Αχ, Όμηρέ μου και να σ΄ είχα δω….
Αχ Όμηρέ μου! Πώς με ξεγέλασες….
Όμηρέ μου:
Αν γυρίσεις στον τόπο που γεννήθηκες ,την Ίμβρο την Ανεμόεσσα, τον τόπο που φώτιζε τα όνειρά σου για πενήντα δύο χρόνια και δεν γνωρίσεις τον δρόμο που έτρεχες σαν ελαφάκι να πας στο σπίτι σου…
Αν τα κλειδιά που κρατάς σφιχτά στη χούφτα σου δεν σου χρειάζονται, γιατί το σπίτι που μύριζε μέλι και λάδι, ρετσέλια και μπαχάρια κι εφτάζυμα παξιμάδια, το βρεις λεηλατημένο, ερειπωμένο, να μην έχει πόρτες και κλειδωνιές…
Αν δε δεις τον μπαμπά σου και τη μάνα σου να σε περιμένουν στο κατώφλι μ΄ ανοιχτή αγκαλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο…
Αν δε βρεις τη γιαγιά σου να κρυφτείς κάτω από την ποδιά της για να μην φοβάσαι…
Αν δεν βρεις στρωμένο γιορτινό τραπέζι και σκαμνί να ξαποστάσεις…
Αν ο αυλόγυρος της Παναγίτσας που έπαιζες κουτσό με τις φιλενάδες σου είναι έρημος τώρα και σιωπηλός κι η πόρτα αμπαρωμένη…
Αχ Όμηρέ μου! Πώς με ξεγέλασες….
Όμηρέ μου:
Αν γυρίσεις στον τόπο που γεννήθηκες ,την Ίμβρο την Ανεμόεσσα, τον τόπο που φώτιζε τα όνειρά σου για πενήντα δύο χρόνια και δεν γνωρίσεις τον δρόμο που έτρεχες σαν ελαφάκι να πας στο σπίτι σου…
Αν τα κλειδιά που κρατάς σφιχτά στη χούφτα σου δεν σου χρειάζονται, γιατί το σπίτι που μύριζε μέλι και λάδι, ρετσέλια και μπαχάρια κι εφτάζυμα παξιμάδια, το βρεις λεηλατημένο, ερειπωμένο, να μην έχει πόρτες και κλειδωνιές…
Αν δε δεις τον μπαμπά σου και τη μάνα σου να σε περιμένουν στο κατώφλι μ΄ ανοιχτή αγκαλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο…
Αν δε βρεις τη γιαγιά σου να κρυφτείς κάτω από την ποδιά της για να μην φοβάσαι…
Αν δεν βρεις στρωμένο γιορτινό τραπέζι και σκαμνί να ξαποστάσεις…
Αν ο αυλόγυρος της Παναγίτσας που έπαιζες κουτσό με τις φιλενάδες σου είναι έρημος τώρα και σιωπηλός κι η πόρτα αμπαρωμένη…
Αν δε βρεις μια γειτόνισσα να κάθεται στα πεζούλια των σπιτιών με τα παράθυρα τους ορθάνοιχτα σα μάτια τρομαγμένα…
Αν εκεί που αντηχούσαν τα βιολιά και συ ανέβαινες καβάλα στις νότες και ονειροταξίδευες ακούς μουγκανητά και βελάσματα…
Αν η νερομάνα η Βρυσάρα με το κρυσταλλένιο νερό έχει στερέψει για να ξεδιψάσεις στη χούφτα σου και να δροσιστείς…
Αν στα σοκάκια δεν ακούς παιδικές φωνές και τρεχαλητά…παρά μoνο βελάσματα από ένα κατσικάκι που το έσερνε άπονα μια περίεργη άγνωστη…
Αν ο δρόμος με τους καφενέδες που κάθονταν οι άντρες τις Κυριακές και έπιναν τσάι και καφέ είναι λαβωμένος και βουβός…
Αν το σχολειό που έμαθες την ΑLFA –BΕ και την AΛΦA BHTA είναι ξενοδοχείο για τους πρόσκαιρους επισκέπτες- χωριανούς σου …
Αν τα μαγαζιά που έπαιρνες κάντιο και τζίτζιφα και τσικλέτες ΜELBA GUM ερμητικά σφαλιχτά με σκουριασμένες λαμαρίνες…
Τότε το «Νόστιμον ήμαρ» Ομηρέ μου δεν είναι νόστιμο σαν το κατακόκκινο κεράσι του Μαγιού που το΄ κρέμαγες σκουλαρίκι στο αυτί…
Τότε το «Νόστιμον ήμαρ» Όμηρέ μου δεν είναι γλυκό σαν το κεχριμπαρένιο σταφύλι του καλοκαιριού…
Είναι πικρό σαν το κώνειο του Σωκράτη Όμηρέ μου…
Που λαβώνει το όνειρο Όμηρέ μου και το κάνει να τρέχει στα χαλάσματα τρομαγμένο πουλάκι να κρυφτεί….
