Γιώργου Δερτιλή,
στους ισχυρισμούς του περί ημιμάθειας και αμάθειας που πλήττουν τον
μέσο πολίτη (απειλώντας δήθεν τη δημοκρατία στην Ελλάδα και διεθνώς),
επιχειρήσαμε ήδη σε προηγούμενη ανάρτηση.
Στο άρθρο αυτό θα συζητηθούν περαιτέρω ορισμένες εκφάνσεις των απόψεων
που ο ίδιος εκφράζει, απόψεις που κατά βάση συμμερίζονται οι
υπερασπιστές της φιλελεύθερης ιδεολογίας, του μητροπολιτικού
κοσμοπολιτισμού, του αντιλαϊκιστικού μετώπου, και του τόξου της «κοινής
λογικής», ενάντια στον «ανορθολογισμό» των «απαίδευτων μαζών». Τούτο το
κειμένο επιχειρεί να εντοπίσει γενεαλογικά τις πρώτες βάσεις
αυτής της ιδεολογίας στις απολυταρχικές πολιτικές θεωρίες του 16ου αιώνα
και στα θετικιστικά ρεύματα του 19ου και 20ού αιώνα αντίστοιχα.
Επιπλέον, με αφορμή τις τοποθετήσεις του καθηγητή στο πλαίσιο του 2ου
Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, θα προσπαθήσουμε να εισάγουμε στο άρθρο
αυτό μια εκ νέου κατανόηση των ανθρώπινων πραγμάτων, της πολιτικής και
της τρέχουσας πραγματικότητας όπως αυτή ξεπροβάλει μπροστά μας.
Δημοκρατία: μερικά ξεκαθαρίσματα
Λέει λοιπόν ο Δερτιλής πως η δημοκρατία ως πολίτευμα «είναι ανοιχτή σε όλους, εφόσον όλοι μπορούμε να ψηφίζουμε και να εκλεγόμαστε σε δημόσια λειτουργήματα» φέρνοντας ως απόδειξη για αυτό το γεγονός ότι «όλοι μπορούμε να γράφουμε και μιλάμε ελεύθερα σε εφημερίδες και σε δημόσιους χώρους» αλλά και «στο διαδίκτυο». Αυτό που προκαλεί, βέβαια, μεγαλύτερη εντύπωση στα λεγόμενά του είναι οι σύντομες και επιφανειακές αναφορές στον Κορνήλιο Καστοριάδη, για τον οποίο η δημοκρατία αποτελεί «το μόνο πολίτευμα που στηρίζεται στην κρίση και στη δημιουργική φαντασία των πολιτών». Αναμφισβήτητα, αν ο Καστοριάδης ερχόταν σε επαφή με μια τόσο βεβιασμένη προσέγγιση πάνω στο έργο του – η οποία εκτός των άλλων αγνοεί μια από τις πιο βασικές πτυχές της πολιτικής του σκέψης, τουτέστιν, τη διαφοροποίηση του σύγχρονου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος με τη δημοκρατία – κατά πάσα πιθανότητα θα έβγαζε μαλλιά. Για τον Καστοριάδη, οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ουδέποτε υπήρξαν δημοκρατικές, αλλά αντιθέτως πρόκειται για φιλελεύθερες ολιγαρχίες που εμπεριέχουν σπόρους δημοκρατίας. Η δημοκρατία (με βάση τον Καστοριάδη) δεν μπορεί να ταυτιστεί με τις εκλογές, ένας θεσμός κατεξοχήν αριστοκρατικός, όπου οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν τον πιο «άριστο» διαχειριστή των δημόσιων υποθέσεων. Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να εκλάβουμε το αρχαίο Ελληνικό παράδειγμα ως μοναδικό οδικό μας χάρτη στην αναζήτηση ενός ορισμού για το πολυσυζητημένο αυτό πολίτευμα. Αναμφισβήτητα η εύρεση ενός καθολικού ορισμού για τη δημοκρατία βάσει μιας συγκεκριμένης ιστορικής δημιουργίας θα μπορούσε να μας κάνει να παραβλέψουμε την αξία όλων εκείνων των ιστορικών γεγονότων που γέννησαν προτάγματα δημοκρατικά, και εισήγαγαν τομές στην δυτική (και ίσως όχι μόνο) πολιτική σκέψη. Από την άλλη, βέβαια, θα ήταν μέγιστο σφάλμα να ενστερνιστούμε κάποια σχετικιστική προσέγγιση που θα μας οδηγούσε σε βολικά συμπεράσματα του τύπου «δημοκρατία είναι ό,τι επιθυμούμε εμείς να είναι». Καλούμαστε, ωστόσο, να αμφισβητήσουμε τη νεωτερική κατανόηση της δημοκρατίας, ως ένα πολίτευμα ταυτισμένο με τον κοινοβουλευτισμό και την εκχώρηση των εξουσιών σε ομάδες εκλεγμένων αντιπροσώπων.
Ποιοί είναι, τελικά, αυτοί οι δημοκρατικοί σπόροι που συναντά κανείς μέσα σε διάφορες ιστορικές στιγμές; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε το πολίτευμα των Κερκυραίων ή των Συρακούσιων, τη Ρωμαϊκή res publica, την δημοκρατία της Βενετίας, τα κοινά των Ζηλωτών, τα Town Hall meetings των ΗΠΑ, ίσως και το Ελβετικό πολίτευμα ή τέλος πάντων όλες τις ιστορικές στιγμές όπου βλέπουμε να αναδύεται ένα δημόσιο πεδίο (δηλαδή ένας κοινός τόπος ανοιχτής συμμετοχής στις συνελεύσεις πολιτών στη διαδικασία της λήψης των αποφάσεων). Εκτενείς αναφορές πάνω στον όρο αυτόν θα βρει κανείς στο συνολικό έργο της Hannah Arendt, όπου και εντοπίζονται δημόσια πεδία (public realms) τόσο στην αρχαία Αθήνα όσο και στη συντηρητική Αμερικανική Επανάσταση, στην εξεγερμένη Ισπανία και στα Ουγγρικά συμβούλια του 1956. Το πιο βασικό όμως συμπέρασμα είναι το εξής: αυτό το δημόσιο πεδίο όχι μόνο αποκλείει την ψηφοφορία (με στόχο την εκχώρηση των εξουσιών σε επαγγελματίες αντιπροσώπους), αλλά επιπλέον δίνει έμφαση στην καθημερινή φυσική επαφή μεταξύ των ανθρώπων, με άλλα λόγια στον κοινό (πολιτικό) χώρο και χρόνο. Αντίθετα, στη μετα-μοντέρνα εποχή, η νεοτεχνολογία (δηλαδή η γκατζετοποίηση και ο εγκλεισμός των ανθρώπων στα λεγόμενα social media του ιντερνετικού χώρου), η μαζική κουλτούρα και το προφανές (για τα ανθρώπινα δεδομένα) κενό νοήματος που χαρακτηρίζει τις δυτικές κοινωνίες, μας ωθούν όλο και περισσότερο να παραμείνουμε απομονωμένοι στην ιδιωτική μας σφαίρα, μακριά από κάθε ζωντανή αλληλεπίδραση. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι ο νεοτεχνολογικός κόσμος των social media δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε καν εν δυνάμει δημοκρατικός. Επιπλέον, είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι η ελευθερία του λόγου – παρότι είναι ένα στοιχείο απαραίτητο για μια δημοκρατία – δύναται από μόνη της να συμβάλει σε μια δημοκρατική αναγέννηση. Διότι δεν είναι ο λόγος εκείνο το στοιχείο που σφυρηλατεί τον κοινό χρόνο αλλά η σκέψη και η κρίση που μας ωθεί στο συμπέρασμα ότι οφείλουμε να αφήσουμε πίσω το παλιό, ενισχύοντας την βούλησή μας για την από κοινού οικοδόμηση ενός νέου πολιτειακού μοντέλου.
Η εκπαίδευση και το κρίνειν
Μένει, ωστόσο, εδώ ένα ερώτημα αναπάντητο: είναι οι πολίτες σήμερα ικανοί να σκεφτούν και να κρίνουν, έτσι ώστε να θελήσουν να οικοδομήσουν ένα πολίτευμα δημοκρατικό; Για τον Δερτιλή το ερώτημα αυτό έχει βαθύτερες προκετάσεις: «η αμάθεια και η ακρισία παντού στον κόσμο και ειδικότερα στην Ελλάδα δεν είναι μόνο πρόβλημα του εκπαιδευτικού συστήματος, είναι το μείζον πρόβλημα της Δημοκρατίας» λέει ο ίδιος. Ας σταθούμε όμως λιγάκι παραπάνω στο θέμα της «εκπαίδευσης», το οποίο έχει ήδη γίνει αντικείμενο εκτενούς συζήτησης στο προηγούμενο άρθρο. Αν, λοιπόν, υιοθετήσουμε την αντίληψη ότι η «αποσύνθεση του εκπαιδευτικού συστήματος» ευθύνεται για την «κατάντια των αχρείων μαζών», πως είναι τα σχολεία μας αυτά που καλλιεργούν την «ακρισία» στον μέσο ανθρώπο, καθιστώντας όλους μας «ανίκανους πολίτες», «ευάλωτους στη δημαγωγία» και στο αναμάσημα εύπεπτων «μετά-αληθειών» (sic), στην περίπτωση αυτή αγνοούμε μια άλλη σημαντική πτυχή της πραγματικότητας: ουδέποτε ανέθεσε κανείς στα σχολεία τον ρόλο του πολιτικού εκπαιδευτή. Όπως, άλλωστε, μας υπενθυμίζει ο Christopher Lasch, προκειμένου να μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο βάσιμο συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσο οι εκπαιδευτικοί θεσμοί εκπληρώνουν το έργο τους, είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε αρχικά τον ρόλο που οι ίδιοι διαδραματίζουν μέσα στην κοινωνία∙ ποιά είναι η επιρροή που ασκούν, με άλλα λόγια, τα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα τί αξίες προωθούν στους νέους; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα σπουδαγμένος ώστε να κατανοήσει πως ο ρόλος του σύγχρονου σχολείου είναι καθαρά ωφελιμιστικός, και πως βασική επιδίωξη του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι να προσφέρει γνώσεις οι οποίες μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν εμπορευματικά. Από τη δεκαετία του 70 και έπειτα έχει καταστεί κοινός τόπος (και μάλιστα στη συνείδηση των «απαίδευτων μαζών», δηλαδή αυτών που τόσο πολύ ο Δερτιλής αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας ως «συμπαθητικούς» μεν, αλλά «βλάκες» δε, όντας – δήθεν – ανίκανοι να κρίνουν τί είναι ορθό και τί λάθος), ότι το σχολείο έχει για τα καλά ενσωματωθεί στις ανάγκες της αγοράς, όντας μια δεξαμενή δημιουργίας εργασιακής δύναμης [1].
