ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








by : tinakanoumegk
 ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΟΥ ΘΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ, ΘΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥΜΕ. ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΙΑ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΖΩΗΣ.


ΛΙΓΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ΚΑΤΣΑΡΑΓΑΚΗ, ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ. ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ 5ης ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ.

         Αυτά που θα σου γράψω δεν μοιάζουν με τα γράμματα που σου έστελνα σαράντα χρόνια πριν. Θέλω να σου πω ότι ανανεώνω ένα συμφωνητικό που είχαμε κάνει μεταξύ μας. Αυτό που τήρησες και μας έδωσες την σιγουριά ότι και  εμείς μπορούμε να αντέχουμε, να υπηρετούμε το δίκαιο και το καλό να το κάνουμε καλύτερο.

       Από εδώ και πέρα θα έχουμε μια πολύ πιο προσωπική συνομιλία. Θα βλέπω τη μορφή και την εικόνα σου. Αυτή που φιλοτέχνησες όσο είχες την φυσική σου παρουσία εδώ. Αυτή η εικόνα είναι δέσμευση και για μας, παλιούς σου φίλους. Έχουμε πολλά να μάθουμε από αυτό το ψηφιδωτό της παρουσίας σου.

       Πέρυσι, όταν με αντίκρυσες στο κρεβάτι του νοσοκομείου μου έκανες πρώτα μία ερώτηση. Σε άλλους φίλους που το έλεγα, τους το παρουσίαζα σαν απαρχή μιας διαδικασίας αποτίμησης. Σε έφερα στο μυαλό μου σαν τον δάσκαλο που μετά το μάθημα αναρωτιέται αν το μάθημά του έχει αποδώσει. Το σίγουρο είναι ότι έδινες το παράδειγμα, γνώση, φως και στους άλλους. Σε όλη τη διαδρομή της ηθικής, επιστημονικής, κοινωφελούς ζωής.

       Πριν αρκετά χρόνια, ανέφερες σε ανίψια μου ότι είχες ένα φίλο στο Ξυλόκαστρο. Η μάνα τους, η Βάσω ήταν υπό την δική σου εποπτεία στο νοσοκομείο. Θυμάμαι, στο τηλέφωνο μου είπαν «τί άνθρωπος και τί γιατρός είναι αυτός!». Είναι μεγάλη η χαρά και περηφάνεια  όταν μιλούν έτσι για  φίλους.

       Αυτές τις στιγμές είναι δύσκολο να εκφράσω αυτά που έχω. Ένα παράπονο μόνο. Πρόσεξες τον κόσμο αλλά όχι τον εαυτό σου. Δεν του έδωσες αυτά που του ανήκαν.

       Παντοτινέ φίλε μου, την εικόνα σου θα κρατήσουμε, θα σεβαστούμε. Για να έχουμε μία αυθεντική συνείδηση πράξης ζωής.


    Γρηγόρης Κλαδούχος
     Αρχιτέκτονας, από Ξυλόκαστρο Κορινθίας
     23  Αυγούστου 2016

ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ ΕΚΦΡΑΖΟΥΜΕ ΤΑ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΜΑΣ ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΑ. ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΝ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΑΝ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ.
by : tinakanoumegk



Πώς περνάει ο καιρός!
«Δέκα τέσσερα χρόνια ερευνητικής παρουσίας κλείνει ο Γιώργος Αντωνίου, ένας από τους πιο δραστήριους «διασώστες» της τοπικής πολιτισμικής κληρονομιάς. Από το 1995 που παρουσίασε για πρώτη φορά φωτογραφικό υλικό με τίτλο «Τα παλιά σινεμά της Αργολίδας» μέχρι την προηγούμενη Κυριακή 28 Μαρτίου 2009, που παρουσίασε την τελευταία έρευνα του για τους επαγγελματίες του Άργους με τίτλο: «Ενας αιώνας εμποροβιοτέχνες του Άργους», ο Γ.Αντωνίου συνεχίζει ακούραστα να παρουσιάζει ένα λαογραφικό υλικό του οποίου η διάσωση αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προσφορές στην ιστορία των τοπικών κοινωνιών και την εθνική λαογραφική έρευνα. Η παρουσίαση ενός έργου από μόνη της αποτελεί μια στιγμή ικανοποίησης για τον ερευνητή ή/και τον συγγραφέα, αλλά δεν επιτρέπει την άμεση και πλήρη κατανόηση του μόχθου, της προσπάθειας και των δυσκολιών που κατέβαλε και συνάντησε μέχρι την ανακουφιστική ημέρα της δημόσιας παρουσίασης. Διότι ανακούφιση και χαρά θα πρέπει να αισθανόταν ο Γ. Αντωνίου σε μια κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του Μπουσουλοπούλειου θεάτρου, όταν παρουσίασε τη νέα του έρευνα καθώς και το εξαιρετικό, όπως πάντα, ντοκιμαντέρ σχετικό με τα επαγγέλματα και τους επαγγελματίες στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Άργους.
Μπροστά από τα μάτια όσων είχαν κατακλύσει την αίθουσα του θεάτρου, πέρασαν εικόνες, ακούστηκαν λόγια, εκφράστηκαν μαρτυρίες, που για αρκετούς θα ήταν ίσως γνωστές ή θα τους θύμισαν κάποιες προσωπικές στιγμές και βιώματα. Ήταν όμως και εξαιρετικά γόνιμες για όσους δεν γνώριζαν, είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω καταγωγής, αφού αποτύπωναν ένα κομμάτι της ιστορίας της οποίας οι ίδιοι είναι φορείς. Ήδη στο εισαγωγικό σημείωμα του λευκώματος, τα στοιχεία οικονομικής ιστορίας της περιοχής που παρατίθενται βοηθούν τον αναγνώστη να προσανατολιστεί σε ένα περιβάλλον αρκετά δυναμικό, παρά τα προβλήματα που βίωναν οι τοπικοί πληθυσμού από τις πολεμικές καταστροφές ή τις κοινωνικές επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων. Και φαίνεται να είναι ακόμα πιο σημαντική η συμβολή της παρούσας έρευνας σήμερα που βιώνουμε όλοι μας την αρχή ακόμα (;) ενός επώδυνου κύκλου οικονομικής δυσπραγίας, του οποίου οι κοινωνικές επιπτώσεις μας είναι για την ώρα αδύνατο να φανταστούμε».
Πως περνάει ο καιρός! Αλλά ευτυχώς η λήθη δεν μπορεί να καταπιεί το ίδιο αδυσώπητα το έργο που έχει αφήσει δώρο στις τοπικές κοινωνίες ο Γιώργος Αντωνίου. Αυτή εξάλλου είναι η μεγάλη πρόκληση ενός άξιου ερευνητή απέναντι στη λήθη του χρόνου: μπορεί ο πόνος για τη φυσική του απουσία να καλύπτεται από το εύρος, τη δύναμη και τη σημασία του έργου του. Έγραφα τα παραπάνω σε μια παρουσίαση του τελευταίου διπλού σημαντικού έργου του σχετικά με τις επαγγελματικές ενώσεις των εμποροβιοτεχνών στο Ναύπλιο και το Άργος και ανακεφαλαιώνοντας σημείωνα ιδιαίτερα τη μεγάλη εμπειρία που είχε αποκτήσει ο Γιώργος μέσα από τις έρευνες αυτές γεγονός που εγγυόταν και την ποιότητα του τελικού κειμένου και του φωτογραφικού λευκώματος. Ακριβώς γι’αυτά, ο Γιώργος Αντωνίου μπορούσε να κινείται με μεγάλη άνεση ανάμεσα σε κείμενο και εικόνα δίνοντας ιδιαίτερο νόημα και βάθος στην στατικότητά τους. Κατάφερνε δηλαδή να δημιουργεί κίνηση από το τότε στο σήμερα. Για παράδειγμα, η ανάγνωση μιας παλιάς φωτογραφίας μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους και το ίδιο συμβαίνει με το κείμενο που παρατίθεται συνοδευτικά ή ελεύθερο από την εικόνα. Έτσι, οι δεκάδες φωτογραφικές στιγμές αποτυπώνουν, πρόσωπα, κινήσεις επαγγελματικές, συναισθήματα καθώς αγγίζουν τη μοναδικότητα που προσφέρει η στιγμιαία λήψη τους. Ταυτόχρονα, δίπλα, πιο κάτω, μια μαρτυρία γραπτή που εμφανίζεται ως διαφήμιση, ως ανακοίνωση, ως ενημερωτικό δελτίο, επιτρέπει τη βαθύτερη κατανόηση της φωτογραφικής μοναδικότητας για να τη συνδέσει ο αναγνώστης με τα δικά του βιώματα, με τις δικές του ανάγκες κοινωνικής και επαγγελματικής αναγνώρισης και ανάγνωσης μιας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας που βιώνει και που δεν είναι ξεκομμένη από την ιστορική και ανθρωπολογική της πορεία. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποκτούσαν, όσο ωρίμαζε η ερευνητική δεινότητα του Γιώργου, μια παιδαγωγική διάσταση για όσους από εμάς είχαν παρεμφερείς ανησυχίες.
Είχα γράψει αρκετές κριτικές για τα θέματα που παρουσίαζε ο Γιώργος αλλά κάτι που ίσως δεν υποστήριξα όσο πολύ θα έπρεπε, είναι το γεγονός πως οι έρευνες και το υλικό που δημοσιοποιούσε ο Γ.Αντωνίου ξεπερνούσαν κατά πολύ την τοπική εμπειρία κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Δεν αποτελούσαν απλά ένα ιδιαίτερο κομμάτι της συνολικής εθνικής ιστορικής διαδρομής, αλλά έδιναν κυρίως τη δυνατότητα επιπλέον επεξηγηματικών στοιχείων που επέτρεπαν συνδυασμούς μιας κατά το δυνατόν ολοκληρωμένης εικόνας των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών δυνατοτήτων της εποχής. Ουσιαστικά η «εποχή» ήταν εκείνη που ενδιέφερε τον ερευνητή Γ.Αντωνίου και ολόκληρη η σκληρή και ακατάπαυστη δουλειά του επικεντρωνόταν, με μοναδική συνέπεια, στη συλλογή των τεκμηρίων της. Μόνο έτσι, μπορεί να εξηγηθεί η σχέση που μπορούν να έχουν οι αλευρόμυλοι («Μύλοι της Αργολίδας», 2003) με τα σαραβαλάκια («Παλαιά αυτοκίνητα στην Αργολίδα», 2005), οι παλιές επιγραφές («Παλιές επιγραφές της Αργολίδας», 2005) με τα μοντέρνα γκράφιτι («Γκράφιτι της Αργολίδας», 2005).
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό της δουλειάς και του έργου που μας κληροδότησε ο Γ.Αντωνίου είναι ένας απίθανος ονομαστικός κατάλογος όσων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονταν στο επίκεντρο της κοινωνικής, οικονομικής και καλλιτεχνικής δράσης. Η καταγραφή των δεκάδων ονομάτων επαγγελματιών, αλλά και των απλών κατοίκων που συμμετείχαν στην διαμόρφωση μιας καθημερινότητας «εποχής», εκτός από τη φωτογραφική τους αποτύπωση, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γ.Αντωνίου. Η μικρή ιστορία των ανθρώπων έρχεται σε πρώτο πλάνο και η μνήμη τους αποκαθίσταται σα να ήταν ένα από τα κυριότερα μελήματα του ερευνητή. Από την άποψη αυτή οι έρευνες του Γ.Αντωνίου υποκρύπτουν μια ηθική διάσταση που μόνο ένας ερευνητής με τις κοινωνικές ευαισθησίες του Γιώργου θα μπορούσε να μετατρέψει σε έναν από τους βασικούς άξονες των ερευνητικών του προσπαθειών. Και δεν είναι μόνο η «παλιά πλευρά» του ερευνητικού ζητήματος που κυριαρχεί στην επιδίωξη αυτή. Δεν είναι δηλαδή, χάριν ιστορικής μνήμης, που ο Γ.Αντωνίου δίνει το λόγο στους δημιουργούς αυτής της ιστορίας. Είναι κυρίως η αντίληψη της ενεργητικότητας, του ρόλου δηλαδή που παίζει η ανθρώπινη δράση στη διαμόρφωση της ιστορικής στιγμής ή της εποχής. Στις 24 Ιουνίου 2005 – θα το αναφέρω για παράδειγμα – παρουσίαζα στον τοπικό τύπο τη βραδιά graffiti που είχε οργανώσει ο Γ.Αντωνίου με τις εκδόσεις «Εικόνα» του Ν.Γ.Χριστόπουλου, στο Café ΑΓΟΡΑ στο Ναύπλιο («Μια βραδιά ξεχωριστή και graffiti» ήταν ο τίτλος), με την ευκαιρία της έκδοσης του λευκώματος με τον τίτλο «Τα γκράφιτι της Αργολίδας».
Η ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος ήταν ότι ξέφυγε εντελώς από τα κλασικά πλαίσια μιας παρουσίασης, δίνοντας ένα βήμα έκφρασης στους νέους και παρουσιάζοντας τη δουλειά ενός γκραφίστα στο ευρύ κοινό. Άσπρα πανώ είχαν τοποθετηθεί στη μικρή πλατεία και νέοι με τα χρώματά τους σε σπρέυ παρουσίαζαν τις συνθέσεις τους. Στο κείμενο αυτό τελείωνα γράφοντας: «Μια ωραία και πολύ graffiti βραδιά. «Είσαι ο μόνος που το σκέφτηκε», είπαν οι νέοι στο Γιώργο Αντωνίου φεύγοντας. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που σκέφτονται κάτι».
Ανάμεσα στο σήμερα και το χθες, η ακάματη ερευνητική διάθεση του Γιώργου Αντωνίου έμοιαζε κάπως με το μέρμηγκα που μαζεύει… για να έχει. Ένα τεράστιο λαογραφικό υλικό καταχωρημένο σε θεματικές ενότητες έχει ήδη δημοσιοποιηθεί και ένα ακόμα μεγαλύτερο, από όσα γνωρίζω από τις συζητήσεις μας, μένει ακόμα άγνωστο στο ευρύ κοινό, αδημοσίευτο. Στην τελευταία του εκδήλωση στο Ναύπλιο κατάφερε να συγκινήσει και πάλι καθώς οι παρουσιάσεις του, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν απλώς θεματικές, αλλά αναδείκνυαν την ανθρώπινη παρουσία και ενέργεια σε πρώτο πλάνο. Μέσα στην αίθουσα, σαν σε καθρέπτη, πόσοι δεν είδαν ξανά τους εαυτούς τους σε στιγμές καθημερινότητας μιας άλλης εποχής! Και η εικόνα αυτή επαναλαμβανόταν σε κάθε του παρουσίαση.
Η είδηση του ξαφνικού θανάτου του Γιώργου Αντωνίου συντάραξε την αργολική κοινωνία και ιδιαίτερα όσους τον γνώριζαν από κοντά και είχαν συνεργαστεί μαζί του. Η απώλεια δεν ήταν μόνο φυσική, όσο κι αν αυτό δημιουργεί ένα παντοτινό κενό ιδιαίτερα στην οικογένεια. Η απώλεια του Γιώργου Αντωνίου σήμαινε ταυτόχρονα και μια βαρύτατη απώλεια για τον πνευματικό κόσμο της Αργολίδας και όχι μόνο αυτής. Ο ξαφνικός θάνατος υπερτόνισε το συναίσθημα κενού μιας «Αργολίδας που φεύγει», δίνοντας ακόμη περισσότερο χώρο στην αγνωσία, στο δογματισμό, στον εκβαρβαρισμό σκέψης και ψυχισμού, στην αγένεια που επιφέρει η καθημερινή απονέκρωση κάθε ερευνητικής διάθεσης, όχι φιλοσοφικού χαρακτήρα αλλά απλού νοήματος και βιώματος ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίο (θέλω να το ξαναθυμίσω!) ότι στον κούφιο αποχαιρετιστήριο λόγο που τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία, έπρεπε να αντιπαραβάλουμε το έργο μιας ζωής αγώνα για μιαν Αργολίδα και μιαν Ελλάδα που έπρεπε να μείνει, να κρατηθεί και να προχωρήσει στηριζόμενη στον πλούτο που ο Γιώργος με το μυαλό, το μάτι και τη μηχανή του κατέγραφε συστηματικά.
Πριν και πάνω από ιδέες που παραμένουν γράμμα νεκρό όσο το έργο και η καθημερινότητα εκείνων που τις επικαλούνται οδηγούν απλά σε (περι)χαρακώματα σφαγιασμού της ελεύθερης έκφρασης, το έργο του ερευνητή αναδεικνύει με έμφαση τη σημασία της συλλογικής ταυτότητας στο Χρόνο και παραμένει έργο που ανήκει σε Όλους. Αυτή είναι και η βασική, η αξεπέραστη αξία του έργου του Γιώργου Αντωνίου. Ο ίδιος είχε τις πολιτικές του ιδέες και προτιμήσεις και μάλιστα τις δημοσιοποιούσε με ιδιαίτερο δυναμισμό κατά την περίοδο πολιτικών εκλογών. Αυτό δεν αναίρεσε καθόλου την ευρύτητα πνεύματος με την οποία ανακαλούσε στις μνήμες μας το βιωματικό αποτέλεσμα της κοινής πορείας μας στην Ιστορία. Από την άποψη αυτή, ολόκληρο το έργο του Γιώργου Αντωνίου αντιπαλεύει την αποστεωμένη και μονοδιάστατη άποψη για το ποιοι είμαστε και, φυσικά, αδιαφορεί πλήρως για τις μεσσιανικές απόψεις του ποιοι «πρέπει» να είμαστε.
Έγραψα παραπάνω, πως ο ξαφνικός θάνατος του δημοσιογράφου και ερευνητή δίνει δυστυχώς μεγαλύτερο χώρο στην αγένεια και κυρίως στην αγένεια κυρίαρχου μικροαστισμού. Έχουμε πάντα την τάση σε τέτοιες στιγμές να ξεχνάμε (συνειδητά ίσως;) το υβρεολόγιο με το οποίο περιποιήθηκαν τον Γιώργο όσοι πρακτορεύουν με γλοιώδη διάθεση και πρακτική, τις «μεγάλες ιδέες και τα έργα δημοσίων προσώπων». Ο Γιώργος Αντωνίου και το έργο του στάθηκαν ανάχωμα στην επιβράβευση της ασημαντότητας, κράτησαν τον πήχη ψηλά ως προς τις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του σεβασμού του Άλλου και ανέδειξαν, ευτυχώς για την κοινωνία στο σύνολό της, τον πολιτισμό ως βασική αρχή κοινωνικής προόδου. Κάτι που αγνοούν απελπιστικά οι αναλφάβητοι μικροαστοί των λιβανωτών κάθε εξουσίας.
Αυτά στη μνήμη ενός ανθρώπου που στάθηκε σεμνός και ευγενικός, όπως τον γνώρισα αλλά και κατά τις σοβαρές κρίσεις και ομολογίες, προσιτός και αγωνιστής του πολιτισμού και της κοινωνικής προόδου. Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαίο πως και μετά τον θάνατό του, το έργο του συνέχισε να χαράζει δρόμους, να συναρπάζει και να μας χαρίζει εξαιρετικές στιγμές. Θυμάμαι την τελευταία εκδήλωση στη μνήμη του που έγινε στο Λυγουριό. Στο τέλος της εκδήλωσης παρουσιάστηκε το τελευταίο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αντωνίου με τίτλο «Το παιδί στην Αργολίδα του χθες», ένα ντοκιμαντέρ με πολύ καλό υλικό που έδωσε την ευκαιρία στο κοινό να ανατρέξει σε μνήμες ή ακόμη να μάθει για τις συνθήκες μέσα στις οποίες έζησαν και μεγάλωσαν οι προηγούμενες γενιές. Ας μου επιτραπεί να πω, έγραφα τότε, πως «ευτυχώς ο Γιώργος έφυγε νωρίς» για να μη βρεθεί στην ανάγκη να κινηματογραφήσει σήμερα παιδιά να γυρεύουν φαγητό στα σκουπίδια, με άθλια υπόδηση και ρούχα μέσα στο χειμώνα. Δεν θα βρεθεί στην ανάγκη να γυρίσει πίσω στο φωτογραφικό του υλικό με τα παιδάκια γύρω από το μαγκάλι και να τα κοιτάζει δακρύζοντας καθώς ακούει την είδηση του θανάτου ενός 12χρονου κοριτσιού από αναθυμιάσεις, ενός άλλου παιδιού από πείνα μπροστά σε φούρνο και πολλά άλλα δραματικά που συμβαίνουν στη χώρα μας σήμερα. Το τελευταίο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αντωνίου ήταν μια ακόμη προσφορά του ερευνητή στην τοπική κοινωνία και στην ελληνική λαογραφία.
Ο ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
Ο άνθρωπος έχει το εξαιρετικό προνόμιο του αυτοσαρκασμού. Στο «Ένας αιώνας εμποροβιοτέχνες του Άργους», ο Γ.Αντωνίου καταγράφει αυτό το προνόμιο δημοσιοποιώντας τη σαρκαστική διάθεση των ξυλουργών απέναντι στο θάνατο. Μάλλον την ίδια σαρκαστική διάθεση θα είχε και ο ίδιος. Ανάμεσα σε μια μοναδική προσωπική δυναμική που με το έργο της εμπλούτιζε διαρκώς τις γνώσεις μας για το χθες και τις διαθέσεις μας για το σήμερα και την απόλυτα τυχαία «επίσημη» επιβράβευση της διάθεσης αυτής, ο άνθρωπος πια και όχι ο ερευνητής έπρεπε, όπως και όλοι εμείς, να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της καταστροφικής πορείας που ακολούθησε η πολιτικά κυρίαρχη ομάδα αυτού του τόπου. Ο πραγματικός αυτός αγώνας υπονομεύθηκε από το αδυσώπητο άγχος και τα προβλήματα που δημιουργούσε η καθημερινότητα. Με τη σκέψη σε όλα αυτά τα προβλήματα που τα αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες οικογένειες σήμερα ενώ ταυτόχρονα, δίπλα μας, οι αετονύχηδες της κοινωνικής τσαπατσουλιάς εξακολουθούν να πίνουν στην υγειά των κορόιδων, αναρωτήθηκα για το πώς μπορεί κανείς να έχει αυτοσαρκαστική διάθεση απέναντι στο θάνατο.
Θυμήθηκα τους στίχους της «Διαθήκης» του Γ.Σουρρή, ακούγοντας τους κούφιους επικήδειους για το θάνατο του Γιώργου:
«Κανείς φίλος λόγο να μην απαγγείλει,
κι αν στο νου του τέτοιο έγκλημα περάσει,
να τον σακατέψουν στις σβερκιές οι φίλοι
κι είθε τη λαλιά του στη στιγμή να χάσει»
Γράφοντας την εισαγωγή για τα «Παλαιά αυτοκίνητα στην Αργολίδα» (2005), τελείωνα ως εξής : «Το εξαιρετικό βιβλίο που έχει στα χέρια του ο αναγνώστης, του παρέχει όλα τα ερεθίσματα για να θυμηθεί, να μάθει, να αισθανθεί, να θέσει νέα ερωτήματα, να ψάξει. Θα σημειώσω τέλος, πως με δεδομένες τις επίσημες νοοτροπίες, πολιτικές και πρακτικές για τον πολιτισμό αυτού του τόπου, το παρόν βιβλίο αποτελεί ένδειξη ηρωισμού του συγγραφέα του. Τελικά φαίνεται πως είναι η μοναδική οδός για να διασωθούν οι μνήμες αυτού του τόπου». Ναι! Είναι πράγματι η μοναδική οδός για να παραμείνει άσβεστη η μνήμη ενός ηρωικού ανθρώπου όπως ο Γιώργος Αντωνίου. Την Τρίτη 16 Αυγούστου 2016, από τις 8 το βράδυ, θα τιμήσουμε την παρουσία και το έργο του στην έκθεση βιβλίου στο Ναύπλιο με την Ένωση Συγγραφέων και Λογοτεχνών Αργολίδας.
by : tinakanoumegk


     ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. ΣΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΑΝ ΤΗΝ ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ. Απεδείχθη ότι το πνεύμα και το σώμα του Σκούρα διοικεί το Ξυλόκαστρο. Όπως είχε δώσει τη γραμμή, πριν λίγες ημέρες από τα γήπεδα, ο δήμαρχος ξεκίνησε την υλοποίησή της. Το Ξυλόκαστρο θα γίνει αθλητικό κέντρο. Η πλειοψηφία ψήφισε νέα γήπεδα στην παραποτάμια έκταση. ΠΟΙΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΟΤΙ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ; ΜΕ ΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ;
     Μιλάμε για πολύβουη συζήτηση αναπτυξιακά νεκρού λόγου. Άνθρωποι που ουδεμία σχέση έχουν με αυτό που είναι ΤΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ. Το λεγόμενο πνεύμα του τόπου ίπταται, αλλά δεν ευδοκιμεί στο μυαλό των δημοτικών συμβούλων. ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΘΡΑΣΥΤΑΤΟΙ, ΑΣΧΕΤΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΕΓΙΝΑΝ ΑΚΑΡΙΑΙΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΟΙ, ΑΝΑΠΤΥΞΙΟΛΟΓΟΙ… Ο δήμαρχος είπε ότι έχει όραμα. Μπορεί ο Ηλίας του 16ου υπογείου, μέσα στα σκοτάδια όραμα να έχει;  Εισηγήθηκε ο αντιδήμαρχος Καλύβας. Είπε και το δημοκρατικό ότι δεν χρειάζονται οι διαβουλεύσεις… Έλειπε και ο Ζάρρος να θυμώσει, γιατί αγαπούσε πολύ τις διαβουλεύσεις, όταν βέβαια ήταν δήμαρχος ο Κλαδούχος. Κάθε φορά έλεγε «να ανοίξουμε το θέμα». Ο δημοτικός σύμβουλος της Συμπολιτείας  κ. Ψυχογιός είπε ότι είναι «συνοδοιπόρος» του δημάρχου. Μίλησε και ο σύμβουλος Παναγουλόπουλος. Αυτός νόμισε ότι αφού ξέρει από μπάλα ξέρει και από χωροθέτηση αθλητικών εγκαταστάσεων. Eπόμενα, το χωροταξικό της Ελλάδας θα το αναθέσουμε στον Ρονάλντο.
    Το μεγαλύτερο έργο για τον Σύθα είναι ένα στρατηγικό σχέδιο ανάπλασής του. Τι είναι και τι πρέπει να γίνει εκεί από χρόνια έχουμε πει πολλά. Στο δημοτικό συμβούλιο με βάση και προοπτική λόγο είχε ο Αποστολόπουλος. Όμως είναι άδικο οι έστω και οι λίγες φωνές να χάνονται μέσα σε αυτό που αποκαλούν συμβούλιο, ένα κλουβί με τις αντικουκουβάγιες (της γνώσης εννοείται).

     Είπε ο δήμαρχος ότι μπήτς βόλεϋ παίζουν στην Βραζιλία. Εδώ θα έχουμε μια εκδοχή αυτογενούς επαρχιωτισμού… Εδώ έχουμε πνευματικές φαβέλες… με τα φευγάτα πνεύματα ενός υφέρποντα ερωτικού εξωτισμού.
     Οι πολίτες θα στηρίξουμε την κοινωνική αειφορία του τόπου μας. Θα αρνηθούμε μία μελλοντική αδυναμία διάκρισής του από άλλους που μπορούν να κάνουν τα ίδια. Απαιτούνται δράσεις που λόγω της ιδιαιτερότητάς μας δεν μπορούν να επαναληφθούν. Γι ΄αυτό με συνείδηση γνώσης ενός άλλου σχεδίου για τον Σύθα πρέπει εμπεριστατωμένα και με επιστημονική κάλυψη να προτείνουμε την απόρριψη ένταξης αυτού του κακόγουστου αστείου που θέλουν να ενταχθεί στο πρόγραμμα «αειφόρος ανάπτυξη», στον άξονα προτεραιότητας «ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΡΟΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ». Ούτε για αειφόρο ανάπτυξη μπορούμε να μιλάμε, ούτε για προστασία του περιβάλλοντος, και πολύ περισσότερο για αποδοτική χρήση πόρων.
     Εκεί που θα πάει για να αξιολογηθεί η ένταξη του έργου, στις κρατικές δομές, ας φέρει ο δήμαρχος τον προϊστάμενο των τεχνικών υπηρεσιών του, τους συμβούλους του, να μας εξηγήσουν και υπερασπίσουν την πρότασή τους. Εκεί θα μετατεθεί μία συζήτηση που δεν έγινε, μια διαβούλευση κλειστού χώρου, τοπικού επιπέδου, αλλά στα ανώτερα θεσμικά επίπεδα και τις επιτροπές αξιολόγησης. Και μακάρι, αν προβλέπεται μια τέτοια διαδικασία, να είναι ανοιχτή…

    Mία υποχρέωση ακόμα: η σχέση των αθλητικών θεαμάτων (που επανεμφανίζονται στο Ξυλόκαστρο) και η αποκοινωνικοποίηση (που εμφανίζεται στο Ξυλόκαστρο μαζί με τους φυσικούς αυτουργούς της). Δηλαδή ένα επόμενο σημείωμα ακόμα.


     Γρηγόρης Κλαδούχος / 10 Αυγούστου 2016
by : tinakanoumegk

Γράφουμε, μας έλεγε ο Jean – Bertrand Pontalis, όπως ονειρευόμαστε· ζωγραφίζουμε το έως τότε μη απεικονίσιμο, αυτό που ξυπνάει μέσα μας αμέσως μόλις αναδυθεί η επιθυμία να μετασχηματίσουμε την πραγματικότητα, ανοίγοντας έτσι ρωγμές και σχεδιάζοντας τοπία νέα που έως τότε μας ήταν αόρατα, που ήταν απόντα – διότι, ασφαλώς, κάτι ουσιώδες έβλεπε ο Clastres, όταν έγραφε ότι «κάτι υπάρχει στην απουσία». Γράφουμε όπως ονειρευόμαστε· αλλά, επίσης, γράφουμε επειδή ακριβώς ονειρευόμαστε.

Η έκδοση ενός περιοδικού -το ξέρουμε- δεν μπορεί να φέρει την επανάσταση· μπορεί εντούτοις να συμβάλει στη δημιουργική της «έκρηξη», ως θεσμίζουσας δραστηριότητας που αλλάζει τη ζωή, πουμεταμορφώνει τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων. Σ’ αυτό προσπαθούν να συμβάλουν οι Κοινοί Τόποι, εγχείρημα που κυοφορείται χρόνια, αλλά κατάφερε να πάρει την οριστική του μορφή μόλις τον Μάιο του 2016 – καθόλου τυχαία, θα λέγαμε, αναλογιζόμενοι τη διαχρονική σημασία και ομορφιά αυτού του μήνα. «Σε αυτή την κοινωνία», έγραφε ένας λησμονημένος μποέμ, ονόματι Ντεμπόρ, «όπου, όπως είναι γνωστό, η αυτοκτονία προοδεύει, οι ειδικοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ενοχλημένοι ότι είχε πέσει σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα τον Μάη του 1968. Εκείνη η άνοιξη αξίωσε επίσης έναν όμορφο ουρανό -χωρίς να ανέλθει με σαφήνεια σε αυτόν κατά τη διάρκεια της εφόδου-, καθώς αρκετά αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν και όλα τα υπόλοιπα δεν είχαν τη βενζίνη που χρειάζονταν για να μολύνουν. Όταν βρέχει, όταν υπάρχουν τεχνητά σύννεφα πάνω από το Παρίσι, μην ξεχνάτε ποτέ ότι υπαίτια είναι η εξουσία. Η αλλοτριωμένη βιομηχανική παραγωγή προκαλεί τη βροχή. Η επανάσταση ομορφαίνει τον καιρό».
Ξέρουμε ότι αυτή η μεγαλειώδης «έφοδος στον ουρανό» καταδικάστηκε γρήγορα στην ήττα που της επεφύλασσε η θεαματική αφομοίωση, μέσα από τη διαφημιστική ανακύκλωση του κάποτε ανατρεπτικού. Εκεί όπου οι καταραμένοι της ιστορίας είχαν το θράσος να αποχωρήσουν κυριολεκτικά από την κοινωνία, αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους σαν έκπτωτοι άγγελοι, οι απόγονοί τους εκπίπτουν σε οργανικό στοιχείο της μαζικής κουλτούρας: σήμερα προσποιούμαστε ότι η λύση του προβλήματος βρίσκεται στη στερεοτυπική επανάληψη, στην αναβίωση των προγενέστερων γεγονότων, όπως αυτά διαμεσολαβούνται από την εξιδανίκευση της μνήμης. Ξεχνάμε, έτσι, τον εύστοχο αφορισμό του Μαρξ ότι «η Ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα». Μολαταύτα, ξέρουμε, επίσης, ότι τα δημιουργικά σπέρματα που, κατά τρόπο αμφίσημο, συνυπήρχαν στην ιδέα της «εφόδου», είναι διαρκώς έτοιμα να πυροδοτήσουν μια νέα κοινωνικο-ιστορική κίνηση, αρκεί να τα αναζητήσουμε κατά τρόπο ιστορικά επίκαιρο, γονιμοποιώντας, έτσι, το πολιτικά πρωτότυπο.
Μπροστά στα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Γαλλία τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, και χωρίς να μπορεί κανείς μέχρι τώρα να διακρίνει τις διεργασίες του ανώνυμου πλήθους στις ολονυχτίες και τις γενικές συνελεύσεις, ακόμη και η πιθανολογούμενη κατάληξη ενός ακόμα κινήματος σε πολιτικό αδιέξοδο δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει αυτή την, έστω και μπεκετικής προέλευσης, ορμή να προσπαθήσουμε, να αναζητήσουμε τους Κοινούς Τόπους, ακόμη κι αν στο τέλος αποτύχουμε, ακόμη κι αν στο τέλος αποτύχουμε για ακόμα μια φορά, ακόμη κι αν στο τέλος αποτύχουμε καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Στο αντίθετο άκρο αυτής της προσπάθειας, ιδού το αποκορύφωμα της κίνησης του πολιτισμού μας, το τελευταίο στάδιο του καταναλωτικού οικουμενισμού, ο χαρούμενος μηδενισμός της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας: εργασία και θεάματα, ελεύθερη αγορά και ανθρώπινα δικαιώματα, φεστιβάλ και συνέδρια, τεχνο-επιστήμη και new age ιδεολογίες, κοινοβουλευτισμός και υπερ-γραφειοκρατία, κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τρομοκρατία. Πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς την κατάντια της ζωής στον φιλελεύθερο κόσμο, και πώς να αποφύγει το στερεοτυπικά τετριμμένο, μιλώντας για την (εξαρχής προαναγγελθείσα) κατρακύλα της ετεροθαλούς αδελφής του, της αριστεράς (τελικώς, όμως, του ίδιου του μαρξισμού εν τω συνόλω); Πού βρισκόμαστε σήμερα, και τι ακριβώς μπορεί να δώσει λύσεις σ’ αυτό το τέλμα; Ένα νέο πολιτικό και φιλοσοφικό ρεύμα ή μια απόπειρα ανασκαφής του «παλιού» ριζώματος; Απορία εύλογη που, ασφαλώς, αγκαλιάζει και το παρόν εγχείρημα. Και τα δύο, είναι πιθανώς η απάντηση.
Αλλά η αναζωογόνηση, η ανανέωση, η νεολατρεία, έχουν καταλήξει δημόσιοι καταναγκασμοί, και το να προτάσσει κανείς το απολύτως «νέο», θα σήμαινε αυτομάτως τη συμμόρφωσή του με το σύστημα, την ίδια στιγμή που το να αναζητεί κανείς τις ρίζες και τις καταγωγές του στη λειτουργία του πεπαλαιωμένου, του vintage, του παρελθόντος ολόκληρου ως προστιθέμενης αξίας του νέου, και ως αναμνησιακού τουρισμού και αισθητικής παροντοποίησης του ιστορικού χρόνου, φαντάζει διαδικασία ήδη κατοχυρωμένη στον ιμπεριαλισμό του εμπορεύματος, όπως θα λέγαμε με τους αναχρονιστικούς όρους μιας άλλης εποχής – μοιάζει, με άλλα λόγια, με ένα είδος ριζοσπαστικού κομφορμισμού. Μπροστά στη γενικευμένη κοινοτοποποίηση του σημαντικού, εδώ, μάλλον, αυτό που ενδιαφέρει είναι η με κάθε σοβαρότητα φροντίδα για το κοινότοπο, για τον εμφανίσιμο, αναγνωρίσιμο, κοινό για όλους τόπο· η αποκάλυψη της πραγματικής ζωής δια του λόγου. «Εδώ δράση μας είναι ο λόγος», όπως θα γράψει ο Καστοριάδης στις σελίδες τουΣοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Δεν θα έπρεπε να μας αφορά, τουλάχιστον όχι σε πρώτο βαθμό, αν αυτό που λέγεται και αποκαλύπτεται είναι παλιό ή νέο, αλλά ότι έτσι είναι – αν είναι.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, χρειαζόμαστε την ανάδυση του ομιλούντος ατόμου, αυτού που θα βρει τη δύναμη και το σθένος να αντιπαρατεθεί τόσο στη μηντιακή απεραντολογία, στην οπτική επίστρωση της φλυαρίας όσο και στον ακαδημαϊκό σχολαστικισμό, στην αέναη συσσώρευση ερμηνειών, καθώς και στις δύο περιπτώσεις, συναντούμε την κατάργηση της ομιλίας, της εκφώνησης ενός λόγου με λογική συνοχή και, ως εκ τούτου, την υποχώρηση κάθε δυνατότητας για νοηματική πληρότητα. Αν αδυνατούμε να πυροδοτήσουμε την αναγέννηση του δημοκρατικού και επαναστατικού προτάγματος, οφείλουμε τουλάχιστον να διατηρήσουμε τη φλόγα αναμμένη. Να μια ουσιαστική αξία, ένα αληθινό νόημα. Αν δεν μπορούμε να νικήσουμε (τι άσχημη λέξη), οφείλουμε τουλάχιστον να επιμείνουμε στην ιστορική ευθύνη που κληροδοτεί το παρελθόν στο μέλλον, με όχημα το παρόν – όλες και όλους εμάς.
Τέλος φόρμας
by : tinakanoumegk


Ίσως αυτό το καλοκαίρι να έχουμε το ρεκόρ χορού, τσίκνας, χαβαλέ… Ο κόσμος δεν έχει διεξόδους αισιοδοξίας, σε τι να πιστέψει. Προς το παρόν προσπαθεί να ξεχάσει την κατάστασή του ξεδίνοντας… Η απώθηση της πραγματικότητας την μεταθέτει και βέβαια την κάνει περισσότερο οδυνηρή.
 Οι Έλληνες δεν μπορούν να δουν τι τους έφταιξε και επόμενα δεν αντιλαμβάνονται τι πρέπει να κάνουν. Ακόμα κυριαρχούν οι απατεώνες  του μεταπολιτευτικού κύκλου. Η κοινωνία δεν μπορεί να συγκροτηθεί με όρους συνεκτικών αξιών που να την διαμορφώνουν. Κάτι νέο και μη φθαρμένο, οι φθαρμένοι και οι παλιοί της παρακμής κάνουν το παν ώστε να μην εμφανισθεί. Να μην υπάρξει ένας φορέας ιδεών αλήθειας και πρότασης. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει όσο η κοινωνία βρίσκεται σε λήθαργο και δεν υπάρχει πρόταση. Εφόσον Ελληνικό κράτος τυπικά υπάρχει και την κυριαρχία του κατέχουν άλλοι, διέξοδος είναι η προγραμματική από τα κάτω κίνηση που είναι ταυτόχρονα επίκαιρη έκφραση λαϊκής αυτοάμυνας.
Οι παρατηρήσεις του Β. Χ. σωστές, γιατί η κοινωνία και είναι εξορισμένη από τα πολιτικά πράγματα, αλλά και τροφοδοτείται με πολιτισμικού τύπου αποικιοποίηση. Μη έχοντας πολιτικά κριτήρια, αναφορές, μία αντίληψη του μέλλοντός της, γυρνάει στο παρελθόν, στην παράδοσή της, εξιδανικεύει το χθες.  Ζει το σήμερα με παλιές εμπειρίες ζωής. Αυτοκαταναλώνεται και δεν συγκροτείται. Ενώ άνθρωπος είναι αυτός που διεκδικεί, που προτείνει. Και δυστυχώς κρατούν τον Έλληνα δέσμιο της μίζερης καθημερινότητάς του.
Aν ρωτήσεις, όλοι είναι αντίθετοι προς το σύστημα, και θεωρούν καταφύγιο ελευθερίας πράξεις που κινούνται στο πεδίο της ελεγχόμενης σκέψης και συμπεριφοράς. Πολλοί απαντούν «ας είμαστε καλά», ή «αυτό μας έμεινε». Είναι και η μοναδική ταύτιση του εγώ με το μας, εμείς. Ο Μεγάλος Αδελφός παρακολουθεί τον έγκλειστο και έχει τον έλεγχο των ορίων αντίδρασής του.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΟΥΣΕΛΑ

Βαγγέλης Χουσελάς: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ... ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΣΙΚΝΑ..


"Κάτσε και στοχάσου, αν δεν είσαι έτοιμος να παλέψεις για την ελευθερία σου, τότε δεν σου αξίζει"
Ν.Καζαντζάκης

Μένω έκπληκτος με την εικόνα της πόλης μου, σε κάθε γωνιά της σε κάθε σημείο που μπορεί να βάλει κάποιος μια αφίσα ένα πανό μια φωτογραφία γίνεται συνωστισμός…δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποια εκδήλωση γίνεται..!! κάθε μέρα και μια συναυλία, ένα θεατρικό δρώμενο, εκθέσεις, πανηγύρια, όλοι μέσα στην τρελή χαρά…. Το ίδιο σκηνικό πρέπει να ισχύει για όλο τον Νομό. Από αφίσες , πανό και διερχόμενους με μεγάφωνα αντιλαμβάνομαι να επικρατεί η ίδια ατμόσφαιρα από την Κόρινθο μέχρι το Ξυλόκαστρο….όλος ο νομός ένα πανηγύρι…απίστευτο και όμως αληθινό … κάθε βράδυ εκδήλωση , κάθε βράδυ ψητά γουρουνόπουλα , μπύρες και κλαρίνα. Η τσίκνα μας έχει σκεπάσει για τα καλά , μας έχει σκεπάσει το μυαλό , την μνήμη, μας κρύβει όλα αυτά που συμβαίνουν γύρο μας..

Πρέπει να είμασταν έτοιμοι χρόνια τώρα για τα μεγάλα πανηγύρια που ζούμε…πώς να ερμηνεύσω αλλιώς αυτή την αφασία που ζούμε, ως κοινωνία , ως πολίτες και κυρίως ως Ελληνες ;

Ζούμε στην κυρίαρχη κουλτούρα της πολιτικής απάθειας και του άκρατου καταναλωτισμού…εξάλλου χρόνια πριν ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε πει πως : η κατανάλωση έκανε το εγώ κυρίαρχο και ατόνησε τον ομαδικό κοινωνικό ρόλο του πολίτη, ο οποίος για να μπει στην κατανάλωση και στο άρμα της προσωπικής επιτυχίας ξέχασε την κοινωνία.

