--- Είναι αυτονόητο ότι η μη χρήση του Facebook στην εποχή του Facebook είναι κάτι το πολύ πιο διαφορετικό από το να γινόταν κάτι τέτοιο πριν δημιουργηθεί το Facebook. Το ίδιο ισχύει και για τα κινητά τηλέφωνα. Επομένως, η εξάρτηση από το Facebook ή τα κινητά τηλέφωνα προέρχεται μάλλον από την κοινωνική πίεση παρά από τον ψυχισμό του ατόμου. Εντούτοις, ορισμένα ενδιαφέροντα προβλήματα και καταχρήσεις μπορούν να επισημανθούν σε σχέση με το Facebook, ακριβώς κάτι που σκοπεύει να κάνει αυτό το άρθρο.---
ΑΠΌ: ThePressProject
---Όπως και οι πιο δημοφιλείς τεχνολογικές καινοτομίες, το Facebook- για να το θέσουμε με όρους του Ντυρκέμ - λειτουργεί μεταξύ άλλων ως «κοινωνικό γεγονός», το οποίο σημαίνει ότι είναι «ικανό να ασκήσει έναν εξωτερικό περιορισμό έναντι του ατόμου» και ακριβώς όπως τα κινητά τηλέφωνα, επιβάλλει με αποτελεσματικό τρόπο τη χρήση του.
Η αποφυγή της χρήσης του Facebook στην εποχή του Facebook είναι διαφορετική από τη μη χρήση του πριν δημιουργηθεί το Facebook. Το ίδιο ισχύει και για τα κινητά τηλέφωνα. Ως αποτέλεσμα, το κινητό τηλέφωνο ή η εξάρτηση από το Facebook είναι κοινωνικό και κοινωνιολογικό θέμα και όχι απλώς ψυχολογικό, γι’ αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε τη γρήγορη παθολογικοποίηση αυτού του φαινομένου. Παρόλα αυτά, αρκετά προβλήματα και καταχρήσεις μπορούν να σχετιστούν δικαιολογημένα με το Facebook, κάτι που θα κάνω εδώ. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η υπερβολική έμφαση στην ευθύνη του χρήστη θα πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο, αφού, όπως μόλις αναφέρθηκε, όταν πρόκειται για το Facebook, η πηγή των προβλημάτων πρέπει να βρεθεί σε ένα κοινωνικό και όχι σε ένα ατομικό επίπεδο.
Σημειώστε επίσης ότι δεν πρόκειται να διαβάσετε μια παγκόσμια και «ισορροπημένη» ανάλυση του πώς λειτουργεί το Facebook. Αυτό το άρθρο θα προσφέρει μάλλον μια έντονα κριτική και πολεμική προσέγγιση.
Πιθανώς τίποτα άλλο δεν μας ώθησε να χειριζόμαστε συνεχώς και τόσο προσεκτικά την προσωπική μας εικόνα όσο το Facebook. Η επιτυχία του Facebook βασίζεται σε μια πολύ βασική ιδέα: οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να συνδεθούν ο ένας με τον άλλον και επίσης αγαπούν να ενημερώνονται για τις καθημερινές δραστηριότητες- και ως επί το πλείστον τις δραστηριότητες ρουτίνας- των άλλων. Σε σχέση με αυτό το γεγονός, η διαχείριση και εμφάνιση μιας συγκεκριμένης, θετικής εικόνας του εαυτού, έχει γίνει επίσης απαραίτητη για πολλούς.