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ίδιοι οι «αμαθείς πολίτες» (και όχι μόνο οι πεφωτισμένοι διανοούμενοι) είναι αυτοί που πολλές φορές εξοργίζονται με τον ξεπεσμό της πρωτοβάθμιας όσο και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αντίθετα, οι υπερασπιστές της φιλελεύθερης και προοδευτικής ιδεολογίας ενώ δείχνουν πως αγανακτούν με την (αναμφισβήτητα υπαρκτή) καταρράκωση της παιδείας, αγνοούν πως η ίδια η πρακτική εφαρμογή της ιδεολογίας τους υποβιβάζει τον ρόλο του σχολείου από εν δυνάμει χώρο ουσιαστικής πνευματικής καλλιέργειας σε εργοστάσιο παραγωγής εργατουπαλλήλων [2]. Ταυτόχρονα, (έμμεσα ή άμεσα) βάλλουν κατά της οικογένειας θεωρώντας την θεσμό αντιδραστικό που εμποδίζει την ανεξάρτητη πνευματική εξέλιξη των νέων. Μιλούν για μια – κάποια – «χειραφέτηση των παιδιών», και ισχυρίζονται ότι μονάχα η απομάκρυνση των δεύτερων από το στενό και γονεϊκό τους περιβάλλον θα μπορούσε να τα καταστήσει άτομα ικανά να κρίνουν, δίχως να εγκλωβίζονται στις «συντηρητικές» και οπισθοδρομικές οικογενειακές αξίες [3]. Όπως ακριβώς στην περίπτωση της παιδείας, έτσι και με τον θεσμό της οικογένειας, ήταν η ίδια η πρακτική εφαρμογή του φιλελευθερισμού/προοδευτισμού και η κουλτούρα του επιχειρείν που είχε ως άμεση συνέπεια οι γονείς να ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δική τους καριέρα αντί να έχουν χρόνο να σπαταλήσουν για τα παιδιά τους, «παρκάροντάς» τα έτσι προσωρινά σε παιδικούς σταθμούς [4]. Τα παιδιά, όντας απομακρυσμένα από τον οικογενειακό τους χώρο, και πολύ περισσότερο από το περιβάλλον της γειτονιάς (που το χαρακτηρίζει ο κοινός χρόνος, η φυσική επαφή, ο αυθορμητισμός και ο αυτοπειραματισμός), εκτίθενται όλο και περισσότερο σε ανούσια τηλεοπτικά προγράμματα που προωθούν σεξ και βία, στον μικρόκοσμο των smartphones και στους οχετούς των social media. Στο σημείο αυτό τρία επιπλέον ερώτημα προκύπτουν: δύναται ένα σύγχρονο σχολείο (ακόμα εκείνων των χωρών που το εκπαιδευτικό τους σύστημα δεν έχει διαβρωθεί πλήρως από την εμπορευματοποίηση ώστε να μετατραπεί σε εργοστάσιο κατασκευής υπηρεσιακού προσωπικού) να ανταγωνιστεί τούτο τον κόσμο και τις αξίες που αυτός πρεσβεύει (τη διαιώνιση της μαζικής κουλτούρας και τον εγκλωβισμό μας στην ιδιωτική σφαίρα) ώστε να επιβάλλει δημοκρατικές ηθικές αρχές; Επιπλέον, ποιοί είναι αυτοί που κατά καιρούς πρωτοστατούν σε αυτόν τον πολιτισμό της γενικευμένης ανηθικότητας αν όχι οι ίδιοι οι «αμαθείς πολίτες»; Ποιοί είναι οι γονείς που συνεχώς κάνουν λόγο για τη μετατροπή των πόλεων σε μοντέρνες φυλακές, οι οποίες αναγκάζουν τους νέους να κλείνονται συνεχώς στα διαμερίσματα/κελιά τους; Δεν είναι άλλοι παρά οι άσημοι άνθρωποι, αυτοί που συχνά οι φιλελεύθεροι ελιτιστές αποκηρύσσουν ως «απαίδευτες μάζες».
Η νομαδοποίηση και η κρίση των αξιών
Ο αμαθής βλαξ, λοιπόν, θα μπορούσε εύκολα να «πεισθεί να υπηρετήσει φανατικά έναν οποιονδήποτε μικροδημαγωγό· και ακόμη ευκολότερα θα υποδουλωθεί σε έναν δημαγωγό μεγάλο, έναν επίδοξο Φύρερ» λέει ο Δερτιλής, παίρνοντας ως παράδειγμα την άνοδο του Donald Trump και την πιθανή επικράτηση της Μαρίν Λεπεν στις επικείμενες Γαλλικές εκλογές. Βέβαια, ο Δερτιλής κάνει πως δεν θέλει να δει την άλλη όψη των πραγμάτων: βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κοσμογονικά γεγονότα, όπως η καταστροφή κρατών που οδήγησε σε βιβλικές ματαναστευτικές ροές, ενώ την ίδια στιγμή μέσα σε έναν κόσμο απουσίας νοήματος κάθε νόρμα και ταυτότητα (είτε μιλάμε για εθνικές ταυτότητες είτε για ταξικές) υποχωρεί. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, όχι μόνο οι οπισθοδρομικές αξίες αλλά και τα ρεπουμπλικανικά στοιχεία των δυτικών κοινωνιών εξασθενούν. Είναι όμως αυτή η διαρκής μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς τη δύση που δίνει τη χαριστική βολή, καθώς καλλιεργεί την εντύπωση ότι οι κοινωνίες μας μετατρέπονται σε εργαστήρια πειραματισμού για την εδραίωση ενός νέου άεθνου αυτοκρατορικού κοσμοπολιτισμού. Μέσα σε όλα αυτά αν συνυπολογίσει κανείς τη διάβρωση του εθνοκρατικού μηχανισμού κάτω από έναν παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, δηλαδή την αυτόματη αναίρεση του θεσμού των κοινοβουλίων, τότε δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι αρκετοί πολίτες στρέφονται σε κόμματα που προωθούν έναν επαναπροσδιορισμό κάποιων εννοιών όπως η «εθνική ταυτότητα» και η «εθνική δημοκρατία», προσπαθώντας να συντηρήσουν έστω και σε έναν ελάχιστο βαθμό τον παλιό κόσμο ο οποίος παρά τα τρωτά του μπορούσε να προσφέρει μια Χ ποιότητα κοινού χρόνου. Η περιφρόνηση όλων όσων στρέφονται σε τέτοιες πολιτικές, πως δήθεν είναι όλοι συλλήβδην ρατσιστές, ανορθολογικοί, ακροδεξιοί και βλάκες (μια ρητορική που είδαμε κυρίως μετά το Brexit και κατά την εκλογή του Trump) σπρώχνει όλο και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού σε ακροδεξιές πολιτικές. Διότι το κύμα εσωστρέφειας που ενισχύεται ως απάντηση στην απουσία νοήματος – παρότι δεν οδηγεί πάντα στις σωστές απαντήσεις – μπορεί να μην αποτελεί πάντα δείγμα εκτροπής· αντίθετα, πολλές φορές πρόκειται για μια μετριοπαθή στάση σκεπτικισμού πάνω σε καυτά ζήτημα που πλέον λαμβάνουν βιβλικές διαστάσεις. Η ταύτιση κάθε τέτοιου σκεπτικισμού με τον «ρατσισμό» και την «ακροδεξιά», και συνάμα η απαξίωση και εγκατάλειψη (από τις δυνάμεις του κέντρου αλλά καί της αριστεράς) όλων όσων εκφράζουν τάσεις εσωστρέφειας (που πολλές φορές μπορεί να είναι και απαραίτητες σε μια εποχή γενικευμένης εκρίζωσης) επιτρέπει τους ίδιους τους ρατσιστές να κεφαλαιοποιήσουν τούτες τις ανησυχίες, προσπαθώντας έτσι να δείξουν ότι οι ιδέες τους δεν είναι ακραίες αλλά μετριοπαθείς και μετρημένες, που βρίσκουν ώτα ευήκοα όχι σε ακροδεξιά γκρουπούσκουλα αλλά στον μετριοπαθή ψηφοφόρο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, η ρητορική της λαϊκιστικής δεξιάς «κανονικοποιείται», όταν η ίδια η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων επιλέγει να βουτήξει το κεφάλι της στην άμμο, εμμένοντας στη λογική του «βλάκα» και «αμαθή» μέσου ανθρώπου.
