Την Κυριακή 3 Ιουλίου γνωστοί καλλιτέχνες όπως ο Κώστας Μάντζιος και η Γεωργία Γρηγοριάδου, υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του Σπύρου Κουρκουνάκη και την φιλική συμμετοχή του Παντελή Θαλασσινού, έρχονται στο Ξυλόκαστρο «με τα φτερά του έρωτα..» να μας αγγίξουν απαλά και να μας ξυπνήσουν μνήμες και συναισθήματα που δεν πρέπει να κοιμούνται ποτέ…
«Με τα φτερά του έρωτα κι απόψε θα σ’ αγγίξω» , «Τα Σμυρναίικα τραγούδια ποιος σου τα ’μαθε…», «Στου κορμιού σου τ’ ακρογιάλια θα με φέρουν μαϊστράλια με καράβια χιώτικα…», «Χάνομαι χωρίς ελπίδα μέρα νύχτα στη Χαλκίδα…», «Ήθελα να ’μαι εισιτήριο στην τσέπη σου…», «Δεν την αντέχεις εύκολα την άνοιξη…» και άλλες επιτυχίες που έχουν ερμηνεύσει κορυφαίοι τραγουδιστές θα μας συντροφέψουν σε ένα ταξίδι απ΄τη μνήμη στην καρδιά…
Η συναυλία φόρου τιμής στον «στιχουργό των φτωχών» Ηλία Κατσούλη θα ξεκινήσει στις εννιάμιση το βράδυ της Κυριακής ,στο ανοιχτό θέατρο Β. Γεωργιάδης
Ο Ηλίας Κατσούλης έφυγε από τη ζωή στις 21 Αυγούστου του 2008,χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Στο βιογραφικό που ο ίδιος, με τον ιδιαίτερο τρόπο του γράφει, διαβάζουμε : «Γενέθλιος τόπος: ένα ωραίο παραλιακό χωριό της Κορινθίας (Λουτρό). Μπορεί και Σμύρνη, Πόλη, Αλεξάνδρεια, Οδησσός…»
Posted on :
Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016
[
0
] comments
Label:
αριστοναυτεια
,
ποιόςκάτιπου
,
τοπωςκαιτομετα
,
MinΜικρόκοσμοι
Οι επικοινωνιακές υποδομές στο δήμο Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης. Ξαφνικά (!) ανακάλυψαν ανάγκες μεγάλου δρόμου.
«Έχουμε πολλά προβλήματα», έλεγε και ξαναέλεγε ο δήμαρχος Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης. Ήταν σε σύσκεψη για τα έργα με τον Γ. Δέδε, εκ μέρους του υπουργείου. Και ζήτησε ο παράπλευρος προς τη νέα εθνική οδό δρόμος, που θα ξεκινήσει από την Κόρινθο, να μην σταματάει στο Κιάτο, αλλά στο Δυτικό όριο του δήμου. Για μία ακόμα φορά αντιλαμβάνονται αυτό που τους λείπει όταν δεν λείπει από κάποιους άλλους.
Στην σύσκεψη καφενειακής – φραπέ αισθητικής, από τους γνωστούς, διακρίναμε να μιλάει για υποδομές ο κ. Ψυχογιός, ο Συριζαίος, που μαζί με τους άλλους κοινόσταυλούς του αφαιρεί από τη χώρα τις δημόσιες υποδομές της. Είπε και δυό λόγια με το προφανές τρακ που φέρνει στο ορατό η σύγκρουση των προσωπικών και δημόσιων συμφερόντων.
Στο θέμα των δικτύων και την σημασία τους ως κύριο αναπτυξιακό εργαλείο έχουμε μιλήσει πολλές φορές. Ας κάνουμε μία αναδρομή, σε βασικά προλεγόμενα, γιατί έχει σημασία και ο χρόνος των παρεμβάσεων.
1. Το 2002 στις συνεντεύξεις στο τοπικό ραδιόφωνο η αυτοδιοικητική παράταξη που συγκροτούσαμε έστελνε πάντα δύο μέλη της μαζί. Στην πρώτη μιλήσαμε εγώ και κάποιος που είναι δημοτικός σύμβουλος σήμερα. Στην συνέντευξη λοιπόν για να καταλάβουν ότι η παράταξη είχε σταθερές πολιτικές και αναπτυξιακές βάσεις διάβασα από την ομιλία του Γ. Παλαιοκρασσά (υπουργού συντονισμού της ΝΔ) σε συνέδριο περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης το παρακάτω τμήμα: «Η επίπτωση μιας συγκοινωνιακής υποδομής (και σε αυτήν περιλαμβάνω και τις επικοινωνίες με την βαρύτερή τους έννοια), είναι πιο σύνθετη και έχει διαφοροποιηθεί μέσα στο χρόνο. Το άνοιγμα ενός δρόμου, η βελτίωση της συγκοινωνίας ανάμεσα στο χωριό και στην πόλη, ανάμεσα στην πόλη και το παμφάγο κέντρο της Αθήνας ή στα τελευταία χρόνια γιατί όχι και της Θεσσαλονίκης, σε μία πρώτη φάση συνιστά μια φλέβα αιμορραγίας της περιφέρειας προς το κέντρο. Η αύξηση της κινητικότητας σημαίνει ότι ο κάτοικος του χωριού δεν έχει τόσο ανάγκη πιά το κουρείο, το μπακάλικο, το εμπορικό του χωριού του, αφού μπορεί να ικανοποιήσει όλες αυτές τις ανάγκες του με ένα σύντομο και ευχάριστο ταξίδι στη γειτονική πόλη. Το ίδιο ισχύει για τον κάτοικο της επαρχιακής πόλεως σε σχέση με τα κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης…».
2. Μία τοπική κοινωνία, σε ένα υπερτοπικό δίκτυο πρέπει να εντάξει τα τοπικά, συμπληρωματικά. Στις 11 Φεβρουαρίου 2007 δημοσίευσα το κείμενο με τίτλο ΑΣΤΥ, ΠΟΛΗ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΣ. Παρέθετα την άποψη του τότε επιμελητή της Μπιενάλε της Βενετίας Βurdett:«όταν δημιουργούμε μία υποδομή πρέπει να γνωρίζουμε αν αυτή θα επιτρέπει κοινωνική ολοκλήρωση ή αντιθέτως μπορεί να γίνει πηγή αποκλεισμού ή κυριαρχίας». Και σημείωνα την ανάγκη «να ξανακάνουμε το Ξυλόκαστρο προνομιακό χώρο ζωής, αν δούμε το ρόλο του σε έναδίκτυο οικισμών και επικοινωνιακών υποδομών (μαζί με αυτούς και ο προαστιακός)…».
3. Το 2009 έγιναν συζητήσεις για το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο. Σε δημοσίευση με στρατηγικής σημασίας προτάσεις, (28 Ιουνίου), πέρα από την πρόταση αντιμετώπισης και ένταξης του νέου σιδηροδρομικού σταθμού στον δημοτικό οργανισμό υποδομών παρατηρούσα ότι από το ΓΠΣ που προτεινόταν απουσίαζαν «οι επικοινωνιακές, συγκοινωνιακές υποδομές. Αν και είναι το μεγαλύτερο αναπτυξιακό εργαλείο. Δεν γίνεται αναφορά στη σύνδεση του δήμου με τα νέα υπερτοπικά δίκτυα. Εμείς πρέπει να καθορίσουμε τα χρήσιμα συμπληρωματικά». Ποτέ δεν συζητήθηκε αυτό το θέμα. Σήμερα, μετά τόσα χρόνια ξύπνησαν και ανακάλυψαν την ανάγκη συμπληρωματικών υποδομών. Τότε στις συζητήσεις μία αναφορά. Και από τις μειοψηφίες Αλογογιάννη και Ζάρρου και από την πρόταση της δημοτικής αρχής.
Τελικά στο δήμο διαμορφώνεται ένα περιβάλλον ζωής, επικοινωνιακών υποδομών, δρόμων που δεν εξαρτάται από αυτούς που τους αφορούν. Οι Έλληνες, αλλά και οι συνδημότες μας, όπως και οι τοπικοί μας εκπρόσωποι πάντα τρέχουν να διορθώσουν. Εκ των υστέρων, όπως στον Ξενοκράτη. Τώρα με το τέλος των έργων ασχολούνται με την απορροή των ομβρίων, τα φυτώρια τα θυμούνταν όταν τα έκλεβαν, οι Σικυώτες διαμαρτύρονταν για τα φωτιστικά που επιλέχθηκαν, όταν τα είχαν ήδη τοποθετήσει…
Ένα σύστημα διακυβέρνησης της οικονομίας αφορά και τις υποδομές, δηλαδή και τον χάρτη που έχουμε ανάγκη. Το θέμα είναι για τις ανάγκες ποιών σχεδιάζονται. Τους χάρτες γεωγραφίας υποδομών δεν τους σχεδιάζουν οι πολίτες, αλλά τα εργολαβικά συμφέροντα και το μεταπρατικό πολιτικό προσωπικό. Οι κοινωνίες αποκλείονται και από την ανεπάρκεια των τοπικών εκπροσώπων τους.
Υ/Γ
Συγκλήθηκε δημοτικό συμβούλιο έκτακτο. Φτωχή συζήτηση, απελπισία. Ο δήμαρχος είπε ότι το θέμα προέκυψε ξαφνικά! Και ότι θα κάνει ότι μπορεί. Μα αυτό το κάνουν όλοι, ό,τι μπορούν κάνουν, αλλά το ζήτημα είναι να κάνουν αυτό που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Και επειδή ο εκπρόσωπος της Συμπολιτείας αναφέρεται συνεχώς στις ευθύνες των εταιρειών, οι πολίτες απαιτούν από το κράτος. Αυτό πρέπει να καθορίζει τι πρέπει να κάνουν οι κατασκευαστικές εταιρείες. Εκτός και δεν πρέπει να στενοχωρούμε τους Συριζαίους πολιτικούς απατεώνες. Ο σύμβουλος κ. Αποστολόπουλος ζήτησε τεχνική τεκμηρίωση της πρότασης για τον παράπλευρο δρόμο, πρόσθεσε ότι στα μεγάλα έχουμε αποτύχει. Συμφωνήθηκε να εκδοθεί ψήφισμα. Στα μεγάλα επιτυχημένα έργα θα ανήκει.