Δεν μπορεί όμως να αμφισβητηθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι εμφανίζονται στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης απέχει πολύ από την πραγματικότητα: τα θετικά γεγονότα τείνουν να ξεπερνούν τα αρνητικά, αφού το Facebook είναι ο τόπος που περιγράφει ο Έρβινγκ Γκόφμαν ως «η παρουσίαση του εαυτού στις καθημερινές του αλληλεπιδράσεις». Όταν συναντάς κάποιον για πρώτη φορά, προσπαθείς αναγκαστικά να δημιουργήσεις μια θετική εικόνα του εαυτού σου για να παρουσιάσεις στον άλλον. Με την πάροδο του χρόνου και με μερικές ακόμη συναντήσεις όμως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η εικόνα αποκτά όλο και περισσότερες αποχρώσεις ή ακόμα και στρέφεται σε κάτι το απόλυτα αντίθετο, καθώς το σύνολο των διαφορετικών μελλοντικών αλληλεπιδράσεων με το ίδιο πρόσωπο θέτει σε δοκιμασία την εικόνα που έχεις δημιουργήσει τόσο προσεκτικά για τον εαυτό σου. Ως αποτέλεσμα, η αρχική θετική εικόνα δεν μπορεί να διατηρηθεί για πάντα. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα. Αν βγω για μια μπύρα με έναν φίλο, ίσως να αργήσω γιατί απλώς έφυγα από το σπίτι πολύ αργά ή επειδή το λεωφορείο που πήρα χάλασε. Μπορεί επίσης να μην συμπεριφερθώ σωστά υπό την επήρεια του αλκοόλ και να αρχίσω να λέω ακατάλληλα αστεία (κάτι που συνήθως δεν τείνω να κάνω). Επιπλέον, είναι επίσης πιθανό, κατά την επιστροφή στο σπίτι μαζί με αυτόν τον φίλο μου, να συναντήσω τυχαία έναν από τους συμμαθητές μου από το δημοτικό σχολείο, ο οποίος, υπό την παρουσία του φίλου μου, να αρχίσει να με πειράζει για το πόσο φριχτός παίχτης ποδοσφαίρου ήμουν σύμφωνα με τις αναμνήσεις του. Όλες αυτές οι πτυχές απειλούν την ακεραιότητα της θετικής εικόνας του εαυτού που έχει δημιουργηθεί για δημόσια προβολή.
Το Facebook αναμφισβήτητα προσφέρει πολλές ευκαιρίες για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση αυτών των «ατυχημάτων» και ως εκ τούτου εξασφαλίζει επίσης την προστασία μιας ιδεατής δημόσιας εικόνας του εαυτού. Το Facebook δίνει τη δυνατότητα να μην μοιραζόμαστε τίποτα άλλο παρά τα θετικά γεγονότα της ζωής μας και να κερδίζουμε την αναγνώριση (ή τον φθόνο) των άλλων. Σε μια ακραία ερμηνεία, το Facebook μπορεί να είναι η ιδανική παιδική χαρά για αυτό που ο Λας έχει χαρακτηρίσει ως ναρκισσιστική προσωπικότητα: «εύκολο για τη διαχείριση των εντυπώσεων που δίνει στους άλλους, λαίμαργο για θαυμασμό αλλά περιφρονητικό προς εκείνους που χειρίζεται μέσω της παροχής του. Ασταμάτητα πεινασμένο για συναισθηματικές εμπειρίες με τις οποίες ψευτο- καλύπτει ένα εσωτερικό κενό».
Στην πραγματικότητα, το Facebook και ακόμα περισσότερο το Instagram μπορούν να προσδιοριστούν με αυτό που ο Γιούργκεν Χάμπερμας ονομάζει «επαναπροσδιορισμό της θετικής προβολής, στην οποία οι λογικές συζητήσεις περιορίζονται στο παρασκήνιο και ο (εικονικός) χώρος γεμίζει με ανθρώπους που “εξυμνούν” τον εαυτό τους και ο ένας τον άλλον»- κάτι πολύ όμοιο με τα αρχαία βασιλικά ανάκτορα όπου οι υπήκοοι έπρεπε να συγκεντρωθούν για να επαινέσουν τον βασιλιά. Στην πραγματικότητα, το Facebook αντικατοπτρίζει μια συστηματικά διαστρεβλωμένη παρουσίαση της πραγματικότητας και, με αυτόν τον τρόπο, ερχόμαστε αντιμέτωποι και με αυτό που ο Γκυ Ντεμπόρ αποκαλεί «θέαμα»: «[Το θέαμα είναι] το αντίθετο του διαλόγου».