Όπως, λοιπόν, και στην περίπτωση της εκπαίδευσης, έτσι και σε ό,τι έχει να κάνει με την άνοδο πολιτικών απατεώνων όπως ο Trump, ήταν οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι που «κανονικοποίησαν» τον δεξιό λαϊκισμό, έχοντας αποκοπεί ριζικά από την λαϊκή βάση. Ταυτόχρονα παραδίδουν τα κλειδιά κάθε εθνικού κοινοβουλίου στον «αυτόματο πιλότο» τον αγορών, ενώ την ίδια στιγμή δεν διστάζουν να μιλήσουν και για Κράτος Δικαίου. Όπως φαίνεται οι φιλελεύθεροι προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα: ένα δίκαιο και συμμετοχικό κράτος (εκπαιδευμένων πολιτών, όπως θα ήθελε ο Δερτιλής), αλλά με φιλελεύθερες δομές και κανόνες. Δηλαδή επιθυμούν τη διατήρηση της κρατικής νομοθεσίας αλλά δεν αμφισβητούν τις πολιτικές εκείνες που αποδυναμώνουν τα έθνη κράτη στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το φαινόμενο της λεγόμενης «μετά-αλήθειας», δηλαδή αυτό που δήθεν χαρακτηρίζει τους ψηφοφόρους του Trump και της Λεπέν, την τάση τους να μην θέλουν να δουν την πραγματικότητα όπως είναι, κόβοντάς την και ράβοντας την στα μέτρα τους. Είναι σίγουρο ότι μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων της λαϊκιστικής δεξιάς (και όχι μόνο) έλκεται από κατασκευασμένες ειδήσεις και θεωρίες συνωμοσίας. Σε προηγούμενη ανάρτηση, βέβαια, είχε ήδη ειπωθεί πως η νίκη του Trump κάθε άλλο παρά πλειοψηφική είναι. Το ίδιο πάνω κάτω ισχύει και για τις Ολλανδικές εκλογές, όπου το λαϊκιστικό δεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Wilders δεν ξεπερνά το 13,1% του συνόλου των ψήφων. Όσοι, βέβαια, επιμένουν να μιλούν για νίκη (ή άνοδο) της Ολλανδικής «ακροδεξιάς» (λόγω της δεύτερης θέσης στην οποία σκαρφάλωσε το PVV) επαναλάμβαναν – χωρίς να το θέλουν – τα λόγια του ηγέτη του κόμματος που υποτίθεται πολεμούν. Ο Wilders, λοιπόν, ήρθε δεύτερος με ποσοστό 13,1% και 20 έδρες. Αντίθετα, το ποσοστό του στις εκλογές του 2010 ήταν 15.4% με 24 έδρες. Μολοντούτο σημείωσε άνοδο σε σύγκριση με το 2012, ωστόσο για μια περίοδο τόσο ταραγμένη, με το προσφυγικό να μένει άλυτο, και στον απόηχο του Brexit (που πυροδοτεί εθνικιστικές φυγοκεντρικές τάσεις, χύνοντας φως στα αδιέξοδα μιας υπεραυταρχικής Ευρώπης η οποία συνάμα έχει πετάξει τμήμα του πληθυσμού της εκτός κοινωνικής ζωής), αντί να καταγράψει ρεκόρ ανόδου έδωσε ένα ιδιαίτερα απογοητευτικό αποτέλεσμα, χειρότερο και από αυτό του 2010. Επιπλέον, ένα ποσοστό της τάξης του 13,1% κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτικό του συνόλου ενός πληθυσμού είναι, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε πως το 20% επέλεξε αποχή [5]. Πού είναι, λοιπόν, οι κίνδυνοι για τη «δημοκρατία» που συνεχώς διατυμπανίζουν τόσο οι καθωσπρέπει φιλελεύθεροι (αλλά και οι ίδιοι οι αριστεροί που συνεχώς μιλούν για επερχόμενο ολοκληρωτισμό όταν το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας δεν επιβεβαιώνει την ιδεολογία της πολιτικής ορθότητας, όπως είχαμε δει στην περίπτωση του Trump);
Παρότι η επιλογή του Trump είναι κάκιστη, θα ήταν μεγάλο λάθος να ενστερνιστούμε τις υπερβολές του φιλελεύθερου τύπου, αγνοώντας το γεγονός ότι αρκετοί συμπολίτες μας που στρέφονται στη λαϊκιστική δεξιά ενδέχεται να εκφράζουν εύλογες ανησυχίες. Τί γίνεται όμως με «τα «ψευδονέα» και τις ψευδογνώσεις που απειλούν σήμερα τη Δημοκρατία μας καλλιεργώντας την αμάθεια και την ακρισία» όπως λέει ο Δερτιλής; Συγκάλυψη γεγονότων, βέβαια, δεν έχουμε μονάχα από κυβερνήσεις όπως αυτές του Trump, αλλά και από φιλελεύθερους πολιτικούς. Ας φέρουμε ως παράδειγμα το ζήτημα των διαρροών από τα Wikileaks σχετικά με αποτρόπαιες ενέργειες κατά τη διάρκεια επεμβάσεων σε χώρες της Μέσης Ανατολής, ή αναφορικά με τις παρακολουθήσεις και συνεχείς επεμβάσεις στα εσωτερικά ζητήματα άλλων χωρών, καθώς και με φορολογικά σκάνδαλα επιφανών πολιτικών… Αν το να πιστεύει κανείς σε πλαστές ειδήσεις (ή να κατασκευάζει ψεύτικες ειδήσεις) είναι (αναμφισβήτητα) ένα μεγάλο πρόβλημα, γιατί η συγκάλυψη (και ως εκ τούτου η διαστρέβλωση) της πραγματικότητας (όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι πολιτικοί συνεχώς) να μην είναι και αυτά μια «επικίνδυνη μετά-αλήθεια»; Σε τί διαφέρει η διαστρέβλωση μιας πραγματικότητας από τη δημιουργία μιας ψεύτικης; Αποτελεί, λοιπόν, δείγμα ύψιστης υποκρισίας να κουνά το δάχτυλο κάποια φιλελεύθερη ιντελιγκέντσια στους δεξιούς λαϊκιστές για «παραπλάνηση», τη στιγμή που οι ίδιες οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις επενδύουν στη διαφθορά, τη συγκάλυψη και τη διαπλοκή, ενώ ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα της φονικής λιτότητας βασίστηκε πάνω σε μύθους και διαστρεβλώσεις, πως οι λαοί του νότου είναι όλοι συλλήβδην τεμπέληδες, ενώ «η χώρα μας παράγει λιγότερα από όσα χρειάζεται για να ζει καλά» (στα λόγια του Δερτιλή). Τούτη η έποψη, που πλέον έχει καταστεί κοινός τόπος σε όλο τον ευρωπαϊκό ψευτοαντιρατσιστικό φιλελεύθερο τύπο (αλλά – όλως παραδόξως – το αναμφισβήτητα αυτό ρατσιστικό στερεότυπο του «τεμπέλη Έλληνα» αποτελεί πλέον κοινό τόπο σε όλες τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης) είναι συνάμα βαθύτατα ανιστόρητη, καθώς δεν θέλει να αναγνωρίσει αυτό που όχι μόνο οι σοσιαλιστές στοχαστές (όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ) αλλά και οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι (με πρώτο και καλύτερο τον Adam Smith) είχαν παραδεχτεί: η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου δεν ήταν αποτέλεσμα ορθολογικών κινήσεων, αλλά προέκυψε από κατακτήσεις και χρηματιστηριακή/επενδυτική κερδοσκοπία.
Περί «αμαθούς» και «ανίκανου» πολίτη…
Ο πυρήνας της σκέψης περί ανίκανου πολίτη εντοπίζεται στην βασική ιδέα του Thomas Hobbes περί μόνιμης κατάστασης πολέμου (state of war) [6]. Ο Hobbes, όπως πολύ σωστά είχε πει η Arendt [7], είναι ο θεμελιωτής του αστικού καθεστώτος, καθώς οι ιδέες του εμφανίζονται ακόμα και στα κείμενα αρκετών φιλελεύθερων εχθρών της απολυταρχίας, μεταξύ αυτών του Locke και του Montesquieu [8]. Λέει λοιπόν ο Hobbes (που μεταξύ άλλων θεωρεί τον Πλάτωνα έναν από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαιότητας) ότι οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν την προσωπική τους ευτυχία, δίχως κανέναν ενδοιασμό και ηθικό χαλινάρι φτάνουν ακόμα και στο σημείο να σκοτώνουν και να επιτίθενται αδιάκριτα. Έτσι, ο άνθρωπος Behemoth οδηγείται σε μια κατάσταση μόνιμου πολέμου όλων εναντίον όλων. Η μόνη λύση για τον Hobbes ήταν η καθυπόταξη όλων στις σιδηρές προσταγές μιας απόλυτης εξουσίας, ενός Leviathan (the sovereign) με άλλα λόγια, που θα επιβάλλει την τάξη δια πυρός και σιδήρου. Βέβαια, αφήνοντας κατά μέρους τα αντιαυταρχικά παραληρήματα που πολύ συχνά υιοθετούν την αντίθετη άποψη, ότι ο άνθρωπος εκ φύσεως γεννιέται καλός αλλά διαφθείρεται από τους κοινωνικούς θεσμούς, βασικό μέλημα του Hobbes δεν είναι η εδραίωση ενός καθεστώτος σαδιστικού καταναγκασμού αλλά η απομάκρυνση των ανθρώπων από την πολιτική δραστηριότητα. Λόγω της έμφυτης ροπής όλων μας, λοιπόν, προς την απόλυτη καταστροφή, ο Hobbes προτείνει την ανάθεση όλων των πολιτικών αποφάσεων σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων ή στον απόλυτο μονάρχη. Η λογική, λοιπόν, των νέων φιλελεύθερων βασίζεται ακριβώς πάνω στη σκέψη του Hobbes, στον απαραίτητο αποκλεισμό των πολιτών από την πολιτική συμμετοχή, (ιδέα που είχαν στηρίξει οι Ιταλοί θετικιστές του 19ου αιώνα αλλά και γνωστοί ψυχίατροι/ψυχολόγοι, όπως ο Gustave Le Bon και ο Hippolyte Taine [9]). Το όραμα των φιλελεύθερων για μια παγκόσμια κυβέρνηση δεν αποτελεί παρά μια ακόμη εκδοχή της Χομπσιανής λογικής, μετουσιωμένη σε μια άλλη προσέγγιση. Πιο συγκεκριμένα, φιλελεύθεροι, ευρωπαϊστές, από τους ταγούς του consensus of the center μέχρι και τον Habermas [10] αλλά και κοσμοπολίτες (από τον Kant μέχρι τους μεταμοντέρνους αριστερούς της μπλουμσμπεριανής διανόησης), θεωρούν ότι ο μόνος δρόμος για να μπει ένα τέλος στους αιώνιους πολέμους όλων (των εθνών κρατών) εναντίον όλων, είναι η εδραίωση ενός Ευρωπαϊκού ή παγκόσμιου κυρίαρχου (sovereign), που θα περιορίζει τη δράση των εθνικών κοινοβουλίων, αλλά και την άμεση συμμετοχή. Η δεύτερη μπορεί να γίνει εφικτή, θεωρεί ο Δερτιλής, μόνο μέσα από μια «ανθρωπιστική» (ούτε καν ουμανιστική, δηλαδή) εκπαίδευση.
