερώτηση: Υπάρχουν ακόμη αξίες στη σύγχρονη κοινωνία; Μπορούμε ακόμη να μιλάμε όπως ο Μαξ Βέμπερ, για διαμάχη αξιών, για «πάλη των θεών», ή, μήπως, η πολιτισμική δημιουργία καταρρέει σταδιακά και επέρχεται αυτό που, αν και έχει γίνει κοινός τόπος, δεν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε λάθος, δηλαδή η αποσύνθεση των αξιών;
– Δεν είναι βέβαια δυνατόν να πούμε ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι μια «κοινωνία χωρίς αξίες» (ή χωρίς κουλτούρα). Μια κοινωνία χωρίς αξίες είναι, απλούστατα, αδιανόητη. Είναι πρόδηλο ότι υπάρχουν πόλοι προσανατολισμού του κοινωνικού πράττειν των ατόμων και σκοπιμότητες στις οποίες υποτάσσεται η λειτουργία της θεσμισμένης κοινωνίας. Συνεπώς υπάρχουν αξίες με τη διιστορικά ουδέτερη και αφηρημένη έννοια την οποία αναφέραμε πιο πάνω (με την έννοια ότι το να σκοτώσεις σε μια φυλή κυνηγών κεφαλών είναι μια αξία χωρίς την οποία αυτή η φυλή δεν θα ήταν αυτό που είναι). Αλλά οι «αξίες» της σύγχρονης θεσμισμένης κοινωνίας φαίνονται να είναι, και είναι, πράγματι, ασυμβίβαστες με αυτό που απαιτεί η θέσμιση μιας αυτόνομης κοινωνίας. Εάν το πράττειν των ατόμων προσανατολίζεται, κατά κύριο λόγο, προς την ανταγωνιστική μεγιστοποίηση της κατανάλωσης, της εξουσίας του status και του γοήτρου (τα μόνα αντικείμενα επένδυσης που έχουν σήμερα κοινωνική σπουδαιότητα)· εάν η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος είναι υποταγμένη στη φαντασιακή σημασία της απεριόριστης εξάπλωσης της «ορθολογικής» κυριαρχίας (τεχνική, επιστήμη, παραγωγή, οργάνωση ως αυτοσκοποί)· εάν αυτή η εξάπλωση είναι, όπως πασιφανώς είναι, συγχρόνως και μάταιη, κενή και ενδογενώς αντιφατική και εάν οι άνθρωποι υποχρεούνται να την υπηρετούν μέσω της ενεργοποίησης, της καλλιέργειας και της κοινωνικά αποτελεσματικής χρήσης των κινήτρων ουσιαστικά «εγωιστικών», στο πλαίσιο ενός τρόπου κοινωνικοποίησης όπου συνεργασία και κοινότητα δεν θεωρούνται και δεν υπάρχουν παρά μόνο κάτω από ένα εργαλειακό και ωφελιμιστικό πρίσμα· με λίγα λόγια, εάν ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον όταν αυτό μας βολεύει, είναι ο φόβος των ποινικών κυρώσεων – τότε, όχι μόνο δεν τίθεται θέμα να πούμε ότι μια καινούρια κοινωνία θα μπορούσα να «πραγματοποιήσει καλύτερα» ήδη κατεστημένες, αναμφισβήτητες παραδεκτός από όλους αξίες, αλλά θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η εγκαθίδρυση της θα προϋπέθετε ριζική καταστροφή των σύγχρονων «αξιών» και μια καινούρια πολιτισμική δημιουργία, συνακόλουθη μιας απέραντης μεταμόρφωσης των ψυχικών και νοητικών δομών των κοινωνικοποιημένων ατόμων.
Ότι η ίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας θα απαιτούσε την καταστροφή των «αξιών» οι οποίες τώρα προσανατολίζουν το ατομικό και κοινωνικό πράττειν (κατανάλωση, δύναμη, status, γόητρο – απεριόριστη εξάπλωση της «ορθολογικής» κυριαρχίας) δεν μου φαίνεται να χρειάζεται ιδιαίτερη συζήτηση. Αυτό που, επί του προκειμένου, χρειάζεται συζήτηση είναι μέχρι ποίου βαθμού έχει προχωρήσει η καταστροφή και η φθορά αυτών των «αξιών» και μέχρι ποίου βαθμού οι καινούργιοι τρόποι συμπεριφοράς που παρατηρούνται, ασφαλώς αποσπασματικά και μεταβατικά, σε άτομα και ομάδες (ιδιαίτερα νέων) είναι προάγγελοι καινούργιων προσανατολισμών και καινούργιων τρόπων κοινωνικοποίησης. Δεν θα υπεισέλθω εδώ σε αυτό το κεφαλαιώδες και απείρως δύσκολο πρόβλημα.
