Τρία σημειώματα από Αντώνης Ανδρουλιδάκης
1.
Οι μέρες αυτές φέρνουν μια λαχτάρα για το ουσιώδες, μια δίψα για σημαντικότητα στη ζωή του Άλλου.
Κουρασμένοι από την ατέλειωτη κούρσα της επίδοσης, ματαιωμένοι από εκεί που μας εκτιμούν μονάχα για την αποτελεσματικότητα μας -και αν- πεινάμε για Σχέση.
Και ως εκ τούτου δεν είναι να μας εκπλήσσει το αίσθημα κενού ή η κατάθλιψη που μασκαρεύουμε με ανακουφιστικούς εθισμούς και περισπασμούς.
Ακόμη μια χρονιά που χάσαμε την επαφή με τις βαθύτερες ανάγκες μας και απλά υπομένουμε τη ζωή.
Όμως η ψυχούλα μας πετάει τη σκούφια της για πάθος, για νόημα, για σύνδεση. Λαχταράμε έναν κόσμο όπου η ψυχή μας "μετράει". Πρόκειται για μια λαχτάρα ανέκφραστη, βουβή, ίσως γιατί κάπως έχουμε προεξοφλήσει το ανεκπλήρωτο της. Σαν ένας οδοιπόρος στην έρημο που κουράστηκε να φωνάζει "διψώ".
Οι μέρες αυτές πλημμυρίζουν από θόρυβο, ρηχές αλληλεπιδράσεις και οργανωμένους αποπροσανατολισμούς, εκεί ακριβώς που χρειαζόμαστε περισσότερο βάθος, ανοιχτότερη καρδιά και πιο πολύ γνησιότητα.
Οι μέρες αυτές ζητούν να ακουστεί η αλήθεια μας. Οι μέρες αυτές ζητούν να θρέψουμε την πεινασμένη ψυχή μας. Οι μέρες αυτές προσδοκούν να μην "υπάρχουμε απλώς", αλλά να ζούμε ευθυγραμμισμένοι με το ποιοί είμαστε πραγματικά.
Οι μέρες αυτές είναι σήμαντρα νοήματος, σαν εκείνα τα μικρά εκκλησάκια στις άκρες των εθνικών δρόμων που μαρτυρούν αυτούς που χάθηκαν "τσάμπα" στις στροφές της ζωής. Οι μέρες αυτές προειδοποιούν να κόψεις ταχύτητα, να επιβραδύνεις, να παρατηρήσεις εντός σου και δίπλα σου.
Το μικρό παιδί παραμένει φοβισμένο και μόνο στην εσώτερη φάτνη μας, ενώ οι ανάσες των άλλων ζώων μας φαίνονται απειλητικές για να μας ζεστάνουν. Τα δώρα των μάγων του συστήματος, μπορούν να κοροϊδέψουν τους μεγάλους, αλλά δεν ξεγελούν πια αυτό το παιδί και η μητέρα λείπει από καιρό.
Τα ίδια πάνω-κάτω συμβαίνουν και στις άλλες φάτνες και η κάθε ξένη ανάσα μοιάζει απειλή. Εδώ επιτρέπονται πλέον ανάσες σε καθρέφτες και οθόνες αφής.
Οι μέρες αυτές γυρεύουν μια μεγάλη ανάσα μοιρασμένη. Μόνη διέξοδος να την χαρίσεις για να σου χαριστεί. Άκου τη δίψα σου για μια γερή αναπνοή ζωής.
2.
" Τα Χριστούγεννα είναι το νικητήριο παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των Άλλων, η ζεϊμπεκιά των άτακτων ψυχών.
Τα Χριστούγεννα είναι ένας καημός. Ένας νταλκάς, που δεν καταλαγιάζει μ’ όλα τα μελομακάρονα. Μια πίκρα για ό,τι όνειρο ματαιώθηκε οριστικά, μα εσύ χρωστάς -ένας θεός ξέρει σε ποιον- πεισματικά και γεννάς κάθε πρωΐ κι ένα καινούργιο.
Τα Χριστούγεννα, μεταξύ μας, δεν έχουν καμία «μαγεία» και κανένα πνεύμα τους δεν θα μετασχηματίσει τον κάθε Σκρούτζ σε άνθρωπο.
Τα Χριστούγεννα ζητούν απλά περίσσευμα μαγκιάς!
Πολύ περισσότερο, η «μαγεία» των Χριστουγέννων δεν είναι στο να δώσεις, όπως προτείνουν οι μελό συναισθηματικούρες, δηλαδή στο να αγοράσεις και να δώσεις, αλλά στο να δοθείς!
Εδώ έγκειται και η συστημική επικινδυνότητα τους. Στο να δοθείς!