Αντί επιλόγου…
Για τον Δερτιλή, λοιπόν, η συνεπακόλουθη πολιτική ανεπάρκεια όλων μας είναι προϊόν κάποιας γενικευμένης «αμάθειας». Αυτό που αφήνεται να εννοηθεί εδώ είναι πως η άμεση συμμετοχή των «αμαθών πολιτών» στα κοινά πιθανότατα θα οδηγήσει σε λάθος αποφάσεις. Αυτήν την «αμάθεια» οι φιλελεύθεροι ινστρούκτορες πρέπει να καταπολεμήσουν. Όπως είχε ειπωθεί, βέβαια, σε προηγούμενο άρθρο, η δημοκρατία δεν είναι ένα πολίτευμα που προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένη παιδεία ώστε να μην παρθούν οι «λάθος αποφάσεις». Αντιθέτως, η δημοκρατία, όντας μια διαδικασία με αυτούσιο περιεχόμενο, λειτουργεί η ίδια ως εκπαιδευτικός θεσμός, μέσω της καθημερινής εξάσκησης των πολιτών στην άμεση συμμετοχή τους. Η περίφημη θέση του Μακιαβέλλι, πως ο δήμος πρέπει να ασκεί πολιτική με σύνεση και νομιμοφροσύνη (virtù), και πως σε μια τέτοια περίπτωση περισσότερη αρετή θα βρεθεί στην δική του εξουσία παρά σε αυτή του πρίγκιπα, δεν σημαίνει ότι κάποιος οφείλει να εκπαιδεύσει τους πολίτες, ώστε να γίνουν συνετοί και ευπρεπείς, έτοιμοι για τα κοινά. Απεναντίας, αυτές οι αρετές αποκτούνται κατά τη διάρκεια της πράξης, και όχι έπειτα από τις συμβουλές και τις νουθεσίες των ειδικών. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα της μεταφυσικής του «σωστού». Είναι το πολίτευμα της ευθύνης για τους λόγους και τις πράξεις μας. Συλλογικές αποφάσεις δεν σημαίνει a priori και «ορθές» αποφάσεις. Υπ’ αυτή την έννοια, μπορούν να παρθούν και αποφάσεις λανθασμένες. Ακόμα και αν κάποιες αποφάσεις αρχικά μας φαίνονται ορθές, μπορεί η πρακτική τους εφαρμογή να μας δείξει ότι στην τελική οι ίδιες είναι καταστροφικές (πράγμα που δεν αφορά μονάχα την εξουσία του δήμου αλλά και της αριστοκρατίας – δηλαδή της πιο άριστης ηγεσίας). Αυτό συμβαίνει διότι κάθε κοινωνική πραγματικότητα είναι ενδεχομενική, τουτέστιν, δεν υπακούει σε ορθολογικούς κανόνες· άρα το αποτέλεσμα των αποφάσεών μας δεν μπορεί να προβλεφθεί πάντα και σε απόλυτο βαθμό. Η πολιτική (με την πραγματική έννοια του όρου) δεν είναι η σφαίρα της ασφάλειας, δεν είναι ένα safe space, όπως λανθασμένα την αντιλαμβάνεται η θεραπευτική σοσιαλδημοκρατία. Αντίθετα πρόκειται για ένα unsafe space, δεδομένης της ενδεχομενικότητας (δηλαδή της μή προβλεψιμότητας) που διαπνέει τις ανθρώπινες κοινωνικές δημιουργίες, με άλλα λόγια της fortuna (στα λόγια του Μακιαβέλλι) [11] (μια έννοια που δεν πρέπει να την κατανοούμε μεταφυσικά, αλλά θα πρέπει να τη συνδέσουμε με το τυχαίο, το μή καθορισμένο και το μή προδιαγεγραμμένο). Η διαφορά της δημοκρατίας με τις αυτοκρατορίες είναι ότι στην πρώτη περίπτωση οι πολίτες επωμίζονται τα δικά τους λάθη και όχι τα λάθη άλλων (επαγγελματιών πολιτικών κτλ). Η δημοκρατία εμπεριέχει την ύβρη (όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης) αλλά και την αρετή (virtù, όπως είπαμε πιο πάνω), δηλαδή την ιδιότητά μας να αντιστεκόμαστε στις καταστροφικές ορέξεις της fortuna. Όπως είχε πει ο Ιρλανδός πολιτικός Eamon De Vallera, «αν ο πόλεμος έρθει σε εμάς, θα έρθει σαν κλέφτης τη νύχτα»· ουδείς, λοιπόν, μπορεί να γνωρίζει την ώρα και τη στιγμή του κινδύνου, πράγμα που σημαίνει ότι οφείλουμε να είμαστε ενήμεροι και προετοιμασμένοι (virtù) – ώστε να αντεπεξέλθουμε σε κάθε πιθανή έκβαση των πραγμάτων. Σε ό,τι αφορά, βέβαια, τη δημοκρατία δεν υφίσταται κανένα «ειδικό σχολείο» που θα μας διδάξει την αρετή, παρά μονάχα το δημόσιο πεδίο του λόγου και της καθημερινής πράξης.
Σημειώσεις
[1] Σε δημοσκόπηση που διεξήχθη στις ΗΠΑ το 2012, ποσοστό της τάξης του 53% των γονέων εξέφρασε αρνητική γνώμη για την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα. Αρνητική είναι και η γνώμη των Βρετανών αναφορικά με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της «Συντηρητικής» κυβέρνησης, μεταρρυθμίσεις που ενέτειναν την εμπορευματοποίηση της παιδείας, ενώ την ίδια στιγμή εκφράζονται έντονοι σκεπτικισμοί και για το περιεχόμενο της διδασκαλίας.
[2] Συζητήσεις πάνω στην περαιτέρω διεύρυνση μαθημάτων που αποσκοπούν στην καλλιέργεια πνεύματος επιχειρηματικότητας λαμβάνουν χώρα στην Ιρλανδία. Την ίδια στιγμή οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις, τόσο του Fine Gale όσο και του Fianna Fail, δεν φαίνονται διατεθειμένες να αποδεσμεύσουν τα σχολεία από την ηγεμονία της Καθολικής Εκκλησίας, παρά τη συνεχόμενη, σταθερή και προοδευτική μείωση του αριθμού των εκκλησιαζόμενων (ή και πιστών) σε όλη τη χώρα (και ιδίως στις εργατικές συνοικίες του Δουβλίνου), παρέχοντας ως αντάλλαγμα μια κοσμική παιδεία (που είναι απαραίτητη για τη δημοκρατική σκέψη).
[3] Αυτή την προσέγγιση συμμερίζεται η Hillary Clinton, στο άρθρο της “Children Under the Law [Τα παιδιά σύμφωνα με το νόμο]” (Harvard Educational Review, τ.. 43, 1973). Παρόμοιες απόψεις εκφράζει η ίδια στο “Children’s Rights: A Legal Perspective [Τα δικαιώματα των παιδιών υπό μια νομική προοπτική]”, στον τόμο, P. A. Vardin, I. N. Brody, Children’s Rights: Contemporary Perspectives, Νέα Υόρκη, Teachers College Press, 1979.
[4] Βλ. Christopher Lasch, “Hillary Clinton, Child Saver: What She Values will not Help the Family”, Harper’s Magazine, Οκτώβριος 1992.
[5] Οι κερδισμένοι των Ολλανδικών εκλογών δεν ήταν ο Wilders αλλά οι χίπστερ φιλελεύθεροι, όπως το Κόμμα των Πρασίνων, που αύξησε τα ποσοστά του κερδίζοντας 14 έδρες και η έκπληξη του Denk (ένα κόμμα για τα «δικαιώματα των μεταναστών», που προέκυψε ως απάντηση στον τσαρλατάνο Wilders). Παράλληλα έχουμε και την εμφάνιση μιας ακόμη πιο χίπστερ εκδοχή της αριστεράς, όπως το Κόμμα για τα Ζώα και μια ολοφάνερη στροφή προς το κέντρο (αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι τα κεντρώα κόμματα πλέον δεν συσπειρώθηκαν μαζικά στην παραδοσιακή κεντροδεξιά ή στο Εργατικό Κόμμα που κατέρρευσε, αλλά στο κεντροδεξιό CDA και τους φιλελεύθερους του D66, με 12,4% και 12,2% αντίστοιχα.
[6] Βλ. Thomas Hobbes, (2006) Leviathan, (New York: Dover Philosophical Classics) και (του ίδιου) (1994), The Elements of Law, Natural and Politic: Part I, Human nature, part II, De corpore politico; with Three lives (Oxford: Oxford University Press).
[7] Βλ. Hannah Arendt (1976), The Origins of Totalitarianism (California: A Harvest Book) σελ, 123-157.
[8] Βλ, John Locke, (1988) Two Treatises of Government, (Cambridge: Cambridge University Press) και Montesquieu, (1997) The Spirit of Laws, (California: California University Press).