Ισως το πιο οδυνηρό τίμημα της νεοτερικότητας να είναι η απώλεια της κοινότητας, η αδυναμία μας να αντιδράσουμε σε όλα αυτά που έχουν συμβεί και συμβαίνουν γύρω μας . Μάλλον από καιρό θα πρέπει να έχουμε πάψει να είμαστε πολίτες απλά δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι…η πλειοψηφία του κόσμου βεβαίως εν μέσω καλοκαιρινής ραστώνης σχεδιάζει που θα πάει διακοπές η κυνηγάει Πόκεμον !!! , βεβαίως κάποιοι λίγοι που βλέπουν τα εισοδήματά τους να χάνονται , ψιλομουρμουρίζουν , αλλά απέχουν πολύ από το να οργανωθούν σε ομάδες διεκδίκησης των αυτονόητων.

Πανηγύρια και τσίκνα…όταν περνάνε τις μειώσεις των συντάξεων , την επιστροφή αναδρομικά του Ε.Κ.Α.Σ. από τους μικρούς συνταξιούχους, την αύξηση της φορολογίας εν μέσω του φορολογικού έτους !! τις επι πλέον εισφορές – κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων , που πάνε στην αποπληρωμή του Σισύφειου χρέους… μέτρα σε πλήρη αντίθεση με το σύνταγμα , που καταλύουν κάθε έννοια κράτους δικαίου και νομιμοποίησης μιας πολιτικής μέσω κοινωνικού συμβολαίου…

Πανηγύρια και τσίκνα….όταν ο Ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης ΕΜΣ (γνωστός ως ESM ) θα ελέγχει την εφαρμογή και των τριών μνημονίων...θα ελέγχει τα πάντα ..

Πανηγύρια και τσίκνα όταν έχουμε τη δέσμευση του συνόλου της περιουσίας μας (Δημόσιας και Ιδιωτικής) και την απογύμνωση από όλες τις ασυλίες του διεθνούς και Ευρωπαϊκού δικαίου…

Πανηγύρια και τσίκνα …όταν Η Χώρα μας έχει μετατραπεί σε χώρο…

Εκτιμώ πως βαδίζουμε ήδη προς ένα νέο Μεσαίωνα , πολύ φοβάμαι ότι σε λίγο καιρό θα μιλάμε στον δίπλα μας για όλα αυτά που προανέφερα και θα ακουγόμαστε σαν τρελοί η θα μας καίνε στις πλατείες όπως τις ' μάγισσες ' η Ιερά εξέταση τον καθαυτό Μεσαίωνα.

Αυτό που επιδιώκουν τελικά είναι να δημιουργήσουν στρατιές λοβοτομημένων που θα ανοίγουν το στόμα να τους ταίζουν…(πανηγύρια και τσίκνα)

Αυτή είναι η μεγάλη φτώχεια που έρχεται…. που ήρθε… δεν είναι τα capital Controls που πρέπει να σε φοβίζουν αλλά τα κοντρόλ στο μυαλό σου που όταν θα γίνει ολοκληρωτικό δεν θα υπάρχει κανένα περιθώριο ανάληψης αλλά ούτε και ανάνηψης….

Βαγγέλης Χουσελάς


Πηγή: http://www.parakato.gr/2016/08/blog-post_620.html#ixzz4GewcZ69v
Posted on : Σάββατο 6 Αυγούστου 2016 [ 0 ] comments Label:

by : tinakanoumegk
ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΠΡΙΝ...
Στην εκπομπή της ΕΡΤ ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΛΛΑΔΑ την παρουσίαση του δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης έκανε ο δήμαρχος Ηλίας Ανδρικόπουλος και ο Αποστόλης Θεοδωρόπουλος, που ασχολείται με ζητήματα τουριστικής προβολής.
Από αυτά που είπε ο Δήμαρχος μπορούμε να βγάλουμε αρκετά συμπεράσματα. Για την επάρκεια ή ανεπάρκειά του. Για το επίπεδο γνώσης του δήμου που είναι δήμαρχος. Σε γενικές γραμμές οι απαντήσεις του στα ερωτήματα των παρουσιαστών της εκπομπής, ή ήταν γενικόλογες ή δεν απαντήθηκαν καθόλου. Αφού σε κάποια στιγμή η παρουσιάστρια του είπε «να γίνουμε πιο πρακτικοί».
Αυτά που ρωτήθηκε και δεν απάντησε ήταν:
1. Ποια είναι τα όρια του δήμου
2. Ποια είναι τα προϊόντα με ονομασία προέλευσης
3. Αν υπάρχουν τυποποιητήρια, συσκευαστήρια
4. Τι θα προσφέραμε ως σπεσιαλιτέ αν έρχονταν κάποιοι.
Στο τελευταίο (4) είπε «θα σας υποδεχθούμε με αγάπη, που λείπει σήμερα, ό,τι σας προσφέρουμε θα είναι τοπικό, υγιεινό, όχι μεταλλαγμένο, σίγουρα υπάρχουν και ψάρια και κρέατα, ζωντανά που εκτρέφονται στο δήμο μας, πάντα σε ένα φιλικό περιβάλλον».
Ας αρχίσουμε από αυτό. Δικαιολογείται η αμηχανία του να απαντήσει γιατί έχει εξαφανισθεί κάθε τοπική γαστρονομική ιδιαιτερότητα. Το ερώτημα όμως είναι τι κάνει ως δήμαρχος, για την ανασύσταση μιας τοπικής διατροφικής ταυτότητας. Ακόμα περισσότερο ως γεωπόνος θα έπρεπε να επενδύσει στην ανάκαμψη της διατροφικής γεωργίας. Αυτά είναι δύσκολο να τα κάνει κάποιος που κινείται στη σφαίρα σουβλάκια, καφέδες, παραλιακά μαγαζιά, πελάτες θερμοκηπίου-μέσα σε νάϋλον κατασκευές, χαμηλής αισθητικής.
Στα (3) και (2) η παρουσιάστρια νόμιζε ότι ο δήμος ήταν σε υψηλότερο επίπεδο. Ότι αυτή η κοινωνία μέσα από τις οικονομικές, ή αυτοδιοικητικές δυνάμεις της, ή ακόμα και από την εταιρικότητα αυτών των δύο, θα είχε προβλέψει το πρωτογενές υλικό της γεωργικής παραγωγής να το επεξεργασθεί, με αποτέλεσμα ένα υλικό προστιθέμενης ανταλλακτικής αξίας.
Στο παραπάνω σημείο (1):η μη απάντηση πρέπει να συνδυαστεί με την άγνοια της γεωγραφίας, της ιστορικότητας, του παραγωγικού συστήματος του δήμου που είναι δήμαρχος. Δεν είπε μία λέξη για την περιοχή του πρώην δήμου Ευρωστίνης που σήμερα συναποτελεί με αυτόν του Ξυλοκάστρου το νέο δήμο. Απορώ που οι εκλεγμένοι από την Ευρωστίνη δημοτικοί σύμβουλοι σιωπούν. Αλλά εκεί που φαίνεται ότι ο δήμαρχος δεν γνωρίζει τον δήμο του είναι το σημείο που επαναλαμβάνει τα περί τουριστικού χαρακτήρα του . Αυτήν την άποψη περί τουριστικού δήμου την είδαμε και πέρυσι, όταν σε κοινό τους κείμενο όλες οι παρατάξεις σε μία προκλητική έμφαση επαναστατικότητας ,για να μην φέρουν σκουπίδια από αλλού, ανέφεραν τότε τον δήμο μας ως τουριστικό.
Δεν γνωρίζουν με τι ασχολούνται οι άνθρωποι του δήμου. Πάνω από το 64% ασχολούνται με την γεωργία. Και σε κάθε περίπτωση καλό είναι να μάθει ο δήμαρχος και οι άλλοι ότι στο Ξυλόκαστρο-Ευρωστίνη δεν υπάρχει τουρισμός. Ας ανοίξουν κανένα λεξικό: τι σημαίνει τουρισμός. Και ας κάνουν στο δημοτικό συμβούλιο μία συζήτηση για το πώς θα δημιουργήσουμε τουριστική ροή. Σε αυτό είχα αναφερθεί το 2000 κάνοντας αντίστοιχη πρόταση-πρόσκληση.
Όταν δεν γνωρίζεις ένα αντικείμενο, δεν μπορείς να επενδύσεις πάνω σε αυτό. Δεν θα αναφέρω τις αστοχίες του δημάρχου όταν αναφέρθηκε στον «Γεωργιάδη, που περνούσε τα καλοκαίρια εδώ», ή το «όλος ο δήμος είναι μία υπέροχη παραλία». Μίλησε για τον Πευκιά, και δεν ανέφερε τον Σικελιανό. Θα του(ς) πρότεινα να διαβάσουν ένα κείμενο που υπάρχει στο πρόγραμμα της Αρμονικής Ανάπτυξης το 2002. Για τη σχέση αγωγής μέσω πνευματικού έργου και αισθητικής αγωγής μέσω του πρώτου ταυτοτικού κληροδοτήματός μας, του Πευκιά.
Είναι κρίμα που για τον δήμαρχο αλλά και όλους τους αντιπροσώπους που δεν έχουν συλλάβει τα σπουδαία, μεγάλα, που πάνω σε αυτά πρέπει να οικοδομηθεί η μελλοντική εικόνα του δήμου. Ένα παράδειγμα. Αν δεν αντιληφθείς την σπουδαιότητα της Ζάχολης δεν θα μπορέσεις να την αναπτύξεις. Η Ζάχολη εκτός από ιστορικότητα, συνταιριάζει τρία είδη τοπίου: οικιστικό-παραδοσιακό, αγροτικό και δασικό. Είναι σε μία ευρύτερη περιοχή που ξέχασε ο δήμαρχος να αναφέρει. Και πρέπει να καταλάβουν ότι το μέλλον είναι η ενδοχώρα, ο αγροτικός χώρος, να αναγεννηθούν οι παραγωγικές και αισθητικές παράμετροί τους. Αυτή είναι η απάντηση στην κρίση. Είναι εύκολο να κατηγορείς Μέρκελ, Βαρουφάκη και λοιπούς, και να μην κάνεις τίποτα να πλουτίσεις τον τόπο σου.
Για το δημοτικό συμβούλιο ο δήμαρχος είναι καλός: εκεί η μονότονη επανάληψη της «αγάπης», «ομόνοιας» κλπ πιάνει. Εκεί «τόχει». Για παραέξω όχι. Όταν μιλάει στους Έλληνες για το δήμο μας πρέπει να είναι πιο προσεκτικός.
Ο δήμαρχος , με αυτά τα θολά που ανέφερε στην τηλεόραση, έκανε γνωστό το θολό κάτοπτρο μέσα από το οποίο βλέπει το δήμο. Δεν ανέδειξε την υπόσταση της ταυτότητάς μας. Για όποιον προσέξει καλά ήταν πρόδηλος ο ψυχισμός αγωνίας του να καλύψει την άγνοιά του με καλοπιάσματα, γενικότητες. Ακόμα και στο θέμα τουρισμός που ίσως ήθελε να προβάλλει κατόρθωσε να τον προσβάλλει. Γιατί ο τόπος αξίζει τουριστική ροή με άλλα, ποιοτικά ενδιαφέροντα.
Ένας δήμαρχος πρέπει να γνωρίζει τα στοιχεία που καθορίζουν αυτήν την κοινότητα ανθρώπων που λέγονται Ξυλοκαστρίτες-Ευρωστίνιοι. Ποιοι είναι οι ενοποιητικοί παράγοντες που δημιουργούν το αίσθημα κοινής ζωής την ταυτότητα και αναγνωρισιμότητα του δήμου. Η επιλογή αυτών των στοιχείων είναι μία από τις προϋποθέσεις σύνταξης ενός τοπικού αναπτυξιακού προγράμματος.
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο 9-Αυγούστου-2015
by : tinakanoumegk

     Μα είναι ποτέ δυνατόν; Είναι δυνατόν να χάσει ποτέ η εξουσία τη μαγεία της, τη σαγήνη της, την ιδιαίτερη της λάμψη; Ίσως το πιο ισχυρό αφροδισιακό της εξουσίας να είναι αυτή η ιδιαίτερη άλως που διαθέτει. Μπορεί λοιπόν ποτέ να την απολέσει; Μα τότε θα συνέβαιναν τα ύστερα του κόσμου όπως θα έλεγε και ο συγχωρεμένος Μήτια Καραγάτσης. Έχουμε ξαναπεί ότι η εξουσία τελικά είναι εξουσία είτε με δεξιό είτε αριστερό πρόσημο. Όσο κυνικός και αν είναι αυτός ο σολιψισμός, όσο απογοητευτική κι αν φαίνεται μια τέτοια διαπίστωση, δυστυχώς συνιστά την πιο πικρή πολιτική αλήθεια. Δείτε τους Συριζανέλ που σήμερα  κυβερνάνε με τον τρόπο που παλιά κατήγγελλαν, δηλαδή με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και με τους "μισθωτούς" της Βουλής σε διακοσμητικό ρόλο.
     Όμως στην Ελλάδα της πρώτης φθοράς αριστερά συμβαίνει πασίδηλα αυτό ακριβώς το γεγονός:  Η εξουσία απομυθοποιείται, χάνει τη μαγεία της για να θυμηθούμε τον δημοφιλή όρο του Max Weber, κάθε μέρα περισσότερο. Ίσως είναι η πρώτη φορά που όλα, συλλήβδην, τα μαζικά μέσα επικοινωνίας αλλά και τα λεγόμενα social media χρησιμοποιούν το υποκοριστικό όνομα του προέδρου της Δημοκρατίας -και μάλιστα σχετλιαστικά, ειρωνικά, απαξιωτικά- όταν αναφέρονται στον ανώτατο άρχοντα της χώρας. Πρώτη φορά ο ανώτατος πολιτειακός άρχων απλά δεν εμπνέει σεβασμό ως πρόσωπο. Αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, σε ποιον σήμερα εμπνέει τον ελάχιστο σεβασμό, ποιος σήμερα ζηλεύει τη θέση του; Ακόμα και ο πιο ματαιόδοξος, ο πιο αρχομανής, ακόμα και ο τελευταίος ηγετίσκος της αντιπολίτευσης, ειδικά τη στιγμή αυτή, δεν ζηλεύει τον Αλέξη, δεν θα ήθελε επ' ουδενί να είναι στη θέση του. Το Μαξίμου μοιάζει τόπος τιμωρίας. Μα θα μου πείτε, ο Αλέξης ταξίδεψε ταξίδεψε στην Κίνα, συναντάται συχνά με τον Γιουγκέρ ή την Μέρκελ, μιλούσε την προηγούμενη εβδομάδα με τον Πούτιν ενώ τον έχει δεξιωθεί ο ίδιος ο Ομπάμα στον Λευκό Οίκο. Θέλουμε, δεν θέλουμε ο Αλέξης είναι ένας διεθνής σταρ, έστω και αναλώσιμος. Αφού έχει εξασφαλίσει τα 15 λεπτά  δημοσιότητας του Άντι Γουόρχολ για πολύ μεγαλύτερο, χρονικό διάστημα και με σαφώς πιο εντυπωσιακή,με παγκόσμια εμβέλεια. Μετά όμως τι; Ποιό θα είναι το τέλος όλης αυτής της φαντασμαγορίας, αυτής της αυταπάτης όπως θα έλεγε κι ο ίδιος;
     Αν δεν έχουμε χάσει εντελώς το μυαλό μας και αν δεν μας έχει απορροφήσει αυτός ο υδαρής πολτός της καθημερινότητας και των ηλιθίων προτύπων που τα media προβάλλουν, όλη αυτή η "δόξα" του Αλέξη είναι και ανώφελη για το κοινωνικό σύνολο και επικίνδυνη για το μέλλον της χώρας. Ποιος αμφιβάλλει σήμερα πως ο Αλέξης, έστω και αν δεν αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον κάποιο ειδικό δικαστήριο, δεν θα υποστεί την αμείλικτη ετυμηγορία της ιστορίας; Προσωπικά συμπονώ το παλιό μου φίλο, τον ενθουσιώδη κομσομόλο του κόμματος, τον Αλεξάκη με το πλατύ αθώο χαμόγελο και τα πλατιά όνειρα, τώρα που αποδείχτηκαν πως δεν είναι καθόλου αθώα όνειρα και φιλοδοξίες αλλά μάλλον εφιάλτες για όλους μας. Δεν τον ζηλεύω λοιπόν καθόλου έστω κι αν πήγε στην Γουάσινγκτον ή την Νέα Υόρκη και είδε να γελάει πίσω από την πλάτη του ο ίδιος ο Clinton με τα γέλια του Ρασπούτιν. Ή, αν οι φίλοι του στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση μετά από κάθε μυστική ή φανερή συνάντηση τους, μετά από κάθε καινούργια παραχώρηση του, μετά από κάθε αναμενόμενη ή απρόβλεπτη κωλοτούμπα τόσο του ίδιου όσο και της κυβέρνησης που εκείνος κανοναρχεί. Ποιός ζηλεύει πια τον έλληνα πρωθυπουργό, τον Αλέξη Τσίπρα, ή τους περίφημους υπουργούς του, ή την συμπαγή, διορισμένη λόγω λίστας, κοινοβουλευτική του ομάδα στην οποία βασιλεύει η δημοκρατία του νεκροταφείου; Σε τι διαφέρει ο δεξιός αστός Βουλγαράκης από τον αριστερό αστό Φλαμπουράρη; Απλώς ο τελευταίος φρουρείται από περισσότερους μπάτσους και χρησιμοποιεί περισσότερα αυτοκίνητα. Μαξιμαλισμός!
     Ποτέ άλλοτε, το επαναλαμβάνω, ποτέ άλλοτε η Ελλάδα δεν είχε μια κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τόσο χαμηλού, τόσο αγοραίου επιπέδου, ποτέ άλλοτε τόσο ασήμαντοι, μικρονοϊκοί άνθρωποι δεν είχαν εισβάλει για να κορδακίζονται ξεδιάντροπα στο ναό της δημοκρατίας. Και δεν εννοώ μόνο τους Χρυσαυγίτες. Και ούτε βέβαια διαθέταμε ποτέ τόσο ασήμαντους, τόσο ανυπόληπτους, τόσο συμπλεγματικούς υπουργούς ή ανώτατους κρατικούς λειτουργούς όπως σήμερα.
     Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα παραδεχόμασταν ότι ανέκαθεν η εξουσία έβγαζε γέλιο. Ανέκαθεν ενέπνεε γελοιογράφους, επιθεωρησιογράφους, κωμωδιογράφους και ηθοποιούς που ανέβαιναν στη σκηνή μόνο και μόνο για να σατιρίσουν τα τρέχοντα πρόσωπα της κυβέρνησης ή τους παρδαλούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης. Θυμάμαι εδώ την κότα που συνοδεύει πάντα τον Κωνσταντίνο Τσάτσο εις ανάμνησιν της άστοχης παρέμβασης του ως προς το κατέβασμα των Ορνίθων των Κουν, Χατζιδάκι, Ρώτα, Ραλλούς Μάνου από το Ηρώδειο αλλά και το παρδαλό κατσίκι, πάλι του Φωκίωνα Δημητριάδη, που ακολουθούσε σταθερά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο ή ακόμα τα φρύδια του Καραμανλή όπως τα ζωγράφιζε ο αμίμητος- αμείλικτος Μποστ ή τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Τρίτο Δρόμο του δια χειρός Γιώργου Ιωάννου ή τον θείο Καραμανλή - προτομή και τον ανιψιό - εξουσία σε συνδυασμό με τον μπαμπά Αντρέα και τον υιό Γεωργάκη από το ιδιοφυές πενάκι του Δημήτρη Χαντζόπουλου.
     Και τώρα; Μα τώρα έχουν στομώσει και οι εμπνεύσεις και τα μολύβια τόσο των γελοιογράφων όσο και των κωμωδιογράφων. Καμιά επιθεώρηση το καλοκαίρι δε θα γελοιοποίησει τον Τσίπρα, ούτε θα παίξει με το επώνυμό του και την ομόηχη λέξη τσίπα στον τίτλο της ή κάτι ανάλογο. Τώρα, η ίδια η πραγματικότητα είναι γεμάτη από κωμικά  γκανγκς, γκάφες, γελοιότητες σε τρόπον ώστε να προκαλείται αυθόρμητος κλαυσίγελως αλλά και βαθύτατη οργή και απύθμενη απογοήτευση. Φερ´ ειπείν η διαπίστωση της Γεροβασίλη ότι είναι αντισυνταγματική μια αντικυβερνητική διαδήλωση στο Σύνταγμα. Η κοινωνία διακατέχεται από μια απογοήτευση τέτοια που κανένα κριτικό σχόλιο ή γελιογραφικό σκίτσο δεν μπορεί να ξεπεράσει... Το Μαξίμου είναι, μήνες τώρα, σταθερά αποκλεισμένο από οποιαδήποτε πρόσβαση και είναι φρουρούμενο από διμοιρίες και θωρακισμένα των ΜΑΤ, κανένας υπουργός δεν μπορεί εύκολα να κυκλοφορήσει δημόσια και πολύ περισσότερο να εμφανιστεί και να εκφωνήσει λόγους σε κομματικά ή μη ακροατήρια. Η αριστερή κυβέρνηση τρέμει πλέον και δεν θέλει πολλά-πολλά με τον λαό της! Η πλήρης απομυθοποίηση της εξουσίας!
     Η απόλυτη αποτυχία, η απόλυτη γελοιοποίηση, ο απόλυτος εκπεσμός της κυβέρνησης των Συριζανέλ, του Τέρενς, του Σπίρτζη, του Σκουρλέτη ή της Τζάκρη, η άκρα της απομάγευση έχει στερήσει από κωμωδιογράφους και σατιρικούς τα απαραίτητα εργαλεία, τα όπλα της εργασίας τους. Και είμαστε ακόμα στην αρχή.