Τα Χριστούγεννα είναι ένα παιδί που χορεύει κάπου εντός σου ένα μακρύ ζεϊμπέκικο και που και που, εκεί, καθώς οι τραγουδιστές παίρνουν μια ανάσα, σου φωνάζει αφυπνιστικά:
"Τι κάνεις ρε μαλάκα! Πώς ξοδεύεις έτσι τη ζωή σου!" "
3.
Κάθε χρονιά, όλο και πιο πολύ, τα Χριστούγεννα μου μοιάζουν μ' ένα άδειο κέλυφος, ένα κέλυφος δίχως ψαχνό. Σαν Χριστούγεννα δίχως Χριστό και δίχως καμιά γέννα. Και γι' αυτό ίσως φτιασιδώνεται, κάθε χρονιά, η θεαματική τους συσκευασία. Κάτι σαν ένα αδειανό πακέτο, τυλιγμένο σε γυαλιστερή συσκευασία, που η αρχική χαρά του ανοίγματος του συνοδεύεται πάντα από την ματαίωση της διαπίστωσης του κενού.
Οι φίλοι μου λένε πως γερνώ και γκρινιάζω. Ίσως και να έχουν δίκιο.
Όμως εγώ επιμένω να βλέπω πως οι πόλεις φωτίζονται για να κρύψουν τα σκοτάδια μας. Τα στολίδια μας θαμπώνουν ίσα για να κρύψουν την οδύνη μας. Οι κάθε λογής βουλιμίες μας απλά ανακουφίζουν προσωρινά την συναισθηματική μας απομόνωση.
Κι οι γιορταστικές παρέες γίνονται ευκαιρίες συνάντησης μονάχα των οθονών μας. Αν το καλοσκεφτείς μονάχα οι οθόνες μας είναι συνδεδεμένες. Οι άνθρωποι παραμένουμε ασύνδετοι, άσχετοι, σαν χελώνες κλεισμένοι μέσα στα καβούκια μας.
Κάποια μελλοντική γενιά θα παρατηρεί έκπληκτη τα Χριστούγεννα σε κάποιο φουτουριστικό μουσείο. Τι κάναν στον εαυτό τους αυτοί οι μαλάκες, θα σκέφτονται οι πιτσιρικάδες του μέλλοντος.
Κι ίσως δεν είναι τόσο το πρόβλημα στην αποθέωση της κατανάλωσης των ημερών. Είναι κυρίως σ' αυτό που κρύβεται κάτω από την κατανάλωση, σ' αυτό που η κατανάλωση ανακουφίζει. Δηλαδή στην υπαρξιακή οδύνη που τα "άδεια" Χριστούγεννα από την μια ανακουφίζουν προσωρινά κι από την άλλη -ακριβώς επειδή είναι "άδεια"- πιστοποιούν και επιβεβαιώνουν.
Είναι που τα Χριστούγεννα έχουν χάσει πια το πνεύμα τους και ξέπεσαν σε μια γιορταστική διεκπεραίωση. Είναι που τα Χριστούγεννα έγιναν κάτι σαν φιλάνθρωπος τουρισμός στην ανάγκη του Άλλου. Είναι που τα Χριστούγεννα έχουν χάσει την όποια ψυχικά αναστάσιμη δυναμική τους κι έγιναν το πληκτικό birthday party ενός σκοτωμένου Θεού. Είναι που τα Χριστούγεννα συντελούνται πλέον ως ανθρωποθυσία στον ιερό τόπο, στη γεννέθλια γη, της Παλαιστίνης.
Ίσως γι' αυτό τα Χριστούγεννα να πρέπει να οριστούν πλέον ως η γιορτή της απομόνωσης! Να έχουμε μια Παγκόσμια Ημέρα της Μοναξιάς του δυτικού κόσμου στις 25 του Δεκέμβρη.
Μέσα σ' όλο αυτό το μουντό κλίμα της ανέραστης γιορτής κρατώ μονάχα μια "τραγική αισιοδοξία": ότι, παρ΄ όλα αυτά, αργά ή γρήγορα, μπορεί και τώρα, αυτή τη στιγμή, κάποια παιδιά να βρούν το χαμένο νήμα της Γιορτής. Θα πετάξουν στην άκρη τις φανταχτερές γιρλάντες και τα πλαστικά συναισθήματα, θα αγκαλιαστούν και θα πουν ο ένας στον άλλο "σ΄ αγαπώ" με τον ίδιο τρόπο που ειπώθηκε κάποτε πριν δυο χιλιάδες τόσα χρόνια. Και μπορούμε όλοι μας να γίνουμε, έστω για λίγο, αυτά τα παιδιά...