Από την βυζαντινή γραμματεία απουσιάζει εντελώς ο όρος κοινωνία. Οι
βυζαντινοί δυσκολεύτηκαν να περιγράψουνε με αφηρημένους όρους τους
πολίτες βάση της οικονομικής τους κατάστασης και τους διέκριναν κυρίως
με βάση την πολιτική τους ισχύ. Έτσι ο Ιωάννης Καντακουζηνός τους
διέκρινε στους: Δυνατούς, όσους νέμονταν όλα τα αξιώματα των πόλεων, τους Αδύναμους όσους στερούνταν το πολιτικό αγαθό και τους Μεσαίους, εκείνους που ζούσαν κάτω από την εύνοια των δυνατών.
Μπροστά στο πρωτόγνωρο φαινόμενο της αστικοποίησης του 14ου αιώνα οι
βυζαντινοί αντιμετώπισαν αρχικά με αμηχανία την πληθυσμιακή έκρηξη που
κατέκλυζε τις τειχισμένες πόλεις του Βυζαντίου. Αγνοώντας ακόμα την
επιστήμη της κοινωνιολογίας, για να ομογενοποιούν μεταξύ τους ανόμοια
μεγέθη, ανέπτυξαν με εξαιρετική ευρυμάθεια ένα πλήθος από ονόματα για να
περιγράψουν τις υποομάδες που έτεμναν την κοινωνική δομή του κόσμου
τους1.
Από αυτές τις ονομασίες αίσθηση κάνει ο όρος «δημώδης όχλος»∙ παράδοξος συνδυασμός δύο αντίθετων εννοιών: Του δήμου, ρητού κυρίαρχου του «κοινού της πόλεως» και του όχλου που «άγεται και φέρεται» από άλογες δυνάμεις. Οι βυζαντινοί λόγιοι κατέφυγαν αναγκαστικά σε αυτό τον όρο προκειμένου να περιγράψουν αυτό που διέκριναν ως την μάζα που διεκδικούσε με βίαιες εκρήξεις την συμμετοχή της στα κοινά των πόλεων2
Αυτός ο δημώδης όχλος που δεν είναι ούτε κυρίαρχος πολιτικά αλλά και ούτε αδέσποτος κοινωνικά. Που κατέχει μόνο στο όνομα τον τίτλο του δήμου αλλά στερείται την εξουσία των κοινών είναι ότι πιο κοντά βρίσκεται σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα «κινήματα για την δημοκρατία». Βγαλμένα μέσα από την ανωνυμία και εγκλωβισμένα στα όρια του κράτους ψάχνουνε μέσα στον θολό ορίζοντα του έθνους να αυτοπροσδιοριστούν ως δήμος. Αυτό για το οποίο αγωνίζονται τελικά δεν είναι άλλο από τον δημοκρατικό Λεβιάθαν της μαζικής κοινωνίας. Μια αντίφαση εν την γέννηση της: Η Αντιδημοκρατία.
Ο ελληνικός κομμουνισμός στην προσπάθεια του να σώσει την θεωρία έφτασε στο αδιέξοδο να αρνηθεί τον μαρξισμό και να μετατραπεί κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής και του εμφυλίου σε ένα αγροτικό-δημοκρατικό κόμμα. Ο «Κώδικας Ποσειδώνας3» είναι η επαναφορά του πολιτικού συστήματος «των κοινών» στην ανεκπλήρωτη υπόσχεση του «Ηγεμονικού συντάγματος» της Ε’ εθνοσυνέλευσης (1832). Δηλαδή στην ύστατη προσπάθεια η ελληνική επανάσταση να μετουσιωθεί στην πολιτική μορφή των «Ενωμένων Κοινοτήτων της Ελλάδας». Μια ιδέα που το βαυαρικό κράτος απέρριψε αυτοστιγμεί.
Η ελληνική αριστερά μην γνωρίζοντας ακριβώς την ιστορία της αριστεράς υιοθέτησε από τους αντιπάλους της τον τίτλο «Αριστερά» και εγκολπώθηκε την παράδοση του Δημοκρατικού Στρατού του ΚΚΕ βαφτίζοντας τον εαυτό της «δημοκρατική παράταξη». Έκτοτε ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα αδυνατεί να διακρίνει την διαφορά ανάμεσα σε δημοκρατία, αγώνες, δικαιώματα και ελευθερίες, σε αυτά που προηγήθηκαν και σε αυτά που ακολούθησαν.