Γρηγόρης Κλαδούχος www.tinakanoume.gr
Ξυλόκαστρο 24 Ιουλίου 2016
( Στην φωτογραφία βιβλίο του Παντελή Σκάγιαννη, καθηγητή της Πολιτικής των Υποδομών και Διευθυντή του Εργαστηρίου Υποδομών, Τεχνολογικής Πολιτικής και Ανάπτυξης στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΤΜΧΠΠΑ) της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)
( Στην φωτογραφία βιβλίο του Παντελή Σκάγιαννη, καθηγητή της Πολιτικής των Υποδομών και Διευθυντή του Εργαστηρίου Υποδομών, Τεχνολογικής Πολιτικής και Ανάπτυξης στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΤΜΧΠΠΑ) της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)
by :
tinakanoumegk
Στα πολλά προβλήματα που έχουμε, ίσως καταφεύγουμε στην αναπληρωματικότητα επετείων, στο παρελθόν, στην αναπόληση παλιών πολιτικών. Τελευταία παρακολουθήσαμε την εκμετάλλευση της μνήμης του Ανδρέα Παπανδρέου. Επιστρέφεις στο παρελθόν, όταν δεν μπορείς να αναλύσεις το παρόν και αδυνατείς να δομήσεις μία πρόταση ενός αξιοπρεπούς μέλλοντος.
Πρώτα από όλα η αξιολόγηση και τα συνέδρια για ιστορικά πρόσωπα είναι πολύ σοβαρά πράγματα που δεν μπορούν να αφεθούν σε αυτούς που ευνοήθηκαν από αυτά τα πρόσωπα. Στο κύρος των περισσότερων που βρέθηκαν σε ηγετικές θέσεις στο ΠΑΣΟΚ συνέτρεξε η δύναμη του κύρους του Ανδρέα που τους πρόβαλλε ως συνεργάτες του.
Δημοσιοποιήθηκαν και ονόματα που είχαν χαθεί στους λαβύρινθους της πολιτικής απροσδιοριστίας, νωθροί και χωρίς ταυτότητα, γνώση και ψυχικά αποθέματα απέναντι στις δυνάμεις του Σημιτικού ψευτοεκσυγχρονισμού. Παρά το γεγονός ότι το πέρασμα του ΠΑΣΟΚ ήταν μία οδυνηρή εμπειρία αλλά και με ανανεωτικές στιγμές και αντιλήψεις, ένα σώμα ανθρώπων απέφυγε την ευθύνη καταδίκης μίας ρηγματώδους συνέχειας, ανατροπής και των λίγων όσων είχαν κατακτηθεί, από την διαχείριση Σημίτη. Ο τερατομορφισμός έφτασε σε μίζες, διαφθορά, διαπλοκή, χρηματιστήρια, στον απανθρωπισμό της πολιτικής.
Μία εκδήλωση (84+ πρώην βουλευτών) και αυτή δεν είχε να κάνει με τον Α. Π.. Ήταν έμμεση νομιμοποίηση παλαιών πολιτικών, αξιωματούχων ενός κινήματος που ξαναβρίσκονται σε μνημόσυνα του στρατηγού που έδωσε μάχες, σε πολλές κέρδισε αλλά έχασε τον πόλεμο. Όποιος θέλει να τιμήσει τον Ανδρέα, όποιον Ανδρέα έχει κάνει εικόνα του, πρέπει να μιλήσει για την δική του πορεία.
Κοιτάζοντας πίσω, για αυτούς που δεν ήταν στο ΠΑΣΟΚ, που τους έχουν απομείνει κάποια πολιτικά κριτήρια, ο Ανδρέας στο τέλος είχε παραιτηθεί από την ευθύνη που απορρέει από την λέξη αρχηγός. Ποιοι ήταν οι λόγοι; Ανασφάλεια, ο χρόνος, το περιβάλλον του, η υπονόμευση από τον γιό του, η απογοήτευση από τις δυνατότητες και την ποιότητα των ανθρώπων που είχε δίπλα του; Απαιτείται μία σε βάθος έρευνα, γιατί α.) είναι σύνηθες οι άνθρωποι να αξιολογούν θετικά όσους τους ευνόησαν, β.) αν διαβάσουμε με προσοχή τους 84+ στην πρόσκληση για διάλογο, για την αξιολόγησή του έχουν θέσει ως προϋπόθεση αξιολόγησης αυτά που αυτός θεώρησε ως σωστά, άξια, αρχειακά. Εδώ το πάθος καταπιέζει τον λογισμό. Αν κρίνουμε με αυτόν τον τρόπο όλους μας, όλοι θα βγούμε θεοί.
Κανένας δεν τολμά να κάνει μια σοβαρή αποτίμηση του πρόσφατου πολιτικού κύκλου. Αυτό απωθείται σαν μια επικίνδυνη συναναστροφή. Προσπαθούν να το ξεχάσουμε και να το ξεχάσουν. Σαν να είναι απωθημένο στον μύθο και το απώτερο ιστορικό παρελθόν, που οι ειδικοί αρχαιολόγοι δεν έχουν πολιτικά ιστορικά γεγονότα και δεδομένα για να κρίνουν.
Αλλά και τα λόγια περί πατριωτισμού είναι ανούσια. Το μεγάλο εθνικό μας πρόβλημα είναι η πολιτική ολιγαρχική κάστα που εμποδίζει την Ελληνική παραγωγή, την δημοκρατία και την δημιουργία. Ο Α. Π. στην κλασική σχέση ηγέτη- λαού έδωσε δικαίωμα σε αυτό που λεγόταν κόμμα να γίνει κράτος, ενώ άλλο θα πει ηγέτης και άλλος ο ρόλος του κόμματος. Σήμερα οι κομματικοπολιτικές φράξιες που εγκαθίστανται στο κράτος, είναι μηχανισμοί καταστολής με εντολοδόχο μία εξωτερική εξουσία. Σε αυτές τις συνθήκες οι όροι της πολιτικής έχουν αλλάξει. Η ανασυγκρότησή της θα γίνει ορατό παρόν όταν νέες δυνάμεις με καθαρό παρελθόν αποδώσουν στρατηγική σημασία στην από τα κάτω πολιτική και κοινωνική αυτοάμυνα. Χαώδη κληροδοτήματα ηγετών, ασύντακτα και ταλαιπωρημένα πολιτικά μυαλά δεν θα συγκροτήσουν τίποτα θετικό. Πρέπει να ξεπεράσουμε το χθες και τους ανθρώπους του.
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο 21 Ιουλίου 2016
Στα πολλά προβλήματα που έχουμε, ίσως καταφεύγουμε στην αναπληρωματικότητα επετείων, στο παρελθόν, στην αναπόληση παλιών πολιτικών. Τελευταία παρακολουθήσαμε την εκμετάλλευση της μνήμης του Ανδρέα Παπανδρέου. Επιστρέφεις στο παρελθόν, όταν δεν μπορείς να αναλύσεις το παρόν και αδυνατείς να δομήσεις μία πρόταση ενός αξιοπρεπούς μέλλοντος.
Πρώτα από όλα η αξιολόγηση και τα συνέδρια για ιστορικά πρόσωπα είναι πολύ σοβαρά πράγματα που δεν μπορούν να αφεθούν σε αυτούς που ευνοήθηκαν από αυτά τα πρόσωπα. Στο κύρος των περισσότερων που βρέθηκαν σε ηγετικές θέσεις στο ΠΑΣΟΚ συνέτρεξε η δύναμη του κύρους του Ανδρέα που τους πρόβαλλε ως συνεργάτες του.
Δημοσιοποιήθηκαν και ονόματα που είχαν χαθεί στους λαβύρινθους της πολιτικής απροσδιοριστίας, νωθροί και χωρίς ταυτότητα, γνώση και ψυχικά αποθέματα απέναντι στις δυνάμεις του Σημιτικού ψευτοεκσυγχρονισμού. Παρά το γεγονός ότι το πέρασμα του ΠΑΣΟΚ ήταν μία οδυνηρή εμπειρία αλλά και με ανανεωτικές στιγμές και αντιλήψεις, ένα σώμα ανθρώπων απέφυγε την ευθύνη καταδίκης μίας ρηγματώδους συνέχειας, ανατροπής και των λίγων όσων είχαν κατακτηθεί, από την διαχείριση Σημίτη. Ο τερατομορφισμός έφτασε σε μίζες, διαφθορά, διαπλοκή, χρηματιστήρια, στον απανθρωπισμό της πολιτικής.
Μία εκδήλωση (84+ πρώην βουλευτών) και αυτή δεν είχε να κάνει με τον Α. Π.. Ήταν έμμεση νομιμοποίηση παλαιών πολιτικών, αξιωματούχων ενός κινήματος που ξαναβρίσκονται σε μνημόσυνα του στρατηγού που έδωσε μάχες, σε πολλές κέρδισε αλλά έχασε τον πόλεμο. Όποιος θέλει να τιμήσει τον Ανδρέα, όποιον Ανδρέα έχει κάνει εικόνα του, πρέπει να μιλήσει για την δική του πορεία.
Κοιτάζοντας πίσω, για αυτούς που δεν ήταν στο ΠΑΣΟΚ, που τους έχουν απομείνει κάποια πολιτικά κριτήρια, ο Ανδρέας στο τέλος είχε παραιτηθεί από την ευθύνη που απορρέει από την λέξη αρχηγός. Ποιοι ήταν οι λόγοι; Ανασφάλεια, ο χρόνος, το περιβάλλον του, η υπονόμευση από τον γιό του, η απογοήτευση από τις δυνατότητες και την ποιότητα των ανθρώπων που είχε δίπλα του; Απαιτείται μία σε βάθος έρευνα, γιατί α.) είναι σύνηθες οι άνθρωποι να αξιολογούν θετικά όσους τους ευνόησαν, β.) αν διαβάσουμε με προσοχή τους 84+ στην πρόσκληση για διάλογο, για την αξιολόγησή του έχουν θέσει ως προϋπόθεση αξιολόγησης αυτά που αυτός θεώρησε ως σωστά, άξια, αρχειακά. Εδώ το πάθος καταπιέζει τον λογισμό. Αν κρίνουμε με αυτόν τον τρόπο όλους μας, όλοι θα βγούμε θεοί.
Κανένας δεν τολμά να κάνει μια σοβαρή αποτίμηση του πρόσφατου πολιτικού κύκλου. Αυτό απωθείται σαν μια επικίνδυνη συναναστροφή. Προσπαθούν να το ξεχάσουμε και να το ξεχάσουν. Σαν να είναι απωθημένο στον μύθο και το απώτερο ιστορικό παρελθόν, που οι ειδικοί αρχαιολόγοι δεν έχουν πολιτικά ιστορικά γεγονότα και δεδομένα για να κρίνουν.
Αλλά και τα λόγια περί πατριωτισμού είναι ανούσια. Το μεγάλο εθνικό μας πρόβλημα είναι η πολιτική ολιγαρχική κάστα που εμποδίζει την Ελληνική παραγωγή, την δημοκρατία και την δημιουργία. Ο Α. Π. στην κλασική σχέση ηγέτη- λαού έδωσε δικαίωμα σε αυτό που λεγόταν κόμμα να γίνει κράτος, ενώ άλλο θα πει ηγέτης και άλλος ο ρόλος του κόμματος. Σήμερα οι κομματικοπολιτικές φράξιες που εγκαθίστανται στο κράτος, είναι μηχανισμοί καταστολής με εντολοδόχο μία εξωτερική εξουσία. Σε αυτές τις συνθήκες οι όροι της πολιτικής έχουν αλλάξει. Η ανασυγκρότησή της θα γίνει ορατό παρόν όταν νέες δυνάμεις με καθαρό παρελθόν αποδώσουν στρατηγική σημασία στην από τα κάτω πολιτική και κοινωνική αυτοάμυνα. Χαώδη κληροδοτήματα ηγετών, ασύντακτα και ταλαιπωρημένα πολιτικά μυαλά δεν θα συγκροτήσουν τίποτα θετικό. Πρέπει να ξεπεράσουμε το χθες και τους ανθρώπους του.