Ο Ζαν Μποντριγιάρ δίνει μια αρκετά παρόμοια, αλλά ακόμη πιο ριζοσπαστική προσέγγιση. Σύμφωνα με την άποψή του, μια αναπαράσταση είναι απλώς το αντίθετο της άρνησης. Αντί να αρνηθούμε ένα υπάρχον γεγονός, «το να προσποιηθούμε είναι να υποκριθούμε ότι έχουμε αυτό που δεν έχει κανείς». Έτσι, το Facebook προσφέρει μια ιδανική πλατφόρμα για να ξεδιπλώσουμε τη ναρκισσιστική προσωπικότητά μας, με τη θετική προβολή να αποκαθίσταται μέσω των λειτουργιών αντιπροσώπευσής του, μέσα από αντικαθρεφτισμούς και αναπαραστάσεις. Με λίγα λόγια και συνδέοντας τους Λας, Χάμπερμας, Ντεμπόρ και Μποντριγιάρ σε ένα κοινό πλαίσιο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, η ναρκισσιστική προσωπικότητα γεμίζει τη νέα δημοσιότητα με αντικαθρεφτισμούς και αναπαραστάσεις- ωστόσο όλα αυτά φυσικά προϋποθέτουν μια περίοδο και τις τεχνικές καινοτομίες που κάνουν κάτι τέτοιο δυνατό από κοινού. (Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο του Χάμπερμας δημοσιεύτηκε το 1962, του Ντεμπόρ το 1967, του Λας το 1979 και του Μποντριγιάρ το 1981, πράγμα που σημαίνει ότι το πρόχειρο θεωρητικό πλαίσιο που δίνεται εδώ ήταν ήδη εφαρμόσιμο πριν δημιουργηθεί και λειτουργήσει το Facebook το 2004. Αυτό υποδηλώνει ότι όλες αυτές οι τάσεις που θα εντοπίσουμε και έχουμε εντοπίσει σε σχέση με το Facebook δεν είναι καθόλου καινούργιες, απλά μόλις πρόσφατα εμφανίστηκαν σε μια πιο έντονη και πιο εκπληκτική μορφή από ό,τι πριν).
Ακόμα όμως και στο πλαίσιο του Facebook, στιγμές οικειότητας έχουν επίσης γίνει- συμβολικά και μερικές φορές και οικονομικά- διαφημιστικές ή εμπορευματοποιημένες. Συνεπώς, το Facebook όχι μόνο προσφέρει μια νέα μορφή επικοινωνίας (κάτι που παρόλα αυτά παραμένει ένα γεγονός) αλλά δημοσιεύει επίσης στιγμές από την καθημερινή ζωή μας, τις οποίες- για ηθικούς ή τεχνολογικούς λόγους- κρατούσαμε κρυφές από τη δημοσιότητα.
Το Facebook εξαρτάται εν μέρει, αλλά σε σημαντικό βαθμό, από τη θέλησή μας να μοιραζόμαστε θετικές εικόνες (φωτογραφίες) με άλλους. Αυτό όμως συνεπάγεται, ως αντάλλαγμα, με μια σημαντική αλλαγή και μια στρέβλωση στις ζωές και τις αντιλήψεις μας, με την έννοια ότι λόγω της λογικής του Facebook, ακόμα και αληθινά γεγονότα της ζωής μας αρχίζουν να οργανώνονται και γύρω από τη λογική του πόσο καλά μπορούν να γίνουν φωτογραφίες, με τι θα μοιάζουν τη στιγμή που θα δημοσιευθούν- και πώς θα φαινόμαστε σε αυτά. Αυτό μπορεί να σημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι «ιερές», συνήθως μοναδικές και ανεπανάληπτες στιγμές μιας γαμήλιας τελετής, πρέπει να τραβηχτούν με «βέβηλο» τρόπο από την πορεία των γεγονότων και να επαναληφθούν («να ξαναπαίξουν»), επειδή οι φωτογραφίες και τα βίντεο που λήφθηκαν και εξετάστηκαν επιτόπου τελικά δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες, με αποτέλεσμα αυτές οι αναπαραστάσεις να εμπεριέχουν τον κίνδυνο να μην είναι σε θέση να φέρουν την αναγνώριση (ή ακόμα και το φθόνο) από τους άλλους στα κοινωνικά μέσα.
