http://oikologein.blogspot.gr/2017/05/blog-post_84.html---
ΣΗΜΕΡΑ, Ημέρα μνήμης για την γενοκτονία των Ποντίων, δεν μπορώ παρά να τσιτάρω το εκπληκτικό "Πάρθεν" του μεγάλου μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη. Το ποίημα όλως παραδόξως ανήκει στην κατηγορία εκείνων που παραγκωνίσθηκαν, από τον υπερ-εκλεκτικό και καθόλου ναρκισο λογοτέχνη, αν και είχε ιδιαίτερη αξία λόγω δραματοποίησης της ιστορικής στιγμής ( ο ερχομός του νέου για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης....) μέσα από τη χρήση της Ποντιακής διαλέκτου. Η πρακτική των εμβόλιμων εκφραστικών μέσων της "άλλης εποχής" έχει χρησιμοποιηθεί από τον καλλιτέχνη - ας θυμηθούμε μόνο το "Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων"....όπου ο Καβάφης τσιτάριζε "ατόφιο Πλούταρχο" καθώς εξέθετε το ιστορικό επεισόδιο της Βασιλομήτορος Κρατησίκλειας, που πήγαινε όμηρος στην Αίγυπτο αποχωριζόμενη το παιδί της...
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)