[9] Βλ. Ernesto Laclau (2007) On Populist Reason, (London: Verso) και Gustave Le Bon (2009), The Crowd: Study of the Popular Mind, (London: Transaction Publishers).
[10] Βλ. Jürgen Habermas (1999), The European nation-state and the pressures of globalization. New Left Review, 235, 46-59. και (του ίδιου) 2001, Why Europe needs a constitution. New Left Review, second series, 11, 5-26.
[11] Βλ. Niccolò Machiavelli (1960), Il Principe e Discorsi (Milano: Giangiacomo Feltrinelli) και (του ίδιου) The Art of War.
ΠΗΓΗ: http://www.respublica.gr/2017/04/column/horses/
- Μια σύντομη κριτική στα λεγόμενα του Δημοκρατία: μερικά ξεκαθαρίσματα
Λέει λοιπόν ο Δερτιλής πως η δημοκρατία ως πολίτευμα «είναι ανοιχτή σε όλους, εφόσον όλοι μπορούμε να ψηφίζουμε και να εκλεγόμαστε σε δημόσια λειτουργήματα» φέρνοντας ως απόδειξη για αυτό το γεγονός ότι «όλοι μπορούμε να γράφουμε και μιλάμε ελεύθερα σε εφημερίδες και σε δημόσιους χώρους» αλλά και «στο διαδίκτυο». Αυτό που προκαλεί, βέβαια, μεγαλύτερη εντύπωση στα λεγόμενά του είναι οι σύντομες και επιφανειακές αναφορές στον Κορνήλιο Καστοριάδη, για τον οποίο η δημοκρατία αποτελεί «το μόνο πολίτευμα που στηρίζεται στην κρίση και στη δημιουργική φαντασία των πολιτών». Αναμφισβήτητα, αν ο Καστοριάδης ερχόταν σε επαφή με μια τόσο βεβιασμένη προσέγγιση πάνω στο έργο του – η οποία εκτός των άλλων αγνοεί μια από τις πιο βασικές πτυχές της πολιτικής του σκέψης, τουτέστιν, τη διαφοροποίηση του σύγχρονου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος με τη δημοκρατία – κατά πάσα πιθανότητα θα έβγαζε μαλλιά. Για τον Καστοριάδη, οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ουδέποτε υπήρξαν δημοκρατικές, αλλά αντιθέτως πρόκειται για φιλελεύθερες ολιγαρχίες που εμπεριέχουν σπόρους δημοκρατίας. Η δημοκρατία (με βάση τον Καστοριάδη) δεν μπορεί να ταυτιστεί με τις εκλογές, ένας θεσμός κατεξοχήν αριστοκρατικός, όπου οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν τον πιο «άριστο» διαχειριστή των δημόσιων υποθέσεων. Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να εκλάβουμε το αρχαίο Ελληνικό παράδειγμα ως μοναδικό οδικό μας χάρτη στην αναζήτηση ενός ορισμού για το πολυσυζητημένο αυτό πολίτευμα. Αναμφισβήτητα η εύρεση ενός καθολικού ορισμού για τη δημοκρατία βάσει μιας συγκεκριμένης ιστορικής δημιουργίας θα μπορούσε να μας κάνει να παραβλέψουμε την αξία όλων εκείνων των ιστορικών γεγονότων που γέννησαν προτάγματα δημοκρατικά, και εισήγαγαν τομές στην δυτική (και ίσως όχι μόνο) πολιτική σκέψη. Από την άλλη, βέβαια, θα ήταν μέγιστο σφάλμα να ενστερνιστούμε κάποια σχετικιστική προσέγγιση που θα μας οδηγούσε σε βολικά συμπεράσματα του τύπου «δημοκρατία είναι ό,τι επιθυμούμε εμείς να είναι». Καλούμαστε, ωστόσο, να αμφισβητήσουμε τη νεωτερική κατανόηση της δημοκρατίας, ως ένα πολίτευμα ταυτισμένο με τον κοινοβουλευτισμό και την εκχώρηση των εξουσιών σε ομάδες εκλεγμένων αντιπροσώπων.
Ποιοί είναι, τελικά, αυτοί οι δημοκρατικοί σπόροι που συναντά κανείς μέσα σε διάφορες ιστορικές στιγμές; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε το πολίτευμα των Κερκυραίων ή των Συρακούσιων, τη Ρωμαϊκή res publica, την δημοκρατία της Βενετίας, τα κοινά των Ζηλωτών, τα Town Hall meetings των ΗΠΑ, ίσως και το Ελβετικό πολίτευμα ή τέλος πάντων όλες τις ιστορικές στιγμές όπου βλέπουμε να αναδύεται ένα δημόσιο πεδίο (δηλαδή ένας κοινός τόπος ανοιχτής συμμετοχής στις συνελεύσεις πολιτών στη διαδικασία της λήψης των αποφάσεων). Εκτενείς αναφορές πάνω στον όρο αυτόν θα βρει κανείς στο συνολικό έργο της Hannah Arendt, όπου και εντοπίζονται δημόσια πεδία (public realms) τόσο στην αρχαία Αθήνα όσο και στη συντηρητική Αμερικανική Επανάσταση, στην εξεγερμένη Ισπανία και στα Ουγγρικά συμβούλια του 1956. Το πιο βασικό όμως συμπέρασμα είναι το εξής: αυτό το δημόσιο πεδίο όχι μόνο αποκλείει την ψηφοφορία (με στόχο την εκχώρηση των εξουσιών σε επαγγελματίες αντιπροσώπους), αλλά επιπλέον δίνει έμφαση στην καθημερινή φυσική επαφή μεταξύ των ανθρώπων, με άλλα λόγια στον κοινό (πολιτικό) χώρο και χρόνο. Αντίθετα, στη μετα-μοντέρνα εποχή, η νεοτεχνολογία (δηλαδή η γκατζετοποίηση και ο εγκλεισμός των ανθρώπων στα λεγόμενα social media του ιντερνετικού χώρου), η μαζική κουλτούρα και το προφανές (για τα ανθρώπινα δεδομένα) κενό νοήματος που χαρακτηρίζει τις δυτικές κοινωνίες, μας ωθούν όλο και περισσότερο να παραμείνουμε απομονωμένοι στην ιδιωτική μας σφαίρα, μακριά από κάθε ζωντανή αλληλεπίδραση. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι ο νεοτεχνολογικός κόσμος των social media δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε καν εν δυνάμει δημοκρατικός. Επιπλέον, είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι η ελευθερία του λόγου – παρότι είναι ένα στοιχείο απαραίτητο για μια δημοκρατία – δύναται από μόνη της να συμβάλει σε μια δημοκρατική αναγέννηση. Διότι δεν είναι ο λόγος εκείνο το στοιχείο που σφυρηλατεί τον κοινό χρόνο αλλά η σκέψη και η κρίση που μας ωθεί στο συμπέρασμα ότι οφείλουμε να αφήσουμε πίσω το παλιό, ενισχύοντας την βούλησή μας για την από κοινού οικοδόμηση ενός νέου πολιτειακού μοντέλου.
Η εκπαίδευση και το κρίνειν
Μένει, ωστόσο, εδώ ένα ερώτημα αναπάντητο: είναι οι πολίτες σήμερα ικανοί να σκεφτούν και να κρίνουν, έτσι ώστε να θελήσουν να οικοδομήσουν ένα πολίτευμα δημοκρατικό; Για τον Δερτιλή το ερώτημα αυτό έχει βαθύτερες προκετάσεις: «η αμάθεια και η ακρισία παντού στον κόσμο και ειδικότερα στην Ελλάδα δεν είναι μόνο πρόβλημα του εκπαιδευτικού συστήματος, είναι το μείζον πρόβλημα της Δημοκρατίας» λέει ο ίδιος. Ας σταθούμε όμως λιγάκι παραπάνω στο θέμα της «εκπαίδευσης», το οποίο έχει ήδη γίνει αντικείμενο εκτενούς συζήτησης στο προηγούμενο άρθρο. Αν, λοιπόν, υιοθετήσουμε την αντίληψη ότι η «αποσύνθεση του εκπαιδευτικού συστήματος» ευθύνεται για την «κατάντια των αχρείων μαζών», πως είναι τα σχολεία μας αυτά που καλλιεργούν την «ακρισία» στον μέσο ανθρώπο, καθιστώντας όλους μας «ανίκανους πολίτες», «ευάλωτους στη δημαγωγία» και στο αναμάσημα εύπεπτων «μετά-αληθειών» (sic), στην περίπτωση αυτή αγνοούμε μια άλλη σημαντική πτυχή της πραγματικότητας: ουδέποτε ανέθεσε κανείς στα σχολεία τον ρόλο του πολιτικού εκπαιδευτή. Όπως, άλλωστε, μας υπενθυμίζει ο Christopher Lasch, προκειμένου να μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο βάσιμο συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσο οι εκπαιδευτικοί θεσμοί εκπληρώνουν το έργο τους, είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε αρχικά τον ρόλο που οι ίδιοι διαδραματίζουν μέσα στην κοινωνία∙ ποιά είναι η επιρροή που ασκούν, με άλλα λόγια, τα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα τί αξίες προωθούν στους νέους; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα σπουδαγμένος ώστε να κατανοήσει πως ο ρόλος του σύγχρονου σχολείου είναι καθαρά ωφελιμιστικός, και πως βασική επιδίωξη του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι να προσφέρει γνώσεις οι οποίες μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν εμπορευματικά. Από τη δεκαετία του 70 και έπειτα έχει καταστεί κοινός τόπος (και μάλιστα στη συνείδηση των «απαίδευτων μαζών», δηλαδή αυτών που τόσο πολύ ο Δερτιλής αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας ως «συμπαθητικούς» μεν, αλλά «βλάκες» δε, όντας – δήθεν – ανίκανοι να κρίνουν τί είναι ορθό και τί λάθος), ότι το σχολείο έχει για τα καλά ενσωματωθεί στις ανάγκες της αγοράς, όντας μια δεξαμενή δημιουργίας εργασιακής δύναμης [1].