Στην κοινωνία των δικαιωμάτων αντιστοιχεί ο κρατικόμορφος Μαλντορόρ. Τον απολαμβάνουμε άλλωστε στις ημέρες μας όπου το αίτημα της πολιτικής ορθότητας καλούνται να εφαρμόσουν τα δικαστήρια και εκεί όπου οι δημοκράτες διεκδικούν περισσότερη αστυνόμευση.
Μέσα στο βάλτο της ανωνυμίας και των κοινωνιών μεγάλης κλίμακας οι σύγχρονοι δημοκράτες εγγράφονται στην λογική του έθνους και ενστερνίζονται την ιδεολογία του κράτους. Τα νομοθετικά και τεχνικά εργαλεία που παρέχει η εποχή μας, τα τηλεοπτικά δημοψηφίσματα, οι on-line εκκλησίες του δήμου, οι sms οστρακισμοί, οι ψηφοφορίες στο Avaaz και οι τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις είναι το ονομαστικό ισοδύναμο του τηλεματικού πολίτη.
Εφόσον η άσκηση της διαδικασίας δεν αποτελεί τον αυτοσκοπό της εξουσίας η δημοκρατία δεν μπορεί να εξαντλείται στην ψήφο. Όσο η εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία είναι στα χέρια του κράτους, τα δημοψηφίσματα, δηλαδή η διαρκής ψηφοφορία, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να συγκαλύπτουν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: Αυτός που εξουσιάζει είναι εκείνος που εφαρμόζει τις αποφάσεις.
Δημοψηφίσματα χωρίς κράτος είναι ανέφικτο όχι μόνο να διεξαχθούν αλλά και να εφαρμόσουν τις αποφάσεις τους. Με τον τρόπο αυτό η δημοκρατία γίνεται όμηρος του κράτους.
Η εμπειρία της καθολικής ψηφοφορίας είναι αρκετή για να εξηγήσει το είδος του αποτελέσματος που αναμένουμε από τα δημοψηφίσματα. Όπως η αντιπροσώπευση δια μέσου της καθολικής ψήφου απομάκρυνε ακόμα περισσότερο την πολιτική από τους πολίτες έτσι και τα δημοψηφίσματα μπορούν να μετατραπούν σε ένα είδος προεκλογικής φιέστας διαρκείας. Δίπλα στον επιστημονισμό του Ένγκελς που υποστήριζε ότι «εφόσον οι εργάτες είναι πιο πολλοί, άρα με το καθολικό δικαίωμα θα ψηφίσουν όλοι εργατικά κόμματα και θα πάρουμε την εξουσία», υπάρχει ο σύγχρονος δημοψηφισματικός επιστημονισμός ότι «εφόσον οι πολίτες είναι πιο πολλοί απ’ τους πολιτικούς, με τη θέσπιση δημοψηφισμάτων θα μπορούμε να παρακάμπτουμε το κράτος μέχρι να το καταργήσουμε».
«Υπάρχει σε κάθε πολιτικό σώμα ένα μέγιστο όριο ισχύος ανυπέρβατο, που συχνά μειώνεται καθώς το κράτος αναπτύσσεται. Όσο ο κοινωνικός δεσμός διευρύνεται τόσο χαλαρώνει∙ γενικά, ένα μικρό κράτος είναι αναλογικά ισχυρότερο από ένα μεγάλο». Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Το κοινωνικό συμβόλαιο, σελ. 99, εκδ. Πόλις.
Ο αγώνας για δημοκρατία μπορεί παρά να είναι μονάχα αγώνας για την απομεγέθυνση της πολιτικής.
Μόνο κοινωνίες εδάφους με συγκεκριμένη επικράτεια και κοινό έργο μπορούνε να φέρουνε σε ενότητα την νομοθετική, την εκτελεστική και την δικαστική εξουσία και να τις αποδώσουνε στον δήμο. Όσο οι δημοκράτες εγκολπώνονται την λογική του έθνους θα είναι δέσμιοι του κράτους και της αντιπροσώπευσης.
Το κράτος συγκεντρώνει στο πρόσωπο του όλες τις εξουσίες. Οφείλουμε να τις διεκδικήσουμε πίσω. Περισσότερες εξουσίες για τους συνεταιρισμούς, τις κοινωνικές επιχειρήσεις, τις συνοικιακές δομές, τις πόλεις, τους δήμους, τα χωριά, τις κοινότητες.
Οι δημότες μπορούν να απαλλαγούν από τους δήμαρχους και οι δήμοι να απαλλαγούν από το κράτος.
Στο παράγγελμα για επιστροφή στην μήτρα της Κοσμόπολης και τον ανώνυμο υπήκοο του υπερκράτους που προπαγανδίζουν οι οπαδοί της Υπέρβασης, να αντιτάξουμε τις αυτοπολιτείες των ελεύθερων δημοτών.