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο 21 Ιουλίου 2016
by :
tinakanoumegk
Ανάμεσα σε πολλές Ελληνικές αναφορές στο διαδίκτυο για τα γεγονότα στην Τουρκία θεώρησα σωστό να παρέμβω σε μικρό σχόλιο. Δυστυχώς, όλη η συζήτηση διεγράφη και αυτή τη φορά δεν προνόησα να «αποθηκεύσω». Με λίγα λόγια, μου έκανε εντύπωση η προβολή της δράσης των Τούρκων απέναντι στην απόπειρα πραξικοπήματος που συγκρίθηκε με την ακινησία των Ελλήνων κατά το πραξικόπημα του 1967. Σε αυτήν τη συζήτηση έκανα δύο μικρά σχόλια.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΧΟΛΙΟ:
Κυρία Γ. : θεωρώ ότι η έγκλιση και σύγκριση που κάνατε είναι άστοχη. Η προβολή ενός λαού όταν βγαίνει και στηρίζει ένα ημιφασιστικό καθεστώς δεν νομίζω ότι αποτελεί παράδειγμα. Κριτήριο δεν είναι η κινητοποίηση, αλλά το αίτημα της κινητοποίησης. Γενικά, η αξιολόγηση μίας μερίδας λαού που κινητοποιείται ως θετικό από μόνο του, χωρίς να δούμε ποιόν εξυπηρετεί μας οδηγεί να εντάσσουμε την πολιτική κινητοποίηση στις αποϊδεολογικοποιημένες έννοιες, που προφανώς είναι επικίνδυνο, γιατί κάθε πολιτική πράξη (σε τελευταία ανάλυση) έχει ένα πρόσημο.
Χθες στην Αθήνα το Πολιτιστικό Κέντρο του Κουρδιστάν είχε προγραμματίσει κινητοποίηση για τα κοινωνικά, εθνικά δίκαια στην Τουρκία και την απελευθέρωση του Οτζαλάν. Επειδή ο χώρος δεν το επιτρέπει ρίξτε μία ματιά εδώ: http://www.tinakanoume.gr/2016/03/blog-post_8.html
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΙΟ:
Αγαπητέ Γ. Π . : Δεν μπαίνω στην παγίδα σύγκρισης συμπεριφορών λαών... Προβάλλω τους αγώνες δικαιωμάτων τους. Έχω δηλώσει την αλληλεγγύη μου στις καταπιεσμένες πολιτισμικές ψηφίδες μέσα στην Τουρκία και στον αγώνα του Κουρδικού λαού... Εγώ δεν κάνω αναλύσεις, που τελειώνουν εκεί. Ούτε απλά κάνω κριτική. Προτείνω. Επειδή ένας παρακρατικός μηχανισμός και οι γκρίζοι λύκοι κινητοποιήθηκαν υπέρ του φασίστα Ερντογάν δεν μπορώ να καταλάβω πως από αυτή την κίνηση των φασιστών παίρνουμε μαθήματα για να συγκρίνουμε τους Έλληνες. Επειδή βλέπω κάποια κενά μνήμης που με το (αναφερόμενο από εσένα) «χαϊδεύεις αυτιά» (για μένα) αλλοιώνεται η εικόνα μου, είμαι εναντίον του χαϊδέματος και της κολακείας προσώπων, και του "λαού" . Μελέτησε τα δύο τελευταία κείμενά μου για συμβούλους που κολακεύουν αντί να συμβουλεύουν δημάρχους και για τις γαλάζιες σημαίες. Έχω τις πολιτικές αποσκευές να προβάλλω σκέψεις ανεξαρτήτως κόστους, να μην χαϊδεύω αυτιά, και προτάσεις για να αλλάξουν οι κοινωνίες που σημαίνει ότι δεν τις χαϊδεύεις... Τέλος της συνομιλίας μας εδώ, δεν επανέρχομαι, επειδή όμως, οι Έλληνες είναι επιρρεπείς σε αναλύσεις, δεν ξέρουν να πουν κάτι για τη χώρα τους και τώρα έχουν γνώμη για την γείτονα χώρα, προτείνω το διάβασμα της ανακοίνωσης του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Συμπροεδρίας της Ένωσης Κουρδικών Κοινοτήτων (ΚCK):http://www.toperiodiko.gr/pkk-%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%81%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%B3%CE%AC%CE%BD-%CF%89%CF%82-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC/#.V40yI_mLTrc
ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ
Οι Έλληνες πρέπει να ξαναγίνουν πολίτες. Με βασική αφετηρία το «χρη λέγειν τα καίρια». Ένα που πρέπει να κάνουν είναι να μην θεωρούν τον εαυτό τους ως αναπαράσταση ενός ένδοξου παρελθόντος και να σκέπτονται περισσότερο. Να αποδεικνύουν τη δημοκρατικότητά τους αν υπερασπίζονται τα δίκαια των λαών. Βλέπω ότι όλοι έγιναν αναλυτές, διερμηνευτές αξιών ανθρωπιστικού δικαίου με αποκλειστικότητα στην σύγκριση πραξικοπηματιών και φασιστών του Ερντογάν και το αν θα δώσουμε άσυλο στους 8 πραξικοπηματίες. Εκείνο που αποφασίζει αν πράγματι έχεις ουμανιστικές και δημοκρατικές αξίες είναι το τι έκανες και τι κάνεις για την δημοκρατία, αν υπερασπίζεσαι τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα των λαών και τα δίκαια των αυτόχθονων λαών. Όσοι τόσο πολύ θέλουν να υπερασπιστούν δικαιώματα ασύλου πραξικοπηματιών, έχουν ως προαπαιτούμενο κατοχύρωσης δημοκρατικότητας την υπεράσπιση εφαρμογής του ασύλου στον ηγέτη των Κούρδων Αμπντουλάχ Οτσαλάν; Να θυμίσω ότι οι δικηγόροι του Οτσαλάν έχουν προσφύγει στην Ελληνική δικαιοσύνη εναντίον του Ελληνικού κράτους που παράτυπα δεν εξέτασε την χορήγηση πολιτικού ασύλου.
Λυπάμαι που νοιώθω την ανάγκη να προτρέπω φίλους μου να υποστηρίζουν την Άνοιξη των λαών της Μικράς Ασίας, Μέσης Ανατολής, Μεσοποταμίας. Αν είχαμε αυτό ως σταθερά μας δεν θα μας συνέπαιρνε η διαμάχη μεταξύ δυνάμεων ενός ολοκληρωτικού φάσματος.
Ένας χρόνος κλείνει αύριο από την ανακήρυξη των ελεύθερων αυτοκυβερνώμενων Κουρδικών περιοχών της Ροζάβα. Το ιστορικό έθνος γιορτάζει την απαρχή μιας απελευθερωτικής διαδικασίας, ένα σκαλί δικαιωμάτων που τους στέρησαν τα αποικιοκρατικά συμφέροντα. Ας στηρίξουμε μια δυναμική από άνδρες και γυναίκες που πρωτοπορούν και σε μία συμβουλιακή θεσμικότητα διακυβέρνησης.
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο 17 Ιουλίου 2016
(www.tinakanoume.gr)
Ανάμεσα σε πολλές Ελληνικές αναφορές στο διαδίκτυο για τα γεγονότα στην Τουρκία θεώρησα σωστό να παρέμβω σε μικρό σχόλιο. Δυστυχώς, όλη η συζήτηση διεγράφη και αυτή τη φορά δεν προνόησα να «αποθηκεύσω». Με λίγα λόγια, μου έκανε εντύπωση η προβολή της δράσης των Τούρκων απέναντι στην απόπειρα πραξικοπήματος που συγκρίθηκε με την ακινησία των Ελλήνων κατά το πραξικόπημα του 1967. Σε αυτήν τη συζήτηση έκανα δύο μικρά σχόλια.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΧΟΛΙΟ:
Κυρία Γ. : θεωρώ ότι η έγκλιση και σύγκριση που κάνατε είναι άστοχη. Η προβολή ενός λαού όταν βγαίνει και στηρίζει ένα ημιφασιστικό καθεστώς δεν νομίζω ότι αποτελεί παράδειγμα. Κριτήριο δεν είναι η κινητοποίηση, αλλά το αίτημα της κινητοποίησης. Γενικά, η αξιολόγηση μίας μερίδας λαού που κινητοποιείται ως θετικό από μόνο του, χωρίς να δούμε ποιόν εξυπηρετεί μας οδηγεί να εντάσσουμε την πολιτική κινητοποίηση στις αποϊδεολογικοποιημένες έννοιες, που προφανώς είναι επικίνδυνο, γιατί κάθε πολιτική πράξη (σε τελευταία ανάλυση) έχει ένα πρόσημο.
