Πώς περνάει ο καιρός!
«Δέκα τέσσερα χρόνια ερευνητικής παρουσίας κλείνει ο Γιώργος Αντωνίου, ένας από τους πιο δραστήριους «διασώστες» της τοπικής πολιτισμικής κληρονομιάς. Από το 1995 που παρουσίασε για πρώτη φορά φωτογραφικό υλικό με τίτλο «Τα παλιά σινεμά της Αργολίδας» μέχρι την προηγούμενη Κυριακή 28 Μαρτίου 2009, που παρουσίασε την τελευταία έρευνα του για τους επαγγελματίες του Άργους με τίτλο: «Ενας αιώνας εμποροβιοτέχνες του Άργους», ο Γ.Αντωνίου συνεχίζει ακούραστα να παρουσιάζει ένα λαογραφικό υλικό του οποίου η διάσωση αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προσφορές στην ιστορία των τοπικών κοινωνιών και την εθνική λαογραφική έρευνα. Η παρουσίαση ενός έργου από μόνη της αποτελεί μια στιγμή ικανοποίησης για τον ερευνητή ή/και τον συγγραφέα, αλλά δεν επιτρέπει την άμεση και πλήρη κατανόηση του μόχθου, της προσπάθειας και των δυσκολιών που κατέβαλε και συνάντησε μέχρι την ανακουφιστική ημέρα της δημόσιας παρουσίασης. Διότι ανακούφιση και χαρά θα πρέπει να αισθανόταν ο Γ. Αντωνίου σε μια κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του Μπουσουλοπούλειου θεάτρου, όταν παρουσίασε τη νέα του έρευνα καθώς και το εξαιρετικό, όπως πάντα, ντοκιμαντέρ σχετικό με τα επαγγέλματα και τους επαγγελματίες στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Άργους.
Μπροστά από τα μάτια όσων είχαν κατακλύσει την αίθουσα του θεάτρου, πέρασαν εικόνες, ακούστηκαν λόγια, εκφράστηκαν μαρτυρίες, που για αρκετούς θα ήταν ίσως γνωστές ή θα τους θύμισαν κάποιες προσωπικές στιγμές και βιώματα. Ήταν όμως και εξαιρετικά γόνιμες για όσους δεν γνώριζαν, είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω καταγωγής, αφού αποτύπωναν ένα κομμάτι της ιστορίας της οποίας οι ίδιοι είναι φορείς. Ήδη στο εισαγωγικό σημείωμα του λευκώματος, τα στοιχεία οικονομικής ιστορίας της περιοχής που παρατίθενται βοηθούν τον αναγνώστη να προσανατολιστεί σε ένα περιβάλλον αρκετά δυναμικό, παρά τα προβλήματα που βίωναν οι τοπικοί πληθυσμού από τις πολεμικές καταστροφές ή τις κοινωνικές επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων. Και φαίνεται να είναι ακόμα πιο σημαντική η συμβολή της παρούσας έρευνας σήμερα που βιώνουμε όλοι μας την αρχή ακόμα (;) ενός επώδυνου κύκλου οικονομικής δυσπραγίας, του οποίου οι κοινωνικές επιπτώσεις μας είναι για την ώρα αδύνατο να φανταστούμε».