     ΥΓ. Ο Νίκος Φίλης τείνει να γίνει, με όποιο κόστος σημαίνει αυτό, ο Άδωνις του Τσίπρα. Αδολέσχης και παντογνώστης, λαϊκιστής και προβοκάτορας μιλάει για πράγματα που αγνοεί υποκαθιστώντας  ως μη έδει σεβάσμιους ακαδημαϊκούς δασκάλους ξεφτιλίζοντας διδακτορικά και εξειδικεύσεις και καθιστάμενος το πιο ισχυρό επιχείρημα της αντιπολίτευσης. Ενώ ο Μητσοτάκης έχει μόνο έναν αδύναμο κρίκο, ο Τσίπρας διαθέτει περισσότερους. Όταν, κάποτε κατάκοπος κοιμάται ο Φίλης, ξυπνάει ευδιάθετος και έτοιμος για όλα ο Σπίρτζης και πάει λέγοντας. Ο θίασος της γελοιότητας μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ. Έτσι λοιπόν ο Φίλης με το σοβαροφανές, αυστηρό όσο και βαρετό ύφος του κατηχητή, κατάφερε να προσδώσει  στο απολίτικο κίνημα των "Παραιτηθείτε" μια σοβαρή θεωρητική ραχοκοκαλιά. Κατέστησε πάλι επίκαιρο τον σεφερικό λόγο: "Κύριε, όχι με αυτούς, ας γίνει αλλιώς το θέλημά Σου". Ο Φίλης, αφού κατάφερε ως διευθυντής της να μειώσει στο ήμισυ την κυκλοφορία της ήδη αποδεκατισμένης "Αυγής", τώρα θέλει να επιτύχει το ίδιο και στο κόμμα του.
Αναρτήθηκε από Μάνος Στεφανίδης
by : tinakanoumegk
by : tinakanoumegk



    Στο διαδίκτυο η κ. Μπουλούμπαση μου απάντησε σε ένα μικρό σχολιασμό μου.

Γρηγόρης Κλαδούχος κ. Μπουλούμπαση,
Πολύ καλά έκανε ο Δρόμος και κοινοποίησε το κείμενο αυτό. Αλλά για να είμαστε ακριβείς με τα δεδομένα, το ΡΚΚ δεν είναι απλά «μία δύναμη που παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή». Μην το «συστήνετε» έτσι. (στην έντυπη έκδοση)
Στην προηγούμενη σελίδα της εφημερίδας από αυτήν που δημοσιεύθηκε η παραπάνω ανακοίνωση (δηλαδή σελ. 15) ενημερωνόμαστε ότι ο Ερντογάν δεν είναι και τόσο κακός… όσο κάποιος Μόρσι... Μπορεί κάποιος να δικαιολογήσει την ανάγκη αυτής της σύγκρισης;
Μου αρέσει! · Απάντηση · 28 Ιουλίου στις 1:59 π.μ.
Άβα Μπουλούμπαση σέβομαι τις όποιες γνώμες-αντιρρήσεις , αρκεί να βασίζονται σε προσεκτικότερη ανάγνωση -τουλάχιστον- του ΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (που θυμίζω πως περιέχει αρκετά και ενυπόγραφα άρθρα σχετικά με το τουρκικό).Και κάτι χρήσιμο ..http://www.e-dromos.gr/erxetai-h-geopolitiki/

Έρχεται η γεωπολιτική | του Ρούντι Ρινάλντι Δρόμος της Αριστεράς
E-DROMOS.GR


   Επειδή πίσω από λέξεις κρύβονται πολλά, ας τα πούμε με περισσότερα λόγια ώστε να είμαστε περισσότερο κατανοητοί.
   Η κ. Μπουλούμπαση έδωσε μία τυποποιημένη απάντηση. Ίσως δεν διέκρινε διαφορές. Ανθρώπων, γεγονότων, κειμένων. Όχι μόνο διαβάζω προσεκτικά, αλλά προσπαθώ (τουλάχιστον) να διακριβώσω τους λόγους για τους οποίους κάποιος θέλει να  μου πει αυτά που γράφει. Αυτό δεν έχει πολλή σημασία μιας και ο καθένας μπορεί να νομίζει ό,τι θέλει για τον εαυτό του, αλλά  με την παρατήρηση που έκανα πάνω στο κείμενο του κ. Πισσία θα έπρεπε να καταλάβει ότι ψάχνω τις λέξεις, νοήματα, συνειρμούς, όχι μόνο για κάποια άρθρα αλλά αυτό ισχύει για κάθε έντυπο, με όσα προβάλλει πού θέλει να το …πάει. Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι ο προορισμός αυτών που έγραψε δεν είμαι εγώ. Νομίζω ότι οι πέντε αράδες που έγραψα έγιναν αντιληπτοί και σε άλλους που διακρίνουν ουσίες πέρα και πίσω από την πρώτη ματιά.

    Επί της ουσίας: μετά από τόσα που έχει κάνει και κάνει, είναι όχι μόνο λάθος να επιχειρηματολογούμε ότι ο φασίστας Ερντογάν είναι λιγότερο φασίστας από τον Μόρσι. Ανήκει στις συνθήκες εκείνες που επιβάλλουν εκμετάλλευση και ενδοφασιστικών αντιθέσεων; Πλουραλισμός απόψεων είναι άλλο, δεν είναι μία επίφαση δημοκρατικότητας που νομιμοποιεί αυτούς που δεν πρέπει, δεν είναι να κατηγοριοποιούμε τον Ερντογάν όπως κατηγοριοποιήθηκε. Αν ήταν έτσι θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από τους δικούς μας της επταετίας και να τους βαθμολογήσουμε.

    Η αριστερά στην Ελλάδα ατύχησε σε πολλά και εκφυλίσθηκε στο μόρφωμα το σημερινό. Ωστόσο δεν έγινε σε μια νύχτα του Αλέξη στας Ευρώπας, όπως και η αλλαγή στην Σοβιετική Ένωση δεν έγινε γιατί ο Γκορμπατσώφ αλλιώς κοιμήθηκε το βράδυ και αλλιώς ξύπνησε το πρωί. Το πρόβλημα με την στάση της Αριστεράς με την Τουρκία έχει βαθύτερες διαστάσεις ιστορικές, ιδεολογικές και πολλές άλλες. Πίσω από τις πέντε γραμμές που έγραψα βρίσκεται η αντίληψή μου ότι σχετικά με την Τουρκία την ευρεία αριστερά συνοδεύει μία παθολογία. Σε κείμενό μου που δημοσίευσε η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς (14/3/2011) σημείωνα: «…Τέλος, για τα ζητήματα διεθνισμού. Καλοί οι Ζαπατίστας, οι Παλαιστίνιοι. Είναι όμως έκφραση παρακμής η απουσία αλληλεγγύης σε απελευθερωτικά κινήματα, όπως το Κουρδικό και τον ηγέτη του Α. Οτζαλάν. Αυτός είναι ο Νέλσον Μαντέλα του Βοσπόρου. Στο πλευρό του είναι ο Ν. Τσόμσκι, Εντ. Γκαλεάνο, ο Ντάριο Φο κ.ά. Οι κυβερνώντες είναι βουτηγμένοι στην ενοχή, μετείχαν στο διεθνή χαφιεδισμό. Αλλά η ελληνική Αριστερά γιατί δεν μιλάει; Εξάλλου, υπερεθνικά δόγματα ασφαλείας, αμερικανικά και ατλαντικά, που θέλουν ξεπούλημα εθνικών δικαιωμάτων, θα ’πρεπε να τα διαχειριζόμαστε με πολιτικές διαμόρφωσης συσχετισμών αποτροπής τους, με συνομιλητές την κοινωνία πολιτών της περιοχής…». http://www.e-dromos.gr/%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AC-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82/


    Επειδή η κ. Μπουλούμπαση μου αντιτείνει το κείμενο του Ρούντυ Ρινάλντι, (εκδότη της εφημερίδας), αυτά είναι παλιές επεξεργασίες. Η Ελλάδα είχε ευρύ πεδίο δράσης, άλλους ορίζοντες, με τις γεωστρατηγικές/πολιτικές εξελίξεις μετά το 1989. Από όριο μίας περιοχής έγινε πόλος ανάκτησης κεντρικότητας. Τότε η αριστερά είχε ως ορίζοντα τις αίθουσες δικαστηρίων. Τώρα πλέον η πραγματικότητα απαιτεί νέα αναλυτικά εργαλεία.