Χθες στην Αθήνα το Πολιτιστικό Κέντρο του Κουρδιστάν είχε προγραμματίσει κινητοποίηση για τα κοινωνικά, εθνικά δίκαια στην Τουρκία και την απελευθέρωση του Οτζαλάν. Επειδή ο χώρος δεν το επιτρέπει ρίξτε μία ματιά εδώ: http://www.tinakanoume.gr/2016/03/blog-post_8.html
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΙΟ:
Αγαπητέ Γ. Π . : Δεν μπαίνω στην παγίδα σύγκρισης συμπεριφορών λαών... Προβάλλω τους αγώνες δικαιωμάτων τους. Έχω δηλώσει την αλληλεγγύη μου στις καταπιεσμένες πολιτισμικές ψηφίδες μέσα στην Τουρκία και στον αγώνα του Κουρδικού λαού... Εγώ δεν κάνω αναλύσεις, που τελειώνουν εκεί. Ούτε απλά κάνω κριτική. Προτείνω. Επειδή ένας παρακρατικός μηχανισμός και οι γκρίζοι λύκοι κινητοποιήθηκαν υπέρ του φασίστα Ερντογάν δεν μπορώ να καταλάβω πως από αυτή την κίνηση των φασιστών παίρνουμε μαθήματα για να συγκρίνουμε τους Έλληνες. Επειδή βλέπω κάποια κενά μνήμης που με το (αναφερόμενο από εσένα) «χαϊδεύεις αυτιά» (για μένα) αλλοιώνεται η εικόνα μου, είμαι εναντίον του χαϊδέματος και της κολακείας προσώπων, και του "λαού" . Μελέτησε τα δύο τελευταία κείμενά μου για συμβούλους που κολακεύουν αντί να συμβουλεύουν δημάρχους και για τις γαλάζιες σημαίες. Έχω τις πολιτικές αποσκευές να προβάλλω σκέψεις ανεξαρτήτως κόστους, να μην χαϊδεύω αυτιά, και προτάσεις για να αλλάξουν οι κοινωνίες που σημαίνει ότι δεν τις χαϊδεύεις... Τέλος της συνομιλίας μας εδώ, δεν επανέρχομαι, επειδή όμως, οι Έλληνες είναι επιρρεπείς σε αναλύσεις, δεν ξέρουν να πουν κάτι για τη χώρα τους και τώρα έχουν γνώμη για την γείτονα χώρα, προτείνω το διάβασμα της ανακοίνωσης του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Συμπροεδρίας της Ένωσης Κουρδικών Κοινοτήτων (ΚCK):http://www.toperiodiko.gr/pkk-%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%81%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%B3%CE%AC%CE%BD-%CF%89%CF%82-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC/#.V40yI_mLTrc
ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ
Οι Έλληνες πρέπει να ξαναγίνουν πολίτες. Με βασική αφετηρία το «χρη λέγειν τα καίρια». Ένα που πρέπει να κάνουν είναι να μην θεωρούν τον εαυτό τους ως αναπαράσταση ενός ένδοξου παρελθόντος και να σκέπτονται περισσότερο. Να αποδεικνύουν τη δημοκρατικότητά τους αν υπερασπίζονται τα δίκαια των λαών. Βλέπω ότι όλοι έγιναν αναλυτές, διερμηνευτές αξιών ανθρωπιστικού δικαίου με αποκλειστικότητα στην σύγκριση πραξικοπηματιών και φασιστών του Ερντογάν και το αν θα δώσουμε άσυλο στους 8 πραξικοπηματίες. Εκείνο που αποφασίζει αν πράγματι έχεις ουμανιστικές και δημοκρατικές αξίες είναι το τι έκανες και τι κάνεις για την δημοκρατία, αν υπερασπίζεσαι τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα των λαών και τα δίκαια των αυτόχθονων λαών. Όσοι τόσο πολύ θέλουν να υπερασπιστούν δικαιώματα ασύλου πραξικοπηματιών, έχουν ως προαπαιτούμενο κατοχύρωσης δημοκρατικότητας την υπεράσπιση εφαρμογής του ασύλου στον ηγέτη των Κούρδων Αμπντουλάχ Οτσαλάν; Να θυμίσω ότι οι δικηγόροι του Οτσαλάν έχουν προσφύγει στην Ελληνική δικαιοσύνη εναντίον του Ελληνικού κράτους που παράτυπα δεν εξέτασε την χορήγηση πολιτικού ασύλου.
Λυπάμαι που νοιώθω την ανάγκη να προτρέπω φίλους μου να υποστηρίζουν την Άνοιξη των λαών της Μικράς Ασίας, Μέσης Ανατολής, Μεσοποταμίας. Αν είχαμε αυτό ως σταθερά μας δεν θα μας συνέπαιρνε η διαμάχη μεταξύ δυνάμεων ενός ολοκληρωτικού φάσματος.
Ένας χρόνος κλείνει αύριο από την ανακήρυξη των ελεύθερων αυτοκυβερνώμενων Κουρδικών περιοχών της Ροζάβα. Το ιστορικό έθνος γιορτάζει την απαρχή μιας απελευθερωτικής διαδικασίας, ένα σκαλί δικαιωμάτων που τους στέρησαν τα αποικιοκρατικά συμφέροντα. Ας στηρίξουμε μια δυναμική από άνδρες και γυναίκες που πρωτοπορούν και σε μία συμβουλιακή θεσμικότητα διακυβέρνησης.
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο 17 Ιουλίου 2016
(www.tinakanoume.gr)
by :
tinakanoumegk
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) συμπεριλαμβάνεται πιθανότατα στους σημαντικότερους Έλληνες διανοητές του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του “Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο” αναδημοσιεύθηκε τον Απρίλιο από το LiFO με ευρεία διαδικτυακή διάδοση και αναπαραγωγή.
Θα εντυπωσιασθεί ο αναγνώστης του κειμένου αυτού από την ακρίβεια της ρηξικέλευθης ανάλυσης της παθογένειας της νεοελληνικής κοινωνίας και του νεοελληνικού κράτους και την σχεδόν ανατριχιαστική διορατικότητα με την οποία προοικονομούσε προ εικοσαετίας όσα επακολούθησαν, θεωρώντας ήδη από τότε , ότι χρονικά περιθώρια δεν υπάρχουν: «στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς».
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί περίπτωση φθίνοντος έθνους
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.
Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.
Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα, αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.
Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.
Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.
Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά. Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.
Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σεψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋποθέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.
Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού,αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.
Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση ? οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.
Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον? η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας».Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν μάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους.
Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων. Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. Είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό, αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, πού κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.
Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη μεταμφίεση του όψιμου επιχώριου ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ? τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται, η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δικές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.
Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικήςκατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση, η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.
Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.
Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού,ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές, και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία.
Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθηκαν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες. Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία.
Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια, το που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό. Πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της.
Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς.
Υ.Γ. Πιο αναλυτικές πληροφορίες για τον Παναγιώτη Κονδύλη και το έργο του στα αγγλικά, καθώς και στο ειδικό για το ζήτημα ιστολόγιο
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) συμπεριλαμβάνεται πιθανότατα στους σημαντικότερους Έλληνες διανοητές του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του “Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο” αναδημοσιεύθηκε τον Απρίλιο από το LiFO με ευρεία διαδικτυακή διάδοση και αναπαραγωγή.
Θα εντυπωσιασθεί ο αναγνώστης του κειμένου αυτού από την ακρίβεια της ρηξικέλευθης ανάλυσης της παθογένειας της νεοελληνικής κοινωνίας και του νεοελληνικού κράτους και την σχεδόν ανατριχιαστική διορατικότητα με την οποία προοικονομούσε προ εικοσαετίας όσα επακολούθησαν, θεωρώντας ήδη από τότε , ότι χρονικά περιθώρια δεν υπάρχουν: «στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς».
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί περίπτωση φθίνοντος έθνους
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.
Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.
Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα, αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.
Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.
Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.
Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά. Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.
Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σεψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋποθέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.
Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού,αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.
Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση ? οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.
Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον? η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας».Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν μάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους.
Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων. Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. Είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό, αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, πού κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.
Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη μεταμφίεση του όψιμου επιχώριου ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ? τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται, η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δικές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.
Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικήςκατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση, η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.
Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.
Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού,ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές, και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία.
Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθηκαν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες. Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία.
Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια, το που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό. Πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της.
Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς.
Υ.Γ. Πιο αναλυτικές πληροφορίες για τον Παναγιώτη Κονδύλη και το έργο του στα αγγλικά, καθώς και στο ειδικό για το ζήτημα ιστολόγιο
by :
tinakanoumegk
Πρίν ένα χρόνο έγινε το δημοψήφισμα που αφορούσε τo Σχέδιο Συμφωνίας των Τριών Θεσμών (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ), σχετικά με τους όρους δανειοδότησης της Ελλάδας. Το περιεχόμενο όμως του δημοψηφίσματος, μετά και την παρέμβαση της εγχώριας αντιπολίτευσης και των Εταίρων, συμπεριέλαβε και τη διάσταση της παραμονής ή μη στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση και την ΕΕ. Παρόλες τις πιέσεις, ο ελληνικός λαός είπε ένα βροντερό ΟΧΙ (61,3%).
Από κεί και πέρα, αντί οι θιασώτες του «πάση θυσία ευρώ» να ψάξουν να βρουν τα αίτια αυτής της «αντιευρωπαικής» στάσης του ελληνικού λαού του προσήψαν ανωριμότητα. Τον αντιμετώπισαν ως αντικείμενο επιδιόρθωσης και όχι ως υποκείμενο της ιστορίας. Κανείς σχεδόν από τους εμπνευστές και πρωταγωνιστές του δημοψηφίσματος δεν σεβάστηκε την απόφαση του. Προσπάθησαν να την διαστρέψουν, να την υποβαθμίσουν ή να την εκφυλίσουν. Πολλοί θεώρησαν τον ίδιο τον θεσμό λαϊκιστικό και ότι το Σύνταγμα (άρθρο 44) που το προέβλεπε έπρεπε να αλλάξει. Η δε εμπροσθοφυλακή του επαρχιώτικου και νοσηρού ευρωπαϊσμού μας, οι τηλεοπτικοί μανδαρίνοι των Αθηνών, επιδόθηκαν σε μια οργουελιανού τύπου προπαγάνδα, ενάντια στην εκφρασμένη θέληση του λαού και ενάντια στην υπόδειξή του, για μια δημόσια συζήτηση, που θα περιλάμβανε και την επιστροφή σε εθνοκεντρικό νομισματικό σύστημα.
Είδαμε να διαστρεβλώνονται έννοιες όπως: νομιμότητα, συνταγματικότητα, εθνικό συμφέρον κλπ. Το ΝΑΙ να βαφτίζεται νόμιμο, συνετό και νικηφόρο, ενώ το ΟΧΙ παράνομο, αλλοπρόσαλλο και ηττημένο. Οι δυνάμεις του ΝΑΙ, παρά την ήττα τους, είδαμε να καθίστανται κυρίαρχες, να καθορίζουν αυτές την πολιτική ατζέντα και να μοιράζουν πιστοποιητικά νομιμότητας. Είδαμε ένα “κυνήγι των μαγισσών”, στη μόνη εθνικά αξιοπρεπή πράξη του πολιτικού προσωπικού: την επεξεργασία μιας εναλλακτικής νομισματικής όδευσης, ένα “Plan B” και την ανάκτηση του “Νομισματοκοπείου”. Βέβαια, αν και αυτό υπαγόρευε η λογική, η νομιμότητα και η συνταγματικότητα, αυτή η επεξεργασία δεν έγιναν ποτέ.
Υποκατέστησαν μια αμεσοδημοκρατική απόφαση με μια έμμεση, αντιπροσωπευτική, αυτήν των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015. Θεώρησαν δηλαδή ότι με τις βουλευτικές εκλογές υπερκαλύφθηκε ή διορθώθηκε η απόφαση του δημοψηφίσματος. Αλλά οι άμεσες και σαφείς αποφάσεις έχουν πάντοτε μια ποιοτική υπεροχή από έμμεσες και διαθλασμένες, σε πολλά πεδία, πολιτικές αποφάσεις.