Στην εποχή του Facebook φαίνεται να είναι αλήθεια ότι σταματήσαμε να σκεφτόμαστε τοπία, μνημεία ή αγέλες άγριων ζώων και αντ’ αυτού αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τις φωτογραφίες που τραβάμε από τους εαυτούς μας και τους αγαπημένους μας μπροστά σε τοπία, μνημεία ή αγέλες άγριων ζώων. Ενώ στο παρελθόν, τα τοπία, τα μνημεία ή οι αγέλες των άγριων ζώων ήταν τα μόνα και τα κύρια θέματα μιας πολύ ικανοποιητικής φωτογραφίας που τραβήξαμε και μπορούσαμε να τα μοιραζόμαστε μόνο με έναν περιορισμένο κύκλο οικογένειας και φίλων, σήμερα γίνονται μέρος ενός στολίσματος, απλά μέσα για την επιθυμητή επιτυχία μας στα κοινωνικά δίκτυα.
Στην πραγματικότητα, τα άτομα που τραβούν μια φωτογραφία του εαυτού τους γίνονται τα τελικά θέματα των φωτογραφιών, καθώς η φωτογραφία, ακριβώς τη στιγμή που ελήφθη, προοριζόταν ήδη για δημόσια χρήση και εξυπηρετούσε το σκοπό του να παρουσιάζεται το άτομο με θετικό τρόπο στα κοινωνικά δίκτυα.
Έτσι λοιπόν, η λήψη μιας φωτογραφίας έχει μειωθεί σε μια απλή παράσταση, μια σκηνική αναπαράσταση. Έτσι, μια φωτογραφία που τραβήξαμε μαζί με μια διασημότητα ή η εικονική αναπαράσταση του μωρού μας που γεννιέται, γίνεται μέσο της δικής μας προσπάθειας να δοξαστούμε και να τοποθετηθούμε σε ένα βάθρο. Τα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή η συνάντηση με μια διασημότητα ή οι στιγμές οικειότητας που προηγουμένως κρατιούνταν κρυφές από τη δημοσιότητα- για παράδειγμα, η γέννηση ενός μωρού- έχουν υποβαθμιστεί στην αναπαράστασή τους και στην ψευδαίσθηση- γιατί δεν είναι πια μια ψευδαίσθηση;- ότι η πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παρά η αναπαράστασή της. «Όλη η ζωή των κοινωνιών αυτών, σημειώνει ο Ντεμπόρ, στις οποίες κυριαρχούν οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής, παρουσιάζεται ως μια τεράστια συγκέντρωση αντικαθρεφτισμών.
Ό,τι κάποτε βιώναμε άμεσα, έχει γίνει απλή αναπαράσταση.
Είναι η ψευδαίσθηση ότι «αυτό που βλέπουμε είναι πραγματικότητα». Ο φθόνος που προκαλείται από τη- δημόσια θεατή- επιτυχία των άλλων οφείλεται στο γεγονός ότι πιστεύουμε πως αυτό που βλέπουμε είναι η πραγματικότητα, πράγμα που υποδηλώνει ότι η «σειρά επιτυχιών» που παρουσιάζεται στις σελίδες προφίλ άλλων χρηστών του Facebook αντιστοιχεί σε μια ζωή σαν γεμάτη με επιτυχίες και χωρίς αρνητικές πτυχές.
Στο πλαίσιο του Facebook, οι στιγμές οικειότητας έχουν γίνει εμπορικές. Έτσι, στοιχεία που χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν την εικόνα της επιτυχίας τείνουν να χάνουν το αρχικό τους νόημα και τη σημασία τους: όλα αναγκαστικά μειώνονται σε ομοιογενή δομικά στοιχεία της εικόνας μας (του προσωπείου μας). Από αυτήν την άποψη, η γέννηση ενός παιδιού, ένα οδικό ταξίδι, ένα νέο αυτοκίνητο ή μια συνάντηση με μια διασημότητα εμφανίζονται στην ίδια διάσταση, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι γίνονται ομόλογοι μεταξύ τους: όλοι γίνονται ένα δυναμικό ατού του ίδιου πακέτου καρτών, διότι σε κάθε περίπτωση, η σημαντικότητά τους είναι ανάλογη με το βαθμό που μπορούν, στα μάτια των άλλων και στην περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένη αρένα της δημοσιότητας τους, να προσθέσουν συμβολική αξία στον εαυτό τους.