Πως περνάει ο καιρός! Αλλά ευτυχώς η λήθη δεν μπορεί να καταπιεί το ίδιο αδυσώπητα το έργο που έχει αφήσει δώρο στις τοπικές κοινωνίες ο Γιώργος Αντωνίου. Αυτή εξάλλου είναι η μεγάλη πρόκληση ενός άξιου ερευνητή απέναντι στη λήθη του χρόνου: μπορεί ο πόνος για τη φυσική του απουσία να καλύπτεται από το εύρος, τη δύναμη και τη σημασία του έργου του. Έγραφα τα παραπάνω σε μια παρουσίαση του τελευταίου διπλού σημαντικού έργου του σχετικά με τις επαγγελματικές ενώσεις των εμποροβιοτεχνών στο Ναύπλιο και το Άργος και ανακεφαλαιώνοντας σημείωνα ιδιαίτερα τη μεγάλη εμπειρία που είχε αποκτήσει ο Γιώργος μέσα από τις έρευνες αυτές γεγονός που εγγυόταν και την ποιότητα του τελικού κειμένου και του φωτογραφικού λευκώματος. Ακριβώς γι’αυτά, ο Γιώργος Αντωνίου μπορούσε να κινείται με μεγάλη άνεση ανάμεσα σε κείμενο και εικόνα δίνοντας ιδιαίτερο νόημα και βάθος στην στατικότητά τους. Κατάφερνε δηλαδή να δημιουργεί κίνηση από το τότε στο σήμερα. Για παράδειγμα, η ανάγνωση μιας παλιάς φωτογραφίας μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους και το ίδιο συμβαίνει με το κείμενο που παρατίθεται συνοδευτικά ή ελεύθερο από την εικόνα. Έτσι, οι δεκάδες φωτογραφικές στιγμές αποτυπώνουν, πρόσωπα, κινήσεις επαγγελματικές, συναισθήματα καθώς αγγίζουν τη μοναδικότητα που προσφέρει η στιγμιαία λήψη τους. Ταυτόχρονα, δίπλα, πιο κάτω, μια μαρτυρία γραπτή που εμφανίζεται ως διαφήμιση, ως ανακοίνωση, ως ενημερωτικό δελτίο, επιτρέπει τη βαθύτερη κατανόηση της φωτογραφικής μοναδικότητας για να τη συνδέσει ο αναγνώστης με τα δικά του βιώματα, με τις δικές του ανάγκες κοινωνικής και επαγγελματικής αναγνώρισης και ανάγνωσης μιας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας που βιώνει και που δεν είναι ξεκομμένη από την ιστορική και ανθρωπολογική της πορεία. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποκτούσαν, όσο ωρίμαζε η ερευνητική δεινότητα του Γιώργου, μια παιδαγωγική διάσταση για όσους από εμάς είχαν παρεμφερείς ανησυχίες.
Είχα γράψει αρκετές κριτικές για τα θέματα που παρουσίαζε ο Γιώργος αλλά κάτι που ίσως δεν υποστήριξα όσο πολύ θα έπρεπε, είναι το γεγονός πως οι έρευνες και το υλικό που δημοσιοποιούσε ο Γ.Αντωνίου ξεπερνούσαν κατά πολύ την τοπική εμπειρία κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Δεν αποτελούσαν απλά ένα ιδιαίτερο κομμάτι της συνολικής εθνικής ιστορικής διαδρομής, αλλά έδιναν κυρίως τη δυνατότητα επιπλέον επεξηγηματικών στοιχείων που επέτρεπαν συνδυασμούς μιας κατά το δυνατόν ολοκληρωμένης εικόνας των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών δυνατοτήτων της εποχής. Ουσιαστικά η «εποχή» ήταν εκείνη που ενδιέφερε τον ερευνητή Γ.Αντωνίου και ολόκληρη η σκληρή και ακατάπαυστη δουλειά του επικεντρωνόταν, με μοναδική συνέπεια, στη συλλογή των τεκμηρίων της. Μόνο έτσι, μπορεί να εξηγηθεί η σχέση που μπορούν να έχουν οι αλευρόμυλοι («Μύλοι της Αργολίδας», 2003) με τα σαραβαλάκια («Παλαιά αυτοκίνητα στην Αργολίδα», 2005), οι παλιές επιγραφές («Παλιές επιγραφές της Αργολίδας», 2005) με τα μοντέρνα γκράφιτι («Γκράφιτι της Αργολίδας», 2005).