    (γ. κ. - www.tinakanoume.gr)
by : tinakanoumegk
 «Η ταυτότητα εξακολουθεί να αποτελεί το πρόβλημα που ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της νεωτερικότητας», αναφέρει ο Kellner, και προσθέτει ότι «μακράν του να εξαφανίζεται από τη σύγχρονη κοινωνία, μάλλον ανακατασκευάζεται και επαναπροσδιορίζεται» – ωστόσο λίγες μόλις παραγράφους παρακάτω θέτει υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο είναι εφικτή αυτή η ίδια «η ανακατασκευή και ο επαναπροσδιορισμός», επισημαίνοντας ότι «η ταυτότητα στις μέρες μας γίνεται ένα παιχνίδι που επιλέγεται ελεύθερα, μια θεατρική παρουσίαση του εαυτού» και ότι «όταν αλλάζουμε ριζικά ταυτότητα όποτε το επιθυμούμε, ενδέχεται να χάσουμε τον έλεγχο».[2] Η αμφιθυμία του Kellner αντανακλά την παρούσα αμφιθυμία του ίδιου του ζητήματος. Ακούμε σήμερα για την ταυτότητα και τα προβλήματά της περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε στη νεωτερική εποχή. Εν τούτοις, αναρωτιέται κανείς εάν η τρέχουσα εμμονή δεν είναι μόνον άλλη μια περίπτωση του γενικού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τα πράγματα γίνονται αντιληπτά μόνο ex post facto· όταν εξαφανίζονται, όταν χρεοκοπούν ή αποδιοργανώνονται. Προτείνω ότι, μολονότι είναι αλήθεια ότι η ταυτότητα «εξακολουθεί να είναι το πρόβλημα», δεν είναι το ίδιο «πρόβλημα που υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της νεωτερικότητας». Στην πραγματικότητα, εάν το νεωτερικό «πρόβλημα της ταυτότητας» ήταν πώς να κατασκευάσουμε μια ταυτότητα και να τη διατηρήσουμε συμπαγή και σταθερή, το μετανεωτερικό «πρόβλημα της ταυτότητας» είναι πρωτίστως πώς να αποφύγουμε την προσήλωση και να διατηρούμε ανοικτές επιλογές. Στην περίπτωση της ταυτότητας, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, το σύνθημα της νεωτερικότητας ήταν η δημιουργία· στη μετανεωτερικότητα το σύνθημα είναι η ανακύκλωση. Ή θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν «το μέσον που ήταν το μήνυμα» της νεωτερικότητας ήταν το φωτογραφικό χαρτί (σκεφθείτε τα διαρκώς διογκούμενα οικογενειακά άλμπουμ, που ανάμεσα στις κιτρινισμένες σελίδες τους ανακαλύπτουμε τα ίχνη της αργής συσσώρευσης μη αναστρέψιμων και μη διαγράψιμων γεγονότων που προσδίδουν ταυτότητα), το απολύτως μετανεωτερικό μέσον είναι η βιντεοταινία (εξόχως διαγράψιμη και επαναχρησιμοποιήσιμη, υπολογισμένη να μη συγκρατεί τίποτε για πάντα, παραδεχόμενη τα τωρινά γεγονότα αποκλειστικά και μόνο υπό τον όρο της εξάλειψης των χθεσινών, αποπνέοντας το μήνυμα του οικουμενικού «μέχρι νεωτέρας» για οτιδήποτε θεωρείται ότι αξίζει να καταγραφεί). Η βασική ανησυχία για την ταυτότητα στη νεωτερική εποχή ήταν η έγνοια για την ανθεκτικότητα· σήμερα είναι η ανησυχία για την αποφυγή της δέσμευσης. Η νεωτερικότητα ήταν κτισμένη με ατσάλι και μπετόν· η μετανεωτερικότητα από βιοδιασπώμενο πλαστικό. Η ταυτότητα καθεαυτή είναι μια νεωτερική επινόηση. Το να λέμε ότι η νεωτερικότητα οδήγησε στην «αποσύνδεση» της ταυτότητας, ή ότι κατέστησε την ταυτότητα «αβαρή», είναι σαν να επιβεβαιώνουμε έναν πλεονασμό, εφόσον ουδέποτε «έγινε» η ταυτότητα ένα πρόβλημα· ήταν «πρόβλημα» από τη γέννησή της – γεννήθηκε ως πρόβλημα (με άλλα λόγια, ως κάτι για το οποίο χρειάζεται να κάνουμε κάτι – ως ένα καθήκον, μια αποστολή), μπορούσε να υπάρξει μόνο ως πρόβλημα· ήταν ένα πρόβλημα, κι επομένως έτοιμο να γεννηθεί, ακριβώς εξαιτίας εκείνης της εμπειρίας απροσδιοριστίας και αστάθειας που κατέληξε να διατυπώνεται ex post facto ως «αποσύνδεση». Η ταυτότητα δεν θα είχε στερεοποιηθεί σε μια ορατή και κατανοητή οντότητα παρά μόνο στην «αποσυνδεδεμένη» ή «αβαρή» μορφή. Συλλογίζεται κανείς την ταυτότητα όταν δεν είναι βέβαιος για το που ανήκει· με άλλα λόγια, όταν δεν είναι σίγουρος πώς να τοποθετηθεί μέσα στην ολοφάνερη πληθώρα από στυλ και πρότυπα συμπεριφοράς, και πως να βεβαιωθεί ότι ο περίγυρος του θα αποδεχόταν αυτή την τοποθέτησή του ως σωστή και πρέπουσα, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να γνωρίζουν πώς να πορευτεί η καθεμιά δίπλα στην άλλη. «Ταυτότητα» είναι ένα όνομα που δίνεται στη αναζήτηση της διαφυγής από την αβεβαιότητα. Ως εκ τούτου, η «ταυτότητα», μολονότι φαινομενικά ένα ουσιαστικό, συμπεριφέρεται σαν ρήμα, αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, ένα παράξενο ρήμα: εμφανίζεται μόνο σε μέλλοντα χρόνο. Αν και πολύ συχνά υποστασιοποιημένη ως χαρακτηριστικό μιας υλικής οντότητας, η ταυτότητα έχει το οντολογικό βάρος ενός προτάγματος και ενός αξιώματος. Το να πούμε «αξιωματική ταυτότητα» είναι λεκτική υπερβολή, καθώς ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη ταυτότητα παρά μόνο ως αξίωμα. Η ταυτότητα είναι μια ριζική προβολή αυτού που απαιτείται από ή και αναζητείται στο υπάρχον· ή, ακόμη ακριβέστερα, μια πλάγια επιβεβαίωση της ανεπάρκειας ή του ανεκπλήρωτου του τελευταίου. Η ταυτότητα εισήλθε στη νεωτερική σκέψη και πρακτική ενδεδυμένη εξαρχής ως μια ατομική αποστολή . Ήταν υποχρέωση του ατόμου να βρει διαφυγή από την αβεβαιότητα. Ούτε για πρώτη ούτε για τελευταία φορά, κοινωνικώς δημιουργημένα προβλήματα έπρεπε να επιλυθούν με ατομικές προσπάθειες, και οι συλλογικές ασθένειες να γιατρευτούν με ιδιωτική θεραπεία. Όχι ότι τα άτομα αφήνονταν στη δική τους πρωτοβουλία και ότι η οξύνοιά τους θεωρούνταν αξιόπιστη· το αντίθετο μάλιστα – προσθέτοντας στην ατζέντα την ατομική ευθύνη της αυτό-διαμόρφωσης γεννήθηκε ένα πλήθος από εκπαιδευτές, προπονητές, δασκάλους, συμβούλους και καθοδηγητές που ισχυρίζονταν όλοι τους ότι κατέχουν μια ανώτερη γνώση για το ποιες ταυτότητες θα μπορούσαν να αποκτηθούν και να διατηρηθούν. Οι έννοιες της κατασκευής ταυτότητας και της κουλτούρας (δηλαδή της ιδέας περί ατομικής ανικανότητας, της ανάγκης συλλογικής εκτροφής και της σημασίας ικανών και καταρτισμένων εκτροφέων) γεννήθηκαν και θα μπορούσαν μόνο να γεννηθούν μαζί. Η «αποσυνδεδεμένη» ταυτότητα ανήγγειλε ταυτόχρονα την ελευθερία επιλογών του ατόμου και την εξάρτηση του από την καθοδήγηση των ειδικών. Η νεωτερική ζωή ως προσκύνημα Η μορφή του προσκυνητή δεν ήταν μια νεωτερική επινόηση· είναι τόσο παλιά όσο και ο χριστιανισμός. Ωστόσο η νεωτερικότητα της έδωσε μια νέα σπουδαιότητα και μια δημιουργικά πρωτότυπη διαστρέβλωση. Όταν η Ρώμη ήταν ένας σωρός από συντρίμμια – ταπεινωμένη, εξευτελισμένη και λεηλατημένη απ’ τους νομάδες του Αλάριχου – ο Άγιος Αυγουστίνος σημείωνε τις ακόλουθες παρατηρήσεις: «Έχει γραφτεί πως ο Κάιν έκτισε μια πόλη, ενώ ο Άβελ σαν να ήταν απλώς ένας προσκυνητής πάνω στη γη, δεν έκτισε τίποτε». «Η αληθινή πόλη των αγίων βρίσκεται στους ουρανούς» · εδώ στη γη, αναφέρει ο Άγιος Αυγουστίνος, οι Χριστιανοί περιπλανιούνται «ως εάν σε προσκύνημα ανά τους αιώνες αναζητώντας το Βασίλειο της αιωνιότητας»[3]. Για τους προσκυνητές ανά τους αιώνες, η αλήθεια βρίσκεται αλλού· ο αληθινός τόπος βρίσκεται πάντοτε κάπου μακριά, σε κάποιο μακρινό χρόνο. Όπου κι αν βρίσκεται ο προσκυνητής τώρα, δεν είναι εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται, ούτε εκεί όπου ονειρεύεται να είναι. Η απόσταση ανάμεσα στον αληθινό κόσμο και αυτόν εδώ τον κόσμο φτιάχνεται από την αναντιστοιχία αυτού που πρέπει να επιτευχθεί και αυτού που έχει υπάρξει. Το μεγαλείο και η βαρύτητα του μελλοντικού προορισμού απαξιώνει το παρόν και το υποτιμά. Για τον προσκυνητή, ποιον σκοπό μπορεί να εξυπηρετεί η πόλη; Για τον προσκυνητή, μόνο οι δρόμοι έχουν νόημα, όχι οι κατοικίες – οι κατοικίες μας δελεάζουν να ξαποστάσουμε και να χαλαρώσουμε, να ξεχάσουμε τον προορισμό. Ακόμη και οι δρόμοι, ωστόσο, μπορεί να αποδειχτούν εμπόδιο παρά βοήθημα, παγίδες παρά σημεία διέλευσης. Μπορεί να παραπλανούν, να παρεκτρέπουν απ’ το σωστό μονοπάτι, να παρασύρουν. «Η ιουδαιο-χριστιανική κουλτούρα», γράφει ο Richard Sennet, « σχετίζεται, από τις ρίζες της, με εμπειρίες πνευματικού αναχωρητισμού και ανεστιότητας… Η πίστη μας ξεκίνησε ως ρήξη με τον τόπο».[4] Το «είμαστε προσκυνητές ανά τους αιώνες» ήταν, κατά τα γραφόμενα του Άγιου Αυγουστίνου όχι μια προτροπή, αλλά μια απλή διαπίστωση. Είμαστε προσκυνητές ότι και αν κάνουμε και είναι λίγα αυτά που μπορούμε να κάνουμε ακόμα κι αν το επιθυμούσαμε. Η επίγεια ζωή δεν είναι παρά ένα σύντομο προοίμιο στην αιώνια διατήρηση της ψυχής. Μόνο λίγοι θα εύχονταν και θα είχαν την ικανότητα να συνθέσουν μόνοι τους αυτό τα προοίμιο σε αρμονία με τη μουσική των ουράνιων σφαιρών – να μετατρέψουν τη μοίρα τους σε ένα συνειδητά αποδεκτό πεπρωμένο. Αυτοί οι λίγοι θα χρειαζόταν να αποδράσουν από τους περισπασμούς της πόλης. Η έρημος είναι η φυσική κατοικία που πρέπει να επιλέξουν. Η έρημος του χριστιανού ερημίτη βρισκόταν σε μακριά απ’ το σαματά του οικογενειακού βίου, μακριά απ’ την πόλη και το χωριό, απ’ την εγκόσμια καθημερινότητα, από την πόλιν. Η έρημος σηματοδοτούσε την δημιουργία μιας απόστασης ανάμεσα σε κάποιον και στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του, στη ζεστασιά και στην αγωνία της συνεύρεσης με άλλους, υπό το βλέμμα των άλλων, πλαισιωμένος και διαμορφωμένος απ’ την ενδελεχή επίβλεψή τους, τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες τους. Εδώ, στην επίγεια καθημερινότητα, τα χέρια του ήταν δεμένα, το ίδιο και οι σκέψεις του. Εδώ, ο ορίζοντας ήταν ασφυκτικά γεμάτος από καλύβες, αχυρώνες, αλσύλλια, περιβόλια και καμπαναριά. Εδώ, όπου και αν μετακινούνταν κανείς, βρισκόταν σε έναν τόπο, και το να είσαι σε έναν τόπο σήμαινε να παραμένεις καθηλωμένος στη θέση σου, κάνοντας αυτό που ο τόπος είχε ανάγκη να γίνει. Η έρημος, απ’ την άλλη, ήταν μια γη που δεν ήταν ακόμη τεμαχισμένη σε τόπους, και γι’ αυτό το λόγο ήταν η γη της αυτο-δημιουργίας. Η έρημος, έλεγε ο Edmond Jabès, «είναι ένας χώρος όπου κάθε βήμα δίνει τη θέση του στο επόμενο, που το αναιρεί, και ο ορίζοντας σηματοδοτεί την ελπίδα για ένα αύριο που μιλά». « Δεν πηγαίνεις στην έρημο για να βρεις ταυτότητα, αλλά για να τη χάσεις, να χάσεις την προσωπικότητά σου, να γίνεις ανώνυμος… Και μετά συμβαίνει κάτι αναπάντεχο: ακούς να μιλάει η σιωπή».]5] Η έρημος είναι το αρχέτυπο και το θερμοκήπιο της ωμής, απογυμνωμένης, πρωτόγονης και ουσιαστικής ελευθερίας που είναι η απουσία ορίων. Αυτό που έκανε τους μεσαιωνικούς ερημίτες να αισθάνονται τόσο κοντά στο Θεό μέσα στην έρημο ήταν το αίσθημα ότι οι ίδιοι ήταν σαν θεοί: αδέσμευτοι από τη συνήθεια και τη σύμβαση, από τις ανάγκες του σώματός τους και τις ψυχές των άλλων ανθρώπων, από τα πεπραγμένα του παρελθόντος και τις τωρινές πράξεις. Με τα λόγια των σημερινών θεωρητικών, θα έλεγε κανείς ότι οι ερημίτες υπήρξαν οι πρώτοι που βίωσαν την εμπειρία του «αποσυνδεδεμένου», «αβαρούς» εαυτού. Ήταν σαν θεοί, επειδή ότι έκαναν το έκαναν ab nihilo. Το προσκύνημα στο Θεό ήταν μια άσκηση στην αυτό-κατασκευή (αυτός είναι και ο λόγος που η Εκκλησία, θέλοντας να αποτελέσει τη μοναδική γραμμή επικοινωνίας με το Θεό, απέρριψε τους ερημίτες εξ αρχής – και σύντομα προχώρησε ώστε να τους εξαναγκάσει να περιοριστούν σε μοναστικά τάγματα, υπό την στενή επίβλεψη κανόνων και διαδικασιών). Οι Προτεστάντες, όπως μας είπε ο Weber, κατόρθωσαν έναν άθλο αδιανόητο για τους μοναχικούς ερημίτες του παλιού καιρού: έγιναν εγκόσμιοι προσκυνητές. Επινόησαν τον τρόπο να αναχωρούν για προσκύνημα χωρίς να εγκαταλείπουν την κατοικία τους και να εγκαταλείπουν την κατοικία τους χωρίς να γίνονται άστεγοι. Αυτό μπορούσαν να το κάνουν, ωστόσο, μόνον επειδή η έρημος απλωνόταν και έφτανε βαθιά μέσα στις πόλεις τους, ακριβώς μπροστά απ’ το κατώφλι της οικείας τους. Δεν επιχείρησαν να ταξιδέψουν μέσα στην έρημο· ήταν ο κόσμος της καθημερινής τους ζωής που μετατρεπόταν ολοένα και περισσότερο «όπως η έρημος». Όπως η έρημος, ο κόσμος γινόταν άτοπος· τα οικεία χαρακτηριστικά είχαν εξαλειφθεί, αλλά τα καινούρια που ήταν γραφτό να τα αντικαταστήσουν απόκτησαν το είδος μονιμότητας που άλλοτε θεωρούνταν μοναδικό στους αμμόλοφους της ερήμου. Μετά τη Μεταρρύθμιση, στη νέα πόλη της νεωτερικότητας, η έρημος άρχιζε από την άλλη πλευρά της πόρτας. Ο Προτεστάντης, αυτό το πρότυπο ( ή είναι απλώς μια αλληγορία;) του νεωτερικού ανθρώπου, όπως μας λέει ο Sennett, «γοητευόταν από την ερημιά, από έναν τόπο κενότητας που δεν επιδίωκε να τον αποπλανήσει». Ως προς αυτό δεν διέφερε από τον ερημίτη. Η διαφορά ήταν ότι αντί να ταξιδεύει προς την έρημο, ο Προτεστάντης εργαζόταν σκληρά για να κάνει την έρημο να έρθει σ’ αυτόν – να ξαναφτιάξει τον κόσμο όμοια με την έρημο. «Η αποστασιοποίηση, η ψυχρότητα και η κενότητα είναι ουσιώδεις λέξεις στην προτεσταντική γλώσσα του περιβάλλοντος· εκφράζουν την επιθυμία να δουν το εξωτερικό ως μηδέν, χωρίς αξία».[6] Αυτό είναι το είδος της γλώσσας με το οποίο μιλάει κανείς για την έρημο: του τίποτα που περιμένει να γίνει κάτι, έστω και για λίγο· της απουσίας νοήματος που περιμένει να της δοθεί νόημα, έστω και φευγαλέο· του χώρου δίχως περιγράμματα, έτοιμου να δεχθεί κάθε περίγραμμα που του προσφέρεται, τουλάχιστον μέχρι να του προσφερθούν άλλα περιγράμματα· ενός χώρου που δεν είναι σημαδεμένος με παλιές αυλακιές, ωστόσο γόνιμου ακόμη από τις προσδοκίες για αιχμηρά ινία· μιας παρθένας γης που δεν έχει οργωθεί και καλλιεργηθεί ακόμη· μιας γης του αέναου ξεκινήματος· του τόπου-μη-τόπου του οποίου το όνομα και η ταυτότητα δεν-είναι-ακόμη. Σε μια τέτοια γη, τα μονοπάτια σημαδεύονται από τον προορισμό του προσκυνητή, και υπάρχουν λιγοστά άλλα μονοπάτια να λογαριάσουμε. Σε μια τέτοια γη, κοινώς αποκαλούμενη ως νεωτερική κοινωνία, το προσκύνημα δεν είναι πια μια επιλογή του τρόπου ζωής· πόσο μάλλον μια ηρωική ή ιερή επιλογή. Το να ζει κανείς τη ζωή ως προσκύνημα δεν είναι πλέον το είδος της ηθικής σοφίας που αποκαλύφθηκε, ή ξεκίνησε, από τους εκλεκτούς και τους δίκαιους. Το προσκύνημα είναι αυτό που κάνει κανείς από ανάγκη, για να γλιτώσει από το να χαθεί μέσα σε μια έρημο· να επενδύσει την πεζοπορία με έναν σκοπό καθώς περιπλανιέται στη γη χωρίς προορισμό. Το να είναι κανείς προσκυνητής σημαίνει να κάνει περισσότερα απ’ το να περπατάει – μπορεί να περπατάει προς. Μπορεί να κοιτάζει πίσω τα χνάρια που άφησε στην άμμο και να τα βλέπει ως έναν δρόμο. Μπορεί να συλλογίζεται τον δρόμο που διάβηκε και να τον βλέπει ως μία πρόοδο προς, μια εξέλιξη, έναν ερχομό κοντύτερα σε· μπορεί κανείς να κάνει τη διάκριση μεταξύ «πίσω» και «μπρός», και να χαράσσει το «δρόμο προς τα εμπρός» ως μια ακολουθία από πατημασιές που δεν έχουν ακόμη σημαδέψει τη γη δίχως χαρακτηριστικά. Ο προορισμός, ο προμελετημένος σκοπός του προσκυνήματος της ζωής, προσδίδει μορφή στο άμορφο, δημιουργεί ένα όλον μέσα από το αποσπασματικό, χαρίζει συνέχεια στο επεισοδιακό. Ο κόσμος που μοιάζει με έρημο προστάζει τη ζωή να βιώνεται ως προσκύνημα. Αλλά επειδή η ζωή είναι ένα προσκύνημα, ο κόσμος στο κατώφλι μας είναι σαν έρημος, ανέκφραστος, καθώς το νόημά του δεν έχει εισαχθεί ακόμη σε αυτόν μέσα από την περιπλάνηση που θα τον μεταμόρφωνε στο μονοπάτι που οδηγεί στη γραμμή τερματισμού όπου ενυπάρχει το νόημα. Αυτή η «εισαγωγή» του νοήματος έχει ονομαστεί «κατασκευή ταυτότητας». Ο προσκυνητής και ο κόσμος σαν έρημος στον οποίο περπατάει αποκτούν τα νοήματά τους μαζί, και ο καθένας μέσω του άλλου. Και οι δύο διαδικασίες μπορούν και πρέπει να συνεχίσουν διότι υπάρχει μια απόσταση μεταξύ του στόχου (το νόημα του κόσμου και της ταυτότητας του προσκυνητή, πάντοτε όχι-ακόμη-φθασμένο, πάντοτε στο μέλλον) και της παρούσας στιγμής (τη στάση της περιπλάνησης και την ταυτότητα του περιπλανώμενου). Τόσο το νόημα όσο και η ταυτότητα μπορούν να υπάρξουν μόνον ως προτάγματα, και είναι η απόσταση που επιτρέπει να υπάρχουν ως προτάγματα. «Απόσταση» είναι αυτό που αποκαλούμε, στην «αντικειμενική» γλώσσα του χώρου, την εμπειρία που με «υποκειμενικούς» ψυχολογικούς όρους ονομάζουμε ως δυσαρέσκεια με και υποτίμηση του εδώ και του τώρα. Η «απόσταση» και η «δυσαρέσκεια» έχουν το ίδιο σημείο αναφοράς, και αμφότερες έχουν νόημα εντός της ζωής που βιώνεται ως προσκύνημα. Ο Φρόιντ παρατήρησε στο Πέρα από την αρχή της ηδονής ότι «είναι η διαφορά στην ποσότητα μεταξύ της απόλαυσης της ικανοποίησης που απαιτείται και αυτής που πραγματικά επιτυγχάνεται που παρέχει τον καθοδηγητικό παράγοντα που δεν θα επιτρέψει καμία στάση σε οποιαδήποτε θέση, αλλά, σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή «Ανυπότακτη πιέζει ολοένα προς τα εμπρός» (Φάουστ). Η Janine Chassequet–Smirgel[7] προσφέρει έναν εκτενή σχολιασμό πάνω σ’ αυτή τη σημαντική παρατήρηση, ανιχνεύοντας τις απαρχές της αυτό-ανάπτυξης, της κατασκευής ταυτότητας, κλπ. στην πρωταρχική κατάσταση της αναβεβλημένης ικανοποίησης, της παντοτινά αγεφύρωτης απόστασης μεταξύ του ιδεώδους του εγώ και των πραγματικοτήτων του παρόντος. Η «απόσταση» μεταφράζεται ως «αναβολή»… Το πέρασμα μέσα από τον χώρο είναι μια λειτουργία του χρόνου, οι αποστάσεις υπολογίζονται από τον χρόνο που είναι αναγκαίος για να τις καταργήσει. Το «εδώ» είναι η αναμονή, το «εκεί» είναι η ικανοποίηση. Πόσο μακριά είναι από εδώ ως εκεί, από την αναμονή ως την ικανοποίηση, από το κενό στο νόημα, από το πρόταγμα στην ταυτότητα; Δέκα χρόνια; Είκοσι; Όσο χρειάζεται για να εξαντλήσει κανείς όλη του την επαγγελματική ζωή; Ο χρόνος που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει για να υπολογίσει τις αποστάσεις πρέπει να είναι όπως οι χάρακες – ευθύς, μονοκόμματος, με ισαπέχουσες ενδείξεις, κατασκευασμένος από σκληρό και ανθεκτικό