Ο όρος, όμως, «καταστροφή των αξιών» μπορεί να σοκάρει και να φανεί απαράδεκτος, όταν πρόκειται για τον «πολιτισμό» στην ειδικότερη και αυστηρότερη έννοιά του, δηλαδή όταν αφορά στα «έργα του πνεύματος» και στη σχέση τους με την πραγματική κοινωνική ζωή. Είναι φανερό πως δεν προτείνω να βομβαρδίσουμε τα μουσεία ή να κάψουμε τις βιβλιοθήκες. Η θέση μου είναι μάλλον ότι η καταστροφή του πολιτισμού, με αυτή την αυστηρή και ειδική έννοιά του, συντελείται κιόλας σε μεγάλη έκταση στη σύγχρονη κοινωνία, ότι τα «έργα του πνεύματος» έχουν ήδη ευρύτατα μεταμορφωθεί σε στολίδια ή επιτύμβια μνημεία, ότι μόνον ένας ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα μπορέσει να μετατρέψει το παρελθόν σε κάτι διαφορετικό από ένα νεκροταφείο που το επισκέπτονται τελετουργικά, ανώφελα και όλο και πιο σπάνια κάποιοι μανιακοί και απαρηγόρητοι συγγενείς.
Η καταστροφή του υπάρχοντος πολιτισμού (που συμπεριλαμβάνει και το παρελθόν) συντελείται ήδη στον βαθμό ακριβώς που καταρρέει η πολιτιστική δημιουργία της θεσμισμένης κοινωνίας. Εκεί όπου δεν υπάρχει παρόν, δεν υπάρχει ούτε και παρελθόν. Η σύγχρονη δημιουργία ανακαλύπτει κάθε τρίμηνο μια καινούρια ιδιοφυΐα και μια καινούρια «επανάσταση» στον έναν ή στον άλλον τομέα. Εμπορικές προσπάθειες επιτυχείς για την ώθηση της βιομηχανίας πολιτισμικών αγαθών, ανίκανες, όμως, να συγκαλύψουν ένα εξώφθαλμο γεγονός: ότι η σύγχρονη κουλτούρα είναι, σε πρώτη προσέγγιση, ανύπαρκτη. Όταν μια εποχή δεν έχεις τους μεγάλους άνδρες της, τους εφευρίσκει. Τί άλλο συμβαίνει σήμερα στους διάφορους τομείς του «πνεύματος»; Υποβοηθούμενοι από την άγνοια ενός υπερεκπολιτισμένου και νεοαναλφάβητου κοινού, εμφανίζουν σαν επαναστάσεις κακές αντιγραφές και μιμήσεις των τελευταίων μεγάλων δημιουργικών στιγμών του δυτικού πολιτισμού, ό,τι δηλαδή, επιτεύχθηκε εδώ και περισσότερο από μισόν αιώνα (ανάμεσα στα 1900 και στα 1925-1930). Οι Σένμπεργκ, Βέμπερν και Μπεργκ είχαν δημιουργήσει την ατονική και σειριακή μουσική πριν από το 1914. Πόσοι ανάμεσα στους θαυμαστές της αφηρημένης ζωγραφικής γνωρίζουν τις ημερομηνίες γέννησης του Καντίνσκυ (1866) και του Μόντριαν (1872); Το νταντά και ο υπερρεαλισμός υπήρχαν ήδη το 1920. Ποιόν μυθιστοριογράφο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στην απαρίθμηση των Προυστ, Κάφκα, Τζόυς; Το σύγχρονο Παρίσι, που ο επαρχιωτισμός του συναγωνίζεται την υπερφίαλη υπεροψία, χειροκροτεί μανιωδώς τολμηρούς σκηνοθέτες οι οποίοι αντιγράφουν τους μεγάλους καινοτόμους του 1920: Ράινχαρτ [Reinhardt], Μέγιερχολντ [Meyerhold], Πισκάτορ [Piscator] κ.λπ. Η μόνη παρηγοριά που αισθάνεται κανείς κοιτάζοντας τα προϊόντα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής είναι η σκέψη ότι, έτσι και δεν ερειπωθούν από μόνα τους ύστερα από τριάντα χρόνια, θα κατεδαφιστούν, έτσι κι αλλιώς, ως απαρχαιωμένα. Και όλα αυτά τα εμπορεύματα πωλούνται στο όνομα του «νεωτερισμού» – ενώ τα αληθινά μοντέρνο έχει ήδη ηλικία τριών τετάρτων του αιώνα.