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ίδιοι οι «αμαθείς πολίτες» (και όχι μόνο οι πεφωτισμένοι διανοούμενοι) είναι αυτοί που πολλές φορές εξοργίζονται με τον ξεπεσμό της πρωτοβάθμιας όσο και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αντίθετα, οι υπερασπιστές της φιλελεύθερης και προοδευτικής ιδεολογίας ενώ δείχνουν πως αγανακτούν με την (αναμφισβήτητα υπαρκτή) καταρράκωση της παιδείας, αγνοούν πως η ίδια η πρακτική εφαρμογή της ιδεολογίας τους υποβιβάζει τον ρόλο του σχολείου από εν δυνάμει χώρο ουσιαστικής πνευματικής καλλιέργειας σε εργοστάσιο παραγωγής εργατουπαλλήλων [2]. Ταυτόχρονα, (έμμεσα ή άμεσα) βάλλουν κατά της οικογένειας θεωρώντας την θεσμό αντιδραστικό που εμποδίζει την ανεξάρτητη πνευματική εξέλιξη των νέων. Μιλούν για μια – κάποια – «χειραφέτηση των παιδιών», και ισχυρίζονται ότι μονάχα η απομάκρυνση των δεύτερων από το στενό και γονεϊκό τους περιβάλλον θα μπορούσε να τα καταστήσει άτομα ικανά να κρίνουν, δίχως να εγκλωβίζονται στις «συντηρητικές» και οπισθοδρομικές οικογενειακές αξίες [3]. Όπως ακριβώς στην περίπτωση της παιδείας, έτσι και με τον θεσμό της οικογένειας, ήταν η ίδια η πρακτική εφαρμογή του φιλελευθερισμού/προοδευτισμού και η κουλτούρα του επιχειρείν που είχε ως άμεση συνέπεια οι γονείς να ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δική τους καριέρα αντί να έχουν χρόνο να σπαταλήσουν για τα παιδιά τους, «παρκάροντάς» τα έτσι προσωρινά σε παιδικούς σταθμούς [4]. Τα παιδιά, όντας απομακρυσμένα από τον οικογενειακό τους χώρο, και πολύ περισσότερο από το περιβάλλον της γειτονιάς (που το χαρακτηρίζει ο κοινός χρόνος, η φυσική επαφή, ο αυθορμητισμός και ο αυτοπειραματισμός), εκτίθενται όλο και περισσότερο σε ανούσια τηλεοπτικά προγράμματα που προωθούν σεξ και βία, στον μικρόκοσμο των smartphones και στους οχετούς των social media. Στο σημείο αυτό τρία επιπλέον ερώτημα προκύπτουν: δύναται ένα σύγχρονο σχολείο (ακόμα εκείνων των χωρών που το εκπαιδευτικό τους σύστημα δεν έχει διαβρωθεί πλήρως από την εμπορευματοποίηση ώστε να μετατραπεί σε εργοστάσιο κατασκευής υπηρεσιακού προσωπικού) να ανταγωνιστεί τούτο τον κόσμο και τις αξίες που αυτός πρεσβεύει (τη διαιώνιση της μαζικής κουλτούρας και τον εγκλωβισμό μας στην ιδιωτική σφαίρα) ώστε να επιβάλλει δημοκρατικές ηθικές αρχές; Επιπλέον, ποιοί είναι αυτοί που κατά καιρούς πρωτοστατούν σε αυτόν τον πολιτισμό της γενικευμένης ανηθικότητας αν όχι οι ίδιοι οι «αμαθείς πολίτες»; Ποιοί είναι οι γονείς που συνεχώς κάνουν λόγο για τη μετατροπή των πόλεων σε μοντέρνες φυλακές, οι οποίες αναγκάζουν τους νέους να κλείνονται συνεχώς στα διαμερίσματα/κελιά τους; Δεν είναι άλλοι παρά οι άσημοι άνθρωποι, αυτοί που συχνά οι φιλελεύθεροι ελιτιστές αποκηρύσσουν ως «απαίδευτες μάζες».
Η νομαδοποίηση και η κρίση των αξιών
Ο αμαθής βλαξ, λοιπόν, θα μπορούσε εύκολα να «πεισθεί να υπηρετήσει φανατικά έναν οποιονδήποτε μικροδημαγωγό· και ακόμη ευκολότερα θα υποδουλωθεί σε έναν δημαγωγό μεγάλο, έναν επίδοξο Φύρερ» λέει ο Δερτιλής, παίρνοντας ως παράδειγμα την άνοδο του Donald Trump και την πιθανή επικράτηση της Μαρίν Λεπεν στις επικείμενες Γαλλικές εκλογές. Βέβαια, ο Δερτιλής κάνει πως δεν θέλει να δει την άλλη όψη των πραγμάτων: βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κοσμογονικά γεγονότα, όπως η καταστροφή κρατών που οδήγησε σε βιβλικές ματαναστευτικές ροές, ενώ την ίδια στιγμή μέσα σε έναν κόσμο απουσίας νοήματος κάθε νόρμα και ταυτότητα (είτε μιλάμε για εθνικές ταυτότητες είτε για ταξικές) υποχωρεί. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, όχι μόνο οι οπισθοδρομικές αξίες αλλά και τα ρεπουμπλικανικά στοιχεία των δυτικών κοινωνιών εξασθενούν. Είναι όμως αυτή η διαρκής μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς τη δύση που δίνει τη χαριστική βολή, καθώς καλλιεργεί την εντύπωση ότι οι κοινωνίες μας μετατρέπονται σε εργαστήρια πειραματισμού για την εδραίωση ενός νέου άεθνου αυτοκρατορικού κοσμοπολιτισμού. Μέσα σε όλα αυτά αν συνυπολογίσει κανείς τη διάβρωση του εθνοκρατικού μηχανισμού κάτω από έναν παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, δηλαδή την αυτόματη αναίρεση του θεσμού των κοινοβουλίων, τότε δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι αρκετοί πολίτες στρέφονται σε κόμματα που προωθούν έναν επαναπροσδιορισμό κάποιων εννοιών όπως η «εθνική ταυτότητα» και η «εθνική δημοκρατία», προσπαθώντας να συντηρήσουν έστω και σε έναν ελάχιστο βαθμό τον παλιό κόσμο ο οποίος παρά τα τρωτά του μπορούσε να προσφέρει μια Χ ποιότητα κοινού χρόνου. Η περιφρόνηση όλων όσων στρέφονται σε τέτοιες πολιτικές, πως δήθεν είναι όλοι συλλήβδην ρατσιστές, ανορθολογικοί, ακροδεξιοί και βλάκες (μια ρητορική που είδαμε κυρίως μετά το Brexit και κατά την εκλογή του Trump) σπρώχνει όλο και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού σε ακροδεξιές πολιτικές. Διότι το κύμα εσωστρέφειας που ενισχύεται ως απάντηση στην απουσία νοήματος – παρότι δεν οδηγεί πάντα στις σωστές απαντήσεις – μπορεί να μην αποτελεί πάντα δείγμα εκτροπής· αντίθετα, πολλές φορές πρόκειται για μια μετριοπαθή στάση σκεπτικισμού πάνω σε καυτά ζήτημα που πλέον λαμβάνουν βιβλικές διαστάσεις. Η ταύτιση κάθε τέτοιου σκεπτικισμού με τον «ρατσισμό» και την «ακροδεξιά», και συνάμα η απαξίωση και εγκατάλειψη (από τις δυνάμεις του κέντρου αλλά καί της αριστεράς) όλων όσων εκφράζουν τάσεις εσωστρέφειας (που πολλές φορές μπορεί να είναι και απαραίτητες σε μια εποχή γενικευμένης εκρίζωσης) επιτρέπει τους ίδιους τους ρατσιστές να κεφαλαιοποιήσουν τούτες τις ανησυχίες, προσπαθώντας έτσι να δείξουν ότι οι ιδέες τους δεν είναι ακραίες αλλά μετριοπαθείς και μετρημένες, που βρίσκουν ώτα ευήκοα όχι σε ακροδεξιά γκρουπούσκουλα αλλά στον μετριοπαθή ψηφοφόρο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, η ρητορική της λαϊκιστικής δεξιάς «κανονικοποιείται», όταν η ίδια η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων επιλέγει να βουτήξει το κεφάλι της στην άμμο, εμμένοντας στη λογική του «βλάκα» και «αμαθή» μέσου ανθρώπου.