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό της δουλειάς και του έργου που μας κληροδότησε ο Γ.Αντωνίου είναι ένας απίθανος ονομαστικός κατάλογος όσων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονταν στο επίκεντρο της κοινωνικής, οικονομικής και καλλιτεχνικής δράσης. Η καταγραφή των δεκάδων ονομάτων επαγγελματιών, αλλά και των απλών κατοίκων που συμμετείχαν στην διαμόρφωση μιας καθημερινότητας «εποχής», εκτός από τη φωτογραφική τους αποτύπωση, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γ.Αντωνίου. Η μικρή ιστορία των ανθρώπων έρχεται σε πρώτο πλάνο και η μνήμη τους αποκαθίσταται σα να ήταν ένα από τα κυριότερα μελήματα του ερευνητή. Από την άποψη αυτή οι έρευνες του Γ.Αντωνίου υποκρύπτουν μια ηθική διάσταση που μόνο ένας ερευνητής με τις κοινωνικές ευαισθησίες του Γιώργου θα μπορούσε να μετατρέψει σε έναν από τους βασικούς άξονες των ερευνητικών του προσπαθειών. Και δεν είναι μόνο η «παλιά πλευρά» του ερευνητικού ζητήματος που κυριαρχεί στην επιδίωξη αυτή. Δεν είναι δηλαδή, χάριν ιστορικής μνήμης, που ο Γ.Αντωνίου δίνει το λόγο στους δημιουργούς αυτής της ιστορίας. Είναι κυρίως η αντίληψη της ενεργητικότητας, του ρόλου δηλαδή που παίζει η ανθρώπινη δράση στη διαμόρφωση της ιστορικής στιγμής ή της εποχής. Στις 24 Ιουνίου 2005 – θα το αναφέρω για παράδειγμα – παρουσίαζα στον τοπικό τύπο τη βραδιά graffiti που είχε οργανώσει ο Γ.Αντωνίου με τις εκδόσεις «Εικόνα» του Ν.Γ.Χριστόπουλου, στο Café ΑΓΟΡΑ στο Ναύπλιο («Μια βραδιά ξεχωριστή και graffiti» ήταν ο τίτλος), με την ευκαιρία της έκδοσης του λευκώματος με τον τίτλο «Τα γκράφιτι της Αργολίδας».
Η ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος ήταν ότι ξέφυγε εντελώς από τα κλασικά πλαίσια μιας παρουσίασης, δίνοντας ένα βήμα έκφρασης στους νέους και παρουσιάζοντας τη δουλειά ενός γκραφίστα στο ευρύ κοινό. Άσπρα πανώ είχαν τοποθετηθεί στη μικρή πλατεία και νέοι με τα χρώματά τους σε σπρέυ παρουσίαζαν τις συνθέσεις τους. Στο κείμενο αυτό τελείωνα γράφοντας: «Μια ωραία και πολύ graffiti βραδιά. «Είσαι ο μόνος που το σκέφτηκε», είπαν οι νέοι στο Γιώργο Αντωνίου φεύγοντας. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που σκέφτονται κάτι».
Ανάμεσα στο σήμερα και το χθες, η ακάματη ερευνητική διάθεση του Γιώργου Αντωνίου έμοιαζε κάπως με το μέρμηγκα που μαζεύει… για να έχει. Ένα τεράστιο λαογραφικό υλικό καταχωρημένο σε θεματικές ενότητες έχει ήδη δημοσιοποιηθεί και ένα ακόμα μεγαλύτερο, από όσα γνωρίζω από τις συζητήσεις μας, μένει ακόμα άγνωστο στο ευρύ κοινό, αδημοσίευτο. Στην τελευταία του εκδήλωση στο Ναύπλιο κατάφερε να συγκινήσει και πάλι καθώς οι παρουσιάσεις του, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν απλώς θεματικές, αλλά αναδείκνυαν την ανθρώπινη παρουσία και ενέργεια σε πρώτο πλάνο. Μέσα στην αίθουσα, σαν σε καθρέπτη, πόσοι δεν είδαν ξανά τους εαυτούς τους σε στιγμές καθημερινότητας μιας άλλης εποχής! Και η εικόνα αυτή επαναλαμβανόταν σε κάθε του παρουσίαση.
Η είδηση του ξαφνικού θανάτου του Γιώργου Αντωνίου συντάραξε την αργολική κοινωνία και ιδιαίτερα όσους τον γνώριζαν από κοντά και είχαν συνεργαστεί μαζί του. Η απώλεια δεν ήταν μόνο φυσική, όσο κι αν αυτό δημιουργεί ένα παντοτινό κενό ιδιαίτερα στην οικογένεια. Η απώλεια του Γιώργου Αντωνίου σήμαινε ταυτόχρονα και μια βαρύτατη απώλεια για τον πνευματικό κόσμο της Αργολίδας και όχι μόνο αυτής. Ο ξαφνικός θάνατος υπερτόνισε το συναίσθημα κενού μιας «Αργολίδας που φεύγει», δίνοντας ακόμη περισσότερο χώρο στην αγνωσία, στο δογματισμό, στον εκβαρβαρισμό σκέψης και ψυχισμού, στην αγένεια που επιφέρει η καθημερινή απονέκρωση κάθε ερευνητικής διάθεσης, όχι φιλοσοφικού χαρακτήρα αλλά απλού νοήματος και βιώματος ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίο (θέλω να το ξαναθυμίσω!) ότι στον κούφιο αποχαιρετιστήριο λόγο που τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία, έπρεπε να αντιπαραβάλουμε το έργο μιας ζωής αγώνα για μιαν Αργολίδα και μιαν Ελλάδα που έπρεπε να μείνει, να κρατηθεί και να προχωρήσει στηριζόμενη στον πλούτο που ο Γιώργος με το μυαλό, το μάτι και τη μηχανή του κατέγραφε συστηματικά.