Η στάση της ηγετικής παρέας του ΣΥΡΙΖΑ εξάλειψε, επιπλέον όλο εκείνο το κεφάλαιο συμπάθειας που είχε δημιουργηθεί πριν το δημοψήφισμα, ιδιαίτερα από προσωπικότητες και ομάδες του Δυτικού Κόσμου και της Λατινικής Αμερικής. Μπορούσε στη βάση των παγκόσμιων αξιών της Δημοκρατίας, ν’ αφυπνίσει και να συσπειρώσει δύο διεθνή λανθάνοντα κινήματα: 1. τον φιλελληνισμό και 2. τους Έλληνες τις διασποράς. Η υπονόμευση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος από τους ίδιους τους εμπνευστές του, τους απογοήτευσε δραματικά. Αναδιπλώθηκαν, μιλώντας για «αριστερούς της καρπαζιάς» για «ηγέτες προτεκτοράτου και όχι χώρας» κτλ.
Νόθος και αντιδημοκρατικός ευρωπαϊσμός
Οι πολιτικές «παρέες» των Αθηνών, του «πάση θυσία ευρώ», που νέμονται τη χώρα σαν καρυωτάκεια «στρατιά ήττας», στην πραγματικότητα μεγέθυναν τον ευρωσκεπτικισμό. Γνωρίζουν ότι αν γινόταν σήμερα ένα δημοψήφισμα για ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην Νομισματική Ένωση θα έβλεπαν τη διαφορά να μεγαλώνει υπέρ του ΟΧΙ. Γι’ αυτό προσπαθούν να εκφυλίσουν τον θεσμό, να τον χαρακτηρίσουν λαϊκιστικό. Εξάλλου, τελευταία ότι εκπορεύεται ή αναφέρεται στο λαό χαρακτηρίζεται από το προσωπικό του ευρωζωνικού μονόδρομου, ως λαικισμός. Ο ευρωπαϊσμός τους έχει γίνει ένα τέχνασμα συντήρησης μιας ένοχης δομής εξουσίας, μια ιδεολογία συγκάλυψης σκανδάλων, λεηλασίας των ταμείων, αποεθνικοποίησης και πολιτικής διάλυσης της χώρας .
Το δημοψήφισμα απέδειξε ότι στην Ελλάδα υπονομεύτηκε η πολιτική ως τρόπος επίλυσης προβλημάτων, όχι μόνον από μια αλλοπρόσαλλη κυβερνητική παρέα, που παίζει με τα «νεύρα» τα ελληνικού λαού, αλλά και από τις άλλες, τις αντιπολιτευτικές, τις κοντόφθαλμες και εμπαθείς, οι οποίες θα έπρεπε να υποστηρίξουν το δικαίωμα του στην υλοποίηση της απόφασης του, ανεξάρτητα αν συμβάδιζε με την δική τους θέση, ακριβώς όπως έκανε ο Άγγλος Κάμερον, ο οποίος δέχτηκε την απόφαση του αγγλικού λαού για έξοδο από την ΕΕ, και παραιτήθηκε εφ’ όσον ο ίδιος δεν μπορούσε να ηγηθεί μιας πολιτικής που δεν πίστευε. Στις δημοκρατίες, οι αποφάσεις της πλειοψηφίας γίνονται σεβαστές και από τις μειοψηφίες. Αυτός είναι ο θεμελιώδης κανόνας τους.
Αλλά ακόμη και οι Εταίροι μας αντί να υπερασπισθούν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, εφόσον μάλιστα συμμετείχαν στην διαδικασία του, το λοιδόρησαν προκλητικά, αποδεικνύοντας ότι έχουν περιορισμένη δημοκρατική παιδεία. Αν είχαν αναπτυγμένη θα δεχόταν την ετυμηγορία του ελληνικού λαού, ανεξάρτητα αν ταυτιζόταν με την δική τους άποψη.
Πριν το δημοψήφισμα η σκληρότητα και η αδιαλλαξία των Εταίρων ενεργοποίησε πατριωτικές και αντιιμπεριαλιστικές μνήμες, προκάλεσε το εθνικό αίσθημα, με το να αποποιηθούν τις δικές τους ευθύνες στη χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας, παρουσιάζοντας τις ντόπιες πολιτικές ηγεσίες ως τις μόνες υπεύθυνες, επειδή δεν διέθεταν, όπως έλεγαν, ευρωπαϊκή κουλτούρα, ήθος και υψηλά ιδανικά και ότι μόνον οι ίδιοι μπορούσαν να αποκαταστήσουν αυτό το έλλειμμα. Ο λαός είπε ΟΧΙ στην αναίδεια τους να τεθεί ο ίδιος σε θέση αξιολόγησης στην κλίμακα κατανόησης ή μη αυτής της «ευγενικής προσφοράς» τους. Διαισθάνθηκε ότι πίσω από την «ευγενική προσφορά» τους κρύβονταν η εκποίηση της εθνικής κυριαρχίας και περιουσίας του. Ότι η εθνική του υπόσταση συνθλιβόταν ανάμεσα στον ηγεμονισμό των Εταίρων και την ανημποριά του εγχώριου πολιτικού προσωπικού. Η αντιμετώπιση όμως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος επιβεβαίωσε επιπλέον την αναίδεια και την έλλειψη δημοκρατικού ήθους των «ευγενών» της Ευρώπης. Πολύ δε περισσότερο που τ’ αντανακλαστικά τους δεν ήταν τα ίδια με αυτά του δημοψηφίσματος μιας χώρας, όπως πχ της Αγγλίας, αλλά ενός προτεκτοράτου, βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο τον ευρωσκεπτικισμό και το αίσθημα αποστροφής των Ελλήνων προς την νομενκλατούρα των Βρυξελλών.
Όχι γιατί οι Έλληνες και οι λαοί της Ευρώπης δεν θέλουν μια προοπτική πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης τους, αλλά δεν την θέλουν ως μια σχέση κυριαρχίας μέσα από σκοτεινές τοκογλυφικές λειτουργίες. Προφανώς φαντάζονται την Ευρώπη ως μια πολιτική ομοσπονδία διακριτών εθνών-κρατών και όχι σαν μια μαρμελάδα τους σε γερμανικό βάζο.
Όλος αυτός ο ακατάσχετος ευρωπαϊσμός είναι νόθος και αντιδημοκρατικός. Από το 1981 που μπήκαμε στην ΕΟΚ, μέχρι το Μάαστριχ, την ΟΝΕ και τα “μνημόνια” ο ελληνικός λαός δεν έδωσε ποτέ την συγκατάθεσή του. Μπορεί να υπάρχει καιροσκοπισμός και ανοχή, αλλά ποτέ δεν υπήρξε δημοκρατική έγκριση. Και αυτό το ξέρουν οι αμειβόμενοι μανδαρίνοι του νόθου ευρωπαϊσμού. Νόθος, γιατί διαμορφώθηκε στη βάση δύο πολιτικοϊδεολογικών προταγμάτων: του καραμανλικού επαρχιωτισμού και του παπανδρεϊκού καιροσκοπισμού, οσμωμένους με τους διαχρονικούς πυλώνες της εθνικής χρεωκοπίας: το πελατειακό σύστημα και το συγκεντρωτισμό της Αθήνας. Ανάμεσα στα προτάγματα και τους πυλώνες της χρεωκοπίας διακονεύουν διάφορες εκδοχές τους, όπως: ο λαμογιακός ευρωπαϊσμός, ο ζημενσικός, ο σημιτικός, αυτός των κυνηγών επιδοτήσεων, μέχρι και ο ιδεοληπτικός και επαρχιώτικος της Αριστεράς. Το δημοψήφισμα θεωρήθηκε από τους κύριους εκφραστές αυτής της στρατηγικής (Σημίτη, Καραμανλή, Μητσοτάκη, Σαμαρά, κά) μια ευκαιρία για την ετεροχρονισμένη δημοκρατική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής τους στρατηγικής, που σηματοδοτήθηκε από την ένταξη στην ΕΟΚ (1981), την ένταξη στην Ευρωπαϊκή ένωση (συνθήκη Μάαστριχ 1992), την ένταξη στην Ευρωζώνη (2000) και στα “μνημόνια” (2010). Γι’ αυτό προσπάθησαν να το αναγάγουν σε ΝΑΙ η ΟΧΙ στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, καλύπτοντας και την αντιδημοφιλή συνέχειά τους: τα “μνημόνια”. Το ΟΧΙ όμως απέτρεψε την ικανοποίηση του κρυφού καημού τους.
Προς θεσμοποίηση ενός προτεκτοράτου των Βρυξελών
Πολλοί, μετά το δημοψήφισμα άρχισαν να κατανοούν την Ελλάδα ως ένα προτεκτοράτο των Βρυξελών. Ο Σλοβένος πρόεδρος Ρόμπερτ Φίκο το έκφρασε ως εξής: «Ναι έχουμε δημιουργήσει ένα προτεκτοράτο. Γιατί να είναι αυτό κάτι κακό;» Ο Ισπανός επικεφαλής των Podemos, Πάμπλο Ιγκλέσιας μας το υπενθύμισε πρόσφατα λέγοντας: «Η Ισπανία δεν θα γίνει προτεκτοράτο σαν την Ελλάδα» κτλ.
Η σχέση προτεκτοράτου εμπεδώθηκε και με νόμο της ελληνικής Βουλής που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Αύγουστο του 2015, με βάση τον οποίο όλοι οι νόμοι της ελληνική Βουλής εγκρίνονται από Επιτροπή, από δοτούς αξιωματούχους, που λειτουργεί στα πλαίσια του Ταμείου Ευρωπαϊκής Σταθερότητας. Στην Επιτροπή προεδρεύει ο Αναπληρωτής Διευθυντής της επιτροπής Οικονομίας της Ολλανδίας Maarten Verwey. Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με την Τρόικα, υποβάλλει σ’ αυτήν εκθέσεις, συνομιλεί απευθείας με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας και ελέγχει τις μεταβιβάσεις πόρων, που αντλούνται μέσω φορολογίας ή άλλες πηγές (πχ πώληση δημόσιας περιουσίας), σε εγγυητικό λογαριασμό της Τρόικας.
Εξάλλου, το 3ο μνημόνιο αρχίζει με τη φράση: «δεν υπάρχει νομοθεσία ή άλλη δράση, όσο ήσσονος σημασίας, που μπορεί να ληφθεί από τους θεσμούς στην Ελλάδα, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τρόϊκα». Η Τρόϊκα λοιπόν είναι θεσμός πάνω από τους ελληνικούς θεσμούς, την Κυβέρνηση, τη Βουλή, το Σύνταγμα. Και όπως κάθε θεσμός ιμπεριαλισμού, για να αποφύγει τις πιέσεις και την κριτική, κυβερνά πίσω από τα παραβάν, στο ημίφως, κυβερνά μέσα από εγχώριους “κοτζαμπάσηδες” και “τσογλάνια”, πολιτικούς και διοικητικούς ευνούχους, τους οποίους έχει εκπαιδεύσει σε μια προηγούμενη περίοδο.
