Γράφουμε, μας έλεγε ο Jean – Bertrand Pontalis, όπως ονειρευόμαστε· ζωγραφίζουμε το έως τότε μη απεικονίσιμο, αυτό που ξυπνάει μέσα μας αμέσως μόλις αναδυθεί η επιθυμία να μετασχηματίσουμε την πραγματικότητα, ανοίγοντας έτσι ρωγμές και σχεδιάζοντας τοπία νέα που έως τότε μας ήταν αόρατα, που ήταν απόντα – διότι, ασφαλώς, κάτι ουσιώδες έβλεπε ο Clastres, όταν έγραφε ότι «κάτι υπάρχει στην απουσία». Γράφουμε όπως ονειρευόμαστε· αλλά, επίσης, γράφουμε επειδή ακριβώς ονειρευόμαστε.
Η έκδοση ενός περιοδικού -το ξέρουμε- δεν μπορεί να φέρει την επανάσταση· μπορεί εντούτοις να συμβάλει στη δημιουργική της «έκρηξη», ως θεσμίζουσας δραστηριότητας που αλλάζει τη ζωή, πουμεταμορφώνει τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων. Σ’ αυτό προσπαθούν να συμβάλουν οι Κοινοί Τόποι, εγχείρημα που κυοφορείται χρόνια, αλλά κατάφερε να πάρει την οριστική του μορφή μόλις τον Μάιο του 2016 – καθόλου τυχαία, θα λέγαμε, αναλογιζόμενοι τη διαχρονική σημασία και ομορφιά αυτού του μήνα. «Σε αυτή την κοινωνία», έγραφε ένας λησμονημένος μποέμ, ονόματι Ντεμπόρ, «όπου, όπως είναι γνωστό, η αυτοκτονία προοδεύει, οι ειδικοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ενοχλημένοι ότι είχε πέσει σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα τον Μάη του 1968. Εκείνη η άνοιξη αξίωσε επίσης έναν όμορφο ουρανό -χωρίς να ανέλθει με σαφήνεια σε αυτόν κατά τη διάρκεια της εφόδου-, καθώς αρκετά αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν και όλα τα υπόλοιπα δεν είχαν τη βενζίνη που χρειάζονταν για να μολύνουν. Όταν βρέχει, όταν υπάρχουν τεχνητά σύννεφα πάνω από το Παρίσι, μην ξεχνάτε ποτέ ότι υπαίτια είναι η εξουσία. Η αλλοτριωμένη βιομηχανική παραγωγή προκαλεί τη βροχή. Η επανάσταση ομορφαίνει τον καιρό».
Ξέρουμε ότι αυτή η μεγαλειώδης «έφοδος στον ουρανό» καταδικάστηκε γρήγορα στην ήττα που της επεφύλασσε η θεαματική αφομοίωση, μέσα από τη διαφημιστική ανακύκλωση του κάποτε ανατρεπτικού. Εκεί όπου οι καταραμένοι της ιστορίας είχαν το θράσος να αποχωρήσουν κυριολεκτικά από την κοινωνία, αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους σαν έκπτωτοι άγγελοι, οι απόγονοί τους εκπίπτουν σε οργανικό στοιχείο της μαζικής κουλτούρας: σήμερα προσποιούμαστε ότι η λύση του προβλήματος βρίσκεται στη στερεοτυπική επανάληψη, στην αναβίωση των προγενέστερων γεγονότων, όπως αυτά διαμεσολαβούνται από την εξιδανίκευση της μνήμης. Ξεχνάμε, έτσι, τον εύστοχο αφορισμό του Μαρξ ότι «η Ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα». Μολαταύτα, ξέρουμε, επίσης, ότι τα δημιουργικά σπέρματα που, κατά τρόπο αμφίσημο, συνυπήρχαν στην ιδέα της «εφόδου», είναι διαρκώς έτοιμα να πυροδοτήσουν μια νέα κοινωνικο-ιστορική κίνηση, αρκεί να τα αναζητήσουμε κατά τρόπο ιστορικά επίκαιρο, γονιμοποιώντας, έτσι, το πολιτικά πρωτότυπο.