Πριν και πάνω από ιδέες που παραμένουν γράμμα νεκρό όσο το έργο και η καθημερινότητα εκείνων που τις επικαλούνται οδηγούν απλά σε (περι)χαρακώματα σφαγιασμού της ελεύθερης έκφρασης, το έργο του ερευνητή αναδεικνύει με έμφαση τη σημασία της συλλογικής ταυτότητας στο Χρόνο και παραμένει έργο που ανήκει σε Όλους. Αυτή είναι και η βασική, η αξεπέραστη αξία του έργου του Γιώργου Αντωνίου. Ο ίδιος είχε τις πολιτικές του ιδέες και προτιμήσεις και μάλιστα τις δημοσιοποιούσε με ιδιαίτερο δυναμισμό κατά την περίοδο πολιτικών εκλογών. Αυτό δεν αναίρεσε καθόλου την ευρύτητα πνεύματος με την οποία ανακαλούσε στις μνήμες μας το βιωματικό αποτέλεσμα της κοινής πορείας μας στην Ιστορία. Από την άποψη αυτή, ολόκληρο το έργο του Γιώργου Αντωνίου αντιπαλεύει την αποστεωμένη και μονοδιάστατη άποψη για το ποιοι είμαστε και, φυσικά, αδιαφορεί πλήρως για τις μεσσιανικές απόψεις του ποιοι «πρέπει» να είμαστε.
Έγραψα παραπάνω, πως ο ξαφνικός θάνατος του δημοσιογράφου και ερευνητή δίνει δυστυχώς μεγαλύτερο χώρο στην αγένεια και κυρίως στην αγένεια κυρίαρχου μικροαστισμού. Έχουμε πάντα την τάση σε τέτοιες στιγμές να ξεχνάμε (συνειδητά ίσως;) το υβρεολόγιο με το οποίο περιποιήθηκαν τον Γιώργο όσοι πρακτορεύουν με γλοιώδη διάθεση και πρακτική, τις «μεγάλες ιδέες και τα έργα δημοσίων προσώπων». Ο Γιώργος Αντωνίου και το έργο του στάθηκαν ανάχωμα στην επιβράβευση της ασημαντότητας, κράτησαν τον πήχη ψηλά ως προς τις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του σεβασμού του Άλλου και ανέδειξαν, ευτυχώς για την κοινωνία στο σύνολό της, τον πολιτισμό ως βασική αρχή κοινωνικής προόδου. Κάτι που αγνοούν απελπιστικά οι αναλφάβητοι μικροαστοί των λιβανωτών κάθε εξουσίας.
Αυτά στη μνήμη ενός ανθρώπου που στάθηκε σεμνός και ευγενικός, όπως τον γνώρισα αλλά και κατά τις σοβαρές κρίσεις και ομολογίες, προσιτός και αγωνιστής του πολιτισμού και της κοινωνικής προόδου. Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαίο πως και μετά τον θάνατό του, το έργο του συνέχισε να χαράζει δρόμους, να συναρπάζει και να μας χαρίζει εξαιρετικές στιγμές. Θυμάμαι την τελευταία εκδήλωση στη μνήμη του που έγινε στο Λυγουριό. Στο τέλος της εκδήλωσης παρουσιάστηκε το τελευταίο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αντωνίου με τίτλο «Το παιδί στην Αργολίδα του χθες», ένα ντοκιμαντέρ με πολύ καλό υλικό που έδωσε την ευκαιρία στο κοινό να ανατρέξει σε μνήμες ή ακόμη να μάθει για τις συνθήκες μέσα στις οποίες έζησαν και μεγάλωσαν οι προηγούμενες γενιές. Ας μου επιτραπεί να πω, έγραφα τότε, πως «ευτυχώς ο Γιώργος έφυγε νωρίς» για να μη βρεθεί στην ανάγκη να κινηματογραφήσει σήμερα παιδιά να γυρεύουν φαγητό στα σκουπίδια, με άθλια υπόδηση και ρούχα μέσα στο χειμώνα. Δεν θα βρεθεί στην ανάγκη να γυρίσει πίσω στο φωτογραφικό του υλικό με τα παιδάκια γύρω από το μαγκάλι και να τα κοιτάζει δακρύζοντας καθώς ακούει την είδηση του θανάτου ενός 12χρονου κοριτσιού από αναθυμιάσεις, ενός άλλου παιδιού από πείνα μπροστά σε φούρνο και πολλά άλλα δραματικά που συμβαίνουν στη χώρα μας σήμερα. Το τελευταίο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αντωνίου ήταν μια ακόμη προσφορά του ερευνητή στην τοπική κοινωνία και στην ελληνική λαογραφία.