Γνωρίζουμε ότι κάθε φορά που η Ελλάδα υπογράφει ένα “μνημόνιο” το χρέος αυξάνεται. Έτσι με το 3ο“μνημόνιο” τα 300 δις έγιναν 400 δις περίπου. Το αυξανόμενο χρέος είναι ανάλογο με τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας. Tα δανεικά συνιστούν ρήτρα υπανάπτυξης, αφού πηγαίνουν για την ικανοποίηση του χρέους, δεσμεύουν/παγιδεύουν τον πλούτο της χώρας, οδηγούν στην υπερεργασία και την υπερφορολόγηση, τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, γίνονται επιχείρημα κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων ιδιωτών αλλά και ολόκληρων τομέων της παραγωγής, χρεοκοπούν και διώχνουν τους ντόπιους επιχειρηματίες, μικρούς και μεγάλους, μέσω της τραπεζικής ασφυξίας που τους προκαλούν.
Το ποσό των 98 δις με το οποίο ενισχύθηκαν οι τράπεζες (14-8-2015) δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ποσό που πρέπει να μεταφερθεί από τους Έλληνες στους Δανειστές. Πρόκειται για τέχνασμα και λεξιλόγιο υποδούλωσης, αφού τα 98 δις θα παραμείνουν σε τράπεζες του Λουξεμβούργου για ανακεφαλαιοποιήσεις των “ελληνικών” τραπεζών και πληρωμών τόκων, επόμενα δεν μπορούν να υποστηρίξουν την εγχώρια ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες πείθονται ότι με αυτά τα 98 δις, που θα τους αφαιρεθούν, θα έχουν προστασία από τους θεσμούς της δυτικής αυτοκρατορίας, ότι δεν θα βγουν απ’ έξω (Grexit) και επόμενα δεν θα κινδυνέψουν από διάφορα “κράτη τέρατα” και “σατανικούς ηγέτες” ( Ίσις, Ταλιμπάν, Κιμ Γιογκ Ουν κτλ).
Το χρέος για τους οπαδούς του ΝΑΙ θεωρείται μεν ένα «τέρας» αλλά ιερό, που δεν πρέπει να διερευνάται η φύση του, η τρωτότητά του, η ηθική του αλλά που πρέπει μόνο να ικανοποιηθεί, να γίνουν θυσίες: άνθρωποι, εθνική κυριαρχία και πλούτος. Το ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου 2015 ήταν η απάντηση σε αυτήν την νοσηρή λογική των ανθρωποθυσιών και της εθνοκτονίας.
Από κεί και πέρα, αντί οι θιασώτες του «πάση θυσία ευρώ» να ψάξουν να βρουν τα αίτια αυτής της «αντιευρωπαικής» στάσης του ελληνικού λαού του προσήψαν ανωριμότητα. Τον αντιμετώπισαν ως αντικείμενο επιδιόρθωσης και όχι ως υποκείμενο της ιστορίας. Κανείς σχεδόν από τους εμπνευστές και πρωταγωνιστές του δημοψηφίσματος δεν σεβάστηκε την απόφαση του. Προσπάθησαν να την διαστρέψουν, να την υποβαθμίσουν ή να την εκφυλίσουν. Πολλοί θεώρησαν τον ίδιο τον θεσμό λαϊκιστικό και ότι το Σύνταγμα (άρθρο 44) που το προέβλεπε έπρεπε να αλλάξει. Η δε εμπροσθοφυλακή του επαρχιώτικου και νοσηρού ευρωπαϊσμού μας, οι τηλεοπτικοί μανδαρίνοι των Αθηνών, επιδόθηκαν σε μια οργουελιανού τύπου προπαγάνδα, ενάντια στην εκφρασμένη θέληση του λαού και ενάντια στην υπόδειξή του, για μια δημόσια συζήτηση, που θα περιλάμβανε και την επιστροφή σε εθνοκεντρικό νομισματικό σύστημα.
Είδαμε να διαστρεβλώνονται έννοιες όπως: νομιμότητα, συνταγματικότητα, εθνικό συμφέρον κλπ. Το ΝΑΙ να βαφτίζεται νόμιμο, συνετό και νικηφόρο, ενώ το ΟΧΙ παράνομο, αλλοπρόσαλλο και ηττημένο. Οι δυνάμεις του ΝΑΙ, παρά την ήττα τους, είδαμε να καθίστανται κυρίαρχες, να καθορίζουν αυτές την πολιτική ατζέντα και να μοιράζουν πιστοποιητικά νομιμότητας. Είδαμε ένα “κυνήγι των μαγισσών”, στη μόνη εθνικά αξιοπρεπή πράξη του πολιτικού προσωπικού: την επεξεργασία μιας εναλλακτικής νομισματικής όδευσης, ένα “Plan B” και την ανάκτηση του “Νομισματοκοπείου”. Βέβαια, αν και αυτό υπαγόρευε η λογική, η νομιμότητα και η συνταγματικότητα, αυτή η επεξεργασία δεν έγιναν ποτέ.
Υποκατέστησαν μια αμεσοδημοκρατική απόφαση με μια έμμεση, αντιπροσωπευτική, αυτήν των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015. Θεώρησαν δηλαδή ότι με τις βουλευτικές εκλογές υπερκαλύφθηκε ή διορθώθηκε η απόφαση του δημοψηφίσματος. Αλλά οι άμεσες και σαφείς αποφάσεις έχουν πάντοτε μια ποιοτική υπεροχή από έμμεσες και διαθλασμένες, σε πολλά πεδία, πολιτικές αποφάσεις.
Η στάση της ηγετικής παρέας του ΣΥΡΙΖΑ εξάλειψε, επιπλέον όλο εκείνο το κεφάλαιο συμπάθειας που είχε δημιουργηθεί πριν το δημοψήφισμα, ιδιαίτερα από προσωπικότητες και ομάδες του Δυτικού Κόσμου και της Λατινικής Αμερικής. Μπορούσε στη βάση των παγκόσμιων αξιών της Δημοκρατίας, ν’ αφυπνίσει και να συσπειρώσει δύο διεθνή λανθάνοντα κινήματα: 1. τον φιλελληνισμό και 2. τους Έλληνες τις διασποράς. Η υπονόμευση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος από τους ίδιους τους εμπνευστές του, τους απογοήτευσε δραματικά. Αναδιπλώθηκαν, μιλώντας για «αριστερούς της καρπαζιάς» για «ηγέτες προτεκτοράτου και όχι χώρας» κτλ.
Νόθος και αντιδημοκρατικός ευρωπαϊσμός
Οι πολιτικές «παρέες» των Αθηνών, του «πάση θυσία ευρώ», που νέμονται τη χώρα σαν καρυωτάκεια «στρατιά ήττας», στην πραγματικότητα μεγέθυναν τον ευρωσκεπτικισμό. Γνωρίζουν ότι αν γινόταν σήμερα ένα δημοψήφισμα για ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην Νομισματική Ένωση θα έβλεπαν τη διαφορά να μεγαλώνει υπέρ του ΟΧΙ. Γι’ αυτό προσπαθούν να εκφυλίσουν τον θεσμό, να τον χαρακτηρίσουν λαϊκιστικό. Εξάλλου, τελευταία ότι εκπορεύεται ή αναφέρεται στο λαό χαρακτηρίζεται από το προσωπικό του ευρωζωνικού μονόδρομου, ως λαικισμός. Ο ευρωπαϊσμός τους έχει γίνει ένα τέχνασμα συντήρησης μιας ένοχης δομής εξουσίας, μια ιδεολογία συγκάλυψης σκανδάλων, λεηλασίας των ταμείων, αποεθνικοποίησης και πολιτικής διάλυσης της χώρας .
Το δημοψήφισμα απέδειξε ότι στην Ελλάδα υπονομεύτηκε η πολιτική ως τρόπος επίλυσης προβλημάτων, όχι μόνον από μια αλλοπρόσαλλη κυβερνητική παρέα, που παίζει με τα «νεύρα» τα ελληνικού λαού, αλλά και από τις άλλες, τις αντιπολιτευτικές, τις κοντόφθαλμες και εμπαθείς, οι οποίες θα έπρεπε να υποστηρίξουν το δικαίωμα του στην υλοποίηση της απόφασης του, ανεξάρτητα αν συμβάδιζε με την δική τους θέση, ακριβώς όπως έκανε ο Άγγλος Κάμερον, ο οποίος δέχτηκε την απόφαση του αγγλικού λαού για έξοδο από την ΕΕ, και παραιτήθηκε εφ’ όσον ο ίδιος δεν μπορούσε να ηγηθεί μιας πολιτικής που δεν πίστευε. Στις δημοκρατίες, οι αποφάσεις της πλειοψηφίας γίνονται σεβαστές και από τις μειοψηφίες. Αυτός είναι ο θεμελιώδης κανόνας τους.
Αλλά ακόμη και οι Εταίροι μας αντί να υπερασπισθούν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, εφόσον μάλιστα συμμετείχαν στην διαδικασία του, το λοιδόρησαν προκλητικά, αποδεικνύοντας ότι έχουν περιορισμένη δημοκρατική παιδεία. Αν είχαν αναπτυγμένη θα δεχόταν την ετυμηγορία του ελληνικού λαού, ανεξάρτητα αν ταυτιζόταν με την δική τους άποψη.
Πριν το δημοψήφισμα η σκληρότητα και η αδιαλλαξία των Εταίρων ενεργοποίησε πατριωτικές και αντιιμπεριαλιστικές μνήμες, προκάλεσε το εθνικό αίσθημα, με το να αποποιηθούν τις δικές τους ευθύνες στη χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας, παρουσιάζοντας τις ντόπιες πολιτικές ηγεσίες ως τις μόνες υπεύθυνες, επειδή δεν διέθεταν, όπως έλεγαν, ευρωπαϊκή κουλτούρα, ήθος και υψηλά ιδανικά και ότι μόνον οι ίδιοι μπορούσαν να αποκαταστήσουν αυτό το έλλειμμα. Ο λαός είπε ΟΧΙ στην αναίδεια τους να τεθεί ο ίδιος σε θέση αξιολόγησης στην κλίμακα κατανόησης ή μη αυτής της «ευγενικής προσφοράς» τους. Διαισθάνθηκε ότι πίσω από την «ευγενική προσφορά» τους κρύβονταν η εκποίηση της εθνικής κυριαρχίας και περιουσίας του. Ότι η εθνική του υπόσταση συνθλιβόταν ανάμεσα στον ηγεμονισμό των Εταίρων και την ανημποριά του εγχώριου πολιτικού προσωπικού. Η αντιμετώπιση όμως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος επιβεβαίωσε επιπλέον την αναίδεια και την έλλειψη δημοκρατικού ήθους των «ευγενών» της Ευρώπης. Πολύ δε περισσότερο που τ’ αντανακλαστικά τους δεν ήταν τα ίδια με αυτά του δημοψηφίσματος μιας χώρας, όπως πχ της Αγγλίας, αλλά ενός προτεκτοράτου, βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο τον ευρωσκεπτικισμό και το αίσθημα αποστροφής των Ελλήνων προς την νομενκλατούρα των Βρυξελλών.