Από αυτές τις ονομασίες αίσθηση κάνει ο όρος «δημώδης όχλος»∙ παράδοξος συνδυασμός δύο αντίθετων εννοιών: Του δήμου, ρητού κυρίαρχου του «κοινού της πόλεως» και του όχλου που «άγεται και φέρεται» από άλογες δυνάμεις. Οι βυζαντινοί λόγιοι κατέφυγαν αναγκαστικά σε αυτό τον όρο προκειμένου να περιγράψουν αυτό που διέκριναν ως την μάζα που διεκδικούσε με βίαιες εκρήξεις την συμμετοχή της στα κοινά των πόλεων2
Αυτός ο δημώδης όχλος που δεν είναι ούτε κυρίαρχος πολιτικά αλλά και ούτε αδέσποτος κοινωνικά. Που κατέχει μόνο στο όνομα τον τίτλο του δήμου αλλά στερείται την εξουσία των κοινών είναι ότι πιο κοντά βρίσκεται σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα «κινήματα για την δημοκρατία». Βγαλμένα μέσα από την ανωνυμία και εγκλωβισμένα στα όρια του κράτους ψάχνουνε μέσα στον θολό ορίζοντα του έθνους να αυτοπροσδιοριστούν ως δήμος. Αυτό για το οποίο αγωνίζονται τελικά δεν είναι άλλο από τον δημοκρατικό Λεβιάθαν της μαζικής κοινωνίας. Μια αντίφαση εν την γέννηση της: Η Αντιδημοκρατία.
Επιστολή προς τους δημοκράτες: Ακόμα μια προσπάθεια αν θέλετε να γίνετε δημοκράτες!
Η δημοκρατία του ελληνικού κράτους είναι στην πραγματικότητα γέννημα του 20ου αιώνα. Πρώτος ο Φιλάρετος Γεώργιος (1848-1929) συνέλαβε θεωρητικά αυτό που βαραίνει έως σήμερα τους διεκδικητές της δημοκρατίας. Αν και δεν δίστασε να πει ότι το αυτοφυές έθιμο ήταν «το πολιτειακό σύστημα πάσης κοινωνίας των αυτοπολιτών Ελλήνων», δηλαδή οι κοινότητες, κατήγγειλε ως «ολέθριο ελάττωμα τον τοπικισμό» και εγκολπώθηκε την ιδέα του έθνους. Στην σχιζοειδή θεωρία του -μεταξύ της ιστορικής και της αστικής δημοκρατίας- ο Φιλάρετος εξύμνησε την πρώτη για να υποστήρίξει τελικά την αβασίλευτη δημοκρατία. Δικαίως ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε στον Φιλάρετο τον τίτλο του «Πατέρα της ελληνικής δημοκρατίας».Ο ελληνικός κομμουνισμός στην προσπάθεια του να σώσει την θεωρία έφτασε στο αδιέξοδο να αρνηθεί τον μαρξισμό και να μετατραπεί κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής και του εμφυλίου σε ένα αγροτικό-δημοκρατικό κόμμα. Ο «Κώδικας Ποσειδώνας3» είναι η επαναφορά του πολιτικού συστήματος «των κοινών» στην ανεκπλήρωτη υπόσχεση του «Ηγεμονικού συντάγματος» της Ε’ εθνοσυνέλευσης (1832). Δηλαδή στην ύστατη προσπάθεια η ελληνική επανάσταση να μετουσιωθεί στην πολιτική μορφή των «Ενωμένων Κοινοτήτων της Ελλάδας». Μια ιδέα που το βαυαρικό κράτος απέρριψε αυτοστιγμεί.
Η ελληνική αριστερά μην γνωρίζοντας ακριβώς την ιστορία της αριστεράς υιοθέτησε από τους αντιπάλους της τον τίτλο «Αριστερά» και εγκολπώθηκε την παράδοση του Δημοκρατικού Στρατού του ΚΚΕ βαφτίζοντας τον εαυτό της «δημοκρατική παράταξη». Έκτοτε ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα αδυνατεί να διακρίνει την διαφορά ανάμεσα σε δημοκρατία, αγώνες, δικαιώματα και ελευθερίες, σε αυτά που προηγήθηκαν και σε αυτά που ακολούθησαν.
Στην κοινωνία των δικαιωμάτων αντιστοιχεί ο κρατικόμορφος Μαλντορόρ. Τον απολαμβάνουμε άλλωστε στις ημέρες μας όπου το αίτημα της πολιτικής ορθότητας καλούνται να εφαρμόσουν τα δικαστήρια και εκεί όπου οι δημοκράτες διεκδικούν περισσότερη αστυνόμευση.