Ο ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
Ο άνθρωπος έχει το εξαιρετικό προνόμιο του αυτοσαρκασμού. Στο «Ένας αιώνας εμποροβιοτέχνες του Άργους», ο Γ.Αντωνίου καταγράφει αυτό το προνόμιο δημοσιοποιώντας τη σαρκαστική διάθεση των ξυλουργών απέναντι στο θάνατο. Μάλλον την ίδια σαρκαστική διάθεση θα είχε και ο ίδιος. Ανάμεσα σε μια μοναδική προσωπική δυναμική που με το έργο της εμπλούτιζε διαρκώς τις γνώσεις μας για το χθες και τις διαθέσεις μας για το σήμερα και την απόλυτα τυχαία «επίσημη» επιβράβευση της διάθεσης αυτής, ο άνθρωπος πια και όχι ο ερευνητής έπρεπε, όπως και όλοι εμείς, να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της καταστροφικής πορείας που ακολούθησε η πολιτικά κυρίαρχη ομάδα αυτού του τόπου. Ο πραγματικός αυτός αγώνας υπονομεύθηκε από το αδυσώπητο άγχος και τα προβλήματα που δημιουργούσε η καθημερινότητα. Με τη σκέψη σε όλα αυτά τα προβλήματα που τα αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες οικογένειες σήμερα ενώ ταυτόχρονα, δίπλα μας, οι αετονύχηδες της κοινωνικής τσαπατσουλιάς εξακολουθούν να πίνουν στην υγειά των κορόιδων, αναρωτήθηκα για το πώς μπορεί κανείς να έχει αυτοσαρκαστική διάθεση απέναντι στο θάνατο.
Θυμήθηκα τους στίχους της «Διαθήκης» του Γ.Σουρρή, ακούγοντας τους κούφιους επικήδειους για το θάνατο του Γιώργου:
«Κανείς φίλος λόγο να μην απαγγείλει,
κι αν στο νου του τέτοιο έγκλημα περάσει,
να τον σακατέψουν στις σβερκιές οι φίλοι
κι είθε τη λαλιά του στη στιγμή να χάσει»
Γράφοντας την εισαγωγή για τα «Παλαιά αυτοκίνητα στην Αργολίδα» (2005), τελείωνα ως εξής : «Το εξαιρετικό βιβλίο που έχει στα χέρια του ο αναγνώστης, του παρέχει όλα τα ερεθίσματα για να θυμηθεί, να μάθει, να αισθανθεί, να θέσει νέα ερωτήματα, να ψάξει. Θα σημειώσω τέλος, πως με δεδομένες τις επίσημες νοοτροπίες, πολιτικές και πρακτικές για τον πολιτισμό αυτού του τόπου, το παρόν βιβλίο αποτελεί ένδειξη ηρωισμού του συγγραφέα του. Τελικά φαίνεται πως είναι η μοναδική οδός για να διασωθούν οι μνήμες αυτού του τόπου». Ναι! Είναι πράγματι η μοναδική οδός για να παραμείνει άσβεστη η μνήμη ενός ηρωικού ανθρώπου όπως ο Γιώργος Αντωνίου. Την Τρίτη 16 Αυγούστου 2016, από τις 8 το βράδυ, θα τιμήσουμε την παρουσία και το έργο του στην έκθεση βιβλίου στο Ναύπλιο με την Ένωση Συγγραφέων και Λογοτεχνών Αργολίδας.