υλικό. Κι έτσι ήταν, πράγματι, ο χρόνος του νεωτερικού να-ζεις-προς-τα-προτάγματα. Όπως η ίδια η ζωή, ήταν κατευθυντήριος, συνεχής, και άκαμπτος. «Προέλαυνε» και «προσπερνούσε». Τόσο η ζωή όσο και ο χρόνος ήταν φτιαγμένοι στα μέτρα του προσκυνήματος. Για τον προσκυνητή, για τον νεωτερικό άνθρωπο, αυτό σήμαινε στην πράξη ότι μπορούσε-έπρεπε-είχε να επιλέξει το σημείο αφίξεως σχετικά νωρίς στη ζωή του με αυτοπεποίθηση, βέβαιος ότι η ευθεία γραμμή της μελλοντικής ζωής του δεν θα λυγίσει, δε θα συστραφεί ή παραμορφωθεί, δε θα διακοπεί ή στραφεί προς τα πίσω. Η αναβολή της ικανοποίησης, σε μεγάλο βαθμό όπως η στιγμιαία ματαίωση που γεννά, ήταν ένας αναζωογονητικός παράγοντας και η πηγή ζήλου στην κατασκευή ταυτότητας όσο ήταν συζευγμένη με την πίστη στη γραμμικότητα και σωρευτικότητα του χρόνου. Η βασική στρατηγική της ζωής ως προσκύνημα, της ζωής ως κατασκευή ταυτότητας, ήταν η «εξοικονόμηση για το μέλλον», αλλά η εξοικονόμηση για το μέλλον είχε νόημα ως στρατηγική μόνο όσο μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος ότι το μέλλον θα αντάμειβε τις αποταμιεύσεις με τόκους και το κέρδος που κάποτε προέκυπτε δεν θα διαγραφόταν, ότι οι αποταμιεύσεις δεν θα υποτιμούνταν πριν την ημερομηνία διανομής των κερδών ή θα ανακηρυσσόταν άκυρο το συνάλλαγμα· αυτό που σήμερα θεωρείται κεφάλαιο θα θεωρείται το ίδιο και αύριο και μεθαύριο. Οι προσκυνητές είχαν μερίδιο στην αξιοπιστία του κόσμου στον οποίο περπατούσαν· σε ένα είδος κόσμου που μπορεί κανείς να μιλήσει για τη ζωή ως μια συνεχή ιστορία, μια ιστορία που «έχει λογική», μια τέτοια ιστορία που καθιστά κάθε συμβάν το αποτέλεσμα του προηγούμενου συμβάντος και την αιτία του επόμενου, κάθε ηλικία μια στάση στη διαδρομή προς την ολοκλήρωση. Ο κόσμος των προσκυνητών – των κατασκευαστών ταυτότητας – πρέπει να είναι συντεταγμένος, αποφασιστικός, προβλέψιμος, διασφαλισμένος· μα πάνω απ’ όλα, πρέπει να είναι ένα είδος κόσμου στον οποίο τα αποτυπώματα είναι χαραγμένα δια παντός, ώστε το ίχνος και το ιστορικό των προηγούμενων ταξιδιών να φυλάσσονται και να διατηρούνται. Ένας κόσμος στον οποίο το ταξίδι μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ένα προσκύνημα. Ένας κόσμος φιλόξενος για τους προσκυνητές. Ένας κόσμος αφιλόξενος για τους προσκυνητές Ο κόσμος δεν είναι πια φιλόξενος για τους προσκυνητές. Οι προσκυνητές έχασαν τη μάχη τους κερδίζοντάς την. Πάσχισαν να κάνουν τον κόσμο στέρεο κάνοντάς τον εύπλαστο, ώστε η ταυτότητα να μπορεί να κτιστεί κατά βούληση, αλλά συστηματικά, όροφο ανά όροφο και τούβλο – τούβλο. Προχώρησαν μετατρέποντας σε μια έρημο το χώρο στον οποίο θα κτιζόταν η ταυτότητα. Ανακάλυψαν ότι η έρημος, παρότι παρηγορητικά άχρωμη για εκείνους που επιδίωκαν να αφήσουν το σημάδι τους, δεν διατηρεί καλά τα χαρακτηριστικά. Όσο πιο εύκολο είναι να αποτυπώσουμε ένα ίχνος, τόσο πιο εύκολο είναι και να το εξαλείψουμε. Ένα φύσημα του ανέμου είναι αρκετό. Και οι έρημοι είναι τόποι όπου φυσούν ισχυροί άνεμοι. Σύντομα έγινε εμφανές ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι το πώς να κτίσουμε την ταυτότητα, αλλά πώς να την διατηρήσουμε· είναι πάντως απίθανο να κτίσουμε ένα κάστρο στην άμμο. Σ’ έναν κόσμο που μοιάζει με έρημο δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να χαράξουμε ένα δρόμο – η δυσκολία βρίσκεται στο πως θα τον αναγνωρίζουμε ως δρόμο μετά από καιρό. Πώς να διακρίνουμε μια πορεία προς τα εμπρός από το να κάνουμε κύκλους, από την αιώνια επιστροφή; Γίνεται πρακτικά αδύνατο να συρράψουμε τις περπατημένες εκτάσεις άμμου σε ένα δρομολόγιο – πόσο μάλλον σε ένα σχέδιο για ένα ταξίδι μιας ολόκληρης ζωής. Το νόημα της ταυτότητας, παρατηρεί ο Christopher Lasch, «αναφέρεται και στα πρόσωπα και στα πράγματα. Και τα δύο έχουν χάσει την σταθερότητά τους στη νεωτερική κοινωνία, τη σαφήνεια και τη συνέχειά τους». Ο κόσμος που είναι κατασκευασμένος από ανθεκτικά αντικείμενα έχει αντικατασταθεί «από προϊόντα μιας χρήσης σχεδιασμένα για άμεση απαρχαίωση». Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, «οι ταυτότητες μπορούν να υιοθετούνται και να απορρίπτονται με τον ίδιο τρόπο που αλλάζουμε τα ρούχα»[8]. Η φρίκη της νέας κατάστασης έγκειται στο ότι όλος ο επιμελής κόπος της ανοικοδόμησης μπορεί να αποδειχτεί μάταιος· η γοητεία της εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν δεσμευόμαστε από παλιές δοκιμές, ότι δεν είμαστε ποτέ αμετάκλητα ηττημένοι, ότι «κρατάμε ανοικτές επιλογές». Τόσο η φρίκη όσο και η γοητεία καθιστούν τη ζωή-ως-προσκύνημα δύσκολα εφικτή ως στρατηγική και ως τέτοια απίθανο να επιλεχτεί. Όχι από πολλούς, εν πάση περιπτώσει. Και χωρίς μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Στο παιχνίδι της ζωής των μετανεωτερικών καταναλωτών οι κανόνες εξακολουθούν να αλλάζουν κατά τη διάρκεια του παιξίματος. Συνεπώς, η λογική στρατηγική είναι να κρατάμε σύντομο κάθε παιχνίδι – έτσι ώστε ένα λογικά παιγμένο παιχνίδι της ζωής απαιτεί πάντοτε το σπάσιμο ενός μεγάλου, σαρωτικού παιχνιδιού υψηλού ρίσκου σε μια σειρά από σύντομα και περιορισμένα παιχνίδια χαμηλού ρίσκου. Η «αποφασιστικότητα να ζούμε μέρα με τη μέρα», «αναπαριστώντας την καθημερινή ζωή ως μια ακολουθία εκτάκτων καταστάσεων ήσσονος σημασίας»[9] γίνεται η κατευθυντήρια αρχή κάθε ορθολογικής συμπεριφοράς. Το να κρατάμε σύντομο το παιχνίδι σημαίνει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι σε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. Να αρνούμαστε να «σταθεροποιηθούμε» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Να μην προσδεθούμε στον τόπο. Να μη συνδυάσουμε τη ζωή μας με ένα μόνο επάγγελμα. Να μην ορκιζόμαστε συνέπεια και αφοσίωση σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε. Να μην ελέγχουμε το μέλλον, αλλά να αρνούμαστε να το υποθηκεύουμε: να φροντίζουμε ώστε οι συνέπειες του παιχνιδιού να μην επιζούν περισσότερο από το ίδιο το παιχνίδι, και να αποποιούμαστε την ευθύνη εάν αυτό συμβεί. Να απαγορεύουμε στο παρελθόν να ενυπάρχει μες στο παρόν. Εν συντομία, να ψαλιδίζουμε από το παρόν και τις δύο άκρες, να αποκόβουμε το παρόν από την ιστορία, να καταργούμε το χρόνο σε κάθε του μορφή εκτός από εκείνη της επίπεδης συλλογής ή της αυθαίρετης ακολουθίας παροντικών στιγμών· ένα συνεχές παρόν. Αποσυναρμολογημένος και όχι πλέον διανυσματικός, ο χρόνος δεν δομεί πια το χώρο. Στο επίπεδο, δεν υπάρχει άλλο «προς τα εμπρός» και «προς τα πίσω»· εκείνο που μετράει μόνο είναι η ικανότητα να μη στεκόμαστε ακίνητοι. Η φυσική κατάσταση – η δυνατότητα να κινούμαστε σβέλτα εκεί που βρίσκεται η δράση και να είμαστε έτοιμοι να δεχόμαστε τις εμπειρίες καθώς εμφανίζονται – προηγείται της υγείας, αυτής της ιδέας που σχετίζεται με τη σταθερά της ομαλότητας και της διατήρησης αυτής της σταθεράς ανέπαφης και αμετάβλητης. Κάθε αναβολή, συμπεριλαμβανομένης και της «αναβολής της ικανοποίησης», χάνει το νόημά της: δεν υπάρχει πια χρόνος με τη μορφή διανύσματος για να την υπολογίσουμε. Κι έτσι το πρόβλημα δεν είναι πλέον πώς να ανακαλύψουμε, να εφεύρουμε, να κατασκευάσουμε, να συναρμολογήσουμε (ακόμη και να αγοράσουμε) μια ταυτότητα, αλλά πώς να την αποτρέψουμε από την προσκόλληση. Η καλά κατασκευασμένη και ανθεκτική ταυτότητα μετατρέπεται από προσόν σε εμπόδιο. Το κομβικό σημείο της μετανεωτερικής στρατηγικής της ζωής δεν είναι η κατασκευή ταυτότητας, αλλά η αποφυγή σταθεροποίησης της. Ποιον πιθανό σκοπό θα μπορούσε να εξυπηρετεί σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο η στρατηγική της προσκυνηματικού-τύπου «προόδου»; Σ’ αυτό τον κόσμο, όχι μόνο έχουν εξαφανιστεί οι δουλειές-για-μια-ζωή, αλλά επαγγέλματα και επαγγελματικοί κλάδοι που έχουν αποκτήσει την παραπλανητική συνήθεια να εμφανίζονται από το πουθενά και να εξαφανίζονται χωρίς προειδοποίηση με δυσκολία μπορούν να βιωθούν ως βεμπεριανά «επαγγέλματα» – και για να ρίξουμε αλάτι στην πληγή, η ζήτηση των δεξιοτήτων που είναι αναγκαίες για να ασκούνται τέτοια επαγγέλματα σπανίως διαρκεί όσο ο χρόνος που χρειάζεται για να τις αποκτήσουμε. Οι δουλειές δεν προστατεύονται πλέον, και οπωσδήποτε όχι καλύτερα από τη σταθερότητα των χώρων στους οποίους ασκούνται· όποτε προφέρετε η λέξη «εξορθολογισμός», γνωρίζουμε με σιγουριά ότι η εξαφάνιση και άλλων επαγγελμάτων και χώρων εργασίας έχει ήδη δρομολογηθεί. Η σταθερότητα και η αξιοπιστία του δικτύου των ανθρωπίνων σχέσεων δεν τα πάει και πολύ καλύτερα. Η εποχή μας είναι η εποχή της «καθαρής σχέσης» του Anthony Giddens η οποία «συνάπτεται ως αυτοσκοπός, για αυτό που μπορούμε να αποκομίσουμε από κάθε πρόσωπο», κι έτσι «μπορεί να τερματιστεί, λίγο έως πολύ κατά βούληση, είτε από τον ένα είτε από τον άλλο σύντροφο σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή»· της «περιρρέουσας αγάπης» που «κλονίζεται από την ποιότητα του “για πάντα”, του “μία και μοναδική” του ρομαντικού ερωτικού συμπλέγματος» έτσι ώστε αυτό το «ειδύλλιο αδυνατεί πλέον να εξισωθεί με τη μονιμότητα»· της «πλαστικής σεξουαλικότητας», που θα πει σεξουαλική απόλαυση «αποκομμένη από την πανάρχαια ενσωμάτωση με την αναπαραγωγή, τη συγγένεια και τις γενιές»[10]. Με δυσκολία μπορεί κανείς να «αγκιστρώσει» μια ταυτότητα σε σχέσεις που από μόνες τους είναι ανεπανόρθωτα «απαγκιστρωμένες»· και μας δίνεται ειλικρινά η συμβουλή να μη δοκιμάσουμε – καθώς η δυνατή δέσμευση, το βαθύ δέσιμο (πόσο μάλλον η αφοσίωση, που μαρτυρεί την πλέον απαρχαιωμένη ιδέα ότι το δέσιμο έχει επιπτώσεις που δεσμεύουν, καθώς η δέσμευση σημαίνει υποχρεώσεις) μπορεί να πληγώσουν και να αφήσουν σημάδια όταν έρθει ο καιρός να αποδεσμεύσουμε τον εαυτό από τον σύντροφο, καθώς είναι βέβαιο ότι θα έρθει. Το παιχνίδι της ζωής είναι γρήγορο και δεν αφήνει χρόνο να κάνουμε μια παύση και να σκεφτούμε και να καταστρώσουμε περίτεχνα σχέδια. Αλλά και πάλι, προσθέτοντας στη σαστιμάρα την ανημποριά, οι κανόνες του παιχνιδιού εξακολουθούν να αλλάζουν πολύ πριν τελειώσει το παιχνίδι. Στο «κοσμικό καζίνο» μας (όπως το έθεσε ο George Steiner), οι αξίες που λατρεύονται και επιδιώκονται ενεργά, οι ανταμοιβές για τις οποίες μαχόμαστε και τα στρατηγήματα που αναπτύσσουμε για να τις αποκτήσουμε, όλες υπολογίζονται ως προς «το μέγιστο αντίκτυπο και την άμεση απαρχαίωση». Για μέγιστο αντίκτυπο, καθώς σε έναν κόσμο υπέρ-κορεσμένο από πληροφορίες η προσοχή μας στρέφεται στις πιο σπάνιες πηγές και μόνο ένα συγκλονιστικό μήνυμα, κι ένα ακόμη πιο συγκλονιστικό από το προηγούμενο, έχει την πιθανότητα να την αιχμαλωτίσει (μέχρι το επόμενο σοκ)· και άμεση απαρχαίωση, καθώς η τοποθεσία της προσοχής μας χρειάζεται να καθαριστεί μόλις γεμίσει, για να αφήσει χώρο για νέα μηνύματα που μας χτυπούν την πόρτα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο κατακερματισμός του χρόνου σε επεισόδια, καθένα εκ των οποίων αποκομμένο από το παρελθόν του και απ’ το μέλλον του, το καθένα αυτοτελές και αύταρκες. Ο χρόνος δεν είναι πια ένα ποτάμι, αλλά μια συλλογή από λίμνες και λιμνούλες. Καμιά συνεπής και συνεκτική στρατηγική της ζωής δεν αναδύεται απ’ την εμπειρία που μπορεί να αποκτηθεί σ’ έναν τέτοιο κόσμο – καμία που να μας θυμίζει έστω και ελάχιστα το αίσθημα σκοπού και την τραχιά αποφασιστικότητα του προσκυνήματος. Τίποτα δεν αναδύεται από αυτή την εμπειρία παρά μόνο ορισμένες, κυρίως αρνητικές, πρακτικές οδηγίες: μην προγραμματίζεις μεγάλα ταξίδια – όσο συντομότερο το ταξίδι, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να το ολοκληρώσεις· μην δένεσαι συναισθηματικά με τους ανθρώπους που συναντιέσαι στη στάση – όσο λιγότερο νοιάζεσαι γι’ αυτούς, τόσο λιγότερο θα σου κοστίσει όταν προχωρήσεις παραπέρα· μην δεσμεύεσαι τόσο ένθερμα με άλλους ανθρώπους, τόπους, σκοπούς – δε μπορείς να γνωρίζεις πόσο θα διαρκέσουν ή για πόσο καιρό θα τους θεωρείς άξιους της δικής σου δέσμευσης· μην σκέπτεσαι τους τρέχοντες πόρους σου ως κεφάλαιο – οι αποταμιεύσεις χάνουν γρήγορα την αξία τους, και το κάποτε περίφημο «πολιτιστικό κεφάλαιο» τείνει ξαφνικά να μετατραπεί σε πολιτιστική υποχρέωση. Πάνω απ’ όλα, μην αναβάλλεις την ικανοποίηση, αν περνάει απ’ το χέρι σου. Ότι και αν επιδιώκεις, προσπάθησε να το αποκτήσεις τώρα, είναι αδύνατο να γνωρίζεις αν η ικανοποίηση που ψάχνεις σήμερα θα είναι ακόμη ικανοποιητική αύριο. Προτείνω ότι κατά τον ίδιο τρόπο που ο προσκυνητής ήταν η πιο ταιριαστή μεταφορά για τη νεωτερική στρατηγική της ζωής που προβληματιζόταν με το τρομακτικό έργο της κατασκευής ταυτότητας, ο περιπατητής, ο πλάνητας, ο τουρίστας και ο παίκτης προσφέρουν από κοινού τη μεταφορά της μετανεωτερικής στρατηγικής που υποκινείται από τον τρόμο του περιορισμού και της σταθερότητας. Κανένας από τους παρατιθέμενους τύπους ή στυλ δεν είναι μετανεωτερική επινόηση – ήταν ήδη γνωστοί πριν την έλευση της μετανεωτερικής εποχής. Και παρ’ όλα αυτά κατά τον ίδιο τρόπο που οι νεωτερικές συνθήκες ανασχημάτισαν τη μορφή του προσκυνητή που κληρονόμησαν από το Χριστιανισμό, το μετανεωτερικό πλαίσιο προσδίδει νέα ποιότητα στους τύπους που ήταν γνωστοί στους προκατόχους τους – και το κάνει από δυο διαστάσεις καίριας σημασίας. Πρώτον: τα στυλ που ασκούνταν κάποτε από περιθωριακούς ανθρώπους σε περιθωριακές χρονικές περιόδους και περιθωριακούς τόπους, τώρα ασκούνται από την πλειονότητα στα καλύτερα χρόνια της ζωής τους και σε τόπους κεντρικής σημασίας για τον βιo-κοσμό τους· έχουν γίνει πλέον, τελείως και πραγματικά, lifestyle. Δεύτερον, για μερικούς, αν όχι για όλους – οι τύποι δεν είναι ζήτημα επιλογής, δεν είναι ή το ένα ή το άλλο – η μετανεωτερική ζωή είναι τόσο ακατάστατη και ασυνάρτητη για να γίνει κατανοητή από οποιοδήποτε συνεκτικό μοντέλο. Κάθε τύπος εκφράζει μόνο ένα μέρος της ιστορίας που ποτέ δεν ενσωματώνεται σε μια ολότητα (η «ολότητά» της δεν είναι τίποτα παρά μόνο το άθροισμα των μερών της). Στη μετανεωτερική χορωδία, και οι τέσσερις τύποι τραγουδούν – μερικές φορές αρμονικά, συχνότερα όμως με κακοφωνία. Οι επίγονοι του προσκυνητή Ο περιπατητής Ο Charles Baudelaire ονόμασε τον Constantin Guy «ζωγράφο της μοντέρνας ζωής» επειδή ο Guy ζωγράφισε σκηνές από τους δρόμους της πόλης όπως αυτές παρατηρούνταν από τον περιπατητή (flâneur). Σχολιάζοντας πάνω στην παρατήρηση του Baudelaire, ο Walter Benjamin κατέστησε τον flâneur σήμα κατατεθέν της πολιτισμικής ανάλυσης και την κεντρική συμβολική μορφή της νεωτερικής πόλης. Όλες οι πτυχές της νεωτερικής ζωής έμοιαζαν να συναντιούνται και να περιπλέκονται στις ασχολίες και την εμπειρία του περιπατητή: να πηγαίνει κανείς για έναν περίπατο όπως ακριβώς πηγαίνει στο θέατρο, να βρίσκεται ο ίδιος ανάμεσα σε ξένους και να είναι ο ίδιος ξένος για αυτούς (μέσα στο πλήθος αλλά όχι από το πλήθος), να κατανοεί τους ξένους ως «επιφάνειες» – έτσι ώστε «αυτό που παρατηρεί κανείς» να εξαντλεί «αυτό που είναι» – και πάνω απ’ όλα παρατηρώντας και κατανοώντας τους επεισοδιακά· από φυσικής απόψεως, ο περίπατος σημαίνει να προβάρουμε την ανθρώπινη πραγματικότητα ως μια σειρά από επεισόδια, με άλλα λόγια ως γεγονότα δίχως παρελθόν και χωρίς καμία επίπτωση. Σημαίνει επίσης να προβάρουμε τις συναντήσεις ως μη-συναντήσεις, ως συναπαντήματα δίχως αντίκτυπο: τα φευγαλέα θραύσματα της ζωής των άλλων προσώπων ο περιπατητής τα έγνεφε σε ιστορίες κατά τη θέληση του – ήταν η αντίληψή του που τους μεταμόρφωνε σε ηθοποιούς, πόσο μάλλον η πλοκή του έργου που έπαιζαν. Ο περιπατητής ήταν ο δεξιοτέχνης της προσομοίωσης – φανταζόταν τον εαυτό του ως σεναριογράφο και σκηνοθέτη που κινούσε τα νήματα της ζωής των άλλων ανθρώπων χωρίς να καταστρέφει ή να παραμορφώνει τη μοίρα τους. Ο περιπατητής ασκούσε την «σαν να λες και…» ζωή και την «σαν να λες και…» ενασχόληση με τις ζωές των άλλων ανθρώπων· έθεσε τέλος στην αντίθεση μεταξύ «εμφάνισης» και «πραγματικότητας»· ήταν ο δημιουργός που δεν αποδίδονταν κυρώσεις στη δημιουργία του , ο αριστοτέχνης που δεν χρειάζεται να φοβάται για τις συνέπειες των πράξεών του, εκείνος ο τολμηρός που δεν αντιμετωπίζει ποτέ το τίμημα του θάρρους. Ο περιπατητής είχε όλες τις απολαύσεις της νεωτερικής ζωής χωρίς τα βάσανα που συνεπάγονται. Η ζωή-ως-περίπατος ήταν ένας μακρινός απόηχος της ζωής-ως-προσκύνημα. Αυτό που ο προσκυνητής έκανε με όλη του τη σοβαρότητα, ο περιπατητής το χλεύαζε περιπαικτικά· με τον καιρό, ξεφορτώθηκε εξίσου το κόστος και τα αποτελέσματα του. Ο περιπατητής δεν ταίριαζε καλά στο νεωτερικό σκηνικό, όμως αργότερα κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Ήταν ο άνθρωπος της ελεύθερης σχόλης και έκανε τον περίπατό του στον ελεύθερο χρόνο του. Ο περιπατητής και ο περίπατος περίμεναν στις παρυφές μέχρι να έρθει η ώρα τους. Και όντως έφτασε – ή καλύτερα ήρθε με την μετανεωτερική μετάλλαξη του ηρωικού παραγωγού σε παιχνιδιάρη καταναλωτή. Τώρα πια ο περίπατος, η δραστηριότητα που κάποτε ασκούνταν από περιθωριακούς ανθρώπους στο περιθώριο της «πραγματικής ζωής», έφτασε να είναι η ίδια η ζωή, και να μη χρειάζεται πλέον η ενασχόληση με το ερώτημα της «πραγματικότητας». Η λέξη «mall» στην αρχική της σημασία αναφέρεται σε περιοχές προορισμένες για περίπατο. Σήμερα τα περισσότερα malls είναι shopping malls, περιοχές για περίπατο την ίδια στιγμή που ψωνίζουμε και για να ψωνίζουμε την ίδια στιγμή που πηγαίνουμε περίπατο. Οι έμποροι μυρίστηκαν την έλξη και τη σαγηνευτική δύναμη που είχαν οι συνήθειες των περιπατητών και καταπιάστηκαν να τις δώσουν σάρκα και οστά. Οι παριζιάνικες στοές με τα καταστήματα έχουν