Μέσα στο βάλτο της ανωνυμίας και των κοινωνιών μεγάλης κλίμακας οι σύγχρονοι δημοκράτες εγγράφονται στην λογική του έθνους και ενστερνίζονται την ιδεολογία του κράτους. Τα νομοθετικά και τεχνικά εργαλεία που παρέχει η εποχή μας, τα τηλεοπτικά δημοψηφίσματα, οι on-line εκκλησίες του δήμου, οι sms οστρακισμοί, οι ψηφοφορίες στο Avaaz και οι τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις είναι το ονομαστικό ισοδύναμο του τηλεματικού πολίτη.
Εφόσον η άσκηση της διαδικασίας δεν αποτελεί τον αυτοσκοπό της εξουσίας η δημοκρατία δεν μπορεί να εξαντλείται στην ψήφο. Όσο η εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία είναι στα χέρια του κράτους, τα δημοψηφίσματα, δηλαδή η διαρκής ψηφοφορία, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να συγκαλύπτουν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: Αυτός που εξουσιάζει είναι εκείνος που εφαρμόζει τις αποφάσεις.
Δημοψηφίσματα χωρίς κράτος είναι ανέφικτο όχι μόνο να διεξαχθούν αλλά και να εφαρμόσουν τις αποφάσεις τους. Με τον τρόπο αυτό η δημοκρατία γίνεται όμηρος του κράτους.
Η εμπειρία της καθολικής ψηφοφορίας είναι αρκετή για να εξηγήσει το είδος του αποτελέσματος που αναμένουμε από τα δημοψηφίσματα. Όπως η αντιπροσώπευση δια μέσου της καθολικής ψήφου απομάκρυνε ακόμα περισσότερο την πολιτική από τους πολίτες έτσι και τα δημοψηφίσματα μπορούν να μετατραπούν σε ένα είδος προεκλογικής φιέστας διαρκείας. Δίπλα στον επιστημονισμό του Ένγκελς που υποστήριζε ότι «εφόσον οι εργάτες είναι πιο πολλοί, άρα με το καθολικό δικαίωμα θα ψηφίσουν όλοι εργατικά κόμματα και θα πάρουμε την εξουσία», υπάρχει ο σύγχρονος δημοψηφισματικός επιστημονισμός ότι «εφόσον οι πολίτες είναι πιο πολλοί απ’ τους πολιτικούς, με τη θέσπιση δημοψηφισμάτων θα μπορούμε να παρακάμπτουμε το κράτος μέχρι να το καταργήσουμε».
«Υπάρχει σε κάθε πολιτικό σώμα ένα μέγιστο όριο ισχύος ανυπέρβατο, που συχνά μειώνεται καθώς το κράτος αναπτύσσεται. Όσο ο κοινωνικός δεσμός διευρύνεται τόσο χαλαρώνει∙ γενικά, ένα μικρό κράτος είναι αναλογικά ισχυρότερο από ένα μεγάλο». Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Το κοινωνικό συμβόλαιο, σελ. 99, εκδ. Πόλις.
Ο αγώνας για δημοκρατία μπορεί παρά να είναι μονάχα αγώνας για την απομεγέθυνση της πολιτικής.
Μόνο κοινωνίες εδάφους με συγκεκριμένη επικράτεια και κοινό έργο μπορούνε να φέρουνε σε ενότητα την νομοθετική, την εκτελεστική και την δικαστική εξουσία και να τις αποδώσουνε στον δήμο. Όσο οι δημοκράτες εγκολπώνονται την λογική του έθνους θα είναι δέσμιοι του κράτους και της αντιπροσώπευσης.
Το κράτος συγκεντρώνει στο πρόσωπο του όλες τις εξουσίες. Οφείλουμε να τις διεκδικήσουμε πίσω. Περισσότερες εξουσίες για τους συνεταιρισμούς, τις κοινωνικές επιχειρήσεις, τις συνοικιακές δομές, τις πόλεις, τους δήμους, τα χωριά, τις κοινότητες.
Οι δημότες μπορούν να απαλλαγούν από τους δήμαρχους και οι δήμοι να απαλλαγούν από το κράτος.
Στο παράγγελμα για επιστροφή στην μήτρα της Κοσμόπολης και τον ανώνυμο υπήκοο του υπερκράτους που προπαγανδίζουν οι οπαδοί της Υπέρβασης, να αντιτάξουμε τις αυτοπολιτείες των ελεύθερων δημοτών.
Η πόλις, κοινωνία των ελεύθερων εστίν / Αριστοτέλης Πολιτικά, γ’