Αχ .Όμηρέ μου! Σε καταλαβαίνω… Δε ρώτησες τον Οδυσσέα…
Έβλεπες με τα μάτια της καρδιάς σου και συ….
Και συ ξεγελάστηκες…
Αχ! Όμηρέ μου γι΄αυτό συμπονώ…
Αν εκεί που αντηχούσαν τα βιολιά και συ ανέβαινες καβάλα στις νότες και ονειροταξίδευες ακούς μουγκανητά και βελάσματα…
Αν η νερομάνα η Βρυσάρα με το κρυσταλλένιο νερό έχει στερέψει για να ξεδιψάσεις στη χούφτα σου και να δροσιστείς…
Αν στα σοκάκια δεν ακούς παιδικές φωνές και τρεχαλητά…παρά μoνο βελάσματα από ένα κατσικάκι που το έσερνε άπονα μια περίεργη άγνωστη…
Αν ο δρόμος με τους καφενέδες που κάθονταν οι άντρες τις Κυριακές και έπιναν τσάι και καφέ είναι λαβωμένος και βουβός…
Αν το σχολειό που έμαθες την ΑLFA –BΕ και την AΛΦA BHTA είναι ξενοδοχείο για τους πρόσκαιρους επισκέπτες- χωριανούς σου …
Αν τα μαγαζιά που έπαιρνες κάντιο και τζίτζιφα και τσικλέτες ΜELBA GUM ερμητικά σφαλιχτά με σκουριασμένες λαμαρίνες…
Τότε το «Νόστιμον ήμαρ» Ομηρέ μου δεν είναι νόστιμο σαν το κατακόκκινο κεράσι του Μαγιού που το΄ κρέμαγες σκουλαρίκι στο αυτί…
Τότε το «Νόστιμον ήμαρ» Όμηρέ μου δεν είναι γλυκό σαν το κεχριμπαρένιο σταφύλι του καλοκαιριού…
Είναι πικρό σαν το κώνειο του Σωκράτη Όμηρέ μου…
Που λαβώνει το όνειρο Όμηρέ μου και το κάνει να τρέχει στα χαλάσματα τρομαγμένο πουλάκι να κρυφτεί….
Αχ .Όμηρέ μου! Σε καταλαβαίνω… Δε ρώτησες τον Οδυσσέα…
Έβλεπες με τα μάτια της καρδιάς σου και συ….
Και συ ξεγελάστηκες…
Αχ! Όμηρέ μου γι΄αυτό συμπονώ…
Eλένη Ψευτέλλη Κορωνιώτη(Τ΄Ανταλούδ΄)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Στην Ιμβρο μου.
Γύρισα μετά απο 52 χρόνια!!(......)
Έζησα ένα θαύμα.
Πέθανα και ξαναγεννήθηκα.
Έζησα τον λυτρωμό.
Και αναβαφτήστηκα.
Είμι το Λινούδ΄.Τ' Ανταλούδ΄.
Καλώς σας ήβρα.(Στο Λύκειο της Ιμβρου.Που άνοιξε ξανα και μεγαλουργεί)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Οταν ξεκινούσα για την Ιμβρο, πού έφυγα απο κει μικρό κοριτσάκι, παρακαλούσα να μην ξεχάσει ο ήλιος ν΄ ανατείλει .Και αργήσω ΝΑ ξεκινήσω...
Όταν έφευγα απο την Ιμβρο, μεγάλη γυναίκα πια, παρακαλούσα να ξεχάσει ο ήλιος ν΄ ανατείλει .ΝΑ αργήσω να ξεκινήσω....