Μπροστά στα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Γαλλία τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, και χωρίς να μπορεί κανείς μέχρι τώρα να διακρίνει τις διεργασίες του ανώνυμου πλήθους στις ολονυχτίες και τις γενικές συνελεύσεις, ακόμη και η πιθανολογούμενη κατάληξη ενός ακόμα κινήματος σε πολιτικό αδιέξοδο δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει αυτή την, έστω και μπεκετικής προέλευσης, ορμή να προσπαθήσουμε, να αναζητήσουμε τους Κοινούς Τόπους, ακόμη κι αν στο τέλος αποτύχουμε, ακόμη κι αν στο τέλος αποτύχουμε για ακόμα μια φορά, ακόμη κι αν στο τέλος αποτύχουμε καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Στο αντίθετο άκρο αυτής της προσπάθειας, ιδού το αποκορύφωμα της κίνησης του πολιτισμού μας, το τελευταίο στάδιο του καταναλωτικού οικουμενισμού, ο χαρούμενος μηδενισμός της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας: εργασία και θεάματα, ελεύθερη αγορά και ανθρώπινα δικαιώματα, φεστιβάλ και συνέδρια, τεχνο-επιστήμη και new age ιδεολογίες, κοινοβουλευτισμός και υπερ-γραφειοκρατία, κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τρομοκρατία. Πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς την κατάντια της ζωής στον φιλελεύθερο κόσμο, και πώς να αποφύγει το στερεοτυπικά τετριμμένο, μιλώντας για την (εξαρχής προαναγγελθείσα) κατρακύλα της ετεροθαλούς αδελφής του, της αριστεράς (τελικώς, όμως, του ίδιου του μαρξισμού εν τω συνόλω); Πού βρισκόμαστε σήμερα, και τι ακριβώς μπορεί να δώσει λύσεις σ’ αυτό το τέλμα; Ένα νέο πολιτικό και φιλοσοφικό ρεύμα ή μια απόπειρα ανασκαφής του «παλιού» ριζώματος; Απορία εύλογη που, ασφαλώς, αγκαλιάζει και το παρόν εγχείρημα. Και τα δύο, είναι πιθανώς η απάντηση.
Αλλά η αναζωογόνηση, η ανανέωση, η νεολατρεία, έχουν καταλήξει δημόσιοι καταναγκασμοί, και το να προτάσσει κανείς το απολύτως «νέο», θα σήμαινε αυτομάτως τη συμμόρφωσή του με το σύστημα, την ίδια στιγμή που το να αναζητεί κανείς τις ρίζες και τις καταγωγές του στη λειτουργία του πεπαλαιωμένου, του vintage, του παρελθόντος ολόκληρου ως προστιθέμενης αξίας του νέου, και ως αναμνησιακού τουρισμού και αισθητικής παροντοποίησης του ιστορικού χρόνου, φαντάζει διαδικασία ήδη κατοχυρωμένη στον ιμπεριαλισμό του εμπορεύματος, όπως θα λέγαμε με τους αναχρονιστικούς όρους μιας άλλης εποχής – μοιάζει, με άλλα λόγια, με ένα είδος ριζοσπαστικού κομφορμισμού. Μπροστά στη γενικευμένη κοινοτοποποίηση του σημαντικού, εδώ, μάλλον, αυτό που ενδιαφέρει είναι η με κάθε σοβαρότητα φροντίδα για το κοινότοπο, για τον εμφανίσιμο, αναγνωρίσιμο, κοινό για όλους τόπο· η αποκάλυψη της πραγματικής ζωής δια του λόγου. «Εδώ δράση μας είναι ο λόγος», όπως θα γράψει ο Καστοριάδης στις σελίδες τουΣοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Δεν θα έπρεπε να μας αφορά, τουλάχιστον όχι σε πρώτο βαθμό, αν αυτό που λέγεται και αποκαλύπτεται είναι παλιό ή νέο, αλλά ότι έτσι είναι – αν είναι.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, χρειαζόμαστε την ανάδυση του ομιλούντος ατόμου, αυτού που θα βρει τη δύναμη και το σθένος να αντιπαρατεθεί τόσο στη μηντιακή απεραντολογία, στην οπτική επίστρωση της φλυαρίας όσο και στον ακαδημαϊκό σχολαστικισμό, στην αέναη συσσώρευση ερμηνειών, καθώς και στις δύο περιπτώσεις, συναντούμε την κατάργηση της ομιλίας, της εκφώνησης ενός λόγου με λογική συνοχή και, ως εκ τούτου, την υποχώρηση κάθε δυνατότητας για νοηματική πληρότητα. Αν αδυνατούμε να πυροδοτήσουμε την αναγέννηση του δημοκρατικού και επαναστατικού προτάγματος, οφείλουμε τουλάχιστον να διατηρήσουμε τη φλόγα αναμμένη. Να μια ουσιαστική αξία, ένα αληθινό νόημα. Αν δεν μπορούμε να νικήσουμε (τι άσχημη λέξη), οφείλουμε τουλάχιστον να επιμείνουμε στην ιστορική ευθύνη που κληροδοτεί το παρελθόν στο μέλλον, με όχημα το παρόν – όλες και όλους εμάς.
Τέλος φόρμας