Βέβαια, εδώ και εκεί εμφανίζονται ακόμα έργα μεγάλης έντασης. Μιλώ, όμως, για τον συνολικό απολογισμό μισού αιώνα. Βέβαια, υπάρχει η τζαζ και ο κινηματογράφος. Υπάρχει – ή υπήρχε; Η τζαζ, αυτή η μεγάλη δημιουργία, λαϊκή και λόγια συγχρόνως, φάνηκε να έχει ήδη εξαντλήσει τον κύκλο της ζωής της στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο κινηματογράφος, πάλι, θέτει άλλα προβλήματα με τα οποία δεν μπορώ να καταπιαστώ εδώ.
Κρίσεις αυθαίρετες και υποκειμενικές, θα πει κανείς. Αναμφίβολα. Ωστόσο, θα πρότεινα απλώς στον αναγνώστη το ακόλουθο πνευματικό πείραμα: να φανταστεί ότι θέτει ευθέως στους πιο διάσημους και περισσότερο αναγνωρισμένους από τους σύγχρονους δημιουργούς την ακόλουθη ερώτηση: θεωρείται ειλικρινά τον εαυτό σας στο ίδιο υψηλό επίπεδο με τους Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Βάγκνερ, με τους Γιαν Βαν Άυκ, Βελάσκεθ, Ρέμπραντ, Πικάσσο, Μπρουνελέσκι, Μιχαήλ Άγγελο, με τον Φρανκ Λόυντ Ράιτ [Frank Lloyd Wright] ή με τους Σαίξπηρ, Ρεμπώ, Κάφκα, Ρίκλε; Και να φανταστεί ποιά θα ήταν η αντίδραση του, αν ο ερωτώμενος του απαντούσε καταφατικά.
Ας αφήσουμε στην άκρη την Αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα, τους εξωευρωπαϊκούς πολιτισμούς, και ας θέσουμε το ζήτημα διαφορετικά. Από τα 1400 μέχρι τα 1925, σε έναν κόσμο ασύγκριτα πιο αραιοκατοικημένο και πολύ λιγότερο «πολιτισμένο» και «γραμματισμένο» από τον δικό μας (στην πραγματικότητα: σε περίπου δέκα ευρωπαϊκές χώρες των οποίων ο συνολικός πληθυσμός στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ακόμα της τάξης των 100 εκατομμυρίων) συναντούμε μια δημιουργική ιδιοφυΐα πρώτου μεγέθους κάθε πενταετία. Και να που εδώ και μια πεντηκονταετία, ένας κόσμος τριών ή τεσσάρων δισεκατομμυρίων ανθρώπων, με μια χωρίς προηγούμενο ευκολία πρόσβασης σε όλα αυτά που θα μπορούσαν προφανώς να εμπλουτίσουν και να γονιμοποιήσουν τις φυσικές προδιαθέσεις των ατόμων – τύπος, βιβλία, ραδιόφωνο, τηλεόραση κ.λπ. – δεν παρήγαγε παρά ένα ελάχιστο αριθμό από έργα για τα οποία θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει πιθανότητα ύστερα από πενήντα χρόνια να θεωρούνται σημαντικά.