Όχι γιατί οι Έλληνες και οι λαοί της Ευρώπης δεν θέλουν μια προοπτική πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης τους, αλλά δεν την θέλουν ως μια σχέση κυριαρχίας μέσα από σκοτεινές τοκογλυφικές λειτουργίες. Προφανώς φαντάζονται την Ευρώπη ως μια πολιτική ομοσπονδία διακριτών εθνών-κρατών και όχι σαν μια μαρμελάδα τους σε γερμανικό βάζο.
Όλος αυτός ο ακατάσχετος ευρωπαϊσμός είναι νόθος και αντιδημοκρατικός. Από το 1981 που μπήκαμε στην ΕΟΚ, μέχρι το Μάαστριχ, την ΟΝΕ και τα “μνημόνια” ο ελληνικός λαός δεν έδωσε ποτέ την συγκατάθεσή του. Μπορεί να υπάρχει καιροσκοπισμός και ανοχή, αλλά ποτέ δεν υπήρξε δημοκρατική έγκριση. Και αυτό το ξέρουν οι αμειβόμενοι μανδαρίνοι του νόθου ευρωπαϊσμού. Νόθος, γιατί διαμορφώθηκε στη βάση δύο πολιτικοϊδεολογικών προταγμάτων: του καραμανλικού επαρχιωτισμού και του παπανδρεϊκού καιροσκοπισμού, οσμωμένους με τους διαχρονικούς πυλώνες της εθνικής χρεωκοπίας: το πελατειακό σύστημα και το συγκεντρωτισμό της Αθήνας. Ανάμεσα στα προτάγματα και τους πυλώνες της χρεωκοπίας διακονεύουν διάφορες εκδοχές τους, όπως: ο λαμογιακός ευρωπαϊσμός, ο ζημενσικός, ο σημιτικός, αυτός των κυνηγών επιδοτήσεων, μέχρι και ο ιδεοληπτικός και επαρχιώτικος της Αριστεράς. Το δημοψήφισμα θεωρήθηκε από τους κύριους εκφραστές αυτής της στρατηγικής (Σημίτη, Καραμανλή, Μητσοτάκη, Σαμαρά, κά) μια ευκαιρία για την ετεροχρονισμένη δημοκρατική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής τους στρατηγικής, που σηματοδοτήθηκε από την ένταξη στην ΕΟΚ (1981), την ένταξη στην Ευρωπαϊκή ένωση (συνθήκη Μάαστριχ 1992), την ένταξη στην Ευρωζώνη (2000) και στα “μνημόνια” (2010). Γι’ αυτό προσπάθησαν να το αναγάγουν σε ΝΑΙ η ΟΧΙ στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, καλύπτοντας και την αντιδημοφιλή συνέχειά τους: τα “μνημόνια”. Το ΟΧΙ όμως απέτρεψε την ικανοποίηση του κρυφού καημού τους.
Προς θεσμοποίηση ενός προτεκτοράτου των Βρυξελών
Πολλοί, μετά το δημοψήφισμα άρχισαν να κατανοούν την Ελλάδα ως ένα προτεκτοράτο των Βρυξελών. Ο Σλοβένος πρόεδρος Ρόμπερτ Φίκο το έκφρασε ως εξής: «Ναι έχουμε δημιουργήσει ένα προτεκτοράτο. Γιατί να είναι αυτό κάτι κακό;» Ο Ισπανός επικεφαλής των Podemos, Πάμπλο Ιγκλέσιας μας το υπενθύμισε πρόσφατα λέγοντας: «Η Ισπανία δεν θα γίνει προτεκτοράτο σαν την Ελλάδα» κτλ.
Η σχέση προτεκτοράτου εμπεδώθηκε και με νόμο της ελληνικής Βουλής που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Αύγουστο του 2015, με βάση τον οποίο όλοι οι νόμοι της ελληνική Βουλής εγκρίνονται από Επιτροπή, από δοτούς αξιωματούχους, που λειτουργεί στα πλαίσια του Ταμείου Ευρωπαϊκής Σταθερότητας. Στην Επιτροπή προεδρεύει ο Αναπληρωτής Διευθυντής της επιτροπής Οικονομίας της Ολλανδίας Maarten Verwey. Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με την Τρόικα, υποβάλλει σ’ αυτήν εκθέσεις, συνομιλεί απευθείας με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας και ελέγχει τις μεταβιβάσεις πόρων, που αντλούνται μέσω φορολογίας ή άλλες πηγές (πχ πώληση δημόσιας περιουσίας), σε εγγυητικό λογαριασμό της Τρόικας.
Εξάλλου, το 3ο μνημόνιο αρχίζει με τη φράση: «δεν υπάρχει νομοθεσία ή άλλη δράση, όσο ήσσονος σημασίας, που μπορεί να ληφθεί από τους θεσμούς στην Ελλάδα, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τρόϊκα». Η Τρόϊκα λοιπόν είναι θεσμός πάνω από τους ελληνικούς θεσμούς, την Κυβέρνηση, τη Βουλή, το Σύνταγμα. Και όπως κάθε θεσμός ιμπεριαλισμού, για να αποφύγει τις πιέσεις και την κριτική, κυβερνά πίσω από τα παραβάν, στο ημίφως, κυβερνά μέσα από εγχώριους “κοτζαμπάσηδες” και “τσογλάνια”, πολιτικούς και διοικητικούς ευνούχους, τους οποίους έχει εκπαιδεύσει σε μια προηγούμενη περίοδο.
Γνωρίζουμε ότι κάθε φορά που η Ελλάδα υπογράφει ένα “μνημόνιο” το χρέος αυξάνεται. Έτσι με το 3ο“μνημόνιο” τα 300 δις έγιναν 400 δις περίπου. Το αυξανόμενο χρέος είναι ανάλογο με τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας. Tα δανεικά συνιστούν ρήτρα υπανάπτυξης, αφού πηγαίνουν για την ικανοποίηση του χρέους, δεσμεύουν/παγιδεύουν τον πλούτο της χώρας, οδηγούν στην υπερεργασία και την υπερφορολόγηση, τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, γίνονται επιχείρημα κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων ιδιωτών αλλά και ολόκληρων τομέων της παραγωγής, χρεοκοπούν και διώχνουν τους ντόπιους επιχειρηματίες, μικρούς και μεγάλους, μέσω της τραπεζικής ασφυξίας που τους προκαλούν.
Το ποσό των 98 δις με το οποίο ενισχύθηκαν οι τράπεζες (14-8-2015) δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ποσό που πρέπει να μεταφερθεί από τους Έλληνες στους Δανειστές. Πρόκειται για τέχνασμα και λεξιλόγιο υποδούλωσης, αφού τα 98 δις θα παραμείνουν σε τράπεζες του Λουξεμβούργου για ανακεφαλαιοποιήσεις των “ελληνικών” τραπεζών και πληρωμών τόκων, επόμενα δεν μπορούν να υποστηρίξουν την εγχώρια ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες πείθονται ότι με αυτά τα 98 δις, που θα τους αφαιρεθούν, θα έχουν προστασία από τους θεσμούς της δυτικής αυτοκρατορίας, ότι δεν θα βγουν απ’ έξω (Grexit) και επόμενα δεν θα κινδυνέψουν από διάφορα “κράτη τέρατα” και “σατανικούς ηγέτες” ( Ίσις, Ταλιμπάν, Κιμ Γιογκ Ουν κτλ).
Το χρέος για τους οπαδούς του ΝΑΙ θεωρείται μεν ένα «τέρας» αλλά ιερό, που δεν πρέπει να διερευνάται η φύση του, η τρωτότητά του, η ηθική του αλλά που πρέπει μόνο να ικανοποιηθεί, να γίνουν θυσίες: άνθρωποι, εθνική κυριαρχία και πλούτος. Το ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου 2015 ήταν η απάντηση σε αυτήν την νοσηρή λογική των ανθρωποθυσιών και της εθνοκτονίας.
by :
tinakanoumegk
Για την συνεννόησή μας πρέπει να δίνουμε στις λέξεις το ίδιο περιεχόμενο. Ιδιαίτερα σε λέξεις που αποτελούν κλειδιά δημιουργίας συλλογισμών και πράξης. Η χρήση της λέξης τουρισμός θέλει προσοχή. Όσο και η χρήση της «τουριστικής επισκεψιμότητας» που χρησιμοποιεί ο κ. Μπούκλης, σε μία ανάρτηση του στο fb με αφορμή τα παιχνίδια στην άμμο του Δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης.
Με τη σωστή εννοιολόγηση τουρισμός στο Ξυλόκαστρο δεν υπάρχει. Η περιοχή είναι και δεύτερης κατοικίας, παραθερισμού. Αυτοί που έρχονται στο Ξυλόκαστρο το καλοκαίρι είναι τόσο τουρίστες όσο και εμείς που τα καλοκαίρια μετακινούμασταν στην Άνω Καλλιθέα από την Κάτω.
Καλό είναι να ανατρέξουμε στους ορισμούς του τουριστικού φαινομένου από το 1937 και την Κοινωνία των Εθνών έως το 1963, 1967, 1970 και το 1981 που καθορίζονται ταξινομήσεις και ορισμοί. Εξάλλου, δεν μπορούν να υπάρξουν εκτιμήσεις ή αποτελέσματα γιατί στατιστικά στοιχεία υπάρχουν κυρίως για τον τουρίστα που μετακινείται σε άλλη χώρα.
Πώς αξιολογεί την τουριστική επισκεψιμότητα σε σχέση με το εγχώριο εισόδημα; Από ποια στοιχεία και από ποιες επιστημονικές αφετηρίες; Ως επιστημονικός σύμβουλος του Δημάρχου, ο κ. Μπούκλης θεωρεί ότι η εισπραξιμότητα από καφέδες και σουβλάκια θα σημάνει την αντιστροφή της καθοδικής πορείας; Μιλάει για «τοπική επιχειρηματικότητα». Κολακεύει την χαμηλού επιπέδου παιδεία πόλης, συλλογικότητας, τοπικής αναφορικότητας καφερεριούχων και σουβλακιοπαρόχων της παραλίας. Μιλάμε για οικονομία της ψυχαγωγίας, και κατανάλωσης. Αντίθετα απαιτούνται προτάσεις προς αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο και όχι η αναγόρευσή του σε κινητήριο παράγοντα. Την ιστορία την χρειαζόμαστε για να βγάζουμε συμπεράσματα χρήσιμα για την πορεία μας. Ας μελετήσει κάποιος ποιες κοινωνικές δυνάμεις κυριαρχούσαν τις περιόδους ακμής του Ξυλοκάστρου, εποχές σταφίδας και Πευκιά.