εκ των υστέρων αναχθεί σε προγεφύρωμα της εποχής που ήταν να έρθει: μετανεωτερικές νησίδες μες στη νεωτερική θάλασσα. Τα εμπορικά κέντρα κάνουν τον κόσμο (ή το προσεκτικά περιφραγμένο, ηλεκτρονικά ελεγχόμενο και στενά περιφρουρημένο μέρος του) ασφαλές για τη ζωή-ως-περίπατο. Ή, καλύτερα, τα εμπορικά κέντρα είναι οι κόσμοι που φτιάχτηκαν απ’ τους κατά παραγγελία σχεδιαστές στα μέτρα του περιπατητή. Τοποθεσίες των μη-συναντήσεων, των συναπαντημάτων που εγγυώνται να είναι επεισοδιακά, του παρόντος που είναι διαχωρισμένο απ’ το παρελθόν και το μέλλον, από επιφάνειες που συγκαλύπτουν άλλες επιφάνειες. Σε αυτούς τους κόσμους, κάθε περιπατητής μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να είναι ένας σκηνοθέτης, ωστόσο όλοι οι περιπατητές είναι τα αντικείμενα της σκηνοθεσίας. Αυτή η σκηνοθεσία είναι, όπως συνηθιζόταν να είναι και η δική τους, διακριτική και αόρατη (ωστόσο, σε αντίθεση με τη δική τους, σπάνια ασήμαντη), έτσι ώστε τα δολώματα να δίνουν την εντύπωση επιθυμιών, οι πιέσεις την εντύπωση προθέσεων, η αποπλάνηση την εντύπωση της λήψης αποφάσεων· στα εμπορικά κέντρα, στη ζωή ως ψώνια-για-περίπατο και περίπατος-για-ψώνια, η εξάρτηση διαλύεται μες την ελευθερία, και η ελευθερία αναζητεί την εξάρτηση. Τα εμπορικά κέντρα έδωσαν το έναυσμα για τη μετανεωτερική προώθηση του περιπατητή, αλλά προετοίμασαν επίσης το έδαφος για την περαιτέρω εξύψωση (ή μήπως εξαγνισμό;) του μοντέλου ζωής του περιπατητή. Το τελευταίο έχει επιτευχτεί στην telicity (εύστοχος όρος της Henning Bech), της πόλης-ως-στέκι-του-περιπατητή, αποσταγμένη στην καθαρή της ουσία, εισερχόμενη τώρα στο απόλυτο καταφύγιο του ολοκληρωτικά ιδιωτικού, ασφαλή, κλειδωμένου και προφυλαγμένου από διαρρήκτες κόσμου του μοναχικού νομάδα, όπου η φυσική παρουσία των ξένων δεν αποκρύπτει ή παρεμβαίνει με την φυσική τους κατάσταση του απρόσιτου. Στην εκδοχή της telicity, οι δρόμοι και τα εμπορικά κέντρα έχουν καθαριστεί απ’ όλα αυτά που απ’ την οπτική του περιπατητή ήταν ξενέρωτα, μια ακαθαρσία, ένα απόβλητο ή κάτι περιττό – έτσι ώστε ότι έχει διατηρηθεί μπορεί να λάμψει και να γίνει αντικείμενο απόλαυσης σε όλη του την άσπιλη αγνότητα. Σύμφωνα με τα λόγια της Bech, «ο διαμεσολαβημένος κόσμος της οθόνης στην telicity υπάρχει μόνο σαν επιφάνειες· και, κατά συνήθεια, όλα μπορούν και πρέπει να μετατρέπονται σε ένα αντικείμενο για το βλέμμα… [Υ]πάρχει, μέσω της ‘ανάγνωσης’ των επιφανειακών σημείων, η ευκαιρία για μια πολύ πιο έντονη και μεταβαλλόμενη ενσυναίσθηση εντός κι εκτός των ταυτοτήτων, χάρη στις πιθανότητες απαρέμβατης και απρόσκοπτης θέασης… Η τηλεόραση είναι εντελώς μη-δεσμευτική»[11]. Η απόλυτη ελευθερία είναι κατευθυνόμενη από την οθόνη, βιωμένη με συντροφιά τις επιφάνειες, και αποκαλείται zapping. Ο πλάνητας Ο πλάνητας ήταν η συμφορά της πρώιμης νεωτερικότητας, ο εφιάλτης που ωθούσε τους ηγεμόνες και τους φιλοσόφους σε μια κυβερνητική και νομοθετική φρενίτιδα[12]. Ο πλάνητας ήταν αδιαφέντευτος, και το να είσαι αδιαφέντευτος (εκτός ελέγχου, εκτός πλαισίου, να κυκλοφορείς ελεύθερα) ήταν μια συνθήκη που η νεωτερικότητα δεν μπορούσε να αντέξει κι έτσι ξόδεψε το υπόλοιπο της ιστορίας της πολεμώντας το. Οι ελισαβετιανοί νομοθέτες είχαν εμμονή με την ανάγκη να αποκλείσουν τους αλήτες από τους δρόμους και να τους στοιβάξουν πίσω στις ενορίες «όπου ανήκαν» (που τις εγκατέλειψαν όμως ακριβώς επειδή δεν ανήκαν πια εκεί). Οι πλάνητες ήταν τα στρατεύματα της εμπροσθοφυλακής ή οι αντάρτικες μονάδες του μετα-παραδοσιακού χάους (ερμηνευμένος από τους ηγεμόνες ως αναρχία, κατά την συνηθισμένη πρακτική του καθρέφτη για να απεικονίσουμε την εικόνα του Άλλου), και έπρεπε να φύγουν αν ήταν να επικρατήσει η τάξη (με άλλα λόγια, ένας χώρος διαχειριζόμενος και ελεγχόμενος). Ήταν οι περιπλανώμενοι πλάνητες που έκαναν επιτακτική και επείγουσα την αναζήτηση μιας νέας τάξης, κρατικά-ελεγχόμενης και σε επίπεδο κοινωνίας. Αυτό που καθιστούσε τους πλάνητες τόσο τρομακτικούς ήταν η φαινομενική τους ελευθερία να κινούνται κι έτσι να δραπετεύουν από το δίκτυο του εδώ και του τώρα τοπικού ελέγχου. Κι ακόμη χειρότερα απ’ αυτό, οι κινήσεις του πλάνητα είναι απρόβλεπτες· σε αντίθεση με τον προσκυνητή, ο πλάνητας δεν έχει σταθερό προορισμό. Δε γνωρίζει που θα κινηθεί μετά, επειδή ούτε και ο ίδιος γνωρίζει ούτε και τον πολυνοιάζει. Η ανεστιότητα δεν έχει εκ των προτέρων δρομολόγιο – η πορεία της συρράπτεται κομμάτι-κομμάτι, ένα κομμάτι τη φορά. Κάθε τόπος είναι για τον πλάνητα μια στάση, αλλά ποτέ δε γνωρίζει πόσο θα κάτσει σε κάθε έναν απ’ αυτούς· αυτό θα εξαρτηθεί από τη γενναιοδωρία και την υπομονή των κατοίκων, καθώς επίσης και απ’ τις ειδήσεις για άλλους τόπους που ξυπνούν νέες ελπίδες (ο πλάνητας σπρώχνεται από ελπίδες που διαψεύστηκαν και ωθείται προς τα εμπρός από ελπίδες που δεν έχουν ακόμη δοκιμαστεί). Ο πλάνητας αποφασίζει προς τα πού θα στρίψει όταν φτάσει στο σταυροδρόμι· επιλέγει την επόμενη στάση του διαβάζοντας τα ονόματα στις οδικές πινακίδες. Είναι εύκολο να ελέγξεις τον προσκυνητή, που είναι τόσο απόλυτα προβλέψιμος χάρη στην αποφασιστικότητά του. Το να ελέγξεις όμως τον απρόβλεπτο και αλλοπρόσαλλο πλάνητα είναι μια αποθαρρυντική δουλειά (ωστόσο, αυτό αποδείχτηκε ότι είναι μία από τις λίγες δουλειές στις οποίες έδωσε λύση η νεωτερική επινοητικότητα). Όπου κι αν πηγαίνει ο πλάνητας, είναι ένας ξένος· ποτέ δεν μπορεί να είναι «ο αυτόχθων», ο «εγκατεστημένος», κάποιος με «ρίζες στο χώμα» (είναι υπερβολικά φρέσκια η ανάμνηση της άφιξής του –με άλλα λόγια, της προηγούμενης παρουσίας του σε άλλον τόπο). Το να ονειρεύεται να γίνει αυτόχθων μπορεί μονάχα να καταλήξει σε αμοιβαίες αλληλοκατηγορίες και πικρία. Είναι προτιμότερο, συνεπώς, να μην συνηθίζει σ’ ένα τόπο. Και, εν τέλει, οι άλλοι τόποι ίσως να μοιάζουν, χωρίς να έχουν δοκιμαστεί ακόμη, πιο φιλόξενοι, σίγουρα όμως ικανοί να προσφέρουν νέες ευκαιρίες. Η λατρεία του εκτός-τόπου είναι μια συνετή στρατηγική. Προσδίδει σε όλες τις αποφάσεις τη γεύση του «μέχρι νεωτέρας». Επιτρέπει σε κάποιον να διατηρεί ανοικτές επιλογές. Εμποδίζει απ’ το να υποθηκεύουμε το μέλλον. Αν οι αυτόχθονες πάψουν να είναι διασκεδαστικοί, μπορεί κανείς να προσπαθήσει να βρει πιο διασκεδαστικούς. Ο πλάνητας της πρώιμης νεωτερικότητας περιπλανήθηκε μέσα από τους κατοικημένους τόπους· ήταν πλάνητας επειδή ήταν αδύνατο να εγκατασταθεί σε έναν τόπο όπως ο υπόλοιπος κόσμος. Οι εγκατεστημένοι ήταν πολλοί, οι πλάνητες λίγοι. Η μετανεωτερικότητα αντίστρεψε την αναλογία. Τώρα απόμειναν λίγοι «κατοικημένοι» τόποι. Οι «παντοτινά εγκατεστημένοι» κάτοικοι ξυπνούν και ανακαλύπτουν ότι οι τόποι (τόποι στη γη, τόποι στην κοινωνία και τόποι στη ζωή), στους οποίους «ανήκουν», δεν υπάρχουν ή δεν τους εξυπηρετούν πια· οι συμμαζεμένοι δρόμοι γίνονται μίζεροι, τα εργοστάσια εξαφανίζονται μαζί με τις δουλειές, οι δεξιότητες δεν βρίσκουν πλέον αγοραστές, η γνώση γίνεται αδιαφορία, η επαγγελματική εμπειρία γίνεται εμπόδιο, τα ασφαλή δίκτυα των σχέσεων καταρρέουν και λερώνουν τον τόπο με σάπια απόβλητα. Τώρα πια ο πλάνητας είναι ένας πλάνητας όχι εξαιτίας της διστακτικότητάς του ή της δυσκολίας να εγκατασταθεί, αλλά εξαιτίας της σπάνης κατοικήσιμων τόπων. Τώρα το πιθανότερο είναι ότι οι άλλοι άνθρωποι που θα συναντήσει στα ταξίδια του θα είναι άλλοι πλάνητες – πλάνητες σήμερα ή πλάνητες αύριο. Ο κόσμος συγκλίνει προς τον πλάνητα, και συγκλίνει με γοργούς ρυθμούς. Ο κόσμος αναπροσαρμόζει τον εαυτό του στα μέτρα του πλάνητα. Ο τουρίστας Όπως ο πλάνητας, έτσι και ο τουρίστας συνήθιζε άλλοτε να κατοικεί στα περιθώρια της «πρέπουσας κοινωνικής» δράσης (αν και ο πλάνητας ήταν περιθωριακός άνθρωπος, ενώ ο τουρισμός περιθωριακή δραστηριότητα), ενώ τώρα έχει μετακινηθεί στο κέντρο της (και με τις δύο έννοιες). Όπως ο πλάνητας, έτσι και ο τουρίστας βρίσκεται σε κίνηση. Όπως ο πλάνητας, βρίσκεται παντού όπου πηγαίνει, αλλά πουθενά στον τόπο όπου βρίσκεται. Υπάρχουν όμως και διαφορές, και είναι σημαντικές. Πρώτον, η ισορροπία μεταξύ των παραγόντων «ώθησης» και «έλξης» στην περίπτωση του τουρίστα κλίνει προς το άκρο της «έλξης». Ο τουρίστας μετακινείται «ηθελημένα» (ή έτσι νομίζει). Οι κινήσεις του είναι πρώτα απ’ όλα «ώστε να», και μόνο δευτερευόντως (αν όχι καθόλου) «εξαιτίας του». Σκοπός είναι η νέα εμπειρία· ο τουρίστας είναι ένας συνειδητός και συστηματικός κυνηγός της εμπειρίας, μιας νέας και διαφορετικής εμπειρίας, της εμπειρίας της διαφορετικότητας και της καινοτομίας – καθώς οι χαρές του οικείου ξεφτίζουν και παύουν να σαγηνεύουν. Οι τουρίστες θέλουν να βυθιστούν σ’ ένα ξένο και αλλόκοτο στοιχείο (ένα ευχάριστο συναίσθημα, ένα γαργαλιστικό και αναζωογονητικό συναίσθημα, σαν να αφήνει κανείς ελεύθερο τον εαυτό του στο σφυροκόπημα των θαλασσινών κυμάτων) – υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δεν θα κολλήσει στο δέρμα τους και ότι θα μπορεί επομένως να τιναχθεί από πάνω τους όταν το θελήσουν. Επιλέγουν τα στοιχεία στα οποία θα βυθιστούν ανάλογα με το πόσο ξένα, αλλά και πόσο αβλαβή, είναι· αναγνωρίζεις τα δημοφιλή τουριστικά στέκια από την κραυγαλέα, επιδειξιομανή (έστω επιμελώς περιποιημένη) ιδιορρυθμία, αλλά και από την πληθώρα μαξιλαριών ασφαλείας και σωστά επισημασμένων διόδων διαφυγής. Στον κόσμο του τουρίστα, το ξένο είναι εξημερωμένο, τιθασευμένο, και δε μας τρομάζει πια· τα σοκ έρχονται με ασφαλή τρόπο σε πακέτο προσφοράς. Αυτό κάνει τον κόσμο να μοιάζει απέραντα ήπιος, υπάκουος στις επιθυμίες και στα βίτσια του τουρίστα, έτοιμος να τον εξυπηρετήσει· αλλά είναι επίσης ένας κάν’-το-μόνος-σου κόσμος, ευχάριστα εύπλαστος, ζυμωμένος απ’ την επιθυμία του τουρίστα, φτιαγμένος και ξανα-φτιαγμένος μ’ έναν σκοπό κατά νου: να ενθουσιάσει, να ευχαριστήσει και να διασκεδάσει. Δεν υπάρχει άλλος σκοπός να δικαιώσει την ύπαρξη αυτού του κόσμου και την παρουσία του τουρίστα σ’ αυτόν. Ο κόσμος του τουρίστα είναι πλήρως και αποκλειστικά δομημένος από αισθητικά κριτήρια (όλο και περισσότεροι είναι οι συγγραφείς που επισημαίνουν την «αισθητικοποίηση» του μετανεωτερικού κόσμου εις βάρος των άλλων, επίσης ηθικών, διαστάσεων, και περιγράφουν – έστω και αγνοώντας το – τον κόσμο όπως γίνεται αντιληπτός απ’ τον τουρίστα· ο «αισθητικοποιημένος» κόσμος είναι ο κόσμος που κατοικείται από τουρίστες). Σε αντίθεση με τη ζωή του πλάνητα, εδώ δεν παρεμβαίνουν οι σκληρές και αντίξοες πραγματικότητες που είναι ανθεκτικές στο αισθητικό σμίλευμα. Μπορεί κανείς να πει πως ότι αγοράζει ο τουρίστας, ότι πληρώνει γι’ αυτό, ότι απαιτεί να του παραδοθεί (ή πηγαίνει στα δικαστήρια αν η παράδοσή του καθυστερήσει) είναι ακριβώς το σωστό ώστε να μην ενοχληθεί ο ίδιος. Ελευθερία δηλαδή απ’ όλες τις αποστάσεις εκτός της αισθητικής. Δεύτερον, σε αντίθεση με τον πλάνητα που δεν έχει άλλη επιλογή από το να συμβιβαστεί με την κατάσταση της ανεστιότητας, ο τουρίστας έχει κατοικία· ή πρέπει να έχει, εν πάση περιπτώσει. Το να έχεις κατοικία είναι μέρος του πακέτου ασφαλείας: για την ευχαρίστηση του να έχει περίοπτη θέση και να είναι πραγματικά σαγηνευτικό, θα πρέπει να υπάρχει κάπου ένας φιλόξενος και άνετος, αναμφισβήτητα «ιδιόκτητος», τόπος που να πηγαίνεις όταν η παρούσα περιπέτεια έχει τελειώσει, ή όταν το ταξίδι δεν αποδεικνύεται τόσο περιπετειώδες όσο το περιμέναμε. «Η κατοικία» είναι ο τόπος που θα βγάλεις την πανοπλία σου και θα ξεπακετάρεις – ο τόπος στον οποίο τίποτα δεν χρειάζεται να αποδειχθεί και να υπερασπιστεί καθώς τα πάντα βρίσκονται ακριβώς εκεί, φανερά και οικεία. Είναι η γαλήνη της κατοικίας που στέλνει τον τουρίστα να αναζητήσει νέες περιπέτειες, αλλά είναι και η ίδια γαλήνη που καθιστά το κυνήγι της περιπέτειας μια ολοφάνερα ευχάριστη ενασχόληση: οτιδήποτε έχει συμβεί στο πρόσωπο μου εδώ, στην γη του τουρίστα, ή οποιαδήποτε μάσκα και αν του φορέσω, το «πραγματικό πρόσωπό» μου είναι με ασφάλεια φυλαγμένο, απρόσβλητο, ανθεκτικό στους λεκέδες, αμόλυντο… Το πρόβλημα είναι, ωστόσο, ότι καθώς η ίδια η ζωή μετατρέπεται σε μια διευρυμένη τουριστική απόδραση, καθώς η τουριστική συμπεριφορά γίνεται τρόπος ζωής και η στάση του τουρίστα αναπτύσσεται στον χαρακτήρα, γίνεται όλο και λιγότερο ξεκάθαρο ποιοι από τους επισκέψιμους τόπους είναι η κατοικία. Η αντίθεση του «εδώ είμαι μόνο για επίσκεψη, εκεί είναι το σπίτι μου» παραμένει ξεκάθαρη όπως πρωτύτερα, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να υποδείξεις που είναι το «εκεί». Το «εκεί» απεκδύεται όλο και περισσότερο από κάθε υλικό γνώρισμα· η «κατοικία» που περιλαμβάνει δεν είναι ούτε καν φανταστική (κάθε νοητή εικόνα θα ήταν υπερβολικά συγκεκριμένη, υπερβολικά περιοριστική), αλλά αξιωματική· αυτό που είναι αξιωματικό είναι το να έχεις μια κατοικία, όχι ένα συγκεκριμένο κτίριο, μια οδό, ένα τοπίο ή μια συντροφιά ανθρώπων. Ο Jonathan Matthew Schwartz μας συμβουλεύει «να διακρίνουμε τον νόστο από τη νοσταλγική λαχτάρα»· η τελευταία είναι, τουλάχιστον φαινομενικά, προσανατολισμένη στο παρελθόν, ενώ η κατοικία στον νόστο είναι κατά κανόνα «σε συντελεσμένο μέλλοντα… είναι μια σφοδρή επιθυμία να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας, να αναγνωρίσουμε το τριγύρω περιβάλλον και να ανήκουμε εκεί».[13] Ο νόστος σηματοδοτεί ένα όραμα του ανήκειν· να είμαστε, για μια φορά, του τόπου, όχι απλά στον τόπο. Και ακόμη, αν το παρόν είναι διαβόητα ο προορισμός κάθε μελλοντικού χρόνου, ο μελλοντικός χρόνος του «νόστου» είναι μια εξαίρεση. Η αξία της κατοικίας για τον νοσταλγό έγκειται ακριβώς στην τάση του να παραμένει στον μελλοντικό χρόνο για πάντα. Δεν μπορεί να κινηθεί προς το παρόν χωρίς να απεκδυθεί της γοητείας και της σαγήνης της· όταν ο τουρισμός γίνεται τρόπος ζωής, όταν οι εμπειρίες που έχουν προσληφθεί μέχρι στιγμής ανοίγουν την όρεξη για περαιτέρω συγκινήσεις, όταν το κατώφλι της διέγερσης αναρριχάται αδυσώπητα προς τα πάνω και κάθε νέο σοκ πρέπει να είναι πιο συγκλονιστικό απ’ το προηγούμενο – η πιθανότητα να γίνει πραγματικότητα το όνειρο για την κατοικία είναι τόσο τρομακτική όσο και η πιθανότητα να μη γίνει ποτέ πραγματική. Ο νόστος, όπως λένε, δεν είναι το μοναδικό συναίσθημα του τουρίστα: το άλλο είναι ο φόβος του περιορισμού της κατοικίας, το να είσαι δεμένος σ’ έναν τόπο και να παρεμποδίζεται η έξοδος σου. Η «κατοικία» παραμένει στον ορίζοντα της ζωής του τουρίστα ως μια αλλόκοτη ανάμειξη καταφυγίου και φυλακής. Το αγαπημένο σύνθημα του τουρίστα είναι «χρειάζομαι περισσότερο χώρο». Και ο χώρος είναι το τελευταίο πράγμα που θα έβρισκε κανείς στην κατοικία. Ο παίκτης Στο παιχνίδι δεν υπάρχει ούτε το αναπόφευκτο ούτε το ατύχημα (δεν υπάρχει ατύχημα σ’ έναν κόσμο που δε γνωρίζει την αναγκαιότητα ή την καθοριστικότητα)· τίποτα δεν είναι πλήρως προβλέψιμο και ελέγξιμο, αλλά και τίποτε δεν είναι ολοκληρωτικά αμετάβλητο και αμετάκλητο. Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι εύπλαστος αλλά και απροσδιόριστος· σ’ αυτόν, εκείνο που μετράει περισσότερο είναι το πόσο καλά παίζεις την παρτίδα. Βέβαια, υπάρχει και αυτό που λέμε «εύνοια της τύχης» – όταν τα τραπουλόχαρτα είναι με το μέρος σου ή όταν ο άνεμος πετάει τη μπάλα στα δίχτυα. Όμως, η «εύνοια της τύχης» (ή η γκαντεμιά, όπως λένε) δεν προσδίδει στον κόσμο την ανθεκτικότητα που εμφανώς στερείται· σηματοδοτεί μόνο τα όρια μέχρι τα οποία μπορεί κανείς να παίξει σωστά την παρτίδα του κάνοντας τα πράγματα πιο σίγουρα, αλλά μοιράζεται και την μη-αναγκαία μη-ατυχή κατάσταση των υπολογισμών του παίκτη. Στην πράξη, ο ίδιος ο κόσμος είναι ένας παίκτης, και η καλοτυχία και η κακοτυχία δεν είναι παρά μόνο οι κινήσεις του κόσμου-ως-παίκτη. Στη διαμάχη ανάμεσα στον παίκτη και τον κόσμο δεν υπάρχουν ούτε οι νόμοι ούτε η ανομία, ούτε η τάξη ούτε το χάος. Υπάρχουν μόνο οι κινήσεις – λιγότερο ή περισσότερο έξυπνες, πονηρές ή περίπλοκες, οξυδερκείς ή εσφαλμένες. Το θέμα είναι να μαντέψεις τις κινήσεις του αντιπάλου και να τις προλάβεις, να τις αποτρέψεις ή να τις διακόψεις – να παραμένεις «ένα βήμα πιο μπροστά». Οι κανόνες που μπορεί να ακολουθεί ο παίκτης δεν μπορούν να είναι παρά μόνο γενικές οδηγίες· ευρετικές, όχι αλγοριθμικές οδηγίες. Ο κόσμος του παίκτη είναι ο κόσμος του ρίσκου, της διαίσθησης, της πρόληψης. Ο χρόνος στον κόσμο-ως-παιχνίδι διαιρείται σε μια διαδοχή από παιχνίδια. Κάθε παιχνίδι είναι φτιαγμένο από τις δικές του συμβάσεις· κάθε ένα είναι μια ξεχωριστή «επαρχία νοήματος» – ένα μικρό σύμπαν από μόνο του, αυτοτελές και αυτόνομο. Κάθε ένα απαιτεί να ανασταλεί η αμφιβολία. Εκείνοι που αρνούνται να υπακούσουν στις συμβάσεις δεν εξεγείρονται ενάντια στο παιχνίδι· επιλέγουν μόνο να αποχωρήσουν και παύουν να είναι παίκτες. Όμως το «παιχνίδι συνεχίζεται», και ότι και να λένε και να κάνουν οι αποχωρήσαντες μετά απ’ αυτό δεν το επηρεάζει ούτε στο παραμικρό. Οι τοίχοι του παιχνιδιού είναι αδιαπέραστοι, οι φωνές απ’ έξω φτάνουν μέσα μόνο ως ένας σιγανός, άναρθρος θόρυβος. Κάθε παιχνίδι έχει την αρχή και το τέλος του. Η ανησυχία του παίκτη είναι ότι κάθε παιχνίδι πρέπει στην πραγματικότητα να ξεκινά απ’ την αρχή, από το «σημείο μηδέν», σαν να μην παίχτηκαν πρωτύτερα άλλα παιχνίδια και κανένας από τους παίκτες να μην έχει συγκεντρώσει νίκες και ήττες που θα μπορούσαν να γελοιοποιήσουν το «σημείο μηδέν» και θα μεταμόρφωναν σε μια συνέχιση αυτό που θα ήταν ένα ξεκίνημα. Γι’ αυτό τον λόγο, ωστόσο, πρέπει κανείς να βεβαιωθεί ότι το παιχνίδι έχει επίσης ένα καθαρό, αναμφισβήτητο τέλος. Δεν πρέπει να «ξεχειλίσει» αργότερα: όσον αφορά τα μετέπειτα παιχνίδια, κανένα παιχνίδι που παίχτηκε πρωτύτερα δεν πρέπει να φέρνει σε δύσκολη θέση τους παίκτες, να τους ευνοεί ή να τους καθορίζει με άλλους τρόπους – να έχει συνέπειες. Σε όποιον δεν αρέσει η έκβασή του πρέπει να «περικόψει τις απώλειες» και να αρχίσει απ’ το μηδέν – και να είναι ικανός να κάνει ακριβώς αυτό. Για να σιγουρευτεί ότι κανένα παιχνίδι δεν αφήνει διαρκείς συνέπειες, ο παίκτης πρέπει να θυμάται (το ίδιο και οι σύντροφοι και οι αντίπαλοί του), ότι αυτό «δεν είναι παρά ένα παιχνίδι». Μια σημαντική, ωστόσο δύσκολα αποδεκτή, υπενθύμιση, καθώς ο σκοπός του παιχνιδιού είναι να νικάς κι έτσι το παιχνίδι δεν επιτρέπει καθόλου χώρο για οίκτο, συμπόνια, ευσπλαχνία ή συνεργασία. Το παιχνίδι είναι σαν τον πόλεμο, ωστόσο εκείνος ο πόλεμος που είναι παιχνίδι δεν πρέπει να αφήνει ψυχικά τραύματα και λανθάνουσες μνησικακίες: το «μεγάλοι άνθρωποι είμαστε, ας χωρίσουμε σαν φίλοι» απαιτεί από τον παίκτη να επιλέξει να αποχωρήσει από το παιχνίδι του γάμου, στο όνομα του τζόγου μελλοντικών, αν και ανελέητων, παιχνιδιών. Ο πόλεμος που είναι παιχνίδι απαλλάσσει τη συνείδηση από την απουσία ενδοιασμών. Το σημάδι της μετανεωτερικής ενηλικίωσης είναι η προθυμία μας να αγκαλιάσουμε το παιχνίδι ολόψυχα, όπως κάνουν τα παιδιά. Είναι εφικτή μια ηθική και μια πολιτική; Καθένας απ’ τους τέσσερις τύπους που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω περιέχει από μόνος του μια ισχυρή δόση αμφισημίας· επιπλέον, διαφέρουν ο ένας από τον άλλο και υπό ορισμένες άλλες απόψεις, συνεπώς το να τους συνταιριάξουμε σε έναν συνεκτικό lifestyle δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν είναι καθόλου παράξενο που υπάρχει μια σχετικά γενναία δόση σχιζοφρένειας σε κάθε μετανεωτερική προσωπικότητα – η οποία δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο την περιβόητη ανησυχία, την αστάθεια και την αναποφασιστικότητα των εφαρμοσμένων στρατηγικών της ζωής. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά που μοιράζονται και οι τέσσερις τύποι. Το πιο σημαντικό ανάμεσά τους είναι οι επιδράσεις τους στις λαϊκές ηθικές και πολιτικές συμπεριφορές, και εμμέσως στο κύρος της ηθικής και της πολιτικής μέσα σε ένα μετανεωτερικό πλαίσιο. Αλλού έχω προτείνει ότι η νεωτερικότητα φημιζόταν για την τάση της να μετατοπίζει τις ηθικές ευθύνες μακριά από τον ηθικό εαυτό είτε προς κοινωνικά κατασκευασμένους και διευθυνόμενους υπερατομικούς διαμεσολαβητές, είτε διαμέσου της αιωρούμενης ευθύνης εντός μιας γραφειοκρατικής «εξουσίας του κανενός»[14]. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν, από την άλλη, η τάση να αντικαθιστούμε την ηθική, δηλαδή έναν νομοφανή κώδικα κανόνων και συμβάσεων, με ηθικά συναισθήματα, διαισθήσεις και παρορμήσεις των αυτόνομων εαυτών· και, από την άλλη, την τάση προς την «αδιαφοροποίηση», με άλλα λόγια την απαλλαγή ενός σημαντικού μέρους της ανθρώπινης πράξης από την ηθική κρίση και, στην πραγματικότητα, από την ηθική σημασία της. Αυτές οι διεργασίες δεν ήταν ουδέποτε ένα πράγμα του παρελθόντος – αλλά φαίνεται ότι ο αντίκτυπός τους είναι κατά κάποιον τρόπο λιγότερο αποφασιστικός απ’ ότι τον καιρό της «κλασσικής» νεωτερικότητας. Προτείνω ότι το πλαίσιο στο οποίο σφυρηλατούνται (ή όχι) οι ηθικές συμπεριφορές είναι σήμερα εκείνο των πολιτικών-της-ζωής, παρά οι κοινωνικές και συστημικές δομές· με άλλα λόγια, οι μετανεωτερικές στρατηγικές της ζωής, παρά ο γραφειοκρατικός τρόπος διαχείρισης των κοινωνικών διεργασιών και του συντονισμού της πράξης, είναι οι περισσότερο συνεπακόλουθοι μεταξύ των παραγόντων που διαμορφώνουν την ηθική κατάσταση των μετανεωτερικών ανδρών και γυναικών. Και οι τέσσερεις περιπλεγμένες και αλληλοδιεισδυούμενες μετανεωτερικές στρατηγικές της ζωής μοιράζονται από κοινού την τάση τους να καθιστούν τις ανθρώπινες σχέσεις αποσπασματικές (θυμηθείτε την «καθαρότητα» των σχέσεων να υποβιβάζεται σε απλή λειτουργικότητα και εξυπηρέτηση) και ασυνεχείς· είναι όλες σε θέση μάχης ενάντια στις «υπό προϋποθέσεις» και μακροχρόνιες επιπτώσεις, και στρατεύονται ενάντια στην κατασκευή διαρκών δικτύων από αμοιβαία καθήκοντα και υποχρεώσεις. Όλες ευνοούν και προωθούν μια απόσταση ανάμεσα στο άτομο και στον Άλλο και προβάλλουν τον Άλλο πρωτίστως ως αντικείμενο αισθητικής, και όχι ηθικής, αξιολόγησης· ως ζήτημα γούστου, όχι υπευθυνότητας. Στην πράξη, αντιπαραβάλλουν την ατομική αυτονομία στις ηθικές (καθώς και σε όλες τις άλλες) ευθύνες και απομακρύνουν τεράστιες περιοχές της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, ακόμη και τις πιο προσωπικές μεταξύ αυτών, από την ηθική κρίση (μια διαδικασία εξαιρετικά όμοια ως προς τις συνέπειές της με την γραφειοκρατικά προωθούμενη αδιαφοροποίηση). Το να ακολουθείς την ηθική παρόρμηση σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη για τους άλλους, που με τη σειρά της οδηγεί σε μια ανάμειξη με τη μοίρα του άλλου και τη δέσμευση για την ευημερία του ή την ευημερία της. Η απεμπλοκή και η αποφυγή της δέσμευσης που ευνοείται και από τις τέσσερεις μετανεωτερικές στρατηγικές έχει μια αρνητική επίδραση στη μορφή της καταπίεσης της ηθικής παρόρμησης καθώς και της αποκήρυξης και δυσφήμησης των ηθικών συναισθημάτων. Όλα όσα έχουν λεχθεί παραπάνω ίσως έρχονται σε έντονη αντίθεση με τη λατρεία της διαπροσωπικής οικειότητας, επίσης ένα εξέχον γνώρισμα της μετανεωτερικής συνείδησης. Δεν υπάρχει εδώ καμία αντίφαση, ωστόσο. Αυτή η λατρεία δεν είναι παρά μια ψυχολογική (απατηλή και αγχωτική) αποζημίωση για την μοναξιά που αναπόφευκτα περιβάλλει τα αισθητικώς προσανατολισμένα υποκείμενα της επιθυμίας· και είναι, επιπλέον, αυτοκαταστροφική, καθώς η διαπροσωπικότητα που είναι προστατευμένη από τις συνέπειες και υποβιβασμένη σε «καθαρές σχέσεις» μπορεί να παράγει ελάχιστη οικειότητα και υποβαστάζει αναξιόπιστες γέφυρες πάνω από την ερημιά της αποξένωσης. Όπως επισήμανε ο Christopher Lasch πριν από μιάμιση δεκαετία, «η κουλτούρα των προσωπικών σχέσεων… αποκρύπτει μια διεξοδική απομάγευση των προσωπικών σχέσεων, όπως ακριβώς η λατρεία του αισθησιασμού υπονοεί μια απάρνηση του αισθησιασμού σε όλες του τις μορφές εκτός από τις πιο πρωτόγονες». Η κοινωνία μας «έχει κάνει τις βαθιές και μακροχρόνιες φιλίες, τις ερωτικές σχέσεις και τους γάμους ολοένα και πιο δύσκολο να επιτευχθούν».[15] Η πολιτική υστέρηση του μετανεωτερικού άνδρα και της μετανεωτερικής γυναίκας πηγάζει από την ίδια πηγή με την ηθική υστέρηση. Η αισθητική απόσταση, που προτιμάται και είναι κυρίαρχη σε όλες τις απαριθμημένες μετανεωτερικές στρατηγικές, διαφέρει από τα άλλα είδη κοινωνικής απόστασης (όπως η ηθική και η γνωστική) ως προς το ότι δεν επιλέγει ως σημεία αναφοράς και προσανατολισμό της τα χαρακτηριστικά και τις ποιότητες που κατέχονται από και αποδίδονται στα αντικείμενα της απόστασης, αλλά τις ιδιότητες του υποκειμένου της απόστασης (όπως το ενδιαφέρον, τον ενθουσιασμό, την ικανοποίηση ή την απόλαυση). Όπως παρατήρησε πρόσφατα ο Jean–François Lyotard, «τα αντικείμενα και τα περιεχόμενα έχουν γίνει αδιάφορα. Το μοναδικό ερώτημα είναι εάν είναι “ενδιαφέροντα”».[16] Ο κόσμος μετατρέπεται σε μια δεξαμενή δυνητικά ενδιαφερόντων αντικειμένων, και το έργο είναι να στύψουμε από μέσα τους όσο περισσότερο ενδιαφέρον θα μπορούσαν να αποδώσουν. Το έργο και η επιτυχής επίτευξή του εξαρτάται, ωστόσο, από την προσπάθεια και την εφευρετικότητά του κυνηγού-ενδιαφέροντος. Είναι ελάχιστα ή ανύπαρκτα όσα μπορούν να γίνουν από, και για, τα ίδια τα αντικείμενα.[17] Το να εστιάζουμε στο υποκείμενο που αναζητεί ενδιαφέρον θολώνει το περίγραμμα του κόσμου μέσα στο οποίο θα αναζητηθεί το ενδιαφέρον. Συναντημένα (ή μήπως μη-συναντημένα;) μόνο επιπόλαια, φευγαλέα, επιφανειακά, τα αντικείμενα δεν γίνονται ορατά ως οντότητες από μόνα τους, όπως ενδεχομένως να χρειαστούν περισσότερο σθένος, βελτίωση, ή ένα εξ ολοκλήρου διαφορετικό σχήμα· δε σκεφτόμαστε να διορθώσουμε τα καταναλωτικά προϊόντα που φιγουράρουν στα ράφια των σουπερμάρκετ καθώς περπατούμε ανάμεσά τους – εάν τα βρούμε ανεπαρκή, τα προσπερνάμε, με ακέραια την εμπιστοσύνη μας στο σύστημα των σουπερμάρκετ, με την ελπίδα ότι προϊόντα που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά μας θα βρεθούν στο επόμενο ράφι ή στο επόμενο κατάστημα. Η χειραφέτηση, λέει ο Lyotard, «δεν είναι πλέον εγκαθιδρυμένη ως μια εναλλακτική απέναντι στην πραγματικότητα, ως ένα ιδανικό προορισμένο να κατακτήσει και να επιβληθεί το ίδιο στην εξωτερική πραγματικότητα»· ως αποτέλεσμα, η επιθετική πρακτική έχει αντικατασταθεί από μια αμυντική, μία που αφομοιώνεται εύκολα από το «σύστημα» καθώς υπονοείται τώρα ότι η τελευταία περιλαμβάνει όλα τα σκόρπια κομμάτια από τα οποία θα συναρμολογηθεί εν τέλει ο «χειραφετημένος εαυτός»[18]. Το «σύστημα» έχει κάνει ότι περνάει απ’ το χέρι του. Τα υπόλοιπα επαφίενται σε εκείνους που «παίζουν μαζί του». Μεγαλοποιώντας την εικόνα, αλλά μόνο ελαφρά, μπορεί κανείς να πει ότι στη λαϊκή αντίληψη το καθήκον του μετανεωτερικού πολίτη (σε μεγάλο βαθμό όπως το καθήκον των τροφίμων στο Αββαείο του Θελήματος του Ραμπελαί) είναι να διάγει έναν ευχάριστο βίο. Με το να αντιμετωπίζει τα υποκείμενα ως πολίτες, το κράτος είναι υποχρεωμένο να προμηθεύει τις εγκαταστάσεις που θεωρούνται αναγκαίες για μια τέτοια ζωή, και να μη δίνει αφορμή για αμφιβολίες ότι η εκτέλεση του καθήκοντος είναι εφικτή. Αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η ζωή των τοιουτοτρόπως υποβαθμισμένων πολιτών πρέπει να ‘ναι η απόλυτη ευδαιμονία. Η δυσφορία ανακύπτει, μερικές φορές τόσο έντονη, ώστε να προτρέπει σε πράξεις που ξεπερνούν την συνηθισμένη έγνοια για αυτό-φροντίδα. Αυτό συμβαίνει επανειλημμένα, ακόμη και τακτικά, οποτεδήποτε τα όρια της ατομικής επιδίωξης για «το ενδιαφέρον» ανακουφίζονται· όποτε παράγοντες εμφανώς πέραν του ατομικού ελέγχου (όπως για παράδειγμα σχεδιαστικές αποφάσεις σχετικά με μια νέα παράκαμψη, έναν αυτοκινητόδρομο, οικιστικά έργα που είναι πιθανό να προσελκύσουν «ξενόφερτους», το κλείσιμο ενός νοσοκομείου, ο «εξορθολογισμός» ενός σχολείου ή κολεγίου) παρεμβαίνουν με το ενδιαφέρον-περιεχόμενο του περιβάλλοντος. Και ωστόσο οι στιγμιαίες εκρήξεις αλληλέγγυας δράσης που μπορεί να προκύψουν δεν αλλοιώνουν τα ουσιαστικά γνωρίσματα των μετανεωτερικών σχέσεων: την αποσπασματικότητα και την ασυνέχεια, τη στενότητα εστίασης και σκοπού, τη ρηχότητα της επαφής. Οι κοινές δεσμεύσεις έρχονται και παρέρχονται , και σε κάθε περίπτωση, στην πραγματικότητα, η αναδυόμενη «ολότητα» δεν είναι παρά «το άθροισμα των μερών της». Άλλωστε, τα διάχυτα παράπονα και οι μνησικακίες, που κατά κανόνα δημιουργούν μονοθεματικές καμπάνιες, δεν προσθέτουν, δεν συμπυκνώνουν ή δεν εμφανίζουν μια ροπή προς την μεταξύ τους ενίσχυση. Από την άλλη – ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους για την σπάνια πηγή της δημόσιας προσοχής, διαιρούν όσο ακριβώς και ενώνουν. Μπορεί κανείς να πει ότι το μήλο της έριδος δεν βοηθάει ώστε να κτιστεί ένας σκελετός γύρω απ’ τον οποίο θα μπορούσε να τυλιχτεί μια κοινή δέσμευση, μη-αποσπασματική και συνεχής. Ο Stuart Hall έχει εύγλωττα συνοψίσει την απορρέουσα κατάσταση και τις προοπτικές που μπορεί ή δεν μπορεί να έχει: « Δεν έχουμε εναλλακτικά μέσα από τα οποία οι ενήλικες μπορούν να ωφεληθούν από τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι έχουν απελευθερωθεί από τα δεσμά των συντηρητικών μορφών ζωής και σκέψης, και που ακόμη ασκούν τις ευθύνες τους για τους άλλους με ελεύθερο και ανοικτό τρόπο. Δεν έχουμε καμία έννοια της δημοκρατικής πολιτειότητας υπό αυτή την έννοια»[19] Ή ίσως έχουμε – φανταστείτε – μια τέτοια έννοια· αυτό που αδυνατούμε να φανταστούμε, μη έχοντας καθόλου χρόνο για να εξασκήσουμε τη φαντασία, είναι ένα δίκτυο σχέσεων που θα φιλοξενούσε και θα υποστήριζε μια τέτοια έννοια. Είναι, στην τελική, η παλιά αλήθεια που επαναλαμβάνεται: κάθε κοινωνία θέτει όρια στις στρατηγικές της ζωής που μπορούν να επινοηθούν, και οπωσδήποτε σ’ εκείνες που μπορούν να εφαρμοστούν. Αλλά το είδος τη κοινωνίας στο οποίο ζούμε περιορίζει μια τέτοια στρατηγική (ή στρατηγικές) καθώς μπορεί να αμφισβητεί κριτικά και επιθετικά τις αρχές της κι επομένως να ανοίγει το δρόμο σε νέες στρατηγικές, προς το παρόν αποκλεισμένες λόγω της μη-βιωσιμότητάς τους… Αφιερωμένο στην Judith Adler 1# Σ.τ.μ.: Z. Bauman, “From Pilgrim to Tourist – or a Short History of Identity”, Questions of Cultural Identity [Ερωτήματα για την Πολιτιστική Ταυτότητα], επιμ. Stuart Hall και Paul du Gay, Λονδίνο, Sage Publications Ltd, 1996, σσ. 18-36. Πρόκειται για το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου το οποίο αποτελεί συλλογή κειμένων σχετικά με το ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας και της σημασίας του για τους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς. Τα κεφάλαια, που προήλθαν από μια σειρά σεμιναρίων της Ομάδας Κοινωνιολογικής Έρευνας του Ανοικτού Πανεπιστημίου (Ηνωμένο Βασίλειο) μεταξύ 1993-1994, δεν αποτελούν βεβαίως μια ολοκληρωμένη αναφορά πάνω στο ζήτημα ούτε χαρακτηρίζονται από πλήρη ταύτιση ως προς την ανάλυση μεταξύ των συμβαλλόμενων συγγραφέων. 2# Kellner, “Popular culture and constructing postmodern identities” [«Λαϊκή κουλτούρα και κατασκευή μεταμοντέρνων ταυτοτήτων»], στο Scott Lasch και Jonathan Friedman (εκδ.), Modernity and Identity [Νεωτερικότητα και Ταυτότητα], Basil Blackwell, Οξφόρδη, 1992. 3 St Augustine, The City of God [Η Πολιτεία του Θεού], μτφρ. Gerald S. Walsh κ.ά., Image, Νέα Υόρκη, 1958. 4 Richard Sennett, The Conscience of the Eye: The Design and Social Life of Cities [Η Συνείδηση του Ματιού: Σχέδιο και Κοινωνική Ζωή των Πόλεων], Faber and Faber, Λονδίνο, 1993, σ.6. 5 Edmond Jabès, The Book of Questions [Το Βιβλίο των Ερωτημάτων], τ. II, μτφρ. Rosemarie Waldrop, Wesleyan University Press, Αννόβερο, 1991, σ.342: The Book of Margins [Το Βιβλίο των Περιθωρίων] μτφρ. Rosemarie Waldrop, Chicago University Press, Σικάγο, 1993, τ. xvi. Ο Ζαμπές παραθέτει τα λόγια του Gabriel Bounoure: «Η έρημος, δια του αποκλεισμού της κατοίκησης, ανοίγει ένα άπειρο αλλού στην ουσιώδη περιπλάνηση του ανθρώπου. Εδώ, κανένα εδώ δεν βγάζει νόημα». (The Book of Margins, σ.16). 6 Sennett, Conscience of the Eye, σσ. 44, 46. 7 Janine Chassequet-Smirgel, The Ego-Ideal, A Psychoanalytic Essay on the Malady of the Ideal [Το Ιδεώδες του Εγώ, Ένα Ψυχαναλυτικό Δοκίμιο πάνω στο Πρόβλημα του Ιδεώδους], μτφρ. Paul Barrows, Free Association Books, Λονδίνο, 1985. 8 Christopher Lasch, The Minimal Self: Psychic Survival in Troubled Times [Ο ελάχιστος εαυτός, ψυχική επιβίωση σε καιρούς αναστάτωσης], Pan Books, Λονδίνο, 1985, σσ. 32, 34, 38. 9 Ό.π., σσ. 57, 62. 10 Anthony Giddens, The Transformation of Intimacy: Sexuality, Love and Eroticism in Modern Societies [Η μεταμόρφωση της οικειότητας: Σεξουαλικότητα, αγάπη και ερωτισμός στις μοντέρνες κοινωνίες], Κέιμπριτζ, Polity Press, 1987, Κεφάλαιο 3. 11 Henning Bech, ‘Living together in the (post)modern world’ [«Ζώντας μαζί στον (μετα)νεωτερικό κόσμο»]. Εργασία που παρουσιάστηκε στη συνεδρία με θέμα «Μεταβαλλόμενη οικογενειακή δομή και οι νέες μορφές να ζούμε μαζί», European Conference of Sociology, Βιέννη, 22-28 Αυγούστου 1992. 12 Βλ. Zygmunt Bauman, Legislators and Interpreters: on Modernity, Postmodernity and Intellectuals [Νομοθέτες και Διερμηνείς: για τη Νεωτερικότητα, τη Μετανεωτερικότητα και τους Διανοούμενους], Κέιμπριτζ, Polity Press, 1987, Κεφάλαιο 3. 13 Jonathan Matthew Schwartz, In Defense of Homesickness: Nine Essays on Identity and Locality [Για την προάσπιση του Νόστου: εννέα δοκίμια για την Ταυτότητα και την Τοπικότητα], Akademisk Forlag, Κοπεγχάγη, 1989, σσ. 15, 32. 14 Βλ. Zygmunt Bauman, Modernity and the Holocaust [Η Νεωτερικότητα και το Ολοκαύτωμα], Polity Press, Κέιμπριτζ, 1993, Κεφάλαιο 7; Postmodern Ethics, Basil Blackwell, Οξφόρδη, 1993. 15 Christopher Lasch, Culture of Narcissism: American Life in an Age of Diminishing Expectations [Η κουλτούρα του ναρκισσισμού: η αμερικάνικη ζωή σε μία εποχή μειούμενων προσδοκιών], Warner Books, Νέα Υόρκη, 1979, σσ.102, 69. 16 Jean–François Lyotard, Moralités postmodernes [Μετανεωτερική Ηθική], Galilée, Παρίσι, 1993, σσ.32-3. 17 Λέει ο Lasch: «Έχοντας ελάχιστες ελπίδες να βελτιώσουν τις ζωές τους με οποιονδήποτε απ’ τους τρόπους που έχουν σημασία, έχουν πείσει οι άνθρωποι τους εαυτούς τους ότι αυτό που έχει σημασία είναι η ψυχική αυτό-βελτίωση: να ερχόμαστε σε επαφή με τα συναισθήματά μας ,να τρώμε υγιεινό φαγητό, να κάνουμε μαθήματα μπαλέτου ή χορού της κοιλιάς, να βυθιζόμαστε στη σοφία της Ανατολής, να κάνουμε τζόκιν, να μαθαίνουμε πώς να «σχετιζόμαστε», να ξεπερνούμε τον «φόβο της απόλαυσης» (Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού, σελ. 29). Ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε ότι το διάχυτο, ανεστίαστο συναίσθημα ότι δεν πάνε όλα καλά με το πρόγραμμα τείνει να διατυπώνεται σαν ένα ζήτημα θεραπείας που στοχεύει στον δύσμοιρο και ανίκανο αυτό-βελτιωτή – αλλά διοχετεύεται μακριά από το ίδιο το πρόγραμμα· αντιθέτως, το πρόγραμμα αναδύεται απ’ τη δοκιμασία με ενισχυμένη εξουσία. 18 Lyotard, Moralités postmodernes, σσ.66-8. 19# Stuart Hall, ‘Thatcherism today’ [Ο Θατσερισμός στις μέρες μας], New Statesman and Society, 26 Νοεμβρίου 1993, σ.16.