Έχοντας όλα αυτά υπόψη, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η προσοχή του ατόμου κατευθύνεται ολοένα και περισσότερο προς τον εαυτό του και προς τις κάμερες για σέλφι που είναι ενσωματωμένες στα κινητά μας τηλέφωνα και τείνουν να ενισχύσουν περαιτέρω αυτό το φαινόμενο. Και μόνο με βάση αυτήν την επίγνωση, θα ήταν λογικό να συμπεράνουμε ότι το Facebook κάνει τους ανθρώπους πιο αντανακλαστικούς, αν δεν γνωρίζαμε ήδη το γεγονός ότι αντί να επιδιώκουμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας, αυτό το είδος της αντανάκλασης μάλλον αντιπροσωπεύει έναν αγώνα για την αναγνώριση (Άξετ Χόνετ) ή έναν συμβολικό αγώνα για τον νόμιμο ορισμό συγκεκριμένων καταστάσεων (η ζωή ως ζευγάρι, διακοπές, τρόποι διασκέδασης κλπ) (Πιέρ Μπουρντιέ).
Επιπλέον, η κατεύθυνση της προσοχής του ατόμου προς τον ίδιο του τον εαυτό μπορεί να φτάσει σε ένα ακόμα υψηλότερο επίπεδο, για παράδειγμα, λαμβάνοντας φωτογραφίες του εαυτού του μπροστά από έναν καθρέφτη. Σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίπτωση, δίνεται σημασία και σε μια δεύτερη δύναμη, αφού όχι μόνο τραβάει μια φωτογραφία του εαυτού του, αλλά τραβάει μια φωτογραφία του εαυτού του, κοιτάζοντας τον εαυτό του που τραβάει μια φωτογραφία του εαυτού του, έτσι ώστε κάποιος να παρατηρεί τον εαυτό του που παρατηρεί τον εαυτό του.
Επομένως, η προσοχή δεν κατευθύνεται μόνο στον εαυτό, αλλά και στην ίδια την προσοχή στον εαυτό. Εντούτοις, μέσα σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, στην προκειμένη περίπτωση η προσοχή που κατευθύνεται στον εαυτό δεν εξυπηρετεί το σκοπό της γνώσης, αλλά γίνεται ένα μέσο δημόσιας τοποθέτησης του ναρκισσιστικού εαυτού.
Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή διαταραγμένη πρακτική λήψης φωτογραφιών του εαυτού γίνεται μια μη αντανακλαστική πρακτική, ενώ μόνο η γνήσια αντανακλαστικότητα- που θα σήμαινε η επανεξέταση του ρόλου του ατόμου στο ίδιο το πλαίσιο των κοινωνικών δικτύων- θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει και να αντιστρέψει αυτή την τάση.
Η πραγματική αντανακλαστικότητα αποτελεί μια απόλυτη άρνηση να γίνει κάποιος το μόνο κεντρικό θέμα μιας εικόνας για χάρη της προώθησης μιας θετικής παρουσίασης του εαυτού.
Τα blogs και οι εφημερίδες τείνουν όλο και περισσότερο να παρουσιάζουν το Facebook ως επιρρεπές στην αναζωπύρωση των ναρκισσιστικών πρακτικών, ενώ η «έλλειψη αυθεντικότητας» του Facebook προκαλεί επίσης πολλές ειρωνικές οπτικές αναπαραστάσεις, κάτι που είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο μερικοί άνθρωποι αποφασίζουν από καιρό σε καιρό να διακόψουν προσωρινά ή να γυρίσουν εντελώς την πλάτη τους στο Facebook και να επανασυνδεθούν με τους φίλους και τους γνωστούς τους στον φυσικό χώρο.
Ως αντίδραση σε αυτό, όλο και περισσότερα μπαρ και εστιατόρια δηλώνουν ότι είναι χωρίς wi-fi δυσκολεύοντας ή εμποδίζοντας τους ανθρώπους να μοιράζονται άμεσα εικόνες των δραστηριοτήτων τους με την ελπίδα να έχουν μεγαλύτερη συμπάθεια.
Η πραγματική αντανακλαστικότητα αποτελεί μια απόλυτη άρνηση να γίνει κάποιος το μόνο κεντρικό θέμα μιας εικόνας για χάρη της προώθησης μιας θετικής παρουσίασης του εαυτού. Η πρακτική του ατόμου θα μπορεί να γίνει αντανακλαστική μόνο υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος μπορεί να αρνηθεί την «αντανακλαστικότητα» που κατευθύνεται από τον εαυτό του στον εαυτό του με ναρκισσιστικό τρόπο.