Αυτό δεν θα μπορούσε φυσικά να το παραδεχτεί η εποχή. Έτσι, όχι μόνο επινοεί τις πλασματικές της ιδιοφυΐες, αλλά και έχει καινοτομήσει σ’ έναν άλλο χώρο: κατέστρεψε την κριτική λειτουργία. Αυτό, που στον σύγχρονο κόσμο εμφανίζεται σαν κριτική, είναι απλή προώθηση πωλήσεων – πράγμα απόλυτα δικαιολογημένο, δεδομένου του είδους της παραγωγής που διατίθεται προς πώληση. Στον τομέα της καθαρά βιομηχανικής παραγωγής, οι καταναλωτές άρχισαν, επιτέλους, να αντιδρούν· τούτο οφείλεται στο ότι οι ποιότητες των προϊόντων επιδέχονται, κατά κάποιον τρόπο, αντικειμενικοποίηση και μέτρηση. Πώς, όμως είναι δυνατόν να έχεις έναν Ραλφ Νάντερ [Ralf Nanter] της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής ή των προϊόντων της γαλλικής ιδεολογίας; Η «προωθητική» αυτή κριτική, η οποία είναι η μόνη που υφίσταται, εξακολουθεί κατά τα άλλα, να ασκεί μια λειτουργία διακρίσεων. Ανεβάζει στα σύννεφα τα ψευδοπροϊόντα της μόδας για μια σεζόν και, κατά τα λοιπά, δεν αποδοκιμάζει αλλά σωπαίνει, θάβει σιωπηρά. Ο κριτικός, καθώς έχει ανατραφεί με τη λατρεία της «πρωτοπορίας» [avant-garde], καθώς πιστεύει ότι έμαθε πώς σχεδόν πάντοτε τα μεγάλα έργα ξεκινούν ως ακατανόητα και μή παραδεκτά και καθώς η κύρια επαγγελματική ειδίκευσή του συνίσταται στην απουσία κάθε προσωπικής κρίσης, δεν τολμά ποτέ να αποδοκιμάσει. Καθετί που του παρουσιάζεται εκπίπτει αμέσως στη μία ή στην άλλη από τις δύο κατηγορίες: είτε είναι κάτι το ακατανόητο που έχει ήδη γίνει παραδεκτό και αντικείμενο διθυράμβων – σ’ αυτήν περίπτωση, θα το επαινέσει – είτε είναι κάτι καινούργιο ακατανόητο, οπότε θα σωπάσει, από φόβο μήπως κάνει λάθος προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Το επάγγελμα του σύγχρονου κριτικού είναι ταυτόσημο με το επάγγελμα του χρηματιστή, που τόσο καλά όρισε ο Κέυνς: μαντεύει αυτό που η μέση κοινή γνώμη σκέπτεται ότι η μέση κοινή γνώμη θα σκεφτεί.
Αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται μόνο σε σχέση με την «τέχνη»· αφορούν εξίσου στην πνευματική δημιουργία με την αυστηρή της έννοια. Εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να θίξουμε το θέμα θέτοντας μερικά ερωτηματικών. Η επιστημονικοτεχνική ανάπτυξη αναμφισβήτητα συνεχίζεται, ίσως μάλιστα και, κατά μια έννοια, να επιταχύνεται. Προχωρεί, όμως, πέρα από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «εφαρμογή και επεξεργασία των πορισμάτων των ήδη κεκτημένων μεγάλων ιδεών»; Κάποιοι φυσικοί επιστήμονες έκριναν ότι η μεγάλη δημιουργική εποχή της σύγχρονης φυσικής βρίσκεται ήδη στο παρελθόν – ανάμεσα στα 1900 και στα 1930. Δεν θα μπορούσαμε, άραγε, να πούμε ότι και σε αυτόν τον τομέα διαπιστώνεται, τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια αντίθεση που παρατηρείται και στο σύνολο του σύγχρονου πολιτισμού ανάμεσα σε μια όλο και ευρύτερη ανάπτυξη της παραγωγής, με την έννοια της επανάληψης (περιορισμένης ή ευρείας), της κατασκευής, της εκτέλεσης, της επεξεργασίας, της εκτεταμένης συναγωγής πορισμάτων, και στη συρρίκνωση της δημιουργικότητας, στην εξάντληση των μεγάλων και καινούργιων παραστασιακών φαντασιακών σχημάτων (όπως οι γόνιμες διαισθήσεις του Πλανκ, του Αϊνστάιν, του Χάιζενμπεργκ), που επέτρεπαν άλλες και διαφορετικές συλλήψεις του κόσμου; Και όσον αφορά στην καθαυτό σκέψη, δεν θα ήταν θεμιτό να αναρωτηθούμε γιατί, μετά τον Χάιντεγκερ, αλλά και με αυτόν ήδη, μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ερμηνεία, ερμηνεία που φαίνεται εξάλλου, να εκφυλίζεται σε σχόλιο και σε σχόλιο του σχολίου; Δεν πρόκειται καν για το ότι μιλάμε ακατάπαυστα για τον Φρόυντ, τον Νίτσε, τον Μαρξ· μιλάμε για αυτούς όλο και λιγότερο, αλλά μιλάμε για αυτό που ελέχθη για αυτούς, συγκρίνουμε «αναγνώσεις» και αναγνώσεις αναγνώσεων.