Ο κ. Μπούκλης έχει ειδικές γνώσεις. Και μια πολιτική δράση οικολογίας. Μόνο που πρωθύστερη οικολογία είναι αυτή της μνήμης και για το κοινωνικό και για το φυσικό περιβάλλον. Για αυτό θα έπρεπε να ενοχληθεί από τον οικολογικό υποβιβασμό με την απώλεια των γαλάζιων σημαιών. Είναι χαρακτηριστική η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς του στην συρρίκνωση του αριθμού τους. Η νέα διαχείριση του δήμου από τον Η. Ανδρικόπουλο μέσα σε δύο χρόνια από επτά τις έκανε μία. Και μιλάμε για το «πλέον αναγνωρίσιμο και διαδεδομένο διεθνώς οικολογικό σύμβολο ποιότητας στον κόσμο».
Και αν θέλουμε να μιλήσουμε για τουρισμό ας κρατήσουμε τα παρακάτω:
1) «Ο τουρισμός με προορισμό την πόλη, ο αστικός τουρισμός, έχει ένα καταρχάς πολιτιστικό περιεχόμενο και συνδέεται με την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα της πόλης». (ΣΟΦΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ-ΚΟΛΩΝΙΑ: ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΉ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΠΟΛΥΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ, συλλογικό, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ)
2) «Το μάρκετιγκ πρέπει να εστιάσει στην ανάδειξη των πόρων της περιοχής που μπορούν να θεωρηθούν και συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Με αυτόν τον τρόπο θα συγκροτηθεί και η ιδιαίτερη διαφημιστική «εικόνα» της περιοχής που θα λειτουργεί και ως σήμα κατατεθέν της». (κεφάλαιο σχεδιασμός και διαχείριση της τουριστικής ανάπτυξης στο Χ. ΚΟΚΚΩΣΗ-Π. ΤΣΑΡΤΑ: ΒΙΩΣΙΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ)
3) «Η εικόνα ενός προορισμού είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτοπροβάλλεται
Και ο τρόπος που τον βλέπουν οι αγορές… Η εικόνα δεν δημιουργείται από την μία στιγμή στην άλλη. Είναι προϊόν της ιστορίας και των πολιτιστικών επιδράσεων, είναι μύθος και θρύλος». (ROGER DOSWELL:ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ- ΟΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ).
Ο κ. Μπούκλης ενθουσιάσθηκε από τα αθλητικά θεάματα στην άμμο του δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης. Η κοινωνία πρέπει να περάσει
στον ενθουσιασμό, από τον ωκεανό της ύπνωσης και του λήθαργου στις εξάψεις και τα τυφλά ξεσπάσματα. Στο βιβλίο Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ-ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΉ ο Christian Ruby προτείνει να εξερευνήσουμε τα εργαλεία του «φαντασμαγορικού» ενθουσιασμού που προορίζεται να προστατεύει την καθεστηκυία τάξη. Από εκεί μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τίποτα δεν μαθαίνουμε όταν αυτά τα δίδασκε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ πριν την Γαλλική επανάσταση, 250 χρόνια από σήμερα.
Οι εκδηλώσεις που αφήνουν υπονοούμενα για τον λόγο τέλεσής τους, οι βραβεύσεις παραγόντων, εκτός αθλητών, ξεπορτίζουν τον αθλητισμό σε πασαρέλα στην άμμο, στον φολκλορίστικο λαϊκισμό. Ναι στον αθλητισμό, αλλά με αθλητική παιδεία, προμέτρηση κοινωνικών εξόδων και εισροών και ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Ας ασχοληθούν κάποτε και με τις δουλειές των ανθρώπων. Και θεάματα, αλλά προπαντός τα καίρια.
Η ανάγνωση των αιτίων της κρίσης, η γνώση του παραγωγικού ιστού του δήμου και η σύγχρονη αναπτυξιακή θεωρία επιβάλλουν να επιστρέψουμε στην παραγωγική και κοινωνική βάση, στην αναδόμηση του τοπίου. Να κάνουμε πρόοδο στην εκπόνηση και βαθμιαία υλοποίηση ενός στρατηγικού σχεδιασμού. Οι σύμβουλοι δεν πρέπει να κολακεύουν αδύναμους πολιτικά δημάρχους, έχουν αυξημένη ευθύνη.
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο 2 Ιουλίου 2016
Με τη σωστή εννοιολόγηση τουρισμός στο Ξυλόκαστρο δεν υπάρχει. Η περιοχή είναι και δεύτερης κατοικίας, παραθερισμού. Αυτοί που έρχονται στο Ξυλόκαστρο το καλοκαίρι είναι τόσο τουρίστες όσο και εμείς που τα καλοκαίρια μετακινούμασταν στην Άνω Καλλιθέα από την Κάτω.
Καλό είναι να ανατρέξουμε στους ορισμούς του τουριστικού φαινομένου από το 1937 και την Κοινωνία των Εθνών έως το 1963, 1967, 1970 και το 1981 που καθορίζονται ταξινομήσεις και ορισμοί. Εξάλλου, δεν μπορούν να υπάρξουν εκτιμήσεις ή αποτελέσματα γιατί στατιστικά στοιχεία υπάρχουν κυρίως για τον τουρίστα που μετακινείται σε άλλη χώρα.
Πώς αξιολογεί την τουριστική επισκεψιμότητα σε σχέση με το εγχώριο εισόδημα; Από ποια στοιχεία και από ποιες επιστημονικές αφετηρίες; Ως επιστημονικός σύμβουλος του Δημάρχου, ο κ. Μπούκλης θεωρεί ότι η εισπραξιμότητα από καφέδες και σουβλάκια θα σημάνει την αντιστροφή της καθοδικής πορείας; Μιλάει για «τοπική επιχειρηματικότητα». Κολακεύει την χαμηλού επιπέδου παιδεία πόλης, συλλογικότητας, τοπικής αναφορικότητας καφερεριούχων και σουβλακιοπαρόχων της παραλίας. Μιλάμε για οικονομία της ψυχαγωγίας, και κατανάλωσης. Αντίθετα απαιτούνται προτάσεις προς αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο και όχι η αναγόρευσή του σε κινητήριο παράγοντα. Την ιστορία την χρειαζόμαστε για να βγάζουμε συμπεράσματα χρήσιμα για την πορεία μας. Ας μελετήσει κάποιος ποιες κοινωνικές δυνάμεις κυριαρχούσαν τις περιόδους ακμής του Ξυλοκάστρου, εποχές σταφίδας και Πευκιά.
Ο κ. Μπούκλης έχει ειδικές γνώσεις. Και μια πολιτική δράση οικολογίας. Μόνο που πρωθύστερη οικολογία είναι αυτή της μνήμης και για το κοινωνικό και για το φυσικό περιβάλλον. Για αυτό θα έπρεπε να ενοχληθεί από τον οικολογικό υποβιβασμό με την απώλεια των γαλάζιων σημαιών. Είναι χαρακτηριστική η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς του στην συρρίκνωση του αριθμού τους. Η νέα διαχείριση του δήμου από τον Η. Ανδρικόπουλο μέσα σε δύο χρόνια από επτά τις έκανε μία. Και μιλάμε για το «πλέον αναγνωρίσιμο και διαδεδομένο διεθνώς οικολογικό σύμβολο ποιότητας στον κόσμο».
Και αν θέλουμε να μιλήσουμε για τουρισμό ας κρατήσουμε τα παρακάτω:
1) «Ο τουρισμός με προορισμό την πόλη, ο αστικός τουρισμός, έχει ένα καταρχάς πολιτιστικό περιεχόμενο και συνδέεται με την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα της πόλης». (ΣΟΦΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ-ΚΟΛΩΝΙΑ: ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΉ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΠΟΛΥΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ, συλλογικό, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ)
2) «Το μάρκετιγκ πρέπει να εστιάσει στην ανάδειξη των πόρων της περιοχής που μπορούν να θεωρηθούν και συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Με αυτόν τον τρόπο θα συγκροτηθεί και η ιδιαίτερη διαφημιστική «εικόνα» της περιοχής που θα λειτουργεί και ως σήμα κατατεθέν της». (κεφάλαιο σχεδιασμός και διαχείριση της τουριστικής ανάπτυξης στο Χ. ΚΟΚΚΩΣΗ-Π. ΤΣΑΡΤΑ: ΒΙΩΣΙΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ)
3) «Η εικόνα ενός προορισμού είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτοπροβάλλεται
Και ο τρόπος που τον βλέπουν οι αγορές… Η εικόνα δεν δημιουργείται από την μία στιγμή στην άλλη. Είναι προϊόν της ιστορίας και των πολιτιστικών επιδράσεων, είναι μύθος και θρύλος». (ROGER DOSWELL:ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ- ΟΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ).
Ο κ. Μπούκλης ενθουσιάσθηκε από τα αθλητικά θεάματα στην άμμο του δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης. Η κοινωνία πρέπει να περάσει
στον ενθουσιασμό, από τον ωκεανό της ύπνωσης και του λήθαργου στις εξάψεις και τα τυφλά ξεσπάσματα. Στο βιβλίο Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ-ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΉ ο Christian Ruby προτείνει να εξερευνήσουμε τα εργαλεία του «φαντασμαγορικού» ενθουσιασμού που προορίζεται να προστατεύει την καθεστηκυία τάξη. Από εκεί μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τίποτα δεν μαθαίνουμε όταν αυτά τα δίδασκε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ πριν την Γαλλική επανάσταση, 250 χρόνια από σήμερα.
Οι εκδηλώσεις που αφήνουν υπονοούμενα για τον λόγο τέλεσής τους, οι βραβεύσεις παραγόντων, εκτός αθλητών, ξεπορτίζουν τον αθλητισμό σε πασαρέλα στην άμμο, στον φολκλορίστικο λαϊκισμό. Ναι στον αθλητισμό, αλλά με αθλητική παιδεία, προμέτρηση κοινωνικών εξόδων και εισροών και ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Ας ασχοληθούν κάποτε και με τις δουλειές των ανθρώπων. Και θεάματα, αλλά προπαντός τα καίρια.
Η ανάγνωση των αιτίων της κρίσης, η γνώση του παραγωγικού ιστού του δήμου και η σύγχρονη αναπτυξιακή θεωρία επιβάλλουν να επιστρέψουμε στην παραγωγική και κοινωνική βάση, στην αναδόμηση του τοπίου. Να κάνουμε πρόοδο στην εκπόνηση και βαθμιαία υλοποίηση ενός στρατηγικού σχεδιασμού. Οι σύμβουλοι δεν πρέπει να κολακεύουν αδύναμους πολιτικά δημάρχους, έχουν αυξημένη ευθύνη.
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο 2 Ιουλίου 2016
Posted on :
Σάββατο 2 Ιουλίου 2016
[
0
] comments
Label:
αριστοναυτεια
,
ποιόςκάτιπου
,
MinΜικρόκοσμοι