Όπως, λοιπόν, και στην περίπτωση της εκπαίδευσης, έτσι και σε ό,τι έχει να κάνει με την άνοδο πολιτικών απατεώνων όπως ο Trump, ήταν οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι που «κανονικοποίησαν» τον δεξιό λαϊκισμό, έχοντας αποκοπεί ριζικά από την λαϊκή βάση. Ταυτόχρονα παραδίδουν τα κλειδιά κάθε εθνικού κοινοβουλίου στον «αυτόματο πιλότο» τον αγορών, ενώ την ίδια στιγμή δεν διστάζουν να μιλήσουν και για Κράτος Δικαίου. Όπως φαίνεται οι φιλελεύθεροι προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα: ένα δίκαιο και συμμετοχικό κράτος (εκπαιδευμένων πολιτών, όπως θα ήθελε ο Δερτιλής), αλλά με φιλελεύθερες δομές και κανόνες. Δηλαδή επιθυμούν τη διατήρηση της κρατικής νομοθεσίας αλλά δεν αμφισβητούν τις πολιτικές εκείνες που αποδυναμώνουν τα έθνη κράτη στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το φαινόμενο της λεγόμενης «μετά-αλήθειας», δηλαδή αυτό που δήθεν χαρακτηρίζει τους ψηφοφόρους του Trump και της Λεπέν, την τάση τους να μην θέλουν να δουν την πραγματικότητα όπως είναι, κόβοντάς την και ράβοντας την στα μέτρα τους. Είναι σίγουρο ότι μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων της λαϊκιστικής δεξιάς (και όχι μόνο) έλκεται από κατασκευασμένες ειδήσεις και θεωρίες συνωμοσίας. Σε προηγούμενη ανάρτηση, βέβαια, είχε ήδη ειπωθεί πως η νίκη του Trump κάθε άλλο παρά πλειοψηφική είναι. Το ίδιο πάνω κάτω ισχύει και για τις Ολλανδικές εκλογές, όπου το λαϊκιστικό δεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Wilders δεν ξεπερνά το 13,1% του συνόλου των ψήφων. Όσοι, βέβαια, επιμένουν να μιλούν για νίκη (ή άνοδο) της Ολλανδικής «ακροδεξιάς» (λόγω της δεύτερης θέσης στην οποία σκαρφάλωσε το PVV) επαναλάμβαναν – χωρίς να το θέλουν – τα λόγια του ηγέτη του κόμματος που υποτίθεται πολεμούν. Ο Wilders, λοιπόν, ήρθε δεύτερος με ποσοστό 13,1% και 20 έδρες. Αντίθετα, το ποσοστό του στις εκλογές του 2010 ήταν 15.4% με 24 έδρες. Μολοντούτο σημείωσε άνοδο σε σύγκριση με το 2012, ωστόσο για μια περίοδο τόσο ταραγμένη, με το προσφυγικό να μένει άλυτο, και στον απόηχο του Brexit (που πυροδοτεί εθνικιστικές φυγοκεντρικές τάσεις, χύνοντας φως στα αδιέξοδα μιας υπεραυταρχικής Ευρώπης η οποία συνάμα έχει πετάξει τμήμα του πληθυσμού της εκτός κοινωνικής ζωής), αντί να καταγράψει ρεκόρ ανόδου έδωσε ένα ιδιαίτερα απογοητευτικό αποτέλεσμα, χειρότερο και από αυτό του 2010. Επιπλέον, ένα ποσοστό της τάξης του 13,1% κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτικό του συνόλου ενός πληθυσμού είναι, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε πως το 20% επέλεξε αποχή [5]. Πού είναι, λοιπόν, οι κίνδυνοι για τη «δημοκρατία» που συνεχώς διατυμπανίζουν τόσο οι καθωσπρέπει φιλελεύθεροι (αλλά και οι ίδιοι οι αριστεροί που συνεχώς μιλούν για επερχόμενο ολοκληρωτισμό όταν το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας δεν επιβεβαιώνει την ιδεολογία της πολιτικής ορθότητας, όπως είχαμε δει στην περίπτωση του Trump);
Παρότι η επιλογή του Trump είναι κάκιστη, θα ήταν μεγάλο λάθος να ενστερνιστούμε τις υπερβολές του φιλελεύθερου τύπου, αγνοώντας το γεγονός ότι αρκετοί συμπολίτες μας που στρέφονται στη λαϊκιστική δεξιά ενδέχεται να εκφράζουν εύλογες ανησυχίες. Τί γίνεται όμως με «τα «ψευδονέα» και τις ψευδογνώσεις που απειλούν σήμερα τη Δημοκρατία μας καλλιεργώντας την αμάθεια και την ακρισία» όπως λέει ο Δερτιλής; Συγκάλυψη γεγονότων, βέβαια, δεν έχουμε μονάχα από κυβερνήσεις όπως αυτές του Trump, αλλά και από φιλελεύθερους πολιτικούς. Ας φέρουμε ως παράδειγμα το ζήτημα των διαρροών από τα Wikileaks σχετικά με αποτρόπαιες ενέργειες κατά τη διάρκεια επεμβάσεων σε χώρες της Μέσης Ανατολής, ή αναφορικά με τις παρακολουθήσεις και συνεχείς επεμβάσεις στα εσωτερικά ζητήματα άλλων χωρών, καθώς και με φορολογικά σκάνδαλα επιφανών πολιτικών… Αν το να πιστεύει κανείς σε πλαστές ειδήσεις (ή να κατασκευάζει ψεύτικες ειδήσεις) είναι (αναμφισβήτητα) ένα μεγάλο πρόβλημα, γιατί η συγκάλυψη (και ως εκ τούτου η διαστρέβλωση) της πραγματικότητας (όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι πολιτικοί συνεχώς) να μην είναι και αυτά μια «επικίνδυνη μετά-αλήθεια»; Σε τί διαφέρει η διαστρέβλωση μιας πραγματικότητας από τη δημιουργία μιας ψεύτικης; Αποτελεί, λοιπόν, δείγμα ύψιστης υποκρισίας να κουνά το δάχτυλο κάποια φιλελεύθερη ιντελιγκέντσια στους δεξιούς λαϊκιστές για «παραπλάνηση», τη στιγμή που οι ίδιες οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις επενδύουν στη διαφθορά, τη συγκάλυψη και τη διαπλοκή, ενώ ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα της φονικής λιτότητας βασίστηκε πάνω σε μύθους και διαστρεβλώσεις, πως οι λαοί του νότου είναι όλοι συλλήβδην τεμπέληδες, ενώ «η χώρα μας παράγει λιγότερα από όσα χρειάζεται για να ζει καλά» (στα λόγια του Δερτιλή). Τούτη η έποψη, που πλέον έχει καταστεί κοινός τόπος σε όλο τον ευρωπαϊκό ψευτοαντιρατσιστικό φιλελεύθερο τύπο (αλλά – όλως παραδόξως – το αναμφισβήτητα αυτό ρατσιστικό στερεότυπο του «τεμπέλη Έλληνα» αποτελεί πλέον κοινό τόπο σε όλες τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης) είναι συνάμα βαθύτατα ανιστόρητη, καθώς δεν θέλει να αναγνωρίσει αυτό που όχι μόνο οι σοσιαλιστές στοχαστές (όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ) αλλά και οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι (με πρώτο και καλύτερο τον Adam Smith) είχαν παραδεχτεί: η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου δεν ήταν αποτέλεσμα ορθολογικών κινήσεων, αλλά προέκυψε από κατακτήσεις και χρηματιστηριακή/επενδυτική κερδοσκοπία.
Περί «αμαθούς» και «ανίκανου» πολίτη…
Ο πυρήνας της σκέψης περί ανίκανου πολίτη εντοπίζεται στην βασική ιδέα του Thomas Hobbes περί μόνιμης κατάστασης πολέμου (state of war) [6]. Ο Hobbes, όπως πολύ σωστά είχε πει η Arendt [7], είναι ο θεμελιωτής του αστικού καθεστώτος, καθώς οι ιδέες του εμφανίζονται ακόμα και στα κείμενα αρκετών φιλελεύθερων εχθρών της απολυταρχίας, μεταξύ αυτών του Locke και του Montesquieu [8]. Λέει λοιπόν ο Hobbes (που μεταξύ άλλων θεωρεί τον Πλάτωνα έναν από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαιότητας) ότι οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν την προσωπική τους ευτυχία, δίχως κανέναν ενδοιασμό και ηθικό χαλινάρι φτάνουν ακόμα και στο σημείο να σκοτώνουν και να επιτίθενται αδιάκριτα. Έτσι, ο άνθρωπος Behemoth οδηγείται σε μια κατάσταση μόνιμου πολέμου όλων εναντίον όλων. Η μόνη λύση για τον Hobbes ήταν η καθυπόταξη όλων στις σιδηρές προσταγές μιας απόλυτης εξουσίας, ενός Leviathan (the sovereign) με άλλα λόγια, που θα επιβάλλει την τάξη δια πυρός και σιδήρου. Βέβαια, αφήνοντας κατά μέρους τα αντιαυταρχικά παραληρήματα που πολύ συχνά υιοθετούν την αντίθετη άποψη, ότι ο άνθρωπος εκ φύσεως γεννιέται καλός αλλά διαφθείρεται από τους κοινωνικούς θεσμούς, βασικό μέλημα του Hobbes δεν είναι η εδραίωση ενός καθεστώτος σαδιστικού καταναγκασμού αλλά η απομάκρυνση των ανθρώπων από την πολιτική δραστηριότητα. Λόγω της έμφυτης ροπής όλων μας, λοιπόν, προς την απόλυτη καταστροφή, ο Hobbes προτείνει την ανάθεση όλων των πολιτικών αποφάσεων σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων ή στον απόλυτο μονάρχη. Η λογική, λοιπόν, των νέων φιλελεύθερων βασίζεται ακριβώς πάνω στη σκέψη του Hobbes, στον απαραίτητο αποκλεισμό των πολιτών από την πολιτική συμμετοχή, (ιδέα που είχαν στηρίξει οι Ιταλοί θετικιστές του 19ου αιώνα αλλά και γνωστοί ψυχίατροι/ψυχολόγοι, όπως ο Gustave Le Bon και ο Hippolyte Taine [9]). Το όραμα των φιλελεύθερων για μια παγκόσμια κυβέρνηση δεν αποτελεί παρά μια ακόμη εκδοχή της Χομπσιανής λογικής, μετουσιωμένη σε μια άλλη προσέγγιση. Πιο συγκεκριμένα, φιλελεύθεροι, ευρωπαϊστές, από τους ταγούς του consensus of the center μέχρι και τον Habermas [10] αλλά και κοσμοπολίτες (από τον Kant μέχρι τους μεταμοντέρνους αριστερούς της μπλουμσμπεριανής διανόησης), θεωρούν ότι ο μόνος δρόμος για να μπει ένα τέλος στους αιώνιους πολέμους όλων (των εθνών κρατών) εναντίον όλων, είναι η εδραίωση ενός Ευρωπαϊκού ή παγκόσμιου κυρίαρχου (sovereign), που θα περιορίζει τη δράση των εθνικών κοινοβουλίων, αλλά και την άμεση συμμετοχή. Η δεύτερη μπορεί να γίνει εφικτή, θεωρεί ο Δερτιλής, μόνο μέσα από μια «ανθρωπιστική» (ούτε καν ουμανιστική, δηλαδή) εκπαίδευση.
Αντί επιλόγου…
Για τον Δερτιλή, λοιπόν, η συνεπακόλουθη πολιτική ανεπάρκεια όλων μας είναι προϊόν κάποιας γενικευμένης «αμάθειας». Αυτό που αφήνεται να εννοηθεί εδώ είναι πως η άμεση συμμετοχή των «αμαθών πολιτών» στα κοινά πιθανότατα θα οδηγήσει σε λάθος αποφάσεις. Αυτήν την «αμάθεια» οι φιλελεύθεροι ινστρούκτορες πρέπει να καταπολεμήσουν. Όπως είχε ειπωθεί, βέβαια, σε προηγούμενο άρθρο, η δημοκρατία δεν είναι ένα πολίτευμα που προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένη παιδεία ώστε να μην παρθούν οι «λάθος αποφάσεις». Αντιθέτως, η δημοκρατία, όντας μια διαδικασία με αυτούσιο περιεχόμενο, λειτουργεί η ίδια ως εκπαιδευτικός θεσμός, μέσω της καθημερινής εξάσκησης των πολιτών στην άμεση συμμετοχή τους. Η περίφημη θέση του Μακιαβέλλι, πως ο δήμος πρέπει να ασκεί πολιτική με σύνεση και νομιμοφροσύνη (virtù), και πως σε μια τέτοια περίπτωση περισσότερη αρετή θα βρεθεί στην δική του εξουσία παρά σε αυτή του πρίγκιπα, δεν σημαίνει ότι κάποιος οφείλει να εκπαιδεύσει τους πολίτες, ώστε να γίνουν συνετοί και ευπρεπείς, έτοιμοι για τα κοινά. Απεναντίας, αυτές οι αρετές αποκτούνται κατά τη διάρκεια της πράξης, και όχι έπειτα από τις συμβουλές και τις νουθεσίες των ειδικών. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα της μεταφυσικής του «σωστού». Είναι το πολίτευμα της ευθύνης για τους λόγους και τις πράξεις μας. Συλλογικές αποφάσεις δεν σημαίνει a priori και «ορθές» αποφάσεις. Υπ’ αυτή την έννοια, μπορούν να παρθούν και αποφάσεις λανθασμένες. Ακόμα και αν κάποιες αποφάσεις αρχικά μας φαίνονται ορθές, μπορεί η πρακτική τους εφαρμογή να μας δείξει ότι στην τελική οι ίδιες είναι καταστροφικές (πράγμα που δεν αφορά μονάχα την εξουσία του δήμου αλλά και της αριστοκρατίας – δηλαδή της πιο άριστης ηγεσίας). Αυτό συμβαίνει διότι κάθε κοινωνική πραγματικότητα είναι ενδεχομενική, τουτέστιν, δεν υπακούει σε ορθολογικούς κανόνες· άρα το αποτέλεσμα των αποφάσεών μας δεν μπορεί να προβλεφθεί πάντα και σε απόλυτο βαθμό. Η πολιτική (με την πραγματική έννοια του όρου) δεν είναι η σφαίρα της ασφάλειας, δεν είναι ένα safe space, όπως λανθασμένα την αντιλαμβάνεται η θεραπευτική σοσιαλδημοκρατία. Αντίθετα πρόκειται για ένα unsafe space, δεδομένης της ενδεχομενικότητας (δηλαδή της μή προβλεψιμότητας) που διαπνέει τις ανθρώπινες κοινωνικές δημιουργίες, με άλλα λόγια της fortuna (στα λόγια του Μακιαβέλλι) [11] (μια έννοια που δεν πρέπει να την κατανοούμε μεταφυσικά, αλλά θα πρέπει να τη συνδέσουμε με το τυχαίο, το μή καθορισμένο και το μή προδιαγεγραμμένο). Η διαφορά της δημοκρατίας με τις αυτοκρατορίες είναι ότι στην πρώτη περίπτωση οι πολίτες επωμίζονται τα δικά τους λάθη και όχι τα λάθη άλλων (επαγγελματιών πολιτικών κτλ). Η δημοκρατία εμπεριέχει την ύβρη (όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης) αλλά και την αρετή (virtù, όπως είπαμε πιο πάνω), δηλαδή την ιδιότητά μας να αντιστεκόμαστε στις καταστροφικές ορέξεις της fortuna. Όπως είχε πει ο Ιρλανδός πολιτικός Eamon De Vallera, «αν ο πόλεμος έρθει σε εμάς, θα έρθει σαν κλέφτης τη νύχτα»· ουδείς, λοιπόν, μπορεί να γνωρίζει την ώρα και τη στιγμή του κινδύνου, πράγμα που σημαίνει ότι οφείλουμε να είμαστε ενήμεροι και προετοιμασμένοι (virtù) – ώστε να αντεπεξέλθουμε σε κάθε πιθανή έκβαση των πραγμάτων. Σε ό,τι αφορά, βέβαια, τη δημοκρατία δεν υφίσταται κανένα «ειδικό σχολείο» που θα μας διδάξει την αρετή, παρά μονάχα το δημόσιο πεδίο του λόγου και της καθημερινής πράξης.
Σημειώσεις
[1] Σε δημοσκόπηση που διεξήχθη στις ΗΠΑ το 2012, ποσοστό της τάξης του 53% των γονέων εξέφρασε αρνητική γνώμη για την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα. Αρνητική είναι και η γνώμη των Βρετανών αναφορικά με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της «Συντηρητικής» κυβέρνησης, μεταρρυθμίσεις που ενέτειναν την εμπορευματοποίηση της παιδείας, ενώ την ίδια στιγμή εκφράζονται έντονοι σκεπτικισμοί και για το περιεχόμενο της διδασκαλίας.
[2] Συζητήσεις πάνω στην περαιτέρω διεύρυνση μαθημάτων που αποσκοπούν στην καλλιέργεια πνεύματος επιχειρηματικότητας λαμβάνουν χώρα στην Ιρλανδία. Την ίδια στιγμή οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις, τόσο του Fine Gale όσο και του Fianna Fail, δεν φαίνονται διατεθειμένες να αποδεσμεύσουν τα σχολεία από την ηγεμονία της Καθολικής Εκκλησίας, παρά τη συνεχόμενη, σταθερή και προοδευτική μείωση του αριθμού των εκκλησιαζόμενων (ή και πιστών) σε όλη τη χώρα (και ιδίως στις εργατικές συνοικίες του Δουβλίνου), παρέχοντας ως αντάλλαγμα μια κοσμική παιδεία (που είναι απαραίτητη για τη δημοκρατική σκέψη).
[3] Αυτή την προσέγγιση συμμερίζεται η Hillary Clinton, στο άρθρο της “Children Under the Law [Τα παιδιά σύμφωνα με το νόμο]” (Harvard Educational Review, τ.. 43, 1973). Παρόμοιες απόψεις εκφράζει η ίδια στο “Children’s Rights: A Legal Perspective [Τα δικαιώματα των παιδιών υπό μια νομική προοπτική]”, στον τόμο, P. A. Vardin, I. N. Brody, Children’s Rights: Contemporary Perspectives, Νέα Υόρκη, Teachers College Press, 1979.
[4] Βλ. Christopher Lasch, “Hillary Clinton, Child Saver: What She Values will not Help the Family”, Harper’s Magazine, Οκτώβριος 1992.
[5] Οι κερδισμένοι των Ολλανδικών εκλογών δεν ήταν ο Wilders αλλά οι χίπστερ φιλελεύθεροι, όπως το Κόμμα των Πρασίνων, που αύξησε τα ποσοστά του κερδίζοντας 14 έδρες και η έκπληξη του Denk (ένα κόμμα για τα «δικαιώματα των μεταναστών», που προέκυψε ως απάντηση στον τσαρλατάνο Wilders). Παράλληλα έχουμε και την εμφάνιση μιας ακόμη πιο χίπστερ εκδοχή της αριστεράς, όπως το Κόμμα για τα Ζώα και μια ολοφάνερη στροφή προς το κέντρο (αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι τα κεντρώα κόμματα πλέον δεν συσπειρώθηκαν μαζικά στην παραδοσιακή κεντροδεξιά ή στο Εργατικό Κόμμα που κατέρρευσε, αλλά στο κεντροδεξιό CDA και τους φιλελεύθερους του D66, με 12,4% και 12,2% αντίστοιχα.
[6] Βλ. Thomas Hobbes, (2006) Leviathan, (New York: Dover Philosophical Classics) και (του ίδιου) (1994), The Elements of Law, Natural and Politic: Part I, Human nature, part II, De corpore politico; with Three lives (Oxford: Oxford University Press).
[7] Βλ. Hannah Arendt (1976), The Origins of Totalitarianism (California: A Harvest Book) σελ, 123-157.
[8] Βλ, John Locke, (1988) Two Treatises of Government, (Cambridge: Cambridge University Press) και Montesquieu, (1997) The Spirit of Laws, (California: California University Press).
[9] Βλ. Ernesto Laclau (2007) On Populist Reason, (London: Verso) και Gustave Le Bon (2009), The Crowd: Study of the Popular Mind, (London: Transaction Publishers).
[10] Βλ. Jürgen Habermas (1999), The European nation-state and the pressures of globalization. New Left Review, 235, 46-59. και (του ίδιου) 2001, Why Europe needs a constitution. New Left Review, second series, 11, 5-26.
[11] Βλ. Niccolò Machiavelli (1960), Il Principe e Discorsi (Milano: Giangiacomo Feltrinelli) και (του ίδιου) The Art of War.
ΠΗΓΗ: http://www.respublica.gr